Έγκλημα διαρκείας

Εκ των πραγμάτων άνοιξε η συζήτηση γύρω από τις αιτίες, που προκάλεσαν τις πρόσφατες πλημμύρες. Μόνο που αυτή η κατάσταση είναι ένα διαρκές έγκλημα. Εάν θελήσουμε να αποτυπώσουμε την «Ιστορία» των πλημμυρών στη χώρα μας, ιδιαίτερα στην περιοχή της Αττικής, τότε πρέπει να πάμε πολύ πίσω στο χρόνο. Οι πιο τραγικές σελίδες σ’ αυτήν την εξιστόρηση αφορούν στις 5 του Νοέμβρη του 1961 και στις 2 του Νοέμβρη του 1977, που υπήρξαν 40 και 38 θύματα αντίστοιχα, πολλές χιλιάδες κατεστραμμένα σπίτια, χιλιάδες άστεγοι και πολλές εκατοντάδες τραυματίες.

Γενικά πρέπει να πούμε ότι διαχρονικά δεν υπήρξε περίοδος, που με την πρώτη νεροποντή να μη πλημμύριζε η Αττική, ανεξάρτητα από την ένταση των βροχοπτώσεων. Το ίδιο συνέβαινε και σε άλλες περιοχές της χώρας.

Εάν, όμως, θελήσουμε να αποτυπώσουμε τη σύγχρονη εικόνα της Αττικής (και ιδιαίτερα της Δυτικής Αττικής), και γενικότερα της χώρας μας στη σημερινή της ανάπτυξη, τότε πρέπει να πούμε ότι το πρόβλημα των πλημμυρών έχει οξυνθεί σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό, εάν πάρει κανείς υπόψη του την πρόοδο που έχει σημειωθεί στις επιστημονικές και στις τεχνικές δυνατότητες αντιμετώπισης των πλημμυρών ή άλλων καταστροφικών φαινομένων. Σε κάθε βροχόπτωση και με μικρότερο ή μεγαλύτερο δείκτη έντασης σημειώνονται από μικρότερα έως και πολύ σοβαρά – καταστροφικά πλημμυρικά φαινόμενα.

Θα φέρουμε ένα παράδειγμα συγκεκριμένο: Την ώρα που βλέπαμε από τους δέκτες της τηλεόρασης τα καταστροφικά πλημμυρικά φαινόμενα στις περιοχές της Μάνδρας και της Νέας Περάμου, την ίδια στιγμή είχαν πλημμυρίσει οι δρόμοι της Αττικής. Και όχι μόνο της Αττικής, αλλά και σε άλλες πόλεις της χώρας μας. Πλημμύρες, επίσης, σημειώθηκαν και σε αγροτικές περιοχές, στην Πιερία π.χ. με τις αντίστοιχες καταστροφές.

Σε ό,τι αφορά, όμως, τις πρόσφατες βροχοπτώσεις, πρέπει να αναφέρουμε ότι παρά το γεγονός ότι ήταν σημαντικές, δεν ήταν ιδιαίτερα μεγάλες. Υπάρχει βέβαια το γεγονός ότι σε συγκεκριμένο μικρό χρονικό διάστημα έπεσε μεγάλος όγκος βροχόπτωσης. Και αυτό το γεγονός συνέτεινε στο να υπάρξουν πολύ μεγάλες καταστροφές, γιατί πολύ μεγάλος όγκος υδάτινων μαζών έπρεπε να βρουν διέξοδο σε μικρότερο χρονικό διάστημα προς τη θάλασσα.

Οφείλουμε, όμως, να πούμε, πως κάτω από διαφορετικές συνθήκες και αυτός ο όγκος των βροχοπτώσεων θα ήταν αντιμετωπίσιμος. Το γεγονός που κατέστησε τα πλημμυρικά φαινόμενα τόσο καταστροφικά στις συγκεκριμένες περιοχές ήταν πρώτο: Η αποψίλωση των δασών λόγω των πυρκαγιών, δεύτερο: το γεγονός ότι το υδρογραφικό δίκτυο της περιοχής έχει καλυφθεί με οικιστική παρέμβαση με αποτέλεσμα να μην υπάρχει διέξοδος για την απορροή των υδάτινων όγκων. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις οι δρόμοι «αναγκαστικά» μετατρέπονται σε «ρέματα» για να βρουν διέξοδο οι υδάτινοι όγκοι.

Αποτρεπτικός παράγοντας για να μην υπάρξουν σε τέτοιο βαθμό ανάλογα πλημμυρικά φαινόμενα και οι αντίστοιχες καταστροφές, με πρώτες τις ανθρώπινες απώλειες, θα ήταν να είχαν κατασκευαστεί εγκαίρως τα κατάλληλα αντιπλημμυρικά έργα, τα οποία καθίστανται κατεπείγοντος χαρακτήρα έργα, με δεδομένη την πρόβλεψη για τίς συνέπειες που ακολουθούν, λόγω των πυρκαγιών και της ανεξέλεγκτης οικιστικής επέκτασης, που καταστρέφει το υδρογραφικό δίκτυο, που η ίδια η φύση έχει δημιουργήσει.

Το πρόβλημα αυτό, όμως, είναι ένα καθαρό πολιτικό πρόβλημα. Επί δεκαετίες δεν παίρνονται τα αναγκαία μέτρα ούτε και εκτελούνται τα απαραίτητα έργα, που θα αντιστρέψουν, στο μέτρο του δυνατού, τις συνέπειες που προκαλούν οι βροχοπτώσεις. Και όχι μόνο αυτό.

Η επίσημη πολιτική που εφαρμόζεται, έτσι όπως είναι προγραμματισμένη και διαρθρωμένη από την εκάστοτε κυβέρνηση και κατευθύνεται προς τις Περιφέρειες και τους Δήμους, αποδυναμώνει κάθε προσπάθεια αντιπλημμυρικής πολιτικής και γενικότερα προστασίας του δασικού μας πλούτου. Πολύ περισσότερο που η κεντρική κυβέρνηση φορτώνει με αρμοδιότητες τις Περιφέρειες και τους Δήμους χωρίς τα αντίστοιχα κονδύλια για την κατασκευή των αναγκαίων έργων.

Στο πλαίσιο αυτής της πολιτικής που εφαρμόζεται, καταργήθηκαν Δημόσιοι Οργανισμοί που είχαν ως κύριο ανάλογο επιστημονικό αντικείμενο. Υποβαθμίστηκαν Ιδρύματα, όπως το ΙΓΜΕ, που μπορούν να προσφέρουν σημαντικές υπηρεσίες. Σταμάτησαν να κρατούνται στατιστικά στοιχεία για τις υδάτινες ροές σε σημαντικό τμήμα του υδρογραφικού δικτύου της χώρας μας ακόμη και για μεγάλα ποτάμια. Αυτό το γεγονός έχει ως συνέπεια οι μελέτες που γίνονται να μη στηρίζονται σε πραγματικά δεδομένα αλλά σε κατά προσέγγιση μετρήσεις. Καταργήθηκαν Υπηρεσίες που ασχολούνταν με δημόσια έργα σε κάθε επίπεδο κρατικής βαθμίδας. Σταμάτησαν, ουσιαστικά, να γίνονται οι αναγκαίες προσλήψεις σε ανθρώπινο προσωπικό σε υπάρχουσες Υπηρεσίες με αποτέλεσμα να μην επαρκεί το προσωπικό για την κάλυψη των αναγκών. Εντείνεται η υποχρηματοδότηση, που αυξάνει τις δυσκολίες συστηματικής παρακολούθησης των φυσικών φαινομένων. Οι υλικοτεχνικές υποδομές και ο τεχνικός εξοπλισμός των υπαρχόντων Υπηρεσιών είναι ελλιπείς. Σ’ όλα τα παραπάνω πρέπει να προσθέσουμε και την ανεπάρκεια του δικτύου των ομβρίων υδάτων, παρά την επέκτασή του που είναι δυσανάλογο με την οικιστική επέκταση.

Ακριβώς επειδή ασκείται μια τέτοια πολιτική, στο πλαίσιο της κατάργησης και της ιδιωτικοποίησης ανάλογων Δημόσιων Υπηρεσιών και Οργανισμών, αλλά και στο πλαίσιο της χρεοκοπίας της χώρας και της εφαρμογής της μνημονιακής πολιτικής, η αντιμετώπιση ανάλογων πλημμυρικών φαινομένων, ενώ λογικά θα περίμενε κανείς λόγω της επιστημονικής προόδου να μειώνονται οι κίνδυνοι των πλημμυρών, αντίθετα παράγονται καταστροφικές συνέπειες δυσανάλογα μεγαλύτερες με τις γνωστές επακόλουθες συνέπειες.

Η ευθύνη για την εφαρμογή αυτής της πολιτικής αφορά σε όλες τις μέχρι σήμερα κυβερνήσεις. Γι’ αυτόν το λόγο και παρατηρήσαμε μια επανάληψη στην επιχειρηματολογία, που χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα τόσο από την κυβέρνηση όσο και από την αστική αντιπολίτευση.

Η κυβέρνηση μίλησε για τη «σπανιότητα των καιρικών φαινομένων» που σημειώθηκαν, ενώ η αντιπολίτευση, η Νέα Δημοκρατία, μίλησε ότι δεν είναι η ώρα να αποδώσουν ευθύνες, αλλά θα δώσει το βάρος της για την από εδώ και πέρα αντιμετώπιση των συνεπειών από αντίστοιχα καιρικά φαινόμενα. Γι’ αυτό το λόγο η Νέα Δημοκρατία ανακοίνωσε ότι δημιουργεί επιτροπή εμπειρογνωμόνων για τη μελέτη και την αντιμετώπιση των πλημμυρικών φαινομένων.

Είναι ο συνηθισμένος τρόπος, κυβέρνηση και αντιπολίτευση, για να μη σταθούν στην ουσία του προβλήματος, που είναι η πολιτική που εφαρμόζεται μέχρι τώρα. Αναγκαία αναφορά προς την ίδια κατεύθυνση είναι η επίκληση της θεωρίας των «ακραίων καιρικών φαινομένων» και «της αλλαγής του κλίματος του πλανήτη».

Αυτό που πρέπει να αποσαφηνίσουμε είναι ότι η επίκληση των σχετικών επιχειρημάτων ως αιτιών ανάλογων καιρικών φαινομένων, παρά το γεγονός ότι παρατηρούνται διαφορετικές εκδηλώσεις των καιρικών φαινομένων σε σχέση με το παρελθόν, δεν είναι ικανή να δικαιολογήσει τις συνέπειες, που έχουν αυτά τα ίδια τα καιρικά φαινόμενα. Και για να είμαστε αποδεικτικοί ως προς την άποψή μας θα επικαλεστούμε ότι ανάλογες καταστροφές σημειώνονται σε πολλές χώρες, που αντιμετωπίζουν το ίδιο πρόβλημα, δηλαδή την κάλυψη με οικιστική επέκταση του υδρογραφικού δικτύου.

Είναι χαρακτηριστικό ότι πριν από μία δεκαετία περίπου πλημμύρισε ο Ρήνος στη Γερμανία. Οι μετρήσεις των παροχών του Ρήνου δε διέφεραν από τις αντίστοιχες παροχές στις αρχές του 20ου Αιώνα. Τι ακριβώς είχε συμβεί ακόμη και στο Ρήνο, που είναι ένα από τα μεγαλύτερα ποτάμια της Ευρώπης; Η απάντηση βρίσκεται στο γεγονός ότι μέρος της κοίτης του Ρήνου είχε καλυφθεί με οικοδομικές κατασκευές και άλλα έργα υποδομών, που θα διευκόλυναν την παραπέρα αξιοποίηση του Ρήνου για μεταφορές. Αυτό το στοιχείο πρέπει να κρατήσει κανείς ως το πρωταρχικό.

 Φυσικά η διαφορετική εκδήλωση των καιρικών φαινομένων προσθέτει στην καταστροφική ικανότητα αυτών των καιρικών φαινομένων. Μόνο, που, ταυτόχρονα, η πρόοδος της επιστήμης αυξάνει και τις δυνατότητες αντιμετώπισης των καταστροφικών συνεπειών των καιρικών φαινομένων, παρά τη διαφορετική τους εκδήλωση. Είναι πολιτικό ζήτημα το πως μια κυβέρνηση θα αξιοποιήσει τις επιστημονικές, τεχνολογικές και τεχνικές προόδους.

Είναι φανερό ότι όταν ελαττώνεται η παροχευτική ικανότητα του υδρογραφικού δικτύου (ή και σχεδόν εξαφανίζεται, όπως έγινε στην περίπτωση της Μάνδρας και της Νέας Περάμου, πολύ περισσότερο όταν έχει αποψιλωθεί από το δάσος και ο ορεινός όγκος που τροφοδοτεί το αντίστοιχο υδρογραφικό δίκτυο, λόγω των πυρκαγιών) τότε αυξάνει απότομα και ο κίνδυνος των πλημμυρικών φαινομένων.

Η επίκληση, επομένως, των «ακραίων καιρικών φαινομένων», ως γενική αιτία, μόνο ως προσχηματική δικαιολογία μπορεί να εκληφθεί, για να δικαιολογηθεί στη συνέχεια και η πολιτική που εφαρμόζεται.

Τέλος δεν πρέπει να αγνοήσουμε το γεγονός ότι σχεδόν ολόκληρη η Αττική(όπως και άλλες περιοχές και πόλεις της χώρας μας), μοιάζει, λόγω της έλλειψης ικανού δικτύου παροχέτευσης των ομβρίων υδάτων, αναντίστοιχου προς τις ανάγκες, με μια τεράστια λεκάνη απορροής υδάτινων όγκων αποκλειστικά επιφανειακά. Γι’ αυτό το λόγο και βλέπουμε ότι σε κάθε βροχόπτωση να πλημμυρίζουν οι δρόμοι, ανεξάρτητα από την ένταση των βροχοπτώσεων.

Για τη χώρα μας, και όχι μόνο γι’ αυτήν, οι αιτίες των καταστροφικών φαινομένων, που σημειώνονται από τις πλημμύρες, πρέπει να αναζητηθούν στην πολιτική που εφαρμόζεται. Μια πολιτική ταξική, που ικανοποιεί τις ανάγκες μιας αλόγιστης και ανεξέλεγκτης επέκτασης, που πρωταρχικά ικανοποιεί την καπιταλιστική κερδοφορία και αδιαφορεί για τον εργαζόμενο άνθρωπο και τις ανάγκες του.

Είναι χαρακτηριστικό από αυτήν την άποψη ότι αγνοήθηκαν παντελώς οι κατ’ επανάληψη προειδοποιήσεις μιας σειράς επιστημόνων, σχετικών με το αντίστοιχο επιστημονικό αντικείμενο, που επισημαίνανε τους κινδύνους εκδήλωσης καταστροφικών πλημμυρικών φαινομένων.

Δεν πρέπει να υπάρχει καμία αμφιβολία ότι αυτή η πολιτική, παρά τις σχετικές διακηρύξεις, δεν πρόκειται να αλλάξει. Όπως ακριβώς αυξάνει η ταξική εκμετάλλευση των εργαζομένων, κατά τον ίδιο τρόπο θα εκδηλώνονται και τα αντίστοιχα καταστροφικά φαινόμενα σε περιοχές, που ζουν και απασχολούνται εργασιακά οι εργαζόμενοι. Πολύ περισσότερο, που, σήμερα, είναι παραπάνω από φανερή η έλλειψη ενός αυτοδιοικητικού κινήματος, ενώ το Εργατικό Κίνημα παρουσιάζεται στη γνωστή κατάσταση, που όλοι γνωρίζουμε.

Μοναδική διέξοδος σ’ αυτήν την πολιτική είναι η ίδια η εργατική τάξη και τα μικρομεσαία στρώματα της πόλης και του χωριού να διεκδικήσουν και να καταλάβουν την πολιτική εξουσία, ταυτόχρονα με την ανάπτυξη της δράσης τους για να παρθούν τα αναγκαία μέτρα και να κατασκευαστούν τα αναγκαία αντιπλημμυρικά έργα.

COMMENTS