Με αφορμή την έκθεση του ΟΟΣΑ

Πολύς λόγος γίνεται στα ΜΜΕ για την περίφημη έκθεση – μελέτη του ΟΟΣΑ, την οποία είχε παραγγείλει η Ελληνική κυβέρνηση και αφορούσε στις «στρεβλώσεις» της αγοράς και η οποία, σημειωτέον, στοίχισε για το Δημόσιο 700.000 ευρώ. Τα περισσότερα ΜΜΕ παρουσιάζουν σκόπιμα την κυβέρνηση να ταλαντεύεται και να παλινδρομεί σε ότι αφορά στην εφαρμογή της, με αφορμή τα όσα προβλέπει για τα φάρμακα και το γάλα.

Η έκθεση περιλαμβάνει μια πληθώρα προτάσεων – μέτρων, τα οποία αποσκοπούν στην απελευθέρωση της αγοράς και την αποκατάσταση του ανταγωνισμού, γεγονός που θα ωφελήσει, υποτίθεται, την οικονομία να βγει από την κρίση πολύ περισσότερο τώρα που αυτή βρίσκεται, κατά την κυβέρνηση, στη φάση της ανάκαμψης.

Μάλιστα ο υπουργός Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας Κωστής Χατζηδάκης για την έκθεση αυτή είχε δηλώσει ότι: «Σκοπεύουμε να υιοθετήσουμε το 80% των προτάσεων διότι θεωρούμε πως θα έχει θετική επίπτωση στην αγορά και στους καταναλωτές», προσθέτοντας: «Όχι επειδή το λέει ο ΟΟΣΑ, αλλά επειδή το επιβάλει η συνείδησή μας. Θα το πράξουμε με οποιοδήποτε πολιτικό κόστος». Ο υπουργός, επίσης, είχε τονίσει ότι σε διάστημα  δύο μηνών θα υπάρξουν οι σχετικές νομοθετικές παρεμβάσεις, προκειμένου οι προτάσεις του ΟΟΣΑ να υλοποιηθούν.

Η αλήθεια είναι ότι η έκθεση αυτή δεν είναι τίποτα λιγότερο και τίποτα περισσότερο παρά ένα συμπλήρωμα της μνημονιακής πολιτικής μέσα από την οποία επιχειρούνται σημαντικές αναδιαρθρώσεις στην οικονομία της χώρας μας προς όφελος του μεγάλου κεφαλαίου. Οι επιπτώσεις, ως συνήθως, θα πέσουν πάνω στους εργαζόμενους και στα μικροαστικά στρώματα, ενώ ορισμένοι κλάδοι της οικονομίας δεν θα αντέξουν στον ανταγωνισμό και θα καταστραφούν προς όφελος του ξένου κεφαλαίου.

Η κυβέρνηση, προκειμένου να αποπροσανατολίσει τους εργαζόμενους, επικέντρωσε τη συζήτηση, γύρω από την εφαρμογή των μέτρων που προτείνει η έκθεση, στους όρους διάθεσης και πώλησης του γάλατος και δευτερευόντως των φαρμάκων, ισχυριζόμενη ότι θα επικρατήσουν συνθήκες υγιούς ανταγωνισμού και θα πέσουν οι τιμές προς όφελος των καταναλωτών. Απέκρυψε, όμως, τις συνέπειες που θα είχαν αυτά τα μέτρα για τον κλάδο της κτηνοτροφίας και των φαρμακοποιών.

Η κυβέρνηση, βέβαια, τώρα, φέρεται να έχει κάνει πίσω ως προς την εφαρμογή των μέτρων απελευθέρωσης, που αφορούν στο γάλα και στα φάρμακα – ο υπουργός Άδωνις Γεωργιάδης, λέγεται, ότι απευθυνόμενος στον Αντώνη Σαμαρά του είπε ότι: «δεν μπορώ να ανοίξω και ένα άλλο μέτωπο με τους φαρμακοποιούς στο χώρο της υγείας», όμως, ο Κωστής Χατζηδάκης επιμένει στην εφαρμογή των μέτρων και είναι βέβαιο ότι η κυβέρνηση θα επανέλθει. Με την έννοια αυτή αξίζει να σταθούμε στους όρους διάθεσης και πώλησης των φαρμάκων και του γάλατος, γιατί έχει μια ευρύτερη σημασία για την οικονομία της χώρας μας, αλλά και γιατί γίνεται απόλυτα κατανοητός ο μνημονιακός της χαρακτήρας.

Πριν, όμως, αναφερθούμε στο γάλα και στα φάρμακα θα μας επιτραπεί να θυμίσουμε την περίπτωση του ψωμιού, που είναι παρόμοια και που η κυβέρνηση επέτρεψε να διατίθεται και να πωλείται στις υπεραγορές (supermarkets). Το κύριο επιχείρημα της κυβέρνησης ήταν ότι θα πέσουν οι τιμές πώλησης του ψωμιού.

Τότε ο κλάδος των αρτοποιών είχε αντιδράσει έντονα και είχε υποστηρίξει ότι θα πληγεί όλος ο κλάδος παραγωγής και διάθεσης του ψωμιού, από τον αγρότη μέχρι τον αρτοποιό, γιατί το ψωμί των υπεραγορών θα ήταν εισαγωγής, με προζύμωση και κατάψυξη σε άλλες χώρες με φτηνά μεροκάματα και επομένως οι όροι του ανταγωνισμού θα έπλητταν την ντόπια παραγωγή. Πράγμα που έγινε.

Στην περίπτωση των φαρμάκων υπάρχει μια διαφορά ως προς την παραγωγή τους. Στη χώρα μας υπάρχει ντόπια φαρμακοβιομηχανία – και μάλιστα με εξαγωγικό προσανατολισμό – και κερδοφόρα. Εδώ η απαίτηση είναι (και της ντόπιας βιομηχανίας φαρμάκων) να πωλούνται, σε πρώτο βαθμό τα μη συνταγογραφημένα φάρμακα, από τις υπεραγορές. Στη συνέχεια, βέβαια, θα ακολουθήσει το σύνολο των φαρμάκων.

Όπως γίνεται αμέσως κατανοητό η πώληση των φαρμάκων από τις υπεραγορές θα πλήξει τον κλάδο των φαρμακοποιών, οι οποίοι δεν θα αντέξουν στον ανταγωνισμό και σταδιακά θα κλείσουν τα φαρμακεία τους, μια και τα περισσότερα φαρμακεία αποτελούν οικογενειακές επιχειρήσεις. Με την κυριαρχία των υπεραγορών στην πώληση των φαρμάκων και την ουσιαστική μονοπώληση και οι τιμές θα είναι «δική» τους υπόθεση, ως συνήθως.

Η λύση για φτηνό και ασφαλές φάρμακο είναι η άμεση δημιουργία κρατικού τομέα παραγωγής και διάθεσης φαρμάκων, γεγονός που θα επιτρέψει να διασωθούν και τα φαρμακεία, που οι κάτοχοί τους ανήκουν στη μεγάλη τους πλειοψηφία στα μικροαστικά στρώματα.

Η περίπτωση του γάλατος είναι ουσιαστικά διαφορετική και θα μας επιτραπεί να κάνουμε πιο εκτεταμένη αναφορά.

Η ΕΕ, η τρόικα και η κυβέρνηση αξιοποιούν την οικονομική κρίση για να επιταχύνουν τις καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις και στην αγροτική οικονομία της χώρας μας , που σε ορισμένες περιπτώσεις είναι σίγουρο ότι θα οδηγήσουν  σε παραγωγική αποδιάρθρωση σημαντικούς κλάδους της κτηνοτροφίας σε όφελος των μεγάλων κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων της ΕΕ και των πολυεθνικών, που μεταποιούν και εμπορεύονται τα προϊόντα αυτών των κλάδων.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η απαίτηση της τρόικας και η επιμονή του υπουργείου ανάπτυξης να εφαρμοσθεί η μελέτη του ΟΟΣΑ, που ανάμεσα σε πολλές προτάσεις που κάνει για να αναπτυχθεί η ανταγωνιστικότητα, προτείνει η διατηρησιμότητα του φρέσκου αγελαδινού γάλατος να μην καθορίζεται από την κυβέρνηση στις 5 ημέρες αλλά να καθορίζεται με ευθύνη των επιχειρήσεων, που μεταποιούν και εμπορεύονται το γάλα σε πολύ περισσότερες ημέρες.

Η απαίτηση αυτή δεν είναι καινούργια. Επανέρχεται σε τακτά χρονικά διαστήματα την τελευταία, τουλάχιστον, εικοσαετία από τα αρμόδια κοινοτικά όργανα, που εκφράζουν τα συμφέροντα των μεγάλων κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων της ΕΕ και των πολυεθνικών γάλατος. Απλώς, τώρα, με την οικονομική κρίση πιστεύουν ότι είναι πιο εύκολη η υλοποίηση της απαίτησής τους, γιατί όπως λέει και η λαϊκή παροιμία «τώρα που βρήκαμε παπά ας θάψουμε καμπόσους».

Το βασικό επιχείρημα όσων προωθούν την επιμήκυνση της διατηρησιμότητας του φρέσκου γάλατος είναι η μείωση των τιμών καταναλωτή, που θα  προκύψει από τη μείωση των επιστροφών και την εισαγωγή «φρέσκου» γάλατος από τις άλλες χώρες της ΕΕ, που με τον περιορισμό των 5 ημερών δεν μπορούσε να εισαχθεί με αποτέλεσμα να μην υπάρχει ο απαιτούμενος ανταγωνισμός.

Όμως το επιχείρημα αυτό είναι πέρα για πέρα αβάσιμο. Και αυτό γιατί το χαμηλότερο κόστος της πρώτης ύλης του εισαγόμενου γάλατος, εξουδετερώνεται σε μεγάλο βαθμό από τα αυξημένα μεταφορικά και το υπερκέρδος που επιτυγχάνουν οι πολυεθνικές που θα μονοπωλούν το κλάδο.

Το κόστος των επιστροφών δεν είναι σημαντικό και αυτό αποδείχνεται από το γάλα υψηλής παστερίωσης που αν και χαμηλότερης διατροφικής αξίας οι τιμές του είναι μεγαλύτερες κατά 0,20-0,30 ευρώ ανά λίτρο από αυτές του φρέσκου γάλατος, παρά το γεγονός ότι η διατηρησιμότητα του γάλατος υψηλής παστερίωσης ξεπερνάει τις είκοσι ημέρες με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν επιστροφές.

Οι πραγματικοί στόχοι όλων αυτών που προωθούν αυτό το μέτρο είναι: Η προώθηση στην Ελληνική αγορά των πλεονασμάτων γάλατος που έχουν οι μεγάλες καπιταλιστικού χαρακτήρα κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις της ΕΕ, σε βάρος της εγχώριας παραγωγής και ειδικότερα των μικρομεσαίων κτηνοτρόφων και υπέρ της διατροφικής εξάρτησης του λαού μας.

Παραπέρα στόχος αυτού του μέτρου είναι η επιτάχυνση της καπιταλιστικοποίησης της ελληνικής κτηνοτροφίας με το ξεκλήρισμα των μικρομεσαίων κτηνοτρόφων και τη συγκέντρωση  της συρρικνωμένης παραγωγής από τους μικρομεσαίους παραγωγούς σε λίγες μεγάλες κτηνοτροφικές επιχειρήσεις. Με αυτόν τον τρόπο θα προκύψει η αύξηση της κερδοφορίας των επιχειρήσεων που μεταποιούν και εμπορεύονται το γάλα σε βάρος των καταναλωτών που επιτυγχάνεται με τη μεγαλύτερη μονοπώληση του κλάδου.

Τους στόχους αυτούς υπηρετεί με συνέπεια η ΚΑΠ από τον καιρό της ένταξης της χώρας μας στην τότε ΕΟΚ με τις χαμηλές ποσοστώσεις παλαιότερα, που στο αγελαδινό γάλα δεν κάλυπταν ούτε τις μισές ανάγκες της χώρας μας και τα ΝΕΠ (Νομισματικά Εξισωτικά Ποσά), που επιδοτούσαν με αστρονομικά ποσά τις εισαγωγές ζωοκομικών προϊόντων από τις χώρες της ΕΕ.

Στην ίδια κατεύθυνση κινούνταν και οι αναθεωρήσεις της ΚΑΠ στη συνέχεια, που αύξησαν σταδιακά τη ποσόστωση αλλά μείωσαν δραστικά τις θεσμικές τιμές με αποτέλεσμα η χώρα μας να μη μπορεί να πιάσει τη ποσόστωση των 850.000 τόνων, που είναι πολύ μικρότερη από τις ανάγκες της χώρας μας (αυτές υπολογίζονται στους 1.400.000 τόνους).

Αυτός ο στόχος υπηρετείται και σήμερα με την άρση των οποιονδήποτε εμποδίων υπάρχουν στις εισαγωγές κοινοτικού γάλατος, όπως το συγκεκριμένο της διατηρησιμότητας των 5 ημερών.

Η εξέλιξη του κλάδου της γαλακτοπαραγωγικής βοοτροφίας  επιβεβαιώνει τους στόχους αυτούς  και δείχνει ανάγλυφα τα καταστροφικά αποτελέσματα, που έχει  ο αντιλαϊκός καταμερισμός εργασίας που επιβάλει στα κράτη μέλη της η ΕΕ με τη σύμφωνη γνώμη της Ελληνικής κυβέρνησης.

Από τις 27.805 κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις αγελαδινού γάλακτος που είχε η χώρα μας το 1993 έμειναν μόνο 3.932 το 2012. Εξ ίσου, όμως, μεγάλη σημασία από αυτή τη δραστική και ταυτόχρονα δραματική μείωση του συνολικού αριθμού των εκμεταλλεύσεων έχει η μείωση του αριθμού και της συμμετοχής στην εθνική παραγωγή των μικρομεσαίων εκμεταλλεύσεων   και η ταυτόχρονη αύξηση  του αριθμού και της συμμετοχής στην εθνική παραγωγή των μεγάλων εκμεταλλεύσεων.

Οι μικρομεσαίες γαλακτοπαραγωγικές εκμεταλλεύσεις,  που παράγουν μέχρι 50.000 κιλά γάλα ετησίως από 25.041 το 1993 μειώθηκαν στις 2.016 το 2012 και η συμμετοχή τους  στην εθνική παραγωγή αγελαδινού γάλατος από  44,35% το 1993 μειώθηκε στο 6% το 2012.

Αντίθετα, οι μεγάλες  γαλακτοπαραγωγικές εκμεταλλεύσεις,  που παράγουν πάνω από  200.000 κιλά γάλα ετησίως από 333 το 1993 αυξήθηκαν στις 894 το 2012 και η συμμετοχή τους  στην εθνική παραγωγή αγελαδινού γάλατος από  20% το 1993 αυξήθηκε στο 77 % το 2012. Το 2012 οι 85 μεγαλύτερες εκμεταλλεύσεις που παράγουν πάνω από 1.000.000 κιλά αγελαδινό γάλα ετησίως και αποτελούν το 0,25% του συνόλου των εκμεταλλεύσεων συμμετείχαν με ποσοστό 23% στην εθνική παραγωγή γάλακτος.

Και ενώ παρατηρείται η συγκέντρωση της παραγωγής γάλατος, ταυτόχρονα, η συνολική παραγωγή αγελαδινού γάλατος – με μικρές αυξομειώσεις – από το 1990 μέχρι το 2005 κυμάνθηκε στους 750.000 τόνους και από το 2006 και μετά παρουσιάζει σταθερή μειωτική πορεία με αποτέλεσμα το 2012 να φθάσει στους 655.771 τόνους.

Όλα τα παραπάνω στοιχεία δείχνουν ότι η καπιταλιστικοποίηση της γαλακτοπαραγωγικής βοοτροφίας προχωράει με πολύ γρήγορους ρυθμούς και συνοδεύεται με παρατεταμένη στασιμότητα αλλά και συρρίκνωση της συνολικής παραγωγής με αποτέλεσμα να αυξάνεται η διατροφική εξάρτηση της χώρας και του λαού μας.

Αυτούς τους ρυθμούς και τους στόχους θέλουν να επιταχύνουν η τρόικα, η ΕΕ, και η Ελληνική κυβέρνηση, παρά τις υποκριτικές αντιρρήσεις ορισμένων υπουργών, που υπηρετούν προσωπικές σκοπιμότητες και σαν πρόφαση για την υλοποίηση αυτών των αντιλαϊκών-αντιπαραγωγικών στόχων επικαλούνται εντελώς υποκριτικά την εξασφάλιση χαμηλών τιμών σε ένα βασικό διατροφικό προϊόν.

 Από όλα τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι η οποιαδήποτε ανάπτυξη της αγροτικής οικονομίας συνολικότερα και της κτηνοτροφίας ειδικότερα προϋποθέτει την έξοδο της χώρας μας από την ΕΕ.

Προκειμένου να περάσουν αυτοί οι στόχοι πρέπει να αλλάξει και το όριο των 5 ημερών διατηρησιμότητας, γιατί ό, τι δεν προλαβαίνουν οι ξένες πολυεθνικές να πραγματοποιήσουν – ειδικά ως προς την κατανάλωση – μέσα στις 5 ημέρες (παραγωγή, παστερίωση, μεταφορά, διάθεση, κατανάλωση) τώρα θα μπορούν να το πραγματοποιήσουν. Κι αυτό ήταν το εμπόδιο στο να αλωθεί η Ελληνική παραγωγή γάλατος από τις ξένες εισαγωγές.

Αλλά για να μπορεί να διατηρηθεί το γάλα πάνω από 5 ημέρες πρέπει να αλλάξει και η παστερίωση του γάλατος και από τη χαμηλή να περάσει στην υψηλή παστερίωση. Το γεγονός αυτό έχει δύο σημαντικές συνέπειες:

Η πρώτη αφορά την ποιότητα του γάλατος. Όσο σε ψηλότερη θερμοκρασία παστεριώνεται το γάλα τόσο περισσότερο καταστρέφονται τα συστατικά του. Με δυο λόγια, τόσο περισσότερο ο καταναλωτής απομακρύνεται από το φρέσκο γάλα και αγοράζει «βρασμένο» γάλα, στο οποίο κυριαρχεί το ασβέστιο.

Κάτι παρόμοιο κάνουν και οι νοικοκυρές, που το φρέσκο γάλα που αγοράζουν και δεν προλαβαίνουν να το καταναλώσουν μέσα στις 5 ημέρες, στη συνέχεια,  για να το διατηρήσουν και να μην το πετάξουν, το βράζουν. Γι αυτό μιλάνε και για «ασβέστη».

Η δεύτερη συνέπεια αφορά στις συνθήκες και στα μέσα λειτουργίας κύρια των ντόπιων μικρομεσαίων μονάδων παραγωγής γάλατος, που με την απελευθέρωση των 5 ημερών επιβαρύνονται πολύ στη διατήρηση του γάλατος και δεν θα αντέξουν στον ανταγωνισμό των ξένων πολυεθνικών, που και οι συνθήκες και τα μέσα  παραγωγής γάλατος τους επιτρέπουν με καλύτερους όρους τη διατήρηση. Επομένως τους μικρομεσαίους τους περιμένει η καταστροφή.

Αυτό που απομένει να σχολιάσουμε είναι το πώς η οικονομία μας θα εξασφάλιζε την Ελληνική κοινωνία, στις σημερινές συνθήκες, με φτηνό και ποιοτικά καλό φάρμακο, γάλα και ψωμί.

Σε ότι αφορά το φάρμακο ήδη μιλήσαμε για την ανάγκη κρατικοποίησης της υπάρχουσας φαρμακοβιομηχανίας και τη δημιουργία ενιαίου φορέα παραγωγής και διάθεσης φαρμάκων.

Σε ότι αφορά το γάλα και το ψωμί υπάρχει η ανάγκη παραγωγικής ανασυγκρότησης της αγροτικής παραγωγής, με βάση τους παραγωγικούς συνεταιρισμούς, μέσα από τους οποίους θα εξασφαλίζονταν, ως ενιαία παραγωγή αλλά και ως επάρκεια, τόσο τα απαραίτητα γεωργικά προϊόντα όσο και οι αναγκαίες ζωοτροφές για την κτηνοτροφία.

Κάθε παραγωγικός συνεταιρισμός, ως μια ενιαία μονάδα, θα είχε την ευθύνη για την ταυτόχρονη παραγωγή των αγροτικών προϊόντων, των ζωοτροφών, την παραγωγή και αναπαραγωγή του ζωικού κεφαλαίου  και παραπέρα την παραγωγή και επεξεργασία ζωοκομικών προϊόντων.

Μέσα από αυτήν τη διαδικασία θα γινόταν η συγκέντρωση, η οριζόντια σύνδεση της γεωργικής παραγωγής με την κτηνοτροφία και παράλληλα η αναγκαία καθετοποίηση της παραγωγικής διαδικασίας τόσο κατά παραγωγικό συνεταιρισμό όσο και συνολικά στον αγροτικό τομέα. Μια διαδικασία που έτσι κι αλλιώς γίνεται και στις καπιταλιστικές μονάδες του αγροτικού τομέα.

Η παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας μας προς όφελος των εργαζομένων και της κάλυψης των κοινωνικών τους αναγκών, ως άμεση απάντηση στην οικονομική κρίση και τη χρεοκοπία της χώρας μας, τόσο γενικά όσο και ιδιαίτερα στον αγροτικό τομέα, είναι έργο μιας άλλης εξουσίας και μιας άλλης κυβέρνησης.

Είναι έργο μιας δημοκρατικής επαναστατικής εξουσίας της εργατικής τάξης και των μικροαστικών στρωμάτων της πόλης και του χωριού, ιδιαίτερα των πιο φτωχών, μιας δημοκρατικής επαναστατικής κυβέρνησης, που θα εκδιώξει την αστική τάξη από την εξουσία και θα αποδεσμεύσει τη χώρα μας από την Ευρωπαϊκή Ένωση ανοίγοντας το δρόμο για το σοσιαλισμό.

COMMENTS