Για τη συνάντηση Σαμαρά – Μέρκελ

Τι ακριβώς έγινε στη συνάντηση Σαμαρά – Μέρκελ; Η απάντηση μάλλον δεν είναι και τόσο δύσκολη. Τίποτα που εκ των προτέρων δεν ήταν γνωστό. Ακόμη και η απόφαση για τα 100εκ. ευρώ, που θα συνεισφέρει η Γερμανία, για τη δημιουργία του Επενδυτικού Ταμείου, ήταν ήδη γνωστή από την επίσκεψη Σόιμπλε στην Αθήνα.

Τότε θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς: Η συνάντηση αυτή δεν πρόσφερε τίποτα το καινούργιο; Ασφαλώς και πρόσφερε. Πρόσφερε την επίσημη αποσαφήνιση των όρων κάτω από τους οποίους αντιμετωπίζει η Γερμανία, και κατ’ επέκταση η Ευρωπαϊκή Ένωση, το Ελληνικό πρόβλημα. Σ’ αυτό το σημείο η Άγκελα Μέρκελ ήταν απόλυτα σαφής και φρόντισε να γίνει κατανοητή και στον Αντώνη Σαμαρά.

Επομένως στο τραπέζι υπάρχουν όλες οι εκκρεμότητες με τις οποίες πρέπει οπωσδήποτε να τελειώνει η Ελληνική κυβέρνηση, γιατί είναι ένας από τους όρους που έβαλε η Άγκελα Μέρκελ.

Και για να είμαστε πιο πρακτικοί και συγκεκριμένοι αυτό σημαίνει ότι πρέπει να πραγματοποιηθούν όλες οι απαιτήσεις της τρόικα, όπως είναι οι απολύσεις στο δημόσιο, η απελευθέρωση των απολύσεων στον ιδιωτικό τομέα, η απελευθέρωση των πλειστηριασμών ακόμη και για την πρώτη κατοικία, η προώθηση των λεγόμενων αναδιαρθρώσεων, η προώθηση των ιδιωτικοποιήσεων, η έγκριση του προϋπολογισμού από την τρόικα και άλλα πολλά, που παρουσιάζονται με το εφεύρημα των μη «οριζόντιων μέτρων», αλλά, που, στην πραγματικότητα, σαφώς θα έχουν αναπότρεπτο αντίκτυπο στους μισθούς και τις συντάξεις των εργαζομένων, στην αύξηση της φορολογίας τους και γενικότερα στο βιοτικό τους επίπεδο, αφού θα κινδυνεύουν να χάσουν ακόμη και τα σπίτια τους εκτός από τους μισθούς και τις συντάξεις τους.

Δηλαδή, τελικά, όλες οι προειδοποιήσεις, που μας έρχονταν από διάφορους υψηλούς παράγοντες της Ευρωπαϊκής Ένωσης όλο αυτό το χρονικό διάστημα, που προηγήθηκε της συνάντησης, δεν ήταν λόγια του αέρα, παρά ήταν ό, τι ακριβώς επισημοποιήθηκε με τη συνάντηση Μέρκελ – Σαμαρά.  

Και αυτό που επισημοποιήθηκε ήταν, εν κατακλείδι, ότι το Ελληνικό πρόβλημα θα αντιμετωπιστεί, ως προς τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους, αφού ολοκληρωθούν οι λεγόμενες μεταρρυθμίσεις, τα διαρθρωτικά μέτρα, όπως αποκαλούνται, μετά την έκθεση που θα καταθέσει η τρόικα και μετά τις ευρωεκλογές. Με δυο λόγια θα τηρηθεί απαρέγκλιτα ο προγραμματισμός των εταίρων.

Στο παραπάνω πλαίσιο αποσαφηνίστηκε και η Ελληνική Προεδρία για το επόμενο εξάμηνο για την Ευρωπαϊκή Ένωση, ότι, δηλαδή, το Ελληνικό πρόβλημα δεν θα παρεμβάλλεται και δεν θα αποτελεί εμπόδιο στην πραγματοποίηση των διαδικασιών της Προεδρίας.  

Το ερώτημα που προκύπτει είναι τι κέρδισε ο Αντώνης Σαμαράς από αυτήν τη συνάντηση; Όλοι οι πολιτικοί σχολιαστές συμφωνούν ότι ο Αντώνης Σαμαράς «πήρε μια ανάσα» ή για να το πούμε διαφορετικά, όπως και σημειώνεται άλλωστε και στη σχετική πολιτική σχολιογραφία, ότι εξασφάλισε τη στήριξη της Άγκελα Μέρκελ.

Αυτή η στήριξη εκφράζεται σε δύο επίπεδα. Το πρώτο αφορά το οικονομικό, δηλαδή, την οικονομική στήριξη της Ελλάδας. Γι’ αυτό το λόγο ορισμένοι σχολιαστές έκφρασαν την άποψη ότι η Άγκελα Μέρκελ «δεν θα αφήσει να πέσει η Ελλάδα», εννοώντας ακόμη ότι η Ελλάδα δεν θα οδηγηθεί σε έξοδο από την ευρωζώνη. Φυσικά με τους όρους της Άγκελα Μέρκελ, που ήδη παραθέσαμε, που πρακτικά σημαίνει «διαρκής λιτότητα» από τη μια και ένα «θα ιδούμε» για το δημόσιο χρέος από την άλλη, τον Ιούνη συγκεκριμένα, αφού έχουν πραγματοποιηθεί και οι ευρωεκλογές και πιθανόν και εθνικές εκλογές.

Το δεύτερο επίπεδο είναι το πολιτικό. Η Άγκελα Μέρκελ έδωσε πολιτική στήριξη με όλη την παρουσία της, το τελετουργικό που ακολουθήθηκε και τις τοποθετήσεις της, που απόπνεαν μια ορισμένη αισιοδοξία, μια και το ποτήρι δεν το βλέπει «μισοάδειο» αλλά «μισογεμάτο» και κάτω από την προσπάθεια της Ελληνικής κυβέρνησης και της προσωπικής εμπιστοσύνης προς τον Αντώνη Σαμαρά μπορεί να γεμίσει, μια και η κυβέρνηση κόμισε επιτυχίες, όπως το πρωτογενές πλεόνασμα, που «πολλοί από τους εταίρους μας δεν το περίμεναν».

Αυτή η πολιτική στήριξη έδωσε τη δυνατότητα στον Αντώνη Σαμαρά να επαναλάβει ανέξοδα, και μπροστά στην Άγκελα Μέρκελ, ότι δεν πρόκειται να υπάρξει άλλη μείωση των μισθών και των συντάξεων και ότι το βάρος θα δοθεί στις αναδιαρθρώσεις, αφ’ ενός, και αφ’ ετέρου ότι η Ελλάδα δεν θα χρειαστεί άλλο μνημόνιο.

Κατά τη γνώμη μας η τοποθέτηση αυτή του Αντώνη Σαμαρά έχει την ίδια πραγματική αξία που έχει και η τοποθέτηση της Άγκελα Μέρκελ για το πρωτογενές πλεόνασμα. Και ο Αντώνης Σαμαράς και η Άγκελα Μέρκελ γνωρίζουν πολύ καλά ότι το πρωτογενές πλεόνασμα είναι πλασματικό και αποτέλεσμα της «δημιουργικής λογιστικής». Άρα ψεύδονται. Αλλά σε κάθε περίπτωση είναι, έτσι κι αλλιώς, αποτέλεσμα της αντιλαϊκής πολιτικής που εφαρμόζεται και η ύπαρξή του προδιαθέτει για τη συνέχισή της. Και τέτοια διαβεβαίωση πήρε η Άγκελα Μέρκελ από τον Αντώνη Σαμαρά.

Υπάρχει όμως και κάτι άλλο. Αυτή η πολιτική στήριξη, δίνει «ανάσα» στον Αντώνη Σαμαρά να πάει με ένα «επιχείρημα» στις προσεχείς εκλογές και να αντιμετωπίσει τον ΣΥΡΙΖΑ.

Αυτό είναι το πολιτικό σκηνικό που στήνεται μεθοδικά και βλέπουμε το γιατί η «Νέα Σπορά» επιμένει στην άποψή της ότι η πολιτική και οικονομική εξάρτηση της χώρας μας έχει ενταθεί, γεγονός που φαίνεται δια «γυμνού οφθαλμού» πλέον, μια και η παρέμβαση της Γερμανίας και γενικότερα της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν αφορά μόνο στο εάν η Ελληνική κυβέρνηση μπορεί να αποφασίσει για το επίδομα του πετρελαίου θέρμανσης, δεν αφορά ακόμη και στην έγκριση του προϋπολογισμού της χώρας, πράγμα απαράδεκτο,  αλλά αφορά παραπέρα και στην εκλογή της μιας ή της άλλης κυβέρνησης με την πολιτική πριμοδότηση που επιχειρείται.

Από την άλλη, όμως, υπάρχει και η σκληρή πραγματικότητα, που βιώνουν οι εργαζόμενοι, που δεν εξασφαλίζει με σιγουριά τους πολιτικούς σχεδιασμούς του Αντώνη Σαμαρά, όση εύνοια και εάν επιδείξει η Άγκελα Μέρκελ, αλλά, ταυτόχρονα, είναι απολύτως καθαρό και ομολογείται από όλους τους οικονομικούς σχολιαστές ότι το Ελληνικό πρόγραμμα «δεν βγαίνει», πράγμα που σημαίνει ότι το δημόσιο χρέος δεν είναι βιώσιμο.

Και εδώ είναι το μεγάλο αγκάθι που έτσι κι αλλιώς θα τροφοδοτήσει τις πολιτικές εξελίξεις στη χώρα μας, αφού από τη μια θα υπάρχει το μπλοκ των δυνάμεων που θα επιμένουν σε μια αντιλαϊκή πολιτική, που μόνο βάσανα θα συσσωρεύει για τους εργαζόμενους και από την άλλη θα υπάρχει ο ΣΥΡΙΖΑ, που εγκλωβισμένος με τη στρατηγική του δεν θα μπορεί να δώσει καμία ουσιαστική λύση στα προβλήματα των εργαζομένων, αλλά θα τα αναπαράγει και αυτός με τη σειρά του.

Όλη αυτή η κατάσταση μας φέρνει συνεχώς μπροστά στο επίμαχο ζήτημα. Στην ανάγκη κατάθεσης μιας συγκεκριμένης πρότασης διεξόδου από την οικονομική κρίση και τη χρεοκοπία από την πλευρά του Κόμματος, του ΚΚΕ, ανάγκη στην οποία η «Νέα Σπορά» επιμένει σταθερά.

Πολλοί αναγνώστες μας επικοινωνούν μαζί μας και μεταφέρουν την απαίτησή τους να καταθέσει η «Νέα Σπορά» μία τέτοια πρόταση. Θέλουμε να διευκρινίσουμε ότι το ζήτημα αυτό δεν είναι πρόβλημα δικής μας ικανότητας ή όχι αλλά είναι πρωτίστως ζήτημα πολιτικής ευθύνης από την πλευρά της ηγεσίας του Κόμματος.

Παραπέρα είναι ζήτημα απαίτησης προς την ηγεσία του Κόμματος να ανταποκριθεί σε ένα τέτοιο καθήκον, αλλά και κατανόησης της ανάγκης από την πλευρά της ότι τελικά δεν θα μπορέσει να αποφύγει να υλοποιήσει ένα τέτοιο καθήκον, γιατί είναι ανάγκη των καιρών, ότι δεν θα κατορθώσει να κρύβεται πίσω από μία διαρκή γενικολογία περί «ρήξης και ανατροπής».

Και εδώ θέλουμε να θέσουμε ένα ζήτημα θεμελιώδους σημασίας που προέκυψε με τη δημοσίευση του γνωστού άρθρου στην ΚΟΜΕΠ 6(2013), που καταπιάνεται με την «πορεία αποκατάστασης του επαναστατικού χαρακτήρα του ΚΚΕ».

Αναφέρεται συγκεκριμένα: «Με το τότε επίσης επίπεδο ωρίμανσης του Κόμματος, αλλά και τις περιορισμένες από τα ίδια τα πράγματα τότε δυνατότητες επεξεργασιών, οι προγραμματικές κατευθύνσεις αποτελούσαν περισσότερο μέτωπα πάλης και λιγότερο συνεκτικό και συμπυκνωμένο πρόγραμμα» (σελ. 53).

Θα θυμίσουμε κάτι που λογικά θα έπρεπε να το γνωρίζει η ηγεσία του Κόμματος. Οι Μπολσεβίκοι πραγματοποίησαν τη σοσιαλιστική επανάσταση προβάλλοντας πέντε βασικές κατευθύνσεις, που, όμως, εξασφάλιζαν, από τη μια, την άμεση σύνδεση της πολιτικής τους πάλης με τα αιτήματα των λαϊκών μαζών για την αντιμετώπιση της πείνας (Ψωμί), την άμεση αποχώρηση της Ρωσίας από τον πόλεμο (Ειρήνη), την άμεση επίλυση του αγροτικού ζητήματος (Μοίρασμα της γης στους αγρότες) και την άμεση κατοχύρωση των ελευθεριών και δημοκρατικών δικαιωμάτων του Ρώσικου λαού.

Από την άλλη αυτές οι πέντε κατευθύνσεις εξασφάλιζαν την υλική ωρίμανση της Ρώσικης κοινωνίας με τις εθνικοποιήσεις βασικών παραγωγικών τομέων, μια και ο καπιταλισμός στη Ρωσία βρισκόταν στην κρατικομονοπωλιακή βαθμίδα, δηλαδή «ένα σκαλοπατάκι» πριν το σοσιαλισμό.

Αυτές τις κατευθύνσεις, που ο ηγέτης των Μπολσεβίκων Β. Ι. Λένιν τις επαναλαμβάνει ατόφιες ένα μήνα πριν την πραγματοποίηση της σοσιαλιστικής επανάστασης, δεν σκέφτηκε ποτέ να τις αντιμετωπίσει ως μη «συνεκτικό και συμπυκνωμένο πρόγραμμα»!!!

Και όχι μόνο αυτό. Στη διαμάχη του με τον Ν. Μπουχάριν για το πρόγραμμα του Κόμματος υποστηρίζει την ανάγκη αυτών των κατευθύνσεων και του μίνιμουμ προγράμματος, που το θεωρεί αναγκαίο να υπάρχει και μετά την κατάληψη της εξουσίας από τους Μπολσεβίκους.

Όλα αυτά τα αναφέρουμε για να υποστηρίξουμε την άποψη ότι το πρόβλημα της κατάθεσης μιας πρότασης διεξόδου δεν εντοπίζεται απλώς στη διατύπωσή της, αυτό θα μπορούσε να γίνει, ούτε πολύ περισσότερο στις απαράδεκτες δικαιολογίες που επικαλείται το ΠΓ του Κόμματος στο κείμενό του για «τις περιορισμένες από τα ίδια τα πράγματα τότε δυνατότητες επεξεργασιών», (από τα ίδια τα πράγματα!!!).

Εντοπίζεται πριν απ’ όλα στην αντίληψη της ηγεσίας του Κόμματος για την τακτική που πρέπει να ακολουθήσει το Κόμμα για να αντιμετωπίσει τη σημερινή κατάσταση της χώρας μας με την οικονομική κρίση και τη χρεοκοπία της στην κατεύθυνση του σοσιαλισμού, για να ανεβάσει την ταξική και πολιτική συνείδηση των λαϊκών μαζών, έτσι, ώστε, να συνειδητοποιήσουν την ανάγκη και να παλέψουν για ριζικές ανατροπές και ρήξεις, που όμως στη συνείδησή τους θα έχουν πάρει πολύ συγκεκριμένο περιεχόμενο.  

Ρήξεις και ανατροπές που θα συνδυάζονται με την αλλαγή των τάξεων στην εξουσία και θα ανοίγουν το δρόμο στο σοσιαλισμό, διαφορετικά οι οποιεσδήποτε αναφορές σε ρήξεις και ανατροπές θα παραμένουν μια ακατάσχετη γενικολογία, που θα απομακρύνουν αντί να πλησιάζουν στην πραγματοποίηση της στρατηγικής του Κόμματος.  

COMMENTS