12. Η οικονομική και πολιτική σημασία της εξόδου από την Ευρωπαϊκή Ένωση
12.1 Το πρώτο βασικό πρόβλημα που ανέδειξε η γενική οικονομική κρίση της χώρας μας είναι η συρρίκνωση των παραγωγικών της δυνάμεων στην πρωτογενή και δευτερογενή παραγωγή. Η οικονομία της χώρας μας κυριαρχείται σήμερα από έναν υπερδιογκωμένο τομέα των υπηρεσιών, που καταλαμβάνει τα 2/3 περίπου του ΑΕΠ, αποτέλεσμα της ένταξης της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στο ευρώ, δηλαδή, ενός ανισότιμου καταμερισμού εργασίας στο πλαίσιο της Ένωσης, που συρρίκνωσε την παραγωγική της βάση και που αδυνατεί να δώσει τον αναγκαίο δυναμισμό στην ελληνική οικονομία ακόμη και για αυτήν την καπιταλιστική ανάπτυξη.
Αν πάρουμε ως παράδειγμα το τομέα Μεταποίηση – Βιομηχανία παρακολουθούμε την παρακάτω εξέλιξη σε συμμετοχή ως προς το ΑΕΠ (Πηγή ΕΛΣΤΑΤ, Εθνικοί Λογαριασμοί):
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ήδη εκφράζονται φόβοι ότι η ελληνική οικονομία δεν πρόκειται να επανέλθει στην όποια κατάσταση βρισκόταν πριν από την οικονομική κρίση και ότι η σημερινή κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει θα πάρει χαρακτηριστικά μακρόχρονης στασιμότητας.
Το πρόβλημα αυτό αναγνωρίζεται, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ανοιχτά ή συγκαλυμμένα, ως το κεντρικό πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας, και μάλιστα, αναγνωρίζεται ως τέτοιο από όλες τις πολιτικές δυνάμεις του τόπου. Ακόμη και από τον ίδιο τον ΣΕΒ. Η φράση ότι «τίποτα δεν παράγουμε», όσο και εάν ακούγεται ή και θεωρείται, ίσως, υπερβολική, λέγεται πολύ συχνά ακόμη και από αστούς πολιτικούς και εκφράζει μια θλιβερή πραγματικότητα.
Αυτήν τη θλιβερή πραγματικότητα «προσπαθεί», υποτίθεται, να αντιμετωπίσει η τρικομματική – (τώρα δικομματική Σ.Σ.) κυβέρνηση με τα μέτρα που παίρνει, για να δημιουργήσει επενδυτικό κλίμα και να προσελκύσει επενδύσεις, που θα συμβάλουν στην αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης, θα δώσουν ώθηση στην ελληνική οικονομία, θα αποφέρουν την ανάπτυξη, που με τη σειρά της θα φέρει τα πλεονάσματα για να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας.
Μέχρι τώρα, όμως, «άνθρακες ο θησαυρός» και το μόνο που επιχειρείται είναι ένα απαράδεκτο, από κάθε άποψη, ξεπούλημα της δημόσιας και κρατικής περιουσίας δια μέσου των λεγόμενων ιδιωτικοποιήσεων, ενώ, ταυτόχρονα, το «υπεραπασχολημένο» Υπουργείο Εργασίας κάνει τα πάντα στο επίπεδο των μισθών και των εργασιακών σχέσεων για να ικανοποιήσει και τους πιο απαιτητικούς επενδυτές. Την ίδια στιγμή το δημόσιο χρέος αυξάνεται και τα δημοσιονομικά πλεονάσματα δεν έρχονται.
Το Κόμμα μας σε όλα του τα συνέδρια έχει σταθεί ιδιαίτερα στο φαινόμενο της συρρίκνωσης των παραγωγικών δυνάμεων της χώρας μας και έχει μιλήσει κατ’ επανάληψη για την ανάγκη της παραγωγικής ανασυγκρότησης και μιας άλλης αναπτυξιακής πολιτικής, που να υπηρετεί τις κοινωνικές ανάγκες των εργαζομένων.
Κύριος υπεύθυνος, όπως ήδη τονίστηκε, για τη συρρίκνωση των παραγωγικών δυνάμεων της χώρας είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία αποδείχτηκε, πλέον, ότι όχι μόνο δεν είναι η μεγάλη αγορά που θα έδινε νέες αναπτυξιακές δυνατότητες στον ελληνικό καπιταλισμό, αλλά, αντίθετα, έφερε την οικονομία της χώρας μας μπροστά στη χρεοκοπία.
Ο πρώην πρωθυπουργός Λουκάς Παπαδήμος ομολόγησε απερίφραστα ότι από τότε που η Ελλάδα εντάχτηκε στην ευρωζώνη – δηλαδή, περίπου εδώ και μια δεκαετία, έχασε πάνω από το 25% της οικονομικής της ανταγωνιστικότητας. Ενώ, την ίδια στιγμή, είναι γνωστή η άποψή του ότι το ξεπέρασμα της οικονομικής κρίσης της χώρας δεν μπορεί να βασίζεται αποκλειστικά και μόνο στη λιτότητα, στη μείωση του λεγόμενου εργατικού κόστους.
Με αυτόν τον τρόπο θέλει να τονίσει την ανάγκη, ανάγκη της ίδιας της αστικής τάξης, για πραγματική ανάπτυξη, γιατί εκτιμάει ότι το εργατικό εισόδημα έχει συμπιεστεί πάρα πολύ (ονομαστικά πάνω από 35%, στην πραγματικότητα είναι ακόμη μεγαλύτερο) και ότι υπάρχει ο κίνδυνος των κοινωνικών εκρήξεων.
Σε αυτό το σημείο πρέπει να τονίσουμε ότι η επίσημη ανεργία για το 2013 θα φτάσει ακόμη και στο 30%, κάτι που σημαίνει ότι με πραγματικούς όρους θα είναι πολύ μεγαλύτερη. Μερικοί μελετητές μιλάνε ότι η πραγματική ανεργία, που δεν καταγράφεται επίσημα, θα ξεπεράσει και το 35% και ότι προσεγγίζει ήδη το 40%. Η ανεργία μεταξύ των νέων προσεγγίζει το 60%.
Και εδώ είναι το πρόβλημα, που αναδεικνύει το πιο ακανθώδες ερώτημα. Πως είναι δυνατόν να εξασφαλιστεί για τη χώρα μας η οποιαδήποτε αναπτυξιακή προοπτική, ακόμα και καπιταλιστική, όταν αυτό που αποδείχτηκε με την παραμονή της μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι το ακριβώς αντίθετο;
Η αποχώρηση, επομένως, από την Ευρωπαϊκή Ένωση είναι η πρώτη συνθήκη που πρέπει να υλοποιηθεί για να μπορέσει η χώρα μας να εισέλθει στο δρόμο μιας πραγματικής ανάπτυξης, ακόμη και καπιταλιστικής ανάπτυξης, που θα αντιστρέψει το φαινόμενο της συρρίκνωσης των παραγωγικών της δυνάμεων.
Πρέπει να κατανοηθεί ότι η συρρίκνωση των παραγωγικών δυνάμεων της χώρας, η αποδιάρθρωση της ελληνικής οικονομίας, η «εξ ανάγκης» στροφή προς τις υπηρεσίες οδηγεί στη «βιομηχανία του τουρισμού και του πολιτισμού, του ήλιου και της θάλασσας». Μετατρέπει τη χώρα μας σε «χώρα γκαρσονιών», γεγονός που αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα για την προοπτική του σοσιαλισμού, υπό την έννοια της υλικής του προετοιμασίας.
Το ζήτημα αυτό δεν είναι ήσσονος σημασίας για την εργατική τάξη και τους συμμάχους της, γιατί, εάν όλα τα Συνέδρια του Κόμματος κάνουν την εκτίμηση ότι «οι αντικειμενικές συνθήκες είναι ώριμες για το πέρασμα για το σοσιαλισμό», η συρρίκνωση της παραγωγικής βάσης της χώρας έρχεται να υπονομεύσει τις αντικειμενικές συνθήκες περάσματος στο σοσιαλισμό, έρχεται να υποβιβάσει την παραγωγική βάση της χώρας μας σε τέτοιο βαθμό, που δεν θα είναι ικανή να καλύψει τις κοινωνικές ανάγκες των εργαζομένων.
Είναι καθήκον επομένως της εργατικής τάξης να προστατέψει την παραγωγική βάση της χώρας μας, παραπέρα, να αντιταχτεί στις ιδιωτικοποιήσεις ή στο κλείσιμο επιχειρήσεων – που απαιτεί η τρόικα και που πραγματοποιεί η σημερινή κυβέρνηση ξεπουλώντας την κρατική περιουσία, γιατί μέσα από αυτό το ξεπούλημα πραγματοποιείται, ταυτόχρονα, και ένας νέος καταμερισμός εργασίας σε βάρος της χώρας μας.
Επίσης, η αποχώρηση από την Ευρωπαϊκή ένωση επιβάλλεται και για έναν άλλο λόγο. Η χώρα μας και οι εργαζόμενοι, τα μικροαστικά στρώματα, από την άποψη των συνεπειών που έχουν υποστεί, έχουν ξεπεράσει χρονικά την περίοδο που θα δικαιολογούσε τη σύμπηξη ενός μετώπου δυνάμεων ακόμη και τη δημιουργία κυβέρνησης στη βάση «των συνεπειών» από την ένταξη της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στην Ευρωζώνη. Οι συνέπειες είναι «παρούσες», οι καταστροφές πραγματοποιημένες ή πραγματοποιούνται ακόμη παραπέρα και καταδικάζουν τη χώρα μας σε μακροχρόνια οικονομική στασιμότητα και τους εργαζόμενους σε μακροχρόνια εξαθλίωση.
Από την άποψη αυτή, η αποχώρηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση επιβάλλεται πολύ περισσότερο να πραγματοποιηθεί, εάν η ανάπτυξη αυτή δεν θα γίνει για την ανάκαμψη των κερδών της αστικής τάξης, αλλά για να καλύψει τις πραγματικές ανάγκες των εργαζομένων, γεγονός που προϋποθέτει και επιβάλλει στην εργατική τάξη και τους συμμάχους της – τα μικροαστικά στρώματα της πόλης και του χωριού, να αγωνιστούν με κεντρικό αίτημα την αποδέσμευση της χώρας μας από την Ευρωπαϊκή Ένωση, διεκδικώντας, ταυτόχρονα, την αλλαγή των τάξεων στην εξουσία, να απομακρύνουν την αστική τάξη από αυτήν, για την πραγματοποίηση της αποχώρησης από την Ευρωπαϊκή Ένωση για λογαριασμό τους.
Στο βαθμό που η εργατική τάξη και τα μικροαστικά στρώματα με τους αγώνες τους πετύχουν την αποχώρηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση χωρίς, όμως, να κατορθώσουν να κατακτήσουν και την εξουσία, το γεγονός αυτό θα είναι μια θετική εξέλιξη, γενικά, στην πορεία προς το σοσιαλισμό. Η δε εργατική τάξη και οι σύμμαχοί της και γενικότερα το λαϊκό κίνημα θα βρίσκονται σε πολύ καλύτερη θέση για να διεκδικήσουν την πολιτική εξουσία.
Στο ίδιο ακριβώς πρόβλημα πρέπει να απαντήσουν και οι άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πριν απ’ όλες οι μικρότερες, όπως είναι η Πορτογαλία, η Ιρλανδία. Και όχι μόνο οι μικρότερες. Ακόμη και ισχυρές οικονομίες έχουν πρόβλημα ανάπτυξης, όπως η Ιταλία ή Ισπανία, ακόμη και η Γαλλία μπροστά στη Γερμανία, φυσικά σε διαφορετικό βαθμό, που γι’ αυτές, βέβαια, το πρόβλημα αυτό σχετίζεται και με έναν ευρύτερο ρόλο που παίζουν ή θέλουν να παίξουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στην παγκόσμια αγορά. Και αυτές οι χώρες βλέπουν να χάνουν σε ανάπτυξη τόσο μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και παγκόσμια.
Αφορά στον ευρωενωσιακό και στον παγκόσμιο ανταγωνισμό, στην ανακατανομή των αγορών. Στο «μοίρασμα και το ξαναμοίρασμα». Πράγμα που σημαίνει με απλά λόγια ότι και χώρες με ισχυρή οικονομία δυσκολεύονται πάρα πολύ να επιδράσουν στον ευρωενωσιακό ανταγωνισμό, μπροστά στη γερμανική ηγεμονία, πολύ περισσότερο δυσκολεύονται στην ανακατανομή της παγκόσμιας αγοράς, μπροστά στην ύπαρξη πολύ πιο ισχυρών οικονομιών από αυτές.
Σε αυτό το σημείο, βέβαια, πρέπει να πούμε, σε ότι αφορά στον ελληνικό καπιταλισμό, ότι επιβεβαιώνεται η αδυναμία και το λαθεμένο της «Θέσης 9» που αποτυπώνεται στην Πολιτική Απόφαση του 17ου Συνεδρίου του Κόμματος με το παρακάτω απόσπασμα: «Στα χρόνια που μεσολάβησαν, η εξαγωγή κεφαλαίων, η συμμετοχή της χώρας μας σε ιμπεριαλιστικούς πολέμους και επεμβάσεις, η συμμετοχή στο σχεδιασμό και την προώθηση αντεργατικών και αντιλαϊκών μέτρων που προωθούν οι κυβερνήσεις και βασικά ιμπεριαλιστικά κέντρα και ενώσεις, όπως είναι η ΕΕ και το ΝΑΤΟ, η ενίσχυση των μονοπωλίων επιβεβαιώνουν ότι ενισχύθηκαν βασικά γνωρίσματα του ιμπεριαλιστικού σταδίου του ελληνικού καπιταλισμού» (17ο Συνέδριο, Ντοκουμέντα, σελ.89).
Αν χώρες με πολύ ισχυρότερες οικονομίες δεν μπορούν να παίξουν τον ενεργό τους ρόλο στην ανακατανομή των αγορών, όπως θα ήθελαν, για να δώσουν διέξοδο στο αναπτυξιακό τους πρόβλημα, στην καπιταλιστική ανάπτυξη, τότε η Ελλάδα με τι «κότσια» μπορεί να ανακατανέμει την ευρωενωσιακή και πολύ περισσότερο την παγκόσμια αγορά; Είναι προφανώς αδύνατον.
Ήδη, λοιπόν, της αφαιρείται ένα από τα βασικά γνωρίσματα της ιμπεριαλιστικής εποχής, που είναι ένα σαφές, κυρίαρχο και αδιαμφισβήτητο προσδιοριστικό στοιχείο μιας ιμπεριαλιστικής χώρας. Για να μπορεί να είναι ιμπεριαλιστική δύναμη και να δρα ως ιμπεριαλιστική δύναμη.
Από την άλλη πλευρά διερωτάται κανείς για το πώς είναι δυνατόν να εξάγονται τέτοιου είδους συμπεράσματα – περί ενίσχυσης των βασικών γνωρισμάτων του ιμπεριαλιστικού σταδίου του ελληνικού καπιταλισμού, όταν το χειροπιαστό αποτέλεσμα είναι η συρρίκνωση των παραγωγικών δυνάμεων της χώρας. Σε αυτήν την απορία η ηγεσία του Κόμματος δεν έχει απαντήσει ακόμη και κατά τη γνώμη μας δεν πρόκειται να απαντήσει, γιατί δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει μιαν απάντηση βασισμένη στους υλικούς όρους του ελληνικού καπιταλισμού.
Με ποια επιστημονικά κριτήρια, λοιπόν, καταλήγει κανείς σε τέτοιου είδους ανεδαφικές εκτιμήσεις; Πως γίνεται η ενίσχυση των ιμπεριαλιστικών γνωρισμάτων της ελληνικής οικονομίας να έχει ως αποτέλεσμα τη συρρίκνωση των παραγωγικών της δυνάμεων και μάλιστα ως πρόδρομο και μακροχρόνιο φαινόμενο πολύ πριν και από το ξέσπασμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης και της κρίσης της ελληνικής οικονομίας;
Το γεγονός αυτό είναι σημαντικό, γιατί αναδεικνύει τη σχέση του ελληνικού μονοπωλιακού καπιταλισμού, των ελληνικών μονοπωλίων, με τις διεθνείς μονοπωλιακές ενώσεις, που αυτές στη σύμφυσή τους με τις αντίστοιχες χώρες εφαρμόζουν το μοίρασμα και το ξαναμοίρασμα των αγορών.
Αποδεικνύεται, δηλαδή, ότι ο ελληνικός μονοπωλιακός καπιταλισμός δεν είναι σε θέση να συμμετέχει αποφασιστικά σε ένα παγκόσμιο μοίρασμα των αγορών πολύ περισσότερο να επιβάλει ένα παγκόσμιο μοίρασμα των αγορών, αλλά συμμετέχει σε ένα μοίρασμα που του επιβάλλεται. Με την έννοια αυτή η Ελλάδα είναι μια τραβηγμένη χώρα από την ιμπεριαλιστική πολιτική, με τη θέληση της αστικής τάξης της Ελλάδας, που εξασκείται από τις μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Γεγονός που εξηγεί και την εξάρτηση της χώρας μας απ’ αυτές.
Έτσι εξηγείται και η συρρίκνωση της παραγωγικής βάσης της χώρας μας, ότι ο «ελληνικός καπιταλιστικός σχηματισμός» βρίσκεται σε φάση υποχώρησης σε σχέση με τον αρχικό επεκτατισμό του στη Βαλκανική ενδοχώρα, ότι «δικά» του προβλήματα δεν είναι σε θέση να τα επιλύσει προς όφελός του, όπως είναι οι σχέσεις με τη γειτονική Τουρκία, οι σχέσεις με την FYROM, το Κυπριακό κλπ. και αποδέχεται λύσεις που επιβάλλονται από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.
Το συμπέρασμα είναι αδιαμφισβήτητο. Ο ελληνικός μονοπωλιακός καπιταλισμός βρίσκεται σε φάση μακροχρόνιας υποχώρησης και αυτό αποδεικνύεται και από τη συμμετοχή του στο παγκόσμιο ΑΕΠ. Παραθέτουμε τη σχέση του ελληνικού ΑΕΠ σε σχέση με το αντίστοιχο παγκόσμιο ΑΕΠ:
Σχ. 1. Μερίδιο Ελλάδας στο παγκόσμιο ΑΕΠ. Πηγή: ΔΝΤ
***
Είναι βέβαιο. Αν παραμείνει κανείς στην ανάλυση – εκτίμηση του 17ου Συνεδρίου του Κόμματος, με αυτόν τον τρόπο, επί της ουσίας, παραχαράζεται η πραγματική θέση της Ελλάδας μέσα σε μια Ιμπεριαλιστική Ένωση και υποβαθμίζονται οι ευθύνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παρ’ όλο που στην κομματική φιλολογία γίνεται ανάλογη αναφορά, αλλά με αντίστροφο τρόπο. Στο όνομα του ότι η συμμετοχή της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση γίνεται με τη θέληση της αστικής τάξης, αυτή ακριβώς η αντίστροφη αναλογία των ευθυνών καταλήγει στο να εξαφανίζει πραχτικά την εξάρτηση της χώρας από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Και αυτό, όμως, το επιχείρημα είναι ψευδεπίγραφο, γιατί, προφανώς, η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση θα γινόταν με τη θέληση της αστικής τάξης της χώρας μας, στην επιδίωξή της να αποκομίσει περισσότερα κέρδη και να κατοχυρώσει τη θέση της, να επεκταθεί κυρίως σε σχέση με τις γειτονικές χώρες, αλλά το γεγονός αυτό δεν της αλλάζει την οικονομική της κατάσταση σε συνάρτηση με τη θέση της και το ρόλο της μέσα στην παγκόσμια και ευρωενωσιακή οικονομία. Ήταν και είναι μια χώρα με μέσο επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών της δυνάμεων. Μάλιστα, αυτή τη στιγμή βρίσκεται σε χειρότερη θέση απ’ ότι πρωτομπήκε στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στη ζώνη του ευρώ και, εκτός αυτού, όπως ήδη σημειώθηκε, βρίσκεται και σε υποχώρηση σε σχέση με τη βαλκανική ενδοχώρα και διεθνώς.
Παραπέρα. Καταχωρείται ως κριτήριο για το διαμορφωμένο ελληνικό ιμπεριαλισμό η συμμετοχή της Ελλάδας στους ιμπεριαλιστικούς πολέμους. Γίνεται φανερό ότι με αυτήν την έννοια ο ελληνικός ιμπεριαλισμός είναι διαμορφωμένος από τον καιρό της επέμβασης στην Ουκρανία το 1919. Η εκστρατεία του ελληνικού καπιταλισμού ενάντια στην τότε, ακόμη, εναπομείνασα Οθωμανική Αυτοκρατορία το 1919 είναι μια άλλη «απόδειξη» του ελληνικού ιμπεριαλισμού. Η συμμετοχή της χώρας στον πόλεμο της Κορέας, κατ’ αυτήν τη λογική, είναι επίσης ένα κριτήριο του διαμορφωμένου ελληνικού ιμπεριαλισμού.
Η Ιστορία, όμως, έχει καταγράψει ανεξίτηλα, και ως συμπέρασμα το γνωρίζουμε όλοι μας, ότι στην επέμβαση στην Ουκρανία η Ελλάδα οδηγήθηκε από τις δυνάμεις της ΑΝΤΑΝΤ ως εξαρτημένη χώρα, ότι στον πόλεμο ενάντια στην (εναπομείνασα) Οθωμανική αυτοκρατορία, που ο πόλεμος αυτός ήταν η συνέχεια του Α΄ Παγκόσμιου πολέμου για το μοίρασμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις της ΑΝΤΑΝΤ χρησιμοποίησαν καταφανώς την Ελλάδα για τη «μαύρη δουλειά» και ότι από τη στιγμή που οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις ήρθαν σε συνεννόηση με τον Κεμάλ Ατατούρκ, αποσύροντας την υποστήριξή τους προς την Ελλάδα, η χώρα μας υπέστη μια δεινή ήττα με ευρύτερες συνέπειες για αυτήν.
Έτσι έχασε ό, τι αρχικά της υποσχέθηκαν οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και συνεπώς ματαιώθηκε η επέκταση και η προσάρτηση νέων εδαφών, προκειμένου να υλοποιηθεί το «όραμα της Μεγάλης Ιδέας» της αστικής τάξης της χώρας μας, «των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών»! Ενώ στον πόλεμο ενάντια στην Κορέα η χώρα μας συμμετείχε κάτω από την απαίτηση των ΗΠΑ. Και οι τρεις περιπτώσεις αναδεικνύουν τον εξαρτημένο χαρακτήρα της χώρας μας. Και εδώ αποδεικνύεται ότι η Ελλάδα είναι μια χώρα τραβηγμένη στην ιμπεριαλιστική πολιτική, γι’ αυτό το λόγο μπορεί να μετατρέπεται «από τη μια στιγμή στην άλλη» από «χώρα θύτης» (ή καλύτερα από χώρα που χρησιμοποιείται ως θύτης) σε «χώρα θύμα».
Στο πλαίσιο αυτής της θεώρησης, επίσης, ως λογικής συνέχειάς της, όλες οι χώρες που πήραν μέρος στην επέμβαση στην Ελλάδα το 1944, εκτός από τη Μ. Βρετανία – δηλαδή, Ινδία, Αίγυπτος, Ν. Ζηλανδία, θα πρέπει να είχαν κι αυτές διαμορφωμένο ιμπεριαλισμό, μια και ένα από τα κριτήρια είναι η συμμετοχή τους σε έναν ιμπεριαλιστικό πόλεμο, που τον διεξήγαγε η Μ. Βρετανία (για να μην «τραβήξουμε» στα άκρα αυτό το επιχείρημα και φτάσουμε να ισχυριστούμε ότι η φυλή «Μαόρι» – που την αποτελούν οι ιθαγενείς της Νέας Ζηλανδίας – είχε διαμορφωμένο ιμπεριαλισμό, μια και συμμετείχε στα νεοζηλανδικά στρατεύματα. Υπόψη ότι η Νέα Ζηλανδία έγινε πλήρως ανεξάρτητη χώρα το 1947, στο πλαίσιο της Βρετανικής Κοινοπολιτείας). Πως, τώρα, μια χώρα, που δεν έχει κατακτήσει την εθνική της ανεξαρτησία μπορεί να είναι και ιμπεριαλιστική χώρα, εξ αιτίας της συμμετοχής της σε έναν ιμπεριαλιστικό πόλεμο, αυτό είναι ένα ερώτημα στο οποίο δεν έχουμε την αρμοδιότητα να το απαντήσουμε. Απλώς το θέτουμε.
COMMENTS