Η συζήτηση γύρω από την τακτική που πρέπει να ακολουθήσει το Κομμουνιστικό Κίνημα στη χώρα μας έχει ανοίξει εδώ και πολύ καιρό. Για να είμαστε ακριβείς θα ήταν προτιμότερο να πούμε ότι αυτή η συζήτηση, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, δεν έλειψε ποτέ.
Στο πλαίσιο αυτής της συζήτησης η κριτική που ασκείται στις θέσεις της ηγεσίας του Κόμματος για την τακτική που ακολουθεί, εδώ και πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, πριν ακόμη και από το 19ο Συνέδριο του Κόμματος, έχει πυκνώσει και προέρχεται από διαφορετικές πλευρές και οπτικές.
Η «Νέα Σπορά» έχει καταθέσει σειρά άρθρων που ασκεί ακόμη και δριμεία κριτική στην ηγεσία του Κόμματος, πριν και μετά το 19ο Συνέδριο, για την τακτική που ακολουθεί. Στην κριτική της αυτή η «Νέα Σπορά» αντιπαρήλθε το γνωστό εφεύρημα της ηγεσίας του Κόμματος ότι «όποιος διαφωνεί στην τακτική του Κόμματος στην ουσία διαφωνεί με τη στρατηγική του». Και αυτό για να αποφύγει έναν αποπροσανατολισμό από το ουσιαστικό θέμα.
Και το ουσιαστικό θέμα είναι ότι όσο ακολουθεί η ηγεσία αυτήν την τακτική, κατά τη γνώμη μας, δεν πρόκειται ποτέ να προσεγγίσει το σοσιαλισμό, γιατί αδυνατεί να εκπληρώσει το θεμελιώδες καθήκον προς την επανάσταση: την ενότητα της εργατικής τάξης και τη συσπείρωση των συμμάχων της γύρω από ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα στόχων, που θα οδηγήσουν τις λαϊκές μάζες από την ίδια τους τη δράση στην κατανόηση της αναγκαιότητας της επανάστασης.
Η «Νέα Σπορά» με τα άρθρα της προσπάθησε να κινηθεί σε δύο βασικούς άξονες:
-
Ο πρώτος αφορούσε στην υπεράσπιση της Λενινιστικής τακτικής έτσι όπως διαμορφώθηκε στα συνέδρια του Σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού Κόμματος της Ρωσίας (ΣΔΕΚΡ) και στις Λενινιστικές επεξεργασίες γενικότερα. Και αυτή η υπεράσπιση είχε και έναν παραπάνω στόχο. Να απαλλάξει τη Λενινιστική τακτική από τη ρετσινιά του Τρότσκι, ότι αυτή αποτελούσε Ρώσικη ιδιομορφία και η οποία στη συνέχεια γενικεύτηκε και υιοθετήθηκε και από το δεξιό και τον «αριστερό» οπορτουνισμό.
-
Ο δεύτερος αφορούσε στην τακτική του Κόμματος, που επεξεργάστηκε το 15ο Συνέδριο του Κόμματος. Έχουμε κατ’ επανάληψη τοποθετηθεί ότι παρά τις ελλείψεις, τις αδυναμίες, τις ασάφειες ακόμη και τις στρεβλώσεις (κυρίως ως προς το χαρακτήρα του ΑΑΔΜ, το χαρακτήρα της εξουσίας του ΑΑΔΜ, τη σχέση της εξουσίας του ΑΑΔΜ με το σοσιαλισμό, το πέρασμα στο σοσιαλισμό και τις μορφές περάσματος), το 15ο Συνέδριο ακολούθησε (ή προσπάθησε να ακολουθήσει) τη Λενινιστική αντίληψη για την τακτική. Γι’ αυτό και από την πλευρά μας το θεωρούμε ως βάση για ένα επαναστατικό πρόγραμμα του Κόμματος. Φυσικά ένα πρόγραμμα που θα εκσυγχρονιστεί και θα είναι προσαρμοσμένο στις σημερινές συνθήκες.
Μετά από τις δύο αυτές βασικές διευκρινήσεις θα μας επιτραπεί να εξηγήσουμε, επίσης, το τι εννοούμε όταν αναφερόμαστε σε ελλείψεις, αδυναμίες κλπ.. Για να είμαστε πιο κατανοητοί θα φέρουμε ένα συγκεκριμένο παράδειγμα, που συγκέντρωσε έντονες κριτικές, δικαιολογημένα, κατά τη γνώμη μας, και που «ανέλαβε» να επιλύσει το 19ο Συνέδριο, αλλά, όπως αποδεικνύεται, με λάθος τρόπο. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα που θα μας βοηθήσει στην ανάλυσή μας:
«Η ανάπτυξη των κοινωνικοπολιτικών αναμετρήσεων, των ταξικών συγκρούσεων, θα φέρνει στην ημερήσια διάταξη το πρόβλημα της εξουσίας. To KKE κατευθύνει τη δράση του, ώστε η αντιιμπεριαλιστική, αντιμονοπωλιακή πάλη να αναπτύσσεται και να βαθαίνει η αντικαπιταλιστική συνείδηση της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων. Το ΚΚΕ σταθερά προσπαθεί να πείθει ότι δεν αρκεί να φύγουν τα αστικά κόμματα και οι σύμμαχοί τους από το τιμόνι της διακυβέρνησης. Πρέπει να ανατραπεί το αστικό κράτος και οι μηχανισμοί του. Να δημιουργηθεί μια νέα λαϊκή εξουσία, που δεν είναι άλλη από τη σοσιαλιστική.
Σε συνθήκες κορύφωσης της ταξικής πάλης, επαναστατικής ανόδου του λαϊκού κινήματος, όταν η επαναστατική διαδικασία έχει ξεκινήσει, μπορεί να προκύψει κυβέρνηση, ως όργανο λαϊκής εξουσίας, που έχει την έγκριση και τη συγκατάθεση του αγωνιζόμενου λαού, χωρίς γενικές εκλογές και κοινοβουλευτικές διαδικασίες. Αυτή η κυβέρνηση θα ταυτίζεται, ή θα τη χωρίζει τυπική απόσταση από την εξουσία της εργατικής τάξης και των συμμάχων της.
Σε συνθήκες ταξικών αναμετρήσεων και μεγάλης φθοράς στην επιρροή των αστικών κομμάτων και των συμμάχων τους, μπορεί να προκύψει κυβέρνηση αντιιμπεριαλιστικών αντιμονοπωλιακών δυνάμεων με βάση το κοινοβούλιο χωρίς να έχουν διαμορφωθεί ακόμα οι όροι για το επαναστατικό πέρασμα.
Η δρομολόγηση κυβερνητικών μέτρων που στοχεύουν στην ανακούφιση του λαού, ενάντια στο πολυεθνικό κεφάλαιο, στην εξάρτηση και τη συμμετοχή της χώρας στις ιμπεριαλιστικές ενώσεις, είναι δυνατόν να συσπειρώνει και να πείθει για την ανάγκη γενικότερης ρήξης.
Το ΚΚΕ επιδιώκει μια τέτοια κυβέρνηση, με τη δράση της και τη γενικότερη λαϊκή παρέμβαση, να συμβάλει στην έναρξη της επαναστατικής διαδικασίας. Το διάστημα μέσα στο οποίο θα κριθεί αν η κυβέρνηση θα προχωρήσει προς τα εμπρός δε θα είναι μακρόχρονο. Η πείρα δείχνει ότι θα είναι βραχύχρονο. Αν οι εξελίξεις δεν πάρουν θετική πορεία, τότε η κυβέρνηση θα ανατραπεί, κάτω από την αντίδραση της κυρίαρχης τάξης και την ιμπεριαλιστική παρέμβαση. Η ανατροπή της δε σημαίνει υποχρεωτικά συνολικό πισωγύρισμα. Μπορεί να γίνει παράγοντας για να κατανοηθεί βαθύτερα η ανάγκη ριζικής ανατροπής του καπιταλιστικού συστήματος» (Από το Πρόγραμμα, Ντοκουμέντα, 15ο Συνέδριο, σελ. 122 – 123).
Θα σταθούμε μόνο σε ένα ζήτημα από τα πολλά που προκύπτουν από το παραπάνω απόσπασμα. Όπως αντιλαμβάνεται κανείς στο απόσπασμα αυτό προσδιορίζεται ο τρόπος που θα φτάσει το επαναστατικό κίνημα στην εξουσία. Γίνεται σαφές ότι με τη μορφή της εξέγερσης (σε συνθήκες κορύφωσης της ταξικής πάλης (….), (….) χωρίς γενικές εκλογές και κοινοβουλευτικές διαδικασίες) η κατάκτηση της εξουσίας οδηγεί σε ταύτιση ή τη χωρίζει τυπική μόνο απόσταση από την προλεταριακή εξουσία.
Τι παρατηρούμε από το παραπάνω απόσπασμα; Το ΑΑΔΜ δεν υπάρχει. Απουσιάζει. Η κυβέρνηση δεν είναι του ΑΑΔΜ. Και πως δικαιολογείται αυτή η απουσία; Με τη δικαιολογία ότι στο Μέτωπο «εντάσσονται δυνάμεις ανομοιογενείς από άποψη κοινωνικής θέσης και ιδεολογικοπολιτικής στάσης. Αντανακλώνται διαφορετικές τάσεις, σε ό, τι αφορά την προοπτική και το σκοπό της αντιιμπεριαλιστικής, αντιμονοπωλιακής πάλης» (στο ίδιο, σελ. 122, τονισμός δικός μας).
Στο μεταξύ προβλέπεται, στην επόμενη ακριβώς παράγραφο, ότι «μπορεί να προκύψει κυβέρνηση αντιιμπεριαλιστικών αντιμονοπωλιακών δυνάμεων με βάση το κοινοβούλιο χωρίς να έχουν διαμορφωθεί ακόμα οι όροι για το επαναστατικό πέρασμα». Και παρακάτω. «Το ΚΚΕ επιδιώκει μια τέτοια κυβέρνηση, με τη δράση της και τη γενικότερη λαϊκή παρέμβαση, να συμβάλει στην έναρξη της επαναστατικής διαδικασίας». Συμπέρασμα: Η κατάκτηση της διακυβέρνησης από το ΑΑΔΜ (και κοινοβουλευτικά) είναι εκτός επαναστατικής διαδικασίας!
Και κάτι πολύ περισσότερο σημαντικό. Το ερώτημα είναι: Μια κυβέρνηση του ΑΑΔΜ, που ανέρχεται στη διακυβέρνηση, κοινοβουλευτικά ή όχι, με σκοπό να εκδιώξει την αστική τάξη, ανεξάρτητα από το εάν το πρόγραμμα που θα εφαρμόσει είναι ο άμεσος σοσιαλισμός, αλλά με βάση το πρόγραμμα αυτό θα προετοιμάσει και θα προχωρήσει σε ριζικές αλλαγές αναγκαίες για το σοσιαλισμό, είναι ή δεν είναι επαναστατική; Η απάντηση η δική μας στο ερώτημα αυτό είναι αδιαμφισβήτητα «ναι»! Είναι επαναστατική!
Και το νέο κρατικό σύστημα που θα εφαρμόσει, στη θέση του αστικού κράτους, και αυτό θα είναι επαναστατικό. Δεν θα είναι η πολιτική εξουσία της εργατικής τάξης, η δικτατορία του προλεταριάτου, αλλά δεν θα είναι και ένα αστικό κράτος. Θα είναι μια «επαναστατική δημοκρατία»!
Ας παρακολουθήσουμε πως χειρίζεται το θέμα αυτό, παραμονές της επανάστασης, ο Β. Ι. Λένιν. Στα κείμενα που έχουν κατατεθεί για την αναθεώρηση του προγράμματος σημειώνει μια βαρύνουσα παρατήρηση: «Γι’ αυτό κάνω την πρόταση ή να φύγει εντελώς όλη η παράγραφος της σελίδας 23, ή να διατυπωθεί ως εξής: “Επιδιώκοντας τη δημιουργία ενός τέτιου κρατικού συστήματος, που θα εξασφάλιζε με τον καλύτερο τρόπο τόσο την οικονομική ανάπτυξη και τα δικαιώματα του λαού γενικά, όσο και τη δυνατότητα για το πιο ανώδυνο πέρασμα στο σοσιαλισμό ειδικά, το Κόμμα του προλεταριάτου δεν μπορεί να περιοριστεί (…)” κτλ.»(Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, Τόμος 34, σελ.378, τονισμός δικός μας,6-8 (19-21) Οχτώβρης 1917).
Η εξουσία του ΑΑΔΜ, με το πρόγραμμά της, θα έπαιρνε μέτρα που θα στόχευαν στη δημιουργία ενός τέτοιου κρατικού συστήματος που θα κατευθυνόταν «στην ανακούφιση του λαού, ενάντια στο πολυεθνικό κεφάλαιο, στην εξάρτηση και τη συμμετοχή της χώρας στις ιμπεριαλιστικές ενώσεις». Ταυτόχρονα η κατεύθυνση αυτή «είναι δυνατόν να συσπειρώνει και να πείθει για την ανάγκη γενικότερης ρήξης».
Η εξουσία αυτή θα ήταν μια επαναστατική εξουσία, μια επαναστατική δημοκρατία, μια «επαναστατική δικτατορία της δημοκρατίας, με επικεφαλής το επαναστατικό προλεταριάτο» κατά το Β. Ι. Λένιν (Άπαντα, Τόμος 34, σελ. 189, 10-14 Σεπτέμβρης 1917), μόνο που για να είναι επαναστατική δημοκρατία «πρέπει η δημοκρατία να γίνει επαναστατική στην πράξη» (στο ίδιο).
Και σημειώνει παρακάτω: «Εδώ βρίσκεται όλος ο κόμπος. Αυτό ακριβώς είναι που δεν θέλουν οι εσέροι και οι μενσεβίκοι μας, που εξαπατούν το λαό με τη σημαία της «επαναστατικής δημοκρατίας», ενώ στην πράξη υποστηρίζουν την αντιδραστική – γραφειοκρατική πολιτική της αστικής τάξης που, όπως πάντα, καθοδηγείται από την αρχή: «après nous le déluge» – ύστερα από μας ας έρθει ο κατακλυσμός!» (στο ίδιο).
Επομένως μέσα από το συγκεκριμένο παράδειγμα που καταθέσαμε δικαιολογείται και η θέση μας ότι το Πρόγραμμα που ψηφίστηκε στο 15ο Συνέδριο είχε ανάγκη περαιτέρω επεξεργασίας για να απαλλαγεί από ασάφειες και να συμπληρωθεί με θέσεις που θα κάλυπταν το κενό σημαντικών ελλείψεων που είχε. Να μην επιτρέπει διπλές ερμηνείες, να μην είναι προϊόν αφανών συμβιβασμών, να μην επιτρέπει στους επικριτές του, κατά την προσυνεδριακή περίοδο να το επικρίνουν, κατά τις συνεδριακές διαδικασίες να το ψηφίζουν, στη συνέχεια να εκλέγονται στα ανώτατα καθοδηγητικά όργανα και μετά μεθοδικά, βήμα – βήμα, να το στέλνουν στο καλάθι των αχρήστων, μέχρι και την επίσημη ολοκληρωτική αναθεώρησή του.
Περνάμε, τώρα, σε ένα άλλο θέμα, που σχετίζεται επίσης με την τακτική και που είναι θέμα κριτικής προς την ηγεσία του Κόμματος. Αυτό είναι το θέμα της κοινής δράσης των πολιτικών δυνάμεων. Πολιτικών δυνάμεων, όμως, που θα απεγκλωβίζονται και θα προσανατολίζονται προς το ΑΑΔΜ. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από το Πρόγραμμα του Κόμματος, που ψηφίστηκε στο 15ο Συνέδριο:
«Το Μέτωπο στην αρχική του φάση ξεκινά σαν συσπείρωση κυρίως κοινωνικών δυνάμεων γύρω από αντιιμπεριαλιστικά αντιμονοπωλιακά αιτήματα και στόχους, από επιμέρους μέτωπα πάλης που κινητοποιούν διάφορα τμήματα των εργαζομένων προς ένα ενιαίο ισχυρό λαϊκό ρεύμα. Όσο περισσότερο αναπτύσσεται η ταξική πάλη, η οργάνωση και η πολιτική πείρα της εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών στρωμάτων, όσο ενισχύεται η δύναμη του ΚΚΕ, τόσο θα αυξάνονται οι δυνατότητες το αντιιμπεριαλιστικό αντιμονοπωλιακό μέτωπο να προκαλεί αντίστοιχες αλλαγές στον πολιτικό συσχετισμό.
Το ΚΚΕ επιδιώκει τη συνεργασία με πολιτικές δυνάμεις που αποδέχονται την αναγκαιότητα σύγκρουσης με τον ιμπεριαλισμό και τα πολυεθνικά μονοπώλια, υπερασπίζονται τα δικαιώματα των εργαζομένων, τη λαϊκή κυριαρχία και ανεξαρτησία της χώρας. Η συνεργασία μπορεί να εκφραστεί με τη μορφή συντονισμού, πολλαπλών συσπειρώσεων και κοινής δράσης για ορισμένα συγκεκριμένα προβλήματα, στα οποία διαπιστώνεται συμφωνία. Η εμπειρία της κοινής δράσης θα δείχνει κατά πόσο είναι δυνατή η διεύρυνσή της και η συνεργασία και σε άλλους αντιιμπεριαλιστικούς αντιμονοπωλιακούς στόχους, κατά πόσο στη συνέχεια μπορεί να εξελιχθεί σε πολιτική συμφωνία.
Το ΚΚΕ αντιμετωπίζει τα άλλα κόμματα όχι μόνο με βάση τις διακηρύξεις, το πρόγραμμα και τους στόχους τους, αλλά και από το πώς υπερασπίζονται τα ζωτικά συμφέροντα των εργαζομένων και στηρίζουν τους αγώνες τους. Οι πολιτικές συνεργασίες για να σταθούν και να στερεωθούν ώστε να δώσουν ώθηση και πολιτικό δυναμισμό στο αντιιμπεριαλιστικό αντιμονοπωλιακό δημοκρατικό μέτωπο πάλης, πρέπει να στηρίζονται σε υπαρκτές κοινωνικές διεργασίες και συσπειρώσεις, να αναπτύσσουν τη συμμαχία των κοινωνικών δυνάμεων. Να στηρίζονται στους αγώνες, να αναγνωρίζουν έμπρακτα τη δύναμη του λαϊκού κινήματος. Να αντιμετωπίζουν τα διασπαστικά και υπονομευτικά σχέδια της άρχουσας τάξης και των συμμάχων της» ( Από το Πρόγραμμα, 15ο Συνέδριο, Ντοκουμέντα, σελ. 116).
Στο απόσπασμα αυτό περιγράφεται η πορεία δημιουργίας του ΑΑΔΜ και από την πλευρά μας δεν έχουμε να κάνουμε κάποια παρατήρηση, κάποιον σχολιασμό, που να ανατρέπει ριζικά αυτή τη λογική δημιουργίας του ΑΑΔΜ. Αν θα σχολιάζαμε κάτι αυτό θα αφορούσε μια θέση της «Νέας Σποράς» για την ανάγκη μιας προγραμματικής πρότασης, που θα τροφοδοτήσει τη διαδικασία συσπείρωσης των εργαζομένων και των κοινωνικών δυνάμεων, που θα αποτελούσε τη βάση για την ανάπτυξη της δράσης του εργατικού κινήματος και γενικότερα του λαϊκού κινήματος, της κοινής δράσης όλων των εργαζομένων. Και αυτή η ανάγκη «βγαίνει» και από το παραπάνω απόσπασμα, γι’ αυτό, άλλωστε, υπήρχε το Πρόγραμμα του 15ου Συνεδρίου.
Όλα τα παραπάνω αναφέρθηκαν για να είναι απολύτως σαφές το τι πραγματικά αντιπροσωπεύει το ΑΑΔΜ και από την άποψη της κοινής δράσης, της συσπείρωσης των δυνάμεων των εργαζομένων, των πολιτικών δυνάμεων αλλά και από την άποψη της πολιτικής εξουσίας. Για να μπορούμε να κρίνουμε τις προτάσεις που κατατίθενται και τις κριτικές που διεξάγονται ως προς την τακτική του Κόμματος.
Μέσα από αυτήν την τοποθέτηση ξεκαθαρίζει και η κριτική στάση της «Νέας Σποράς» ως προς το 15ο Συνέδριο, τουλάχιστον για τα παραπάνω θέματα, και με αυτόν τον τρόπο ξεκαθαρίζει και η αντίστοιχη κριτική της στάση σε ότι αφορά στις άλλες κριτικές που κατατίθενται απέναντι στην ηγεσία του Κόμματος και το 19ο Συνέδριο, που ουσιαστικά έχει απορρίψει το Πρόγραμμα του 15ου Συνεδρίου.
Στο πλαίσιο αυτό ακολουθεί ο σχολιασμός ενός άρθρου, που αφορά σε μια συγκεκριμένη κριτική, που μας βρίσκει αντίθετους, παρά το γεγονός ότι, υποτίθεται, στηρίζεται στις επεξεργασίες του 15ου Συνεδρίου.
Το παράδειγμα μιας συγκεκριμένης κριτικής
Μετά την τοποθέτηση που κάναμε προηγουμένως για τα ζητήματα τακτικής του 15ου Συνεδρίου και της κριτικής τους θεώρησης από την πλευρά μας, ας έρθουμε τώρα να αντιμετωπίσουμε, στη συνέχεια, μια συγκεκριμένη κριτική, που αφορά την τακτική και ιδιαίτερα την κοινή δράση των πολιτικών δυνάμεων, που «γενικά» αντιπαλεύουν την Ευρωπαϊκή Ένωση και που διατυπώνεται από την ιστοσελίδα «Εργατικός Αγώνας», με αφορμή τη θέση του Κόμματος για την αποδέσμευση και όπως αναπτύσσεται αυτή στην πρόσφατη Διακήρυξη της Κεντρικής Επιτροπής για τις ευρωεκλογές, αφού διευκρινίσουμε ότι θεωρούμε λάθος την αντίστοιχη θέση του Κόμματος. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από το άρθρο του «Εργατικού Αγώνα» ως έχει:
«Ζήτημα εξόδου από την ΕΕ θέτουνε πλατιά τμήματα της εργατικής τάξης και των ενδιάμεσων στρωμάτων που συνθλίβονται από την κρίση. Και είναι απολύτως φυσικό για σημαντικό τμήμα τους η πολιτική τους αντίληψη να είναι σχετικά αδιαμόρφωτη, να μην έχουν εδραιωμένη ριζοσπαστική αντίληψη και συγκροτημένη από ταξική σκοπιά. Θεωρούμε όμως απαράδεκτο να αναφέρει η διακήρυξη ότι η διεκδίκηση της εξόδου από την ΟΝΕ εκφράζει συντηρητικές, οπισθοδρομικές και αντιδραστικές απόψεις που υπηρετούν τον εθνικισμό της αστικής τάξης και την αναδιάταξη των συμμάχων της, τουλάχιστον για το χώρο της αριστεράς. Αυτό φανερώνει στην πράξη ότι η ηγεσία του ΚΚΕ δεν μπορεί να αντιληφθεί την αντικειμενική πραγματικότητα της χώρας και του λαού, να δεχθεί ότι πέραν του μονοπωλιακού κεφαλαίου και της εργατικής τάξης υπάρχει μια μεγάλη γκάμα ενδιάμεσων μικροαστικών στρωμάτων με ιδιαίτερα συμφέροντά, ιδιαίτερες αντιλήψεις και διεκδικήσεις, τα οποία είναι δυνατόν να κερδηθούν στον αγώνα εναντίον των μονοπωλίων και του ιμπεριαλισμού και τα χαρίζει συλλήβδην στο κεφάλαιο και τα κόμματα του. Ότι υπάρχουν ασυνειδητοποίητα τμήματα της εργατικής τάξης και γενικότερα της μισθωτής εργασίας που δεν μπορούν από μόνα τους να διαμορφώσουν ολοκληρωμένη αντικαπιταλιστική αντίληψη και η παρέμβαση της πολιτικής πρωτοπορίας είναι εκ των ων ουκ άνευ. Ότι εν τέλει υπάρχουν πολιτικές δυνάμεις που αντικειμενικά εκφράζουν μικροαστικά συμφέροντα, θέτουν θέματα εξόδου από την ΟΝΕ και ορισμένες με ταλαντεύσεις από την ΕΕ που δεν είναι αντιδραστικές και με τις οποίες μπορεί τουλάχιστον να αναπτυχθεί κοινή δράση. Σε τελική ανάλυση πρέπει να σκεφθεί η ηγεσία του ΚΚΕ, πόσο αυτές οι αντιλήψεις διαφέρουν από τη λογική του σοσιαλφασισμού του μεσοπολέμου» (Εργατικός Αγώνας 30/03/2014, τονισμός δικός μας).
Μια και η ιστοσελίδα «Εργατικός Αγώνας» αρθρογραφεί εξ ονόματος της υπεράσπισης του 15ου Συνεδρίου του Κόμματος και του ΑΑΔΜ, πρέπει να διευκρινίσουμε ότι η κάθε πρόταση που κατατίθεται πρέπει να υπηρετεί τη βασική πρόταση του 15ου Συνεδρίου, αν κάποιος ό, τι διατείνεται το εννοεί. Εδώ, λοιπόν, δεν θα ασχοληθούμε με τη Διακήρυξη της ΚΕ του Κόμματος, αν και έχουμε σαφή θέση αρνητική ως προς αυτή. Εδώ θα σταθούμε αποκλειστικά στην πρόταση που κατατίθεται από την πλευρά του συντάκτη του «Εργατικού Αγώνα» για να αντιμετωπίσουμε μια λάθος κριτική σε μια λάθος θέση.
Πρέπει, ωστόσο, να σημειώσουμε ότι η αναφορά του κειμένου του «Εργατικού Αγώνα» στη Διακήρυξη του Κόμματος περιέχει το ίδιο μεθοδολογικό λάθος, που περιέχει και η Διακήρυξη. Για να σχηματίσουν οι αναγνώστες μας σαφή εικόνα παραθέτουμε το αντίστοιχο απόσπασμα από τη Διακήρυξη του Κόμματος:
«Το ΚΚΕ δύο φορές, στις πιο κρίσιμες στιγμές, πήρε τη μόνη σωστή θέση, με το «ΟΧΙ ΣΤΗΝ ΕΝΤΑΞΗ», με το «ΟΧΙ ΣΤΟ ΜΑΑΣΤΡΙΧΤ», με τη συνεπή θέση για ΑΠΟΔΕΣΜΕΥΣΗ.
Σε αυτήν τη βάση, οργάνωσε και στήριξε αγώνες με συγκεκριμένα αιτήματα, προκειμένου να δυσκολέψει την εφαρμογή των κοινοτικών αποφάσεων. Και σήμερα παραμένει η μόνη δύναμη με καθαρή θέση: ΑΠΟΔΕΣΜΕΥΣΗ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΠΟΙΗΣΗ, ΜΟΝΟΜΕΡΗ ΔΙΑΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΧΡΕΟΥΣ.
ΓΙ’ ΑΥΤΟ Ο ΛΑΟΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΑΡΧΙΣΕΙ ΚΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΤΩΝ ΕΥΡΩΕΚΛΟΓΩΝ ΝΑ ΒΑΖΕΙ ΤΟ ΔΙΚΟ ΤΟΥ ΛΙΘΑΡΑΚΙ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΠΑΛΗΣ ΓΙΑ ΤΗ ΛΑΪΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ, ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΤΩΝ ΛΑΩΝ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ, ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ ΤΟΥ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΥ.
Μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δηλαδή στο «λάκκο των λεόντων», ο κάθε λαός είναι ΜΟΝΟΣ του. Ο ελληνικός λαός είναι μόνος, αντιμέτωπος με τα θηρία που τον κατασπαράζουν. Στην πάλη για την αποδέσμευση οι λαοί πραγματικά θα ενώνονται, δε θα είναι μόνοι τους, ο ελληνικός λαός και τα παιδιά του θα έχουν συμμάχους.
ΕΙΝΑΙ ΑΛΛΟ Η ΑΠΟΔΕΣΜΕΥΣΗ ΣΕ ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΜΕ ΤΑ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑ ΚΑΙ ΑΛΛΟ Η ΣΥΓΚΥΡΙΑΚΗ ΕΞΟΔΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΥΡΩΖΩΝΗ ΜΕ ΕΠΙΛΟΓΗ ΔΥΝΑΜΕΩΝ ΤΟΥ ΝΤΟΠΙΟΥ Ή ΞΕΝΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ.
Τα τελευταία χρόνια, λόγω της οικονομικής κρίσης, λόγω των ανακατατάξεων στη θέση των καπιταλιστικών κρατών στο διεθνή ανταγωνισμό, ενισχύθηκε η ανισομετρία μέσα στην ΕΕ, εμφανίστηκαν αστικές δυνάμεις που αμφισβητούν τη δυνατότητα συνοχής της.
Αυτός ο «ευρωσκεπτικισμός», αυτοί οι ψίθυροι για έξοδο από την ΟΝΕ εκφράζουν συντηρητικές, οπισθοδρομικές και αντιδραστικές απόψεις που υπηρετούν τον εθνικισμό της αστικής τάξης, την αναζήτηση ή αναδιάταξη των συμμάχων της ή εκφράζουν ουτοπικές θέσεις ότι η ΕΕ μπορεί να αναδομηθεί με άλλου τύπου σύμβαση, που θα εξασφαλίζει αναδιανομή προς όφελος των ασθενέστερων οικονομιών και των λαϊκών δυνάμεων» (Από τη Διακήρυξη για τις ευρωεκλογές, Γενάρης 2014).
Προφανώς η ΚΕ του Κόμματος, μέσα από ορισμένες σωστές αλλά και ορισμένες λαθεμένες επισημάνσεις, καταλήγει να ακολουθεί την «πεπατημένη». Ενοποιεί τις διάφορες εκφάνσεις του ευρωσκεπτικισμού και τους αποδίδει ευθέως οπισθοδρομικό, αντιδραστικό, εθνικιστικό και ουτοπικό περιεχόμενο. Πάγια τακτική και σταθερό (και πολύ παλιό) κουσούρι της ηγεσίας, ολοκληρωτικά αντίθετο στη Λενινιστική τακτική, που αναδείκνυε και την ελάχιστη διαφορά ανάμεσα σε διαφορετικά πολιτικά ρεύματα ή τις διαφορές στο εσωτερικό ενός και μόνου πολιτικού ρεύματος.
Δηλαδή, τροφοδοτούσε τη διάσπαση παρά την ενοποίηση των διαφορετικών ρευμάτων. Και για να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι ο ευρωσκεπτικισμός της Μαρί Λεπέν ή της Χρυσής Αυγής είναι προφανώς διαφορετικός από τον ευρωσκεπτικισμό του Παναγιώτη Λαφαζάνη και προπαντός αναφέρεται σε διαφορετικές πολιτικές δυνάμεις. Δεν μπορεί να αντιμετωπίζονται αυτές οι πολιτικές δυνάμεις με τον ίδιο τρόπο.
Την ίδια στιγμή, όμως, και ο συντάκτης του «Εργατικού Αγώνα» υποπίπτει στο ίδιο λάθος. Ενοποιεί τον ευρωσκεπτικισμό και τον εγκλωβίζει μόνο στον ευρωσκεπτικισμό της αποδέσμευσης και της εξόδου από το ευρώ, αποφεύγοντας να τοποθετηθεί απέναντι σε εκδοχές που αφορούν σε αστικά ρεύματα. Ο ευρωσκεπτικισμός π.χ. της Χρυσής Αυγής δεν είναι μόνο παραπλανητικός αλλά και αντιδραστικός. Ευρωσκεπτικισμό εκφράζουν ακόμη και οι «Ανεξάρτητοι Έλληνες», που αφήνουν ανοιχτό το ενδεχόμενο για αποχώρηση από το ευρώ. Ο Νικήτας Κακλαμάνης, σε συνέντευξή του, ομολόγησε ο ίδιος ότι πρότεινε στον Αντώνη Σαμαρά να δώσει η Νέα Δημοκρατία τη μάχη των ευρωεκλογών με έντονο το στοιχείο του ευρωσκεπτικισμού! Ο Ευάγγελος Βενιζέλος καταγγέλλει το νεοφιλευθερισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης – που τον υπηρετεί πιστά βέβαια, και εκφράζει και αυτός τον ευρωσκεπτικισμό του ως προς την περαιτέρω πορεία της.
Και ο διαχωρισμός δεν αφορά μόνο σε αστικά ρεύματα. Αλλά και μικροαστικά, που έχουν υιοθετήσει τη στρατηγική της αστικής τάξης. Ευρωσκεπτικισμό, με μία μορφή, εκφράζει και ο επίσημος ΣΥΡΙΖΑ, όταν ισχυρίζεται ότι εάν δε δεχθούν οι ηγετικές δυνάμεις τις προτάσεις του, τότε θα πάρει και αυτός αντίστοιχες αποφάσεις, αφήνοντας ανοιχτές όλες τις εκδοχές. Αλλά και ο ευρωσκεπτικισμός του Παναγιώτη Λαφαζάνη είναι διαφορετικός από αυτόν της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία όπου βρεθεί και όπου σταθεί επιβεβαιώνει την αμετακίνητη επιλογή της η χώρα να είναι ενταγμένη στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την ΟΝΕ.
Το πρώτο, επομένως, καθήκον που το Κόμμα μας πρέπει να φέρει σε πέρας – και πρέπει να τονίσει κανείς, είναι το ίδιο το Κόμμα μας, με την ευκαιρία των ευρωεκλογών, να εκφράσει αυτό το γενικό ρεύμα δυσπιστίας απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση, να απαντήσει συγκεκριμένα σε κάθε μορφή ευρωσκεπτικισμού και να αναδειχθεί ο κύριος εκφραστής του ευρωσκεπτικισμού με τη ριζοσπαστική θέση της αποδέσμευσης, μια και είναι το μόνο κόμμα που ιστορικά δικαιώθηκε για τις θέσεις του. Με αυτόν τον τρόπο θα συνέβαλε αποφασιστικά να μην εισπράξει αυτήν τη γενική δυσπιστία η Ακροδεξιά, στην οποιαδήποτε εκδοχή της, αλλά και να διασκεδαστεί σε άλλες αστικές και μικροαστικές πολιτικές δυνάμεις, που, τουλάχιστον ορισμένες από αυτές, «ποιούν την ανάγκην φιλοτιμίαν» και παρουσιάζονται ως ευρωσκεπτικιστικές!
Η λάθος θέση, όμως, του Κόμματος «υποχρεώνει» το συντάκτη του «Εργατικού Αγώνα» να προτείνει «θέση». Το γεγονός, όμως, ότι ο συντάκτης του άρθρου του «Εργατικού Αγώνα» προτείνει την κοινή δράση μεταξύ των δυνάμεων που «θέτουν θέματα εξόδου από την ΟΝΕ και ορισμένες με ταλαντεύσεις από την ΕΕ που δεν είναι αντιδραστικές και με τις οποίες μπορεί τουλάχιστον να αναπτυχθεί κοινή δράση» έπρεπε να τον υποχρεώσει, παράλληλα, να καθορίσει τον ευρωσκεπτικισμό της εξόδου από την ΟΝΕ, τον ευρωσκεπτικισμό της αποδέσμευσης από την Ευρωπαϊκή Ένωση με πολιτικούς συγκεκριμένους όρους, που θα εξασφάλιζαν τη μεταξύ τους κοινή δράση. Να απαντήσει στο ερώτημα: Πάνω σε ποια πολιτική βάση, με ποιους πολιτικούς όρους θα αναπτυσσόταν αυτή;
Και αυτό γιατί η στάση κάθε πολιτικής δύναμης απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι στρατηγικής σημασίας ζήτημα και συνδέεται άμεσα με την προοπτική του σοσιαλισμού, επομένως και με τη δημιουργία ενός πολιτικού ρεύματος ενάντια στην Ευρωπαϊκή Ένωση, που θα συνέβαλε στη δημιουργία του ΑΑΔΜ, το οποίο θα ανοίξει αυτήν την προοπτική και θα μας φέρει πιο κοντά στο σοσιαλισμό.
Όταν ο Β. Ι. Λένιν πρότεινε στους Εσέρους και τους Μενσεβίκους τη δημιουργία σοβιετικής κυβέρνησης από τις παραπάνω δυνάμεις, χωρίς τη συμμετοχή των μπολσεβίκων, έθεσε ως όριο την εκδίωξη της αστικής τάξης από την εξουσία και τα σοβιέτ να είναι το νέο εξουσιαστικό κρατικό σύστημα της Ρωσίας. Όταν πρότεινε την κοινή δράση για την αντιμετώπιση του Κορνιλοφικού πραξικοπήματος έθεσε ως όριο την υπεράσπιση των αστικοδημοκρατικών ελευθεριών, για να μπορούν να δρουν τα σοβιέτ και οι μπολσεβίκοι, χωρίς να θέσει ζήτημα κυβέρνησης. Γιατί στην περίπτωση που «πέρναγε» το Κορνιλοφικό πραξικόπημα τότε τα Σοβιέτ θα εκφυλίζονταν, θα ήταν σοβιέτ χωρίς την παρουσία των μπολσεβίκων, οι οποίοι θα πέρναγαν στην παρανομία. Στην κοινή δράση ενάντια στον Κορνίλοφ οι Εσέροι και οι Μενσεβίκοι δεν ανταποκρίθηκαν, γιατί ήταν δέσμιοι της Προσωρινής αστικής κυβέρνησης.
Το ερώτημα, λοιπόν, είναι: Πως μπορεί να εξασφαλιστεί η κοινή δράση πολιτικών δυνάμεων, που οι μεν υποστηρίζουν την αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση και οι δε υποστηρίζουν την έξοδο από το ευρώ, που, ταυτόχρονα, δεν αμφισβητούν τη στρατηγικής σημασίας επιλογή της αστικής τάξης για την παραμονή της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση;
Όσο και να αναρωτηθεί κανείς για αυτήν τη βάση της πολιτικής συμφωνίας δε μπορεί παρά να καταλήξει σε δύο μόνο περιπτώσεις: Η πρώτη αφορά στην κοινή δράση, αποκλειστικά και μόνο, πάνω στις συνέπειες από την ένταξη της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το ευρώ. Η δεύτερη αφορά σε μια πολιτική συμφωνία για κοινή δράση, που θα φτάνει μέχρι την έξοδο από την ΟΝΕ, ταυτόχρονα με την κοινή δράση για την αντιμετώπιση των συνεπειών της ένταξης.
Κατά τη γνώμη μας αυτή η βάση της πολιτικής συμφωνίας δεν είναι μόνο ελλιπής αλλά και αποπροσανατολιστική. Και αυτό γιατί δε βρισκόμαστε στην εποχή που οι εργαζόμενοι δε γνώριζαν τις συνέπειες από την ένταξη της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το ευρώ. Τώρα ο Ελληνικός λαός έχει υποστεί μια καταστροφή, που αφορά τις κοινωνικές του κατακτήσεις, τα δημοκρατικά του δικαιώματα και τις ελευθερίες του και η χώρα έχει υποστεί τη μεγαλύτερη καταστροφή της παραγωγικής της βάσης, από την εποχή του Β’ Παγκόσμιου πολέμου. Τέτοια καταστροφή που έχει καταστραφεί ακόμη και ένα τμήμα της αστικής τάξης.
Ας δούμε, όμως, πως αντιμετώπιζε αυτό το θέμα η Συνδιάσκεψη του Κόμματος για την Ευρωπαϊκή Ενοποίηση (Απρίλης του 1993): «Για την αποδέσμευση της χώρας από την ΕΟΚ καθοριστικό ρόλο θα παίξει η ανάπτυξη ισχυρού αντιιμπεριαλιστικού αντιμονοπωλιακού κινήματος με πρωτοπορία την εργατική τάξη, με την καθοδήγηση ενός ισχυρού ΚΚΕ, η ανάδειξη μιας κυβέρνησης αντιμονοπωλιακών δυνάμεων που θα είναι διατεθειμένη να προωθήσει ένα πρόγραμμα φιλολαϊκής προοδευτικής ανάπτυξης σε αντίθεση με τα συμφέροντα των πολυεθνικών και του ιμπεριαλισμού» (Απόφαση, Ντοκουμέντα, σελ. 95, τονισμός δικός μας).
Η Συνδιάσκεψη καθορίζει το χαρακτήρα του κινήματος, που θα οδηγήσει στην αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση και που πρέπει να αναπτυχθεί, ως αντιιμπεριαλιστικού αντιμονοπωλιακού. Στη συνέχεια, με τις επεξεργασίες του 15ου Συνεδρίου, καθορίστηκε το ΑΑΔΜ ως το Μέτωπο που με την κυβέρνησή του και την ενεργή στήριξη των εργαζομένων θα αναλάβει να βγάλει τη χώρα μας από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ο πρώτος στόχος.
Τα ερωτήματα που εκκρεμούν είναι πλέον σαφή:
Πως μπορεί να χαρακτηριστεί ότι η κοινή δράση των πολιτικών δυνάμεων, που υποστηρίζουν την αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση, με τις δυνάμεις, που περιορίζονται στην έξοδο από την ΟΝΕ, θα κινείται σε αντιιμπεριαλιστική αντιμονοπωλιακή κατεύθυνση, όταν οι δυνάμεις που δεν φτάνουν μέχρι την αποδέσμευση δε μπορούν να χαρακτηριστούν ως αντιιμπεριαλιστικές αντιμονοπωλιακές;
Πως αυτή η κοινή δράση θα οδηγήσει στη δημιουργία κινήματος, που θα μας φέρει και στη δημιουργία του ΑΑΔΜ αντίστοιχα, όταν η πολιτική συμφωνία που θα επιτευχθεί δε θα μπορεί να ξεπερνάει την έξοδο από το ευρώ;
Πως θα μπορεί να διεξαχθεί η αντιιμπεριαλιστική και αντιμονοπωλιακή πάλη όταν η χώρα μας δε θα είναι στο ευρώ αλλά θα συμμετέχει στη μονοπωλιακή και ιμπεριαλιστική Ευρωπαϊκή Ένωση και θα είναι υποχρεωμένη να εφαρμόζει τις κατευθύνσεις της και την πολιτική της;
Πως θα μπορεί η χώρα μας να αντιμετωπίσει την οικονομική κρίση και τη χρεοκοπία, όταν θα συμμετέχει στην Ευρωπαϊκή Ένωση, που είναι (και αποδείχτηκε ότι είναι) ένας από τους βασικούς παράγοντες της οικονομικής κρίσης και της χρεοκοπίας της χώρας μας;
Σ’ αυτά τα ερωτήματα οι πολιτικές δυνάμεις, που περιορίζονται να υποστηρίζουν την έξοδο από το ευρώ, δεν έχουν απαντήσει. Αρκούνται, ακόμη και αυτήν τη στιγμή, να προβλέπουν και να προτείνουν την ύπαρξη μιας εναλλακτικής πρότασης απέναντι στο ενδεχόμενο που η Ευρωπαϊκή Ένωση δε θα κάνει δεκτές τις προτάσεις τους (όπως η Αριστερή Πλατφόρμα του Παναγιώτη Λαφαζάνη) για την αντιμετώπιση του δημόσιου χρέους, η οποία και πάλι δεν ξεπερνάει την έξοδο από το ευρώ. Δυστυχώς δεν απαντάει ούτε ο συντάκτης του «Εργατικού Αγώνα».
Είναι φανερό ότι η ελάχιστη βάση πάνω στην οποία μπορεί να υπάρξει μια πολιτική συμφωνία για την έξοδο από την οικονομική κρίση και τη χρεοκοπία της χώρας μας είναι η έξοδος από την Ευρωπαϊκή Ένωση, γιατί μόνο με την έξοδο η χώρα μας θα μπορεί να αντιμετωπίσει το σύνολο της πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ανακτώντας, επίσης, το σύνολο των εργαλείων άσκησης της οικονομικής πολιτικής, προκειμένου να προχωρήσει στην παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας μας, να ικανοποιήσει άμεσα αιτήματα των εργαζομένων, να αποκαταστήσει τις κοινωνικές τους κατακτήσεις, να κατοχυρώσει τις δημοκρατικές ελευθερίες και τα δημοκρατικά δικαιώματα, να εξασφαλίσει την εθνική ανεξαρτησία και εδαφική ακεραιότητα της χώρας μας. Το έργο αυτό δε μπορεί παρά να είναι έργο μιας κυβέρνησης του ΑΑΔΜ, που θα στηρίζεται στην άμεση κινητοποίηση της εργατικής τάξης και των μικροαστικών στρωμάτων της πόλης και του χωριού.
Και για να μην υπάρχει κανένα κενό γύρω από την κοινή δράση των πολιτικών δυνάμεων έχουμε να προσθέσουμε ότι αυτή δεν αποκλείεται εάν και εφόσον καθορίζεται πάντα το περιεχόμενό της. Η αντιμετώπιση π.χ. του φασιστικού κινδύνου που αναβιώνει, πέρα από το γεγονός ότι θα πρέπει να το αντιμετωπίσουν πρώτα και κύρια οι κοινωνικές και οι πολιτικές δυνάμεις που θα απαρτίζουν το ΑΑΔΜ, μπορεί να είναι και έργο των πολιτικών δυνάμεων εκείνων, που ενδιαφέρονται να υπερασπιστούν τις αστικοδημοκρατικές ελευθερίες. Και όταν μιλάμε για πολιτικές δυνάμεις εννοούμε όχι εκείνες τις πολιτικές δυνάμεις, που έχουν υπόγειες άμεσες ή έμμεσες διασυνδέσεις με τη Χρυσή Αυγή, και άλλες εθνικιστικές πολιτικές δυνάμεις, με τον οποιονδήποτε τρόπο, και που αποσκοπούν είτε στην καθήλωση του επαναστατικού κινήματος είτε βρίσκονται σε συνεννόηση για τη δημιουργία κοινοβουλευτικών πλειοψηφιών.
Τα πρόσφατα γεγονότα στην Ουκρανία αλλά και στη χώρα μας με την αποκάλυψη της δράσης του γενικού γραμματέα του υπουργικού συμβουλίου Παναγιώτη Μπαλτάκου και τις επαφές που είχε με στελέχη της Χρυσής Αυγής, αλλά πάνω απ’ όλα με τα όσα ισχυρίστηκε ο ίδιος στη συνέντευξη που παραχώρησε στην REALnews αποκαλύπτουν το πώς οι κυρίαρχες αστικές πολιτικές δυνάμεις διαχειρίζονται και αντιμετωπίζουν τα φασιστικά και ναζιστικά κόμματα.
Πάνω απ’ όλα, όμως, η κοινή δράση αφορά τους εργαζόμενους στο πλαίσιο του εργατικού κινήματος και των συμμάχων του. Η ανάπτυξη της δράσης του εργατικού κινήματος και των συμμάχων του δε μπορεί παρά να στηρίζεται και να εμπνέεται από ένα πρόγραμμα, που δεν μπορεί να είναι άλλο από το πρόγραμμα του ΑΑΔΜ. Φυσικά προϋπόθεση για να διευκολυνθεί η δράση του εργατικού κινήματος και να συσπειρώσει τους εργαζόμενους αλλά και για να αποκαταστήσει τις κοινωνικές του συμμαχίες είναι η αλλαγή της στάσης του ΚΚΕ μέσα στο εργατικό κίνημα.
Πολύ φοβόμαστε ότι ο συντάκτης του «Εργατικού Αγώνα» έχει πέσει θύμα μιας σχηματικής αντίληψης για την κοινή δράση των πολιτικών δυνάμεων, του ΚΚΕ και εκείνων που εκπροσωπούν μικροαστικά στρώματα, χωρίς να λαμβάνει υπόψη του τα πραγματικά πολιτικά δεδομένα.
Αυτά τα πολιτικά δεδομένα αποκλείουν, κατ’ αρχάς, την κοινή δράση του ΚΚΕ με τον ΣΥΡΙΖΑ, που εκπροσωπεί μικροαστικά στρώματα, μια και το κόμμα αυτό έχει υιοθετήσει την αστική στρατηγική και επομένως δεν μπορεί να δώσει καμιά διέξοδο στην οικονομική κρίση και τη χρεοκοπία της χώρας μας προς όφελος των εργαζομένων. Δεν τον κατηγορούμε ότι «γλιστράει» προς μια συνεργασία του ΚΚΕ με τον ΣΥΡΙΖΑ ούτε πιστεύουμε ότι το επιδιώκει.
Μπροστά σ’ αυτό το «αδιέξοδο», όμως, επινοεί την κοινή δράση με δυνάμεις που βρίσκονται είτε στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ είτε έξω από αυτόν, που, όμως, δε φτάνουν μέχρι την αποδέσμευση, αν εξαιρέσουμε την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, από την Ευρωπαϊκή Ένωση, προκειμένου να δρομολογήσει τη δημιουργία του ΑΑΔΜ.
Ελπίζει ότι η αντιμετώπιση των μεγάλων προβλημάτων των εργαζομένων, λόγω της μνημονιακής πολιτικής, μέσα και από την κοινή δράση συγκεκριμένων πολιτικών δυνάμεων, θα «σπρώξει» αυτές τις δυνάμεις έως την υιοθέτηση της αποδέσμευσης από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Χρησιμοποιεί, λοιπόν, την κοινή δράση ως εργαλείο ώθησης αυτών των δυνάμεων, που ακόμη δεν έχουν υιοθετήσει την αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση προκειμένου να «ωριμάσουν» και να φτάσουν μέχρι και την αποδέσμευση σταδιακά.
Στο πλαίσιο αυτής της αντίληψης αποκαλύπτεται τώρα και η σκοπιμότητα της παρουσίας και της συμμετοχής του Συλλόγου «Γιάννης Κορδάτος» στις συναντήσεις για τη δημιουργία εκλογικού μετώπου, μπροστά στις ευρωεκλογές, με την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, το Σχέδιο Β’ και άλλες δυνάμεις και προσωπικότητες.
Η πραγματικότητα, όμως, είναι πολύ πεισματάρα για να την αγνοεί κανείς. Το βασικό πρόβλημα που ματαίωσε αυτήν την εκλογική σύμπραξη ήταν η στάση αυτών των δυνάμεων απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Το εάν θα υποστηρίξουν το αίτημα της πλήρους αποδέσμευσης από την Ευρωπαϊκή Ένωση ή θα περιοριστούν μέχρι την έξοδο από το ευρώ.
Το ερώτημα είναι: Πως μπορεί το ίδιο πρόβλημα που δεν ξεπεράστηκε στο πλαίσιο αυτών των συναντήσεων, στις οποίες συμμετείχε και ο «Γιάννης Κορδάτος», να ξεπεραστεί μεταξύ και άλλων δυνάμεων ή και των ίδιων μ’ αυτές που συμμετείχαν σ’ αυτές τις συναντήσεις σε σχέση με το ΚΚΕ; Και εδώ ξεκαθαρίζουμε το εξής: Θα ήταν τραγικό λάθος να νομίζει κανείς ότι το «ειδικό βάρος» του ΚΚΕ θα «έλυνε» αυτό το πρόβλημα. Η εμπειρία μεταξύ ΕΑΡ και ΚΚΕ για τη δημιουργία του Συνασπισμού αποδεικνύει το ακριβώς αντίθετο.
Κλείνουμε αυτό το άρθρο με την παράθεση της ακροτελεύτιας φράσης του άρθρου του «Εργατικού Αγώνα» που αναδεικνύει και την αντίφαση που περιέχει: «Ο ελληνικός λαός πρέπει να καταδικάσει την τρομοκρατία του ευρωμονόδρομου που ασκούν η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ και οι υπόλοιπες αστικές πολιτικές δυνάμεις που κυριολεκτικά εκβιάζουν τον ελληνικό λαό για να αποσπάσουν την ψήφο του, να απορρίψει τις αντιλήψεις του ΣΥΡΙΖΑ για φιλολαϊκή διέξοδο από την κρίση ακόμη και για σοσιαλισμό εντός της ΕΕ και του ευρώ, να μη δεχθεί να μετατεθεί ο αγώνας για την αποδέσμευση από την ΕΕ μετά την οριστική ήττα του κεφαλαίου, στην εξουσία της εργατικής τάξης, να διεκδικήσει τη διαμόρφωση ενός ισχυρού κινήματος που θα προωθεί την αποχώρηση από τη ζώνη του ευρώ και τη ρήξη και την αποχώρηση από την ΕΕ ως στοιχείο ενός ευρύτερου πλαισίου για έξοδο της χώρας από την κρίση υπέρ των εργαζομένων με προοπτική το σοσιαλισμό».
Είναι φανερό ότι από τη μια πλευρά γίνεται λόγος για το τι πρέπει να απορρίψει ο Ελληνικός λαός, από την άλλη υιοθετείται η τακτική της αποχώρησης από το ευρώ και μετά της ρήξης και της αποδέσμευσης από την Ευρωπαϊκή Ένωση, γεγονός που θέτει σε αμφισβήτηση την αποδέσμευση και κατ’ επέκταση τη δημιουργία ενός αντιιμπεριαλιστικού αντιμονοπωλιακού κινήματος που θα οδηγήσει στο ΑΑΔΜ και θα ανοίξει το δρόμο για το σοσιαλισμό.
COMMENTS