Για την ομιλία του Αλέξη Τσίπρα στην Κ.Ε. του ΣΥΡΙΖΑ

Την ομιλία του Αλέξη Τσίπρα στην ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ δε μπορεί να τη σχολιάσει κανείς γι’ αυτά που ασχολήθηκε, γιατί δεν έθιξε κανένα από τα ακανθώδη πολιτικά ζητήματα που απασχολούν τη χώρα μας. Ήταν μια γενικόλογη ομιλία τακτικής. Μια ομιλία που καταπιάστηκε σχεδόν με όλα αλλά «απ’ έξω – απ’ έξω», χωρίς να δεσμεύεται για τίποτα.

Μια ομιλία που τη χαρακτήριζε η ευδιάκριτη και αγωνιώδης προσπάθεια, παρά τον ήρεμο τόνο και το αντίστοιχο ύφος, να «πιάσει» τα έντονα συναισθήματα των εργαζομένων, των μικροαστικών στρωμάτων και της νεολαίας, τα οποία είναι ξέχειλα από αγανάχτηση, εξ αιτίας της έντονης και μακροχρόνιας οικονομικής κρίσης και της δεινής θέσης που έχουν περιέλθει. Να πετύχει μια ευθεία αντιστοιχία της αγανάχτησης και των αδιεξόδων των πλατιών λαϊκών μαζών με τις ελπίδες που καλλιεργεί ο ΣΥΡΙΖΑ.

Ο Αλέξης Τσίπρας κράτησε την ίδια στάση, που έχουν κρατήσει άλλοι ηγέτες κατά το παρελθόν, που, όταν έρχεται η ώρα της κρίσης και μπροστά στα κρίσιμα προβλήματα, καταφεύγουν στη γενικολογία και στην απροσχημάτιστη καλλιέργεια ελπίδων για να παρουσιαστούν ως οι αποκλειστικοί εκπρόσωποι και σωτήρες του έθνους. Με αυτόν τον τρόπο, όμως, αποκάλυψε, πέρα από την κακέκτυπη επανάληψη της χρήσης των ίδιων μέσων και μεθόδων, τα πραγματικά όρια και του ίδιου και του ΣΥΡΙΖΑ.

Σ’ αυτές τις περιπτώσεις αποφεύγει κανείς να μιλήσει για τα ουσιαστικά ζητήματα, τα επικαλείται στη γενική τους μορφή, φροντίζει να στριμώξει τον κύριο αντίπαλο με μια απειλή και να περιγράψει το φόβο του μπροστά στην ενδεχόμενη απώλεια της εξουσίας, τον καταδικάζει στη συνείδηση του Ελληνικού λαού για υποτέλεια, έστω και εάν είναι έτοιμος να κινηθεί πάνω στο ίδιο έδαφος της υποτέλειας. Ό, τι ακριβώς έκανε πριν απ’ αυτόν ο αντίπαλος.

Έτσι για το μόνο πράγμα που πήρε θέση ο Αλέξης Τσίπρας ήταν η εξαγγελία του για τη δημιουργία της εξεταστικής των πραγμάτων επιτροπής στη προσεχή Βουλή, που θα προκύψει μετά τις εθνικές εκλογές, για το πώς φτάσαμε στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και το μνημόνιο, επαναλαμβάνοντας την ίδια υπόσχεση για την οποία είχε δεσμευθεί  ο Αντώνης Σαμαράς.   «Ας θυμίσω πάντως για άλλη μια φορά στο σημείο αυτό, πως όλη η διαδικασία καταδίκης της χώρας στο ζόφο των μνημονίων, από τη νέα Βουλή με πλειοψηφία του ΣΥΡΙΖΑ, δε θα ξεχαστεί. Θα εξεταστεί σε βάθος και αναλυτικά από την Εξεταστική Επιτροπή για το Μνημόνιο, που θα συγκροτήσουμε. Τίποτε και κανένας δεν θα ξεχαστεί. Αυτή είναι η υπόσχεσή μας. Θα ρίξουμε φως και θα ψάξουμε τις απαντήσεις στα αναπάντητα ερωτήματα. Γιατί μας οδήγησαν στη καταστροφή; Γιατί δεν πήραν  χρήματα από τις αγορές; Γιατί δέχτηκαν την εμπλοκή του ΔΝΤ; Τι έγινε με την αλλοίωση των στοιχείων της ΕΛΣΤΑΤ; Γιατί αποδέχτηκαν το εγκληματικό PSI; Τι άλλαξε και ο Σαμαράς έγινε εν μια νυκτί από πολέμιος υποστηριχτής του Μνημονίου; Θα ρίξουμε φως σε όλα όσα με ζέση προσπαθούν να κουκουλώσουν. Ας είναι βέβαιοι όλοι, αντίπαλοι και φίλοι, ότι θα απαντηθούν όλα τα ερωτήματα, θα φωτιστούν όλες οι πτυχές και θα αποδοθούν οι ευθύνες εκεί που  υπάρχουν».

Θα θυμίσουμε και εμείς από την πλευρά μας ότι μια ημέρα πριν είχε μιλήσει ο Αντώνης Σαμαράς στην κοινοβουλευτική ομάδα της Νέας Δημοκρατίας, σε μια αγωνιώδη προσπάθεια να παραθέσει τις μεγάλες επιτυχίες της κυβέρνησης που ηγείται και να εμψυχώσει το κόμμα του μπροστά στις εκλογικές μάχες που έρχονται.

Στην ομιλία του, εκτός από τις συνεχείς αναφορές του στο πρωτογενές πλεόνασμα, έθεσε και ορισμένα ερωτήματα στον Αλέξη Τσίπρα. Ερωτήματα, που εάν τα δει κανείς από μια άλλη οπτική γωνία, αποκαλύπτουν και το πραγματικό πολιτικό και οικονομικό πρόβλημα της χώρας μας. «Μας λένε τώρα ότι μπορεί το «επαχθές» χρέος της χώρας να μην ξεπερνά τα 9 δισεκατομμύρια, αλλά ότι εκείνοι θα ζητήσουν να περικοπεί το μεγαλύτερο μέρος του, δηλαδή πάνω από 160 δισεκατομμύρια! Το πώς μπορεί να γίνει αυτό, δεν μας το λένε… Και εγώ ρωτάω, απλά, σταθερά, αληθινά: Πώς θα αποφύγουν τις ολέθριες επιπτώσεις μιας αναγκαστικής τότε χρεοκοπίας της χώρας; Ούτε αυτό μας το λένε. Ρωτάω: Θα εκβιάσουν; Θα τρομοκρατήσουν; Δεν έχουν καταλάβει ότι απέναντί τους δεν θα έχουν μια χώρα ή δεν έχουν μια κυβέρνηση. Έχουν 27 κοινοβούλια, έχουν τρείς διεθνείς οργανισμούς και  πάνω απ’ όλα έχουν τις αμείλικτες, τις ανελέητες αγορές. Το χάος που θα δημιουργηθεί στις αγορές το έχουν υπολογίσει; Το πόσο αυτό θα πλήξει και όχι απλώς την Ελλάδα, το σύνολο της Ευρώπης, το έχουν μετρήσει; Το τι κλίμα θα δημιουργηθεί και πάλι σε βάρος της χώρας μας παντού, το έχουν λάβει υπ’ όψιν τους; Με το που λένε τέτοια και μόνον, δημιουργούν αρνητικό κλίμα σε βάρος της Ελλάδας στις αγορές. Κι αν ποτέ είχαν την ευκαιρία να το κάνουν πράξη –που δεν θα την έχουν- ακόμα κι αν δεν τα εννοούσαν 100%, θα διέλυαν τη χώρα πριν προλάβουν να αλλάξουν άποψη. Και τότε, αντί να περάσουμε το ποτάμι, που τώρα το κοντεύουμε, αντί να περάσουμε απέναντι, θα ξαναπέφταμε πίσω, στο χειρότερο σημείο του, κάτω από τις χειρότερες συνθήκες για να μη φτάσουμε ποτέ με ασφάλεια στην απέναντι όχθη. Ε λοιπόν, δε θα τους αφήσουμε να μας ρίξουν πίσω ξανά. Θα βγούμε απ’ αυτή τη μάχη νικητές, όπως αρμόζει στους Έλληνες».

Ο υπερβολικός τονισμός όλων των παραπάνω, σύμφωνα με τον Αντώνη Σαμαρά, ερωτημάτων και διαπιστώσεων, που παραθέσαμε, οφείλεται στην ανάγκη του ίδιου και της αστικής τάξης, που εκπροσωπεί, να κινδυνολογήσουν. Να τρομοκρατήσουν την εργατική τάξη και τα μικροαστικά στρώματα για να μην εξεγερθούν, για να μην παλέψουν ενάντια στην πολιτική που εφαρμόζει. Να μην αμφισβητήσουν τη στρατηγική επιλογή της αστικής τάξης, να θεωρήσουν ότι αυτή η κατάσταση είναι ένα αναγκαστικό πέρασμα από τη μια όχθη στην άλλη, που πρέπει να υποστούν τις συνέπειες, που πρέπει να γίνει αν όχι με τους όρους που τίθενται από την πλευρά των δανειστών, του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά μέσα στο πλαίσιο μιας, έτσι ή αλλιώς,  διαπραγμάτευσης για να καλυτερεύσουν αυτοί οι όροι, πράγμα που υποτίθεται ότι κάνει αυτή η κυβέρνηση, και να μειωθούν οι συνέπειες. Στην πράξη, βέβαια, οι όροι αυτοί αποδεικνύονται απαράβατοι και τα κυρίαρχα ΜΜΕ αναλαμβάνουν σε ρόλο πλυντηρίου να τους «λευκάνουν».

Από την άλλη όμως τα ερωτήματα και οι διαπιστώσεις του Αντώνη Σαμαρά αποκαλύπτουν και μια σκληρή πραγματικότητα για τη χώρα μας, για τη θέση της στο διεθνές καπιταλιστικό σύστημα και ειδικότερα μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, για τη σχέση της χώρας μας με τις κυρίαρχες δυνάμεις μέσα σ’ αυτήν. Μια θέση για την οποία, κατ’ αρχάς, έχουν πλήρη συνείδηση η αστική τάξη και τα κόμματα που την εκπροσωπούν, γεγονός που αντανακλάται στη στρατηγική επιλογή. Ευρωπαϊκή Ένωση και ευρώ χωρίς καμία αμφισβήτηση.

Αυτή η θέση, που είναι θέση εξάρτησης και υποτέλειας, με ό, τι σημαίνει αυτό για την αστική τάξη και τα κόμματά της, δεν αφορά μόνο στην άρχουσα τάξη και τα κόμματά της, αλλά και στα κόμματα που δεν εμπιστεύεται ακόμη η αστική τάξη ή υπό όρους θα εμπιστευόταν ή και θα ανεχόταν, όπως είναι ο ΣΥΡΙΖΑ.

Αφορά, όμως, και στο Κόμμα μας, που δεν φαίνεται να κατανοεί την πραγματική θέση της χώρας μας μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στο διεθνές καπιταλιστικό σύστημα, όταν διατείνεται ότι: «αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών – μελών της ΕΕ και κάθε καπιταλιστικής ιμπεριαλιστικής ένωσης δεν υπήρξε ποτέ και ούτε πρόκειται να υπάρξει. Ενότητα υπάρχει μόνο στην επίθεση ενάντια στους λαούς. Κάθε κράτος συμμετέχει με βάση την οικονομική και πολιτική του δύναμη και είναι σε ανταγωνισμό με όλα τα άλλα».

Και αυτό γιατί;

Γιατί οι όροι του ανταγωνισμού στην ιμπεριαλιστική εποχή, στους οποίους περιλαμβάνεται η οικονομική και πολιτική δύναμη της κάθε καπιταλιστικής χώρας, καθορίζουν και τη θέση μιας χώρας μέσα σε μια ιμπεριαλιστική ένωση. Η Ελλάδα είναι αδύνατον να ανταγωνιστεί τη Γερμανία, πολύ περισσότερο τις κυρίαρχες δυνάμεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης από κοινού.

Είναι αυτό το γεγονός που καθορίζει και τη θέση εξάρτησης της χώρας μας σε σχέση με τις κυρίαρχες δυνάμεις της Ευρωπαϊκής  Ένωσης και γι’ αυτό το λόγο δεν υπάρχει η αλληλεγγύη, παρά η σχέση εξάρτησης. Αλληλεγγύη θα υπάρξει μπροστά στον αντίπαλο, μπροστά στον κίνδυνο να απολέσει η ντόπια αστική τάξη την κυριαρχία της από την εργατική τάξη. Αλλά και αυτή η αλληλεγγύη προς την ντόπια αστική τάξη θα εκφραστεί με τους όρους της ισχυρότερης ή των ισχυρότερων αστικών τάξεων των άλλων κρατών. Και αυτό γίνεται σήμερα με τη χώρα μας. Πρέπει να είναι καθαρό. Καμία αστική τάξη δεν «ξεχνάει» τη δύναμή της, πολύ περισσότερο όταν παίζει παγκόσμιο ρόλο. Ζητάει το αντίστοιχο «αντίτιμο».

Τα ερωτήματα και οι διαπιστώσεις που κάνει ο Αντώνης Σαμαράς, πατώντας πάνω στη στρατηγική του σύμπτωση με τον Αλέξη Τσίπρα, πέρα από τον έντονο κινδυνολογικό και τρομοκρατικό σκοπό τους, αναδεικνύουν τα παρακάτω ζητήματα:

Πρώτο: Η αστική τάξη της χώρας μας δε θέλει να αμφισβητήσει τη σχέση της με την Ευρωπαϊκή Ένωση, που προσδιορίζει και τη θέση της χώρας μας σ’ αυτήν. Αυτήν τη σχέση, τη σχέση εξάρτησης, που έχει και η οποία δίνει το επιχείρημα στον Αλέξη Τσίπρα να κατηγορεί τον Αντώνη Σαμαρά για υποτέλεια. Αν το έκανε θα ήταν η ίδια που θα αδυνάτιζε τη θέση της, κυρίαρχα, με την εργατική τάξη. Από αυτήν την άποψη όχι μόνο δε θέλει αλλά και δε μπορεί. 

Δεύτερο: Η χώρα μας, συνεπώς, είναι ένα «αγκιστρωμένο ψάρι». Ακόμη και εάν η αστική της τάξη θα ήθελε να αμφισβητήσει τη θέση εξάρτησης, που έχει από την Ευρωπαϊκή Ένωση, θα έπρεπε να αναζητήσει νέα διεθνή στηρίγματα. Η συζήτηση αυτή υπάρχει αυτήν τη στιγμή στη χώρας μας αλλά δεν έχει φτάσει να αμφισβητεί την κυρίαρχη, μέχρι τώρα, στρατηγική επιλογή.

Τρίτο: Και δεν έχει φτάσει να αμφισβητεί την κυρίαρχη στρατηγική επιλογή, γιατί οι ΗΠΑ, κατά βάση, αλλά και οι άλλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, δεν επιδιώκουν τη διάλυση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτό που θέλουν οι ΗΠΑ είναι να υπάρχει η Ευρωπαϊκή Ένωση, να υπάρχει συγκεκριμένη σχέση μεταξύ δολαρίου και ευρώ, να μην αμφισβητείται ο ηγετικός της παγκόσμιος ρόλος  (η θέση αυτή των ΗΠΑ και των άλλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων δεν πρέπει να συγχέεται με τις εγγενείς εσωτερικές αντιθέσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης και που κατατείνουν αυτές ούτε με τις αντιθέσεις μεταξύ των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων).

Τέταρτο: Επομένως η στρατηγική επιλογή της αστικής τάξης δεν αμφισβητείται από αυτήν την ίδια και ούτε κάποια άλλη ισχυρή ιμπεριαλιστική δύναμη επιδιώκει να την αμφισβητήσει, την ίδια ώρα που συμπεριλαμβάνουν τη χώρα μας στα επεκτατικά τους σχέδια.  

Πέμπτο: Στην υποθετική περίπτωση, που η αστική τάξη της χώρας μας θα ήθελε να αμφισβητήσει τη σχέση της με την Ευρωπαϊκή Ένωση, με βάση τη σημερινή θέση της, θέση μιας χρεοκοπημένης χώρας και με τα δάνεια να επικρέμονται επάνω της, οι συνέπειες για αυτήν θα είναι πολύ μεγαλύτερες. Αυτό σημαίνει ότι, τουλάχιστον, αυτήν τη συγκεκριμένη ιστορική στιγμή δεν υπάρχει θέμα αποδέσμευσης από το ευρώ, πολύ περισσότερο θέμα αποδέσμευσης από την Ευρωπαϊκή Ένωση με πρωτοβουλία της αστικής τάξης της χώρας μας.   

Έκτο: Παρόλα αυτά, όμως, η περιγραφή που μας παρουσίασε ο Αντώνης Σαμαράς, παρά τον υπερβολικό και κινδυνολογικό της χαρακτήρα, αναδεικνύει την πραγματική θέση της χώρας μας στο διεθνές καπιταλιστικό σύστημα και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, θέση που της βαθαίνει ακόμη περισσότερο την εξάρτηση και που είναι η αιτία να υφίσταται τις συνέπειες του ανισότιμου καταμερισμού εργασίας, που επικρατεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση και διεθνώς, ιδιαίτερα αυτή τη στιγμή που είναι χρεοκοπημένη, παραπέρα, ότι έχει συναίσθηση αυτής της θέσης και των συνεπειών της και προπαντός των ορίων της, τα οποία δε μπορεί να τα υπερβεί.    

Έβδομο: Η αποδέσμευση, λοιπόν, δε μπορεί παρά να είναι έργο της εργατικής τάξης και των μικροαστικών δυνάμεων, που στην πορεία διεκδίκησης της πολιτικής εξουσίας για λογαριασμό τους θα παλεύουν, ταυτόχρονα, και για την αποδέσμευση.

Ένατο: Η αποδέσμευση, εκ των πραγμάτων, αναδεικνύεται ο κορυφαίος κρίκος μέσα από τον οποίο θα εκφραστούν όλες οι οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις, γύρω από τον οποίο πρέπει να επιδιώκεται να πραγματοποιηθεί η συγκέντρωση των πιο πλατύτερων δυνάμεων, με κορμό τις επαναστατικές δυνάμεις αυτού του τόπου. Αυτή θα είναι και η μάχη που θα κρίνει την αλλαγή στην πορεία της χώρας μας, την πορεία προς το σοσιαλισμό.

Από την άποψη αυτή η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, με δεδομένη τη στρατηγική της, δε μπορεί παρά να συνεχίσει να υπηρετεί τη σημερινή θέση της εξάρτησης, πολύ περισσότερο που έχει χάσει κάθε ριζοσπαστικό στοιχείο από τις αρχικές της εξαγγελίες, σε μια συνειδητή τακτική μπροστά στη διεκδίκηση της διακυβέρνησης της χώρας.

Είναι λογικό, λοιπόν, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ να παρακάμπτει τα ουσιαστικά ζητήματα που απασχολούν τους εργαζόμενους, να μην αμφισβητεί την εξάρτηση αυτού του τόπου, αλλά να την εκμεταλλεύεται μόνο και μόνο γιατί της είναι χρήσιμη στην αντιπαράθεση με τον Αντώνη Σαμαρά, την ίδια στιγμή που όλες της οι κινήσεις – επισκέψεις σε παράγοντες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, επίσκεψη στο Τέξας, υποψηφιότητα Τσίπρα, επίσκεψη στη Ρώμη – δείχνουν ότι «προπονείται» στο μελλοντικό της ρόλο, που κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις μπορεί και να τον εξασκήσει.

Με αυτόν τον τρόπο, όμως, δεν αποκάλυψε τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από τα πραγματικά του όρια. Από εδώ προκύπτει και η θέση της «Νέας Σποράς» ότι η πορεία των πολιτικών πραγμάτων στη χώρα μας θα κριθεί από τη στάση του Κόμματός μας, του ΚΚΕ, κάτι που δε φαίνεται στην πράξη.

COMMENTS