Για ποιο πράγμα τσακώνονται;

Οι δύο συνέχειες που δημοσίευσαν οι Financial Times για το τι πραγματικά συνέβη στις Κάννες ανάμεσα στους Παπανδρέου, Μέρκελ, Σαρκοζί, Σόιμπλε, Βενιζέλο και τους λοιπούς αστέρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που «εν ριπή οφθαλμού» αποφάσισαν όχι μόνο για την τύχη της τότε Ελληνικής κυβέρνησης αλλά και για το μέλλον του εργαζόμενου λαού της χώρας μας, έχει προκαλέσει έναν παραπλανητικό τσακωμό μεταξύ των εταίρων της κυβέρνησης και του ΣΥΡΙΖΑ.

Το βασικό συμπέρασμα που βγαίνει από τα όσα αναφέρουν οι Financia lTimes είναι τα ανύπαρκτα περιθώρια που έχει κάθε κυβέρνηση μιας αδύνατης χώρας μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως είναι η χώρα μας, να ασκήσει τη δική της πολιτική, και ιδιαίτερα την οικονομική, πέρα και έξω απ’ ό, τι αποφασίσουν οι ισχυρές χώρες και ιδιαίτερα πέρα και έξω απ’ ό,τι αποφασίσει η Γερμανία.

Και αυτά τα περιθώρια δεν υπάρχουν και για ισχυρές χώρες, όπως είναι π.χ. η Ιταλία, την οποία πίεζαν Μέρκελ και Σαρκοζί να καταφύγει στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Η άρνηση του Σίλβιο Μπερλουσκόνι να αποδεχτεί αυτήν τη λύση του στοίχισε την πρωθυπουργία, δηλαδή είχε την αντίστοιχη πορεία με τον Γιώργο Παπανδρέου.

Και στην περίπτωση Παπανδρέου και στην περίπτωση Μπερλουσκόνι εκτελεστικός πρωτομάγειρας της ίντριγκας ήταν ο Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο, που στη μεν πρώτη περίπτωση πήρε τηλέφωνο τον Αντώνη Σαμαρά, για μελλοντικό πρωθυπουργό, αφού θα μεσολαβούσε ο Λουκάς Παπαδήμος, ενώ στη δεύτερη περίπτωση, του Μπερλουσκόνι, έπαιρνε τηλέφωνο τους υπουργούς του και τους έδινε την εντολή «να τον τελειώσουν».

Το συμπέρασμα στο οποίο αναφερθήκαμε, και αναδεικνύει τα μηδενικά περιθώρια άσκησης της οποιαδήποτε «εθνικής» πολιτικής, το παρακάμπτουν τόσο οι κυβερνητικές δυνάμεις, Νέα Δημοκρατία και ΠΑΣΟΚ, όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ. Έχουν, λοιπόν, επιλέξει, και για τις δικές τους προεκλογικές σκοπιμότητες, σε ποιο πεδίο θα τσακωθούν μεταξύ τους.

Ο τσακωμός αυτός δεν είναι στον «αέρα», περιέχει πραγματικά στοιχεία. Μόνο που ο καθένας επιλέγει τα στοιχεία που τον συμφέρουν κρύβοντας, ταυτόχρονα, άλλα στοιχεία που θα οδηγούν  στο βασικό συμπέρασμα.

Η Νέα Δημοκρατία ισχυρίζεται ότι ο κίνδυνος εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ – αλλά, προσθέτει τώρα και από την Ευρωπαϊκή Ένωση, ήταν υπαρκτός και ότι αυτό είναι το γεγονός που επιβεβαιώνεται από τους Financial Times. Σ’ αυτό το σημείο περιορίζει το θέμα.

Θέτει, κατά προέκταση, το ζήτημα στον ΣΥΡΙΖΑ ότι πρέπει να απολογηθεί για τη θέση που πήρε ότι «ζήτημα εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ δεν ετίθετο», γιατί, όπως το αιτιολογούσε ο ΣΥΡΙΖΑ, θα είχε επίδραση σε ολόκληρη την ευρωζώνη.

Επομένως καμία άλλη χώρα της ευρωζώνης, έλεγε ο ΣΥΡΙΖΑ,  δε θα συνέφερε να εκδιωχθεί η Ελλάδα απ’ αυτήν και πάνω σ’ αυτό το σημείο στήριζε και στηρίζει ο ίδιος όλη την επιχειρηματολογία του για την «ισχυρή διαπραγμάτευση».

Στην επιχειρηματολογία της Νέας Δημοκρατίας υπάρχει μια αλήθεια. Ότι πράγματι ετίθετο θέμα εξόδου της χώρας μας από το ευρώ (και όχι από την Ευρωπαϊκή Ένωση, που σκόπιμα ισχυρίζεται), αλλά αποκρύβει μια άλλη αλήθεια. Ότι αυτός ο κίνδυνος υπήρχε όχι γιατί διακυβεύονταν τα συμφέροντα της δικής μας χώρας, ακόμη και με την έννοια των συμφερόντων της αστικής τάξης, αλλά γιατί διακυβεύονταν τα συμφέρονται των ισχυρών χωρών, των αστικών τους τάξεων, και του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος.

Όταν οι ισχυροί της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδιαίτερα η Μέρκελ, διασφάλισαν την πολιτική συνέχεια που ήθελαν, με Παπαδήμο και Σαμαρά, τότε και μόνο τότε συμφώνησαν για την παραμονή της Ελλάδας στο ευρώ. Στην πραγματικότητα ούτε και τότε ήταν πλήρως εξασφαλισμένη η παραμονή της Ελλάδας στο ευρώ, γι’ αυτό το λόγο και οι εταίροι απαιτούσαν όλο και περισσότερα μέτρα και η τρόικα συνεχώς και διαδοχικά έφερνε στις αποσκευές της τις καινούργιες απαιτήσεις.

Φυσικά η Νέα Δημοκρατία αποκρύβει και όλο το παρασκήνιο που συντελέστηκε στις Κάννες και όχι μόνο, γιατί προφανώς είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικό για το πόσο πολιτικά, πέρα από οικονομικά, είναι εξαρτημένη η χώρα μας, ώστε, στην κυριολεξία, οι εταίροι να «βουτάνε» ένα τραπεζικό υπάλληλο, έστω ανώτερο, της Κεντρικής Ευρωπαϊκής Τράπεζας, όπως ήταν ο Λουκάς Παπαδήμος, και να τον χρήζουν πρωθυπουργό της Ελλάδας. Σ’ αυτό το παρασκήνιο η Νέα Δημοκρατία είχε άμεση συμμετοχή και επομένως έχει και κάθε συμφέρον να το αποκρύψει, γιατί η υποτέλεια πρέπει να κρύβεται.

Από την πλευρά, τώρα, του ΣΥΡΙΖΑ το κύριο γεγονός που στέκεται είναι το παρασκήνιο, γιατί, πράγματι, αποκαλύπτει την υποτελή στάση τόσο του ίδιου του Γιώργου Παπανδρέου, όσο και των Ευάγγελου Βενιζέλου και Αντώνη Σαμαρά, που ανέλαβαν να «σκοτώσουν το δημοψήφισμα».

Ο ΣΥΡΙΖΑ ποντάρει πάνω στην ευαισθησία του Ελληνικού λαού, αλλά αποκρύβει όλο το υπόλοιπο «παρασκήνιο» που αφορά στην οικονομική πολιτική, που δεν αφήνει κανένα περιθώριο για «παραβιάσεις» της πολιτικής, που χαράζουν και απαιτούν να εφαρμοστεί οι ισχυροί εταίροι.

Επομένως όσο και να αιτιάται τη Νέα Δημοκρατία για την υποτέλειά της για να έρθουν τα μνημόνια, αποκρύβει μια πραγματικότητα που επικρατεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση, που, ουσιαστικά τινάζει στον αέρα την ουσία της στρατηγικής του και κατ’ επέκταση το επιχείρημά του περί ισχυρής διαπραγμάτευσης.

Αυτήν την πραγματικότητα ο ΣΥΡΙΖΑ την έχει πάρει από τώρα υπόψη του, γιατί έχει πρακτικά παραιτηθεί από οποιαδήποτε αρχική ριζοσπαστική εξαγγελία του και γι’ αυτό το λόγο καταφεύγει συνεχώς στους ελιγμούς, στα «ήξεις – αφήξεις».

Εκθέτει, λοιπόν, τη Νέα Δημοκρατία εκεί που «πονάει» περισσότερο, αλλά, ταυτόχρονα δεν δίνει καμία απάντηση στο ερώτημα για το πώς θα αντιδράσει ο ίδιος, όταν θα βρεθεί σε μια ανάλογη περίπτωση Καννών. Και πρέπει να πούμε, και αυτό δεν είναι λεπτομέρεια ήσσονος σημασίας, ότι οι «Κάννες» είναι καθημερινό φαινόμενο στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Δεν είναι εξαίρεση.

Όπως γίνεται κατανοητό ο τσακωμός της Νέας Δημοκρατίας με το ΣΥΡΙΖΑ για το τι έγινε πραγματικά στις Κάννες κρύβει άμεσες σκοπιμότητες που έχουν να κάνουν με τις εκλογικές επιδιώξεις των δύο κομμάτων. Και οι δύο, όμως, αποκρύβουν τη συνολική πραγματικότητα, που είναι αυτή που πρωταρχικά ενδιαφέρει τον εργαζόμενο λαό.

Αυτή η πραγματικότητα, όμως, απαιτούσε μια συγκεκριμένη απάντηση εκείνη την εποχή, που αυτή δε θα μπορούσε να τη δώσει κανένα άλλο κόμμα πέρα από το ΚΚΕ. Για το πώς ανταποκρίθηκε η ηγεσία του Κόμματος σ’ αυτό το καθήκον είναι γνωστό, αλλά από την πλευρά μας είναι απόλυτα αναγκαίο να το ξαναθυμίσουμε, όχι μόνο για να επισημάνουμε το λάθος τρόπο που αντέδρασε η ηγεσία του Κόμματος, αλλά για να επιβεβαιώσουμε την ανάγκη ύπαρξης μιας άλλης πρότασης διεξόδου από την οικονομική κρίση και τη χρεοκοπία.

Πολύ περισσότερο για να επιβεβαιώσουμε τα αντικειμενικά στοιχεία που θεμελίωναν αυτήν την πρόταση και που δεν τα πήρε υπόψη η ηγεσία του Κόμματος. Αντικειμενικά στοιχεία τα οποία τα ανέδειξε η ίδια η πορεία των οικονομικών και πολιτικών εξελίξεων. Αλλά αυτό το θέμα θα το αντιμετωπίσουμε στο αμέσως επόμενο άρθρο μας.

COMMENTS