Στις 23/10/2017 η «Νέα Σπορά» δημοσίευσε άρθρο, με την ευκαιρία της επίσκεψης του Αλέξη Τσίπρα στις ΗΠΑ, που πρόβαλε μέσα από αυτό την εκτίμησή της ότι η επίσκεψη αυτή θα σηματοδοτούσε κρίσιμες πολιτικές εξελίξεις για τη χώρα μας και γενικότερα για την ευρύτερη περιοχή, που θα επιδρούσαν και στο πολιτικό σύστημα.
Ο χρόνος που πέρασε ήρθε να επιβεβαιώσει αυτήν την εκτίμηση, παραπέρα, να αποκαλύψει και το τι συζητήθηκε σ’ αυτήν τη συνάντηση, μεταξύ του Ντόναλντ Τραμπ και του Αλέξη Τσίπρα. Η κυβέρνηση δέχτηκε τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ, την ένταξη νέων κρατών σ’ αυτό, ένα από τα οποία ήταν και η FYROM.
Φυσικά η κίνηση αυτή εξυπηρετεί τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ, την Ευρωπαϊκή Ένωση, που επιθυμούν να ελέγξουν την περιοχή των Βαλκανίων και να μειώσουν την επιρροή της Ρωσίας στην ίδια περιοχή.
Η κυβέρνηση, υποτίθεται με πρωτοβουλία της, έτσι ισχυρίζεται έστω και εάν διαψεύδεται από τα ίδια τα πράγματα, και κάνοντας εξωτερική πολιτική χωρίς «ιδεολογικές παρωπίδες», αποδέχτηκε να υπηρετήσει ακόμη πιο ουσιαστικά τα γεωστρατηγικά σχέδια των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ, έσπευσε να ανταποκριθεί στην «πρόσκληση» για επίλυση των προβλημάτων, που υπάρχουν μεταξύ των δύο χωρών, της Ελλάδας και της FYROM, και που διανύουν άλυτα την τρίτη δεκαετία, προκειμένου να ενταχθεί η FYROM στο ΝΑΤΟ.
Στο μεταξύ στη FYROM, προκειμένου να δρομολογηθούν οι εξελίξεις που ήδη σημειώνονται, υπήρξαν πολιτικές αλλαγές, με πασιφανή την ανάμειξη και τον πρωταγωνιστικό ρόλο των ΗΠΑ, που ευνοούν την προσέγγιση και την έναρξη συνομιλιών ανάμεσα στις κυβερνήσεις των δύο χωρών.
Η πολιτική αυτή έρχεται ως συνέχεια της πολιτικής δημιουργίας των αξόνων μεταξύ συγκεκριμένων χωρών στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής – Ελλάδας, Κύπρου, Ισραήλ, Αιγύπτου – που αντανακλά την εκφρασμένη θέληση των ΗΠΑ να εξασφαλίσουν την κυριαρχία τους στην περιοχή. Η «συνέχεια», βέβαια, για την οποία κάναμε λόγο, αφορά πρωταρχικά τις ΗΠΑ και σε δεύτερο επίπεδο τη χώρα μας.
Στο πλαίσιο αυτό επιδίωξη και της ντόπιας αστικής τάξης ήταν και είναι να ενισχύσει το θέση της στην περιοχή των Βαλκανίων – και ευρύτερα, στόχο που υπηρετούν η κυβέρνηση και οι άλλες αστικές πολιτικές δυνάμεις, στόχος, όμως, που περνάει μέσα από το δόγμα «Ανήκομεν εις την Δύσιν», που φυσικά δίνει τη δυνατότητα στις ΗΠΑ να κυριαρχούν στην περιοχή και η χώρα μας να εξαρτάται από τη γεωστρατηγική των ΗΠΑ.
Τα όσα ειπώθηκαν από τον πρωθυπουργό αμέσως μετά τη συνάντησή του με το Ζάεφ και στο διάγγελμα του ίδιου αμέσως μετά από τις συναντήσεις για την ενημέρωση των πολιτικών αρχηγών έρχονται να επιβεβαιώσουν τα παραπάνω.
Η κυβέρνηση, έχοντας ενσωματωθεί πλέον ολοκληρωτικά στην αστική πολιτική, επιδιώκει να εκμεταλλευτεί την ένταση που υπάρχει ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Τουρκία, τον πόλεμο στη Συρία, προβάλλοντας το επιχείρημα ότι η Ελλάδα αποτελεί πόλο σταθερότητας σε σχέση με τις γειτονικές χώρες και ότι με την επίλυση των προβλημάτων ανάμεσα στην Ελλάδα και τη FYROM θα παίξει ηγετικό ρόλο στα Βαλκάνια, επειδή διαθέτει τις υποδομές, τους ενεργειακούς αγωγούς, τα λιμάνια και την πολιτική σταθερότητα!
Μάλιστα αυτόν το συλλογισμό στελέχη της κυβέρνησης τον εκλογικεύουν στις λεπτομέρειές του, αποκαλύπτοντας και τα κίνητρα της πολιτικής στάσης της κυβέρνησης, υποστηρίζοντας δημοσίως ότι: «οι ΗΠΑ έχουν το δικό τους σχέδιο για την περιοχή, η Ευρωπαϊκή Ένωση το δικό της, αντίστοιχα η Γερμανία και η Ρωσία… εμείς ως χώρα ποιο σχέδιο έχουμε;»!
Πολύ αδέξιος τρόπος από την κυβέρνηση να δικαιολογήσει τη στάση της και την ένταξή της, με τις αντίστοιχες υπηρεσίες της, στις γεωστρατηγικές επιδιώξεις των ΗΠΑ, σε μια εποχή που οι βασικές αιχμές της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ συγκεντρώνονται στο να αντιμετωπίσουν τη Ρωσία και την Κίνα, τις οποίες πλέον τις αντιμετωπίζουν ως ανταγωνιστικές και εχθρικές δυνάμεις, ως προς τα παγκόσμια συμφέροντα των ΗΠΑ. Η αστική τάξη της χώρας μας μένει αμετακίνητη στις γεωστρατηγικές επιλογές της και ενισχύει εμπράκτως την περικύκλωση της Ρωσίας.
Το γεγονός αυτό, της διευθέτησης των σχέσεων ανάμεσα στην Ελλάδα και τη FYROM, ήταν επόμενο να τροφοδοτήσει πολιτικές εξελίξεις στις δύο χώρες. Προωθήθηκαν άμεσα συναντήσεις ανάμεσα σε διπλωματικές αντιπροσωπείες σε επίπεδο διπλωματικών αντιπροσώπων, αλλά και μεταξύ των υπουργών εξωτερικών των δύο χωρών με κορύφωση τη συνάντηση Τσίπρα – Ζάεφ στο Νταβός. Συναντήσεις οι οποίες, φυσικά, θα συνεχιστούν.
Στο σημείο αυτό πρέπει να διασαφηνίσουμε ότι η πολιτική που ασκεί η κυβέρνηση και που επιδιώκει να παίξει ηγετικό ρόλο η χώρα μας στα Βαλκάνια ενέχει το στοιχείο μιας παραπλανητικής εικόνας, μια και γνωρίζουμε ότι ιστορικά στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις έπαιζαν πάντα σημαντικό ρόλο, οικονομικό, πολιτικό, στρατιωτικό, και ουσιαστικά καθόριζαν τις εξελίξεις, συμπεριλαμβανομένων και των συνόρων των κρατών.
Στην καλύτερη περίπτωση οι κύριες υπηρεσίες που μπορεί να προσφέρει η χώρα μας είναι να κλείσει το ζήτημα της ένταξης της FYROM στο ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ένωση, να μην προβάλλει βέτο, λόγω της μη οριστικής κατάληξης του ονόματος μέχρι σήμερα με το οποίο θα ενταχθεί η FYROM, γεγονός που οδηγεί και στις συνομιλίες μεταξύ των δύο χωρών, για να πραγματοποιηθεί η ένταξη, με τη γνωστή και διαρκούσης επί μακρόν διαμεσολάβησης Νίμιτς, δηλαδή των ΗΠΑ, για την επίλυση ακριβώς αυτού του θέματος.
Παραπέρα, η αναφορά στο ότι η χώρα μας μπορεί να παίξει ηγετικό ρόλο στην περιοχή μοιάζει σαν το κερασάκι στην τούρτα. Άλλος «τρώει την τούρτα» και πιθανόν κάποιος να «γλυκαθεί» και με ένα κερασάκι, παίρνοντας πάντα υπόψη ότι γι’ αυτό το κερασάκι (ή για κάποιο κερασάκι) υπάρχουν πολλοί υποψήφιοι, δίπλα στους πρωταγωνιστές των εξελίξεων.
Δηλαδή, όλη αυτή η φιλολογία μπορεί να εκφράζει και ορισμένες επιδιώξεις της ντόπιας αστικής τάξης – και εκφράζει, στο πλαίσιο ενός εθνικισμού μιας μερίδας της αστικής τάξης και του κοσμοπολιτισμού μιας άλλης μερίδας της αστικής τάξης, που συναντώνται στον ίδιο στόχο, με αντιστοιχίες στα πολιτικά κόμματα, αλλά, στην πραγματικότητα, παρουσιάζεται περισσότερο ως συγκάλυψη του κύριου ζητήματος: της ενίσχυσης του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο πλαίσιο μιας ευρύτερης γεωστρατηγικής κίνησης, ως προς την αντιμετώπιση της Ρωσίας στα Βαλκάνια και της περικύκλωσης της Ρωσίας στρατιωτικά, μπροστά στο πραγματικό ενδεχόμενο μιας στρατιωτικής αναμέτρησης μεταξύ του ΝΑΤΟ και της Ρωσίας.
Ηγετικό ρόλο, λοιπόν, είναι ιδιαίτερα αμφίβολο ότι μπορεί να παίξει η Ελλάδα, πρώτο, για το λόγο που ήδη αναφέραμε, της άμεσης ανάμειξης των μεγάλων δυνάμεων (εδώ αξίζει να θυμίσουμε, πέρα από την παρουσία των ΗΠΑ και της Ρωσίας, και τη διάσκεψη των Βαλκανικών χωρών, που προκάλεσε η Γερμανία επιδιώκοντας να ενισχύσει την παρουσία της στα Βαλκάνια), δεύτερο, γιατί και άλλες Βαλκανικές χώρες έχουν αυτή τη «φιλοδοξία» – επομένως οι αντιθέσεις των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων θα μεταφερθούν στο επίπεδο των Βαλκανικών χωρών, τρίτο, γιατί η χώρα μας μπορεί να παίξει κυρίως την πόρτα εισόδου ξένων κεφαλαίων, πράγμα που σημαίνει περαιτέρω ενίσχυση του ξένου κεφαλαίου και στη χώρα μας, γεγονός που ήδη επιδιώκεται διαχρονικά από τις μέχρι τώρα μνημονιακές κυβερνήσεις στην κατεύθυνση του ξεπουλήματος των «ασημικών» της χώρας μας και του ξεπεράσματος της οικονομικής κρίσης.
Ανεξάρτητα, όμως, από τις «φιλοδοξίες» της ντόπιας αστικής τάξης και με το όποιο ιδεολογικοπολιτικό περικάλυμμα τις επενδύει, το σημαντικό γεγονός είναι ότι η ντόπια αστική τάξη έχει τοποθετηθεί στο κύριο ζήτημα, ως προς την παγκόσμια γεωστρατηγική των μεγάλων δυνάμεων, με ό,τι αυτό σημαίνει για το χώρο των Βαλκανίων και την ευρύτερη περιοχή. Επιβεβαιώνει για άλλη μια φορά τη σταθερή της προσήλωση στο ΝΑΤΟ και στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Το πρόβλημα πλέον συγκεντρώνεται στο τι θα πρέπει και στο τι μπορεί να αντιτάξει η εργατική τάξη απέναντι στις στρατηγικές επιλογές της αστικής τάξης, και μάλιστα με τέτοιο τρόπο, που να εξασφαλίζει και τις ανάλογες κοινωνικές συμμαχίες, παίρνοντας υπόψη ότι η κυρίαρχη πολιτική των μέχρι τώρα κυβερνήσεων υπηρετεί πιστά, έστω και διαφορετικές πολιτικές εκδοχές, τη στρατηγική της αστικής τάξης.
Πράγμα που στην πράξη σημαίνει ότι το πραγματικό ερώτημα που έχει να απαντήσει η εργατική τάξη, και πριν απ’ όλους φυσικά η πρωτοπορία της, είναι το που πρέπει να ρίξει «το κέντρο βάρους» της πολιτικής της παρέμβασης, σε ποια κατεύθυνση πρέπει να διαπαιδαγωγηθούν οι λαϊκές μάζες, με όρους κίνησης και δράσης, στην προοπτική των στρατηγικών καθηκόντων της εργατικής τάξης και των συμμάχων της.
COMMENTS