Φλεβάρης-Οκτώβρης 1917: Από την πτώση του Τσάρου στην προλεταριακή εξέγερση
«Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΠΟΥ ΜΑΣ ΑΠΕΙΛΕΙ ΚΑΙ ΠΩΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΟΥΜΕ»
Ως τώρα είδαμε τη βασική πορεία και κατεύθυνση της ταξικής πάλης στη Ρωσία από το Φλεβάρη μέχρι και τον Οκτώβρη του 1917, εστιάζοντας αμιγώς στα πολιτικά γεγονότα και την έντονη ιδεολογικοπολιτική διαπάλη, που εκφράστηκε και εντός του Μπολσεβίκικου κόμματος πάνω στα ζητήματα τακτικής με επίκεντρο το πρόβλημα της εξουσίας.
Όμως έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον το οικονομικό πρόγραμμα των Μπολσεβίκων, το οποίο αποτέλεσε μέρος και καθοδήγησε αυτή την τακτική, προσδιορίζοντας και τα καθήκοντα της σοβιετικής εξουσίας στα πρώτα βήματά της. Το οικονομικό αυτό πρόγραμμα βρέθηκε στο επίκεντρο της δράσης των Μπολσεβίκων καθ’ όλη τη διάρκεια μεταξύ των δύο ρωσικών επαναστάσεων (αστικής του Φλεβάρη και προλεταριακής του Οκτώβρη) και αποτυπώθηκε πολύ συγκεκριμένα στα «Υλικά σχετικά με την αναθεώρηση του Προγράμματος του Κόμματος», Άπαντα Λένιν, τόμος 32, ΣΕ, σελ. 135-162, ειδικότερα στο άρθρο του «Σχετικά με το σχέδιο τροποποίησης του προγράμματος», στο ίδιο σελ.147-162), που πρότεινε ο Λένιν και τα οποία δεν έγινε κατορθωτό να συζητηθούν σε συνέδριο και στη συνέχεια πολύ πιο συγκεκριμένα στο άρθρο του: «Η καταστροφή που μας απειλεί και πως πρέπει να την καταπολεμήσουμε», που γράφτηκε στις 10-14 του Σεπτέμβρη του 1917 (Άπαντα Λένιν, τόμος 34, ΣΕ, σελ. 151-199).
Ο Λένιν και το Μπολσεβίκικο κόμμα καταθέτουν ένα οικονομικό πρόγραμμα το οποίο απαντάει στην απειλή της «οικονομικής καταστροφής» της χώρας, άρα στα άμεσα και οξυμένα προβλήματα των εργατικών και μικροαστικών μαζών της Ρωσίας και, ταυτόχρονα, κινείται στην κατεύθυνση της προετοιμασίας της υλικής υποδομής για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού. Μ’ αυτό τον τρόπο το οικονομικό πρόγραμμα των Μπολσεβίκων ανταποκρίνεται, σε ότι αφορά το επίπεδο της συνείδησης των μαζών, στο πολιτικό ζήτημα της απόσπασης αυτών των μαζών από την επιρροή της αστικής τάξης αλλά και των μικροαστικών κομμάτων, τα οποία δεν κόβουν τους δεσμούς τους με την αστική τάξη και καλλιεργούν με τη σειρά τους στις μάζες την «ανεπίγνωστη ευπιστία» προς την αστική τάξη.
Επιπλέον όμως, ο Λένιν παίρνοντας υπόψη του ότι αυτή η εμπιστοσύνη των μαζών προς την αστική τάξη εκφράζεται μέσω των Σοβιέτ, που είναι όργανα επαναστατικής εξουσίας, «η μορφή που πραγμάτωσε στην πράξη τη δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς» στην αστικοδημοκρατική επανάσταση του Φλεβάρη του 1917, προσπαθεί παράλληλα -για να υπηρετήσει το καθήκον της απόσπασης των μαζών από την αστική τάξη- να καταδείξει ότι τα Σοβιέτ δεν μπορούν να εφαρμόσουν αυτό το πρόγραμμα που είναι «άμεσα υλοποιήσιμο», όχι επειδή είναι επαναστατικά όργανα, όπως υποστήριζε η αστική τάξη της Ρωσίας, αλλά επειδή αυτά τα επαναστατικά όργανα, τα Σοβιέτ, εκφυλλίζονται ως απλοί θεατές της κυβέρνησης συνασπισμού με την αστική τάξη, καθώς σ’ αυτά κυριαρχούν οι Μενσεβίκοι και οι Εσέροι. Αυτός είναι και ο λόγος που ο Λένιν αντιπαραθέτει στη «γραφειοκρατική κωλυσιεργία και αδράνεια» της κυβέρνησης συνασπισμού Εσέρων-Μενσεβίκων και αστικής τάξης, την εφαρμογή αυτών των αναγκαίων για την καταπολέμηση της οικονομικής καταστροφής μέτρων με «πραγματικά επαναστατικό-δημοκρατικό» τρόπο.
«Για να είναι πραγματικά επαναστατική η δημοκρατία της σημερινής Ρωσίας πρέπει να βαδίσει σε στενότατη συμμαχία με το προλεταριάτο, να το υποστηρίζει στον αγώνα του, σαν τη μόνη ως το τέλος επαναστατική τάξη» σημειώνει με έμφαση ο Λένιν (στο ίδιο, σελ. 197).
Και συνεχίζει: «Η επανάσταση συντέλεσε ώστε μέσα σε μερικούς μήνες η Ρωσία να φτάσει όσον αφορά το πολιτικό της καθεστώς, τις προηγμένες χώρες. Αυτό όμως δεν αρκεί. Ο πόλεμος είναι αδυσώπητος, βάζει με αμείλικτη οξύτητα το ζήτημα: είτε θα χαθούμε, είτε θα φτάσουμε και θα ξεπεράσουμε ακόμη και οικονομικά τις προηγμένες χώρες» (στο ίδιο, σελ. 198) και καταλήγει: «Οι καντέτοι λένε με χαιρεκακία: βλέπετε, η επανάσταση χρεοκόπησε, η επανάσταση δεν τα έβγαλε πέρα ούτε με τον πόλεμο, ούτε με την οικονομική κατερείπωση. Δεν είναι αλήθεια. Χρεοκόπησαν οι καντέτοι και οι εσέροι με τους μενσεβίκους, γιατί αυτός ο συνασπισμός (συμμαχία) μισό χρόνο κυβερνούσε τη Ρωσία και μέσα στο μισό αυτό χρόνο μεγάλωσε την ερείπωση, έμπλεξε και δυσκόλεψε τη στρατιωτική κατάσταση» (στο ίδιο, σελ. 199).
Πάνω σ’ αυτή τη βάση ο Λένιν θεμελιώνει την ανάγκη, οι μάζες να τραβηχτούν μέσα στα Σοβιέτ με το μέρος των Μπολσεβίκων για την «καινούργια επανάσταση», για «τη δικτατορία του προλεταριάτου και της φτωχής αγροτιάς», ή αλλιώς διατυπωμένο από τον ίδιο τη «δικτατορία του προλεταριάτου με την υποστήριξη της φτωχής αγροτιάς», που είναι και η μόνη εξουσία που μπορεί να καταπολεμήσει «την οικονομική καταστροφή, το οικονομικό χάος, την πείνα και τη μαζική ανεργία, τον πόλεμο», που μπορεί να εφαρμόσει τα «πασίγνωστα σε όλους μέτρα», τα «απολύτως καθαρά και απλά, απολύτως πραγματοποιήσιμα, απολύτως προσιτά στις λαϊκές δυνάμεις» γιατί «τα μέτρα αυτά δεν παίρνονται αποκλειστικά και μόνο γιατί η εφαρμογή τους θα θίξει τα πρωτάκουστα κέρδη μιας χούφτας τσιφλικάδων και καπιταλιστών» (στο ίδιο, σελ. 156).
Επί της ουσίας, ο Λένιν λέει ότι μόνο «η δικτατορία του προλεταριάτου και της φτωχής αγροτιάς» μπορεί να προσδώσει επαναστατικό βηματισμό στο θεσμό των Σοβιέτ και απ’ αυτή τη σκοπιά ασκεί πολεμική στους Εσέρους και τους Μενσεβίκους ως ηγεσίες των σοβιέτ, ως εκφραστές της «επαναστατικής δημοκρατίας» που δεν στάθηκαν αντάξιοί της. Και αυτό «γιατί το σαμποτάζ αυτό που κάνουν οι τραπεζίτες και οι καπιταλιστές, αυτό το τορπίλισμα από μέρους τους κάθε ελέγχου, επίβλεψης και καταγραφής το προσαρμόζουν στην ύπαρξη “επαναστατικών-δημοκρατικών” θεσμών. Οι κύριοι καπιταλιστές έχουν αφομοιώσει θαυμάσια την αλήθεια, που στα λόγια την παραδέχονται όλοι οι οπαδοί του επιστημονικού σοσιαλισμού, μα που οι μενσεβίκοι και οι εσέροι προσπάθησαν αμέσως να την ξεχάσουν μόλις οι φίλοι τους πήραν θεσούλες υπουργών, υφυπουργών κτλ. Συγκεκριμένα πρόκειται για την αλήθεια ότι η οικονομική ουσία της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης δεν θίγεται καθόλου από την αντικατάσταση των μοναρχικών μορφών διακυβέρνησης με τις ρεπουμπλικανικές-δημοκρατικές και ότι, συνεπώς, και αντίστροφα: φτάνει να αλλάξουν απλώς τη μορφή του αγώνα για το απαραβίαστο και την ιερότητα του καπιταλιστικού κέρδους, για να υπερασπίσουν το κέρδος αυτό μέσα στη ρεπουμπλικανική δημοκρατία με την ίδια ακριβώς επιτυχία όπως το υπεράσπιζαν και στην απολυταρχική μοναρχία» (στο ίδιο, σελ. 157).
Με οδηγό τα παραπάνω ο Λένιν προσπαθεί να αντιστοιχήσει στα δεδομένα της ως τότε οικονομικής εξέλιξης, πολιτιστικής ανάπτυξης και τεχνικών δυνατοτήτων του ρωσικού καπιταλισμού ένα οικονομικό πρόγραμμα πάλης με συγκεκριμένα μέτρα, τα κυριότερα εκ των οποίων είναι: (στο ίδιο, σελ. 161)
- Η συνένωση όλων των τραπεζών σε μια και ο κρατικός έλεγχος πάνω στις πράξεις της, η εθνικοποίηση των τραπεζών
- Η εθνικοποίηση των καπιταλιστικών συνδικάτων, δηλαδή των μεγαλύτερων μονοπωλιακών ενώσεων των καπιταλιστών
- Η κατάργηση του εμπορικού απορρήτου
- Υποχρεωτική οργάνωση σε ενώσεις των βιομηχάνων, των εμπόρων και των επιχειρηματιών γενικά.
- Η συνένωση του πληθυσμού σε καταναλωτικούς συνεταιρισμούς
Ο Λένιν με αυτό το σύνολο μέτρων βάζει με πρακτικό τρόπο στις μάζες προς ποια κατεύθυνση πρέπει να παλέψουν για να γίνουν πράξη τα αιτήματα – συνθήματα που έχουν αναδείξει οι ίδιες οι μάζες στην επανάσταση για ειρήνη, γη, ψωμί και ελευθερία.
«Οι σύγχρονες τράπεζες –λέει– έχουν συνυφανθεί τόσο στενά και αδιάρρηκτα με το εμπόριο (των σιτηρών, και κάθε άλλου είδους) και με τη βιομηχανία, που αν δεν βάλεις χέρι στις τράπεζες, δεν μπορεί να γίνει απολύτως τίποτε το σοβαρό, τίποτε το “επαναστατικό-δημοκρατικό”».
Στόχος της εθνικοποίησης των τραπεζών «χωρίς να αφαιρεί ούτε ένα απολύτως καπίκι από κανέναν “ιδιοκτήτη”» (στο ίδιο, σελ. 162) είναι «η επίβλεψη όλων των χρηματικών κύριων πράξεων», «ο έλεγχός τους» και η «ρύθμιση της οικονομικής ζωής», η αύξηση των πιστώσεων στους μικρονοικοκυρέους και την αγροτιά, η αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής και φοροαποφυγής, η διοχέτευση δισεκατομμυρίων στις μεγάλες κρατικές επιχειρήσεις «χωρίς πληρωμή εξωφρενικών μεσιτειών στους καπιταλιστές», η άνοδος της στρατιωτικής ισχύος της χώρας. Ρύθμιση της οικονομικής ζωής, προσθέτει, γίνεται σε ιμπεριαλιστικές χώρες όπως η Γερμανία και οι ΗΠΑ χωρίς εθνικοποίηση των τραπεζών και γι’ αυτό γίνεται με αντιδραστικό-γραφειοκρατικό τρόπο ενώ οι Μπολσεβίκοι μιλούν για τον επαναστατικό δημοκρατικό δρόμο. Επιπλέον η εθνικοποίηση των τραπεζών διευκολύνει την ταυτόχρονη εθνικοποίηση και συνένωση των ασφαλιστικών εταιρειών ώστε να μειωθούν τα ασφάλιστρα και να μπορέσουν με την ίδια δαπάνη να αυξηθούν τα πλεονεκτήματα και οι διευκολύνσεις για τους ασφαλισμένους (στο ίδιο, σελ. 161-167)
Αντίστοιχα η εθνικοποίηση τομέων της βιομηχανίας, χωρίς να θίγονται οι σχέσεις ιδιοκτησίας, όπως του κάρβουνου, της ζάχαρης, του πετρελαίου κλπ υπηρετούν και πάλι το ζήτημα του «ψωμιού» και της αντιμετώπισης του ρωσικού χειμώνα που πλησιάζει αλλά και της παραγωγής καυσίμου που είναι απαραίτητη για το σύνολο της παραγωγής (στο ίδιο, σελ. 167-171).
Η κατάργηση του εμπορικού απορρήτου είναι, κατά τον Λένιν, ο πρώτος όρος ενός πραγματικού ελέγχου της οικονομίας. Σημειώνει ότι το απόρρητο έχει νόημα μόνο για τη μικρή εμπορευματική οικονομία που είναι σκόρπια και κομματιασμένη. Και τονίζει, ότι «ο μονοπωλιακός καπιταλισμός μετατρέπει το εμπορικό απόρρητο σε αποκλειστικό όπλο συγκάλυψης των οικονομικών αγυρτειών και των απίστευτων κερδών του μεγάλου κεφαλαίου». Το μικρό και μεσαίο αγροτικό νοικοκυριό που δεν κρατά καν εμπορικά βιβλία δεν το αφορά το θέμα του απορρήτου. Ταυτόχρονα ο Λένιν βάζει και μια άλλη διάσταση που αφορά στο γεγονός ότι στις συνθήκες του Α’ παγκοσμίου πολέμου «η τεράστια πλειοψηφία των εμποροβιομηχανικών επιχειρήσεων δεν εργάζονται για την ελεύθερη αγορά αλλά για το δημόσιο, για τον πόλεμο» και διευκρινίζει ότι με την κατάργηση του εμπορικού απορρήτου «δεν πρόκειται για εγκαθίδρυση του σοσιαλισμού τώρα, αμέσως, από σήμερα ως αύριο, μα για το ξεσκέπασμα των καταχρήσεων σε βάρος του δημοσίου». Υπολογίζει μάλιστα ότι στη Ρωσία ο πόλεμος στοίχιζε 50εκ ρούβλια εκ των οποίων τα 5-10εκ ημερησίως ήταν τα κέρδη των καπιταλιστών. Σ’ αυτό προσθέτει και κάτι ακόμα εξαιρετικά σημαντικό. Αντιπαραθέτει την κατάργηση του εμπορικού απορρήτου ως τον επαναστατικό δημοκρατικό δρόμο ενός πραγματικού ελέγχου της οικονομίας στο «γραφειοκρατικό-αντιδραστικό έλεγχο» της δημοσίευσης των ισολογισμών που «δεν επιτρέπει στο λαό να μαθαίνει όλη την αλήθεια για τις πράξεις των μετοχικών εταιρειών» (στο ίδιο, σελ. 171-175).
Στο επιχείρημα ότι με τέτοια μέτρα «οι καπιταλιστές θα πάρουν δρόμο» που προβάλλουν και τα μικροαστικά κόμματα, ο Λένιν απαντά ότι «125 χρόνια πριν στη Γαλλία» οι «πραγματικοί επαναστάτες δημοκράτες επέβαλλαν έναν επαναστατικό έλεγχο στους πλουσίους»! (στο ίδιο, σελ. 174-175).
Για την αναγκαστική οργάνωση των καπιταλιστών σε ενώσεις ο Λένιν σημειώνει: «Ένας τέτοιος νόμος άμεσα, δηλαδή αυτός καθαυτός δε θίγει καθόλου τις σχέσεις ιδιοκτησίας, δεν αφαιρεί ούτε ένα καπίκι από κανέναν ιδιοκτήτη και δεν προδικάζει ακόμη αν ο έλεγχος θα γίνεται με αντιδραστική-γραφειοκρατική ή επαναστατική-δημοκρατική μορφή, κατεύθυνση και πνεύμα. Ανάλογοι νόμοι μπορούν και πρέπει να εκδοθούν αμέσως και στη χώρα μας, χωρίς να χάνουμε ούτε βδομάδα πολύτιμου χρόνου και αφήνοντας στις ίδιες τις κοινωνικές συνθήκες να καθορίσουν πιο συγκεκριμένες μορφές εφαρμογής του νόμου […] το μόνο που χρειάζεται είναι η απόφαση να ξεκόψει από μερικά ατομικά συμφέροντα των καπιταλιστών, που δεν είναι συνηθισμένοι σε παρόμοια ανάμιξη, που δεν θέλουν να χάσουν τα υπερκέρδη, που τους τα εξασφαλίζει – μαζί με την έλλειψη ελέγχου – και η άσκηση της επιχείρησής τους με τον παλιό τρόπο». «Και πρέπει να το επαναλάβουμε ακόμη μια φορά, πως αυτή καθαυτή η συνένωση σε συνδικάτα δεν αλλάζει ούτε κατά ένα γιώτα τις σχέσεις ιδιοκτησίας, δεν αφαιρεί ούτε ένα καπίκι από κανένα ιδιοκτήτη. Το γεγονός αυτό είμαστε υποχρεωμένοι να το υπογραμμίσουμε έντονα, γιατί ο αστικός Τύπος “φοβερίζει” συνεχώς του μικρούς και μεσαίους νοικοκυρέους πως τάχα οι σοσιαλιστές γενικά και οι μπολσεβίκοι ειδικά, θέλουν να τους “απαλλοτριώσουν”. Πρόκειται για συνειδητά ψεύτικο ισχυρισμό, γιατί οι σοσιαλιστές ακόμη και σε μια πλήρη σοσιαλιστική ανατροπή δεν θέλουν, δεν μπορούν και δεν πρόκειται να απαλλοτριώσουν τους μικρούς αγρότες. Εμείς όμως μιλάμε συνέχεια μόνο για τα πιο άμεσα και τα πιο επείγοντα εκείνα μέτρα που έχουν εφαρμοστεί πια στη Δυτική Ευρώπη και που μια λίγο-πολύ συνεπής δημοκρατία θα έπρεπε να τα εφαρμόσει αμέσως και στη χώρα μας με σκοπό την καταπολέμηση της αναπότρεπτης καταστροφής που μας απειλεί» (στο ίδιο, σελ, 175-179).
Μάλιστα ο Λένιν συνεχώς κάνει λόγο όταν αναφέρεται στη συνένωση και εθνικοποίηση τραπεζών και μεγάλων καπιταλιστικών επιχειρήσεων στο γεγονός ότι έτσι εξοικονομούνται δυνάμεις από περιττή σπατάλη και μπορεί να αντιμετωπιστεί τόσο το οικονομικό χάος όσο και να ανέβει η στρατιωτική ισχύς της χώρας, η οποία είναι αναγκαία σε μια επαναστατική εξουσία για να προτείνει μια δίκαιη ειρήνη σε όλους τους εμπόλεμους λαούς.
Σε ότι αφορά τη συνένωση του πληθυσμού σε ενώσεις καταναλωτικές αυτό ο Λένιν το αντιμετωπίζει ως εξής: «Το αντιδραστικό καπιταλιστικό κράτος […] δεν χρειάζεται τίποτε άλλο εκτός από το δελτίο ψωμιού. Ένα τέτοιο κράτος ούτε στιγμή και σε κανένα του βήμα δεν αφήνει να του ξεφύγει από τα μάτια ο αντιδραστικός του σκοπός, που είναι: να στερεώσει τον καπιταλισμό, να μην αφήνει να τον υποσκάψουν, να περιορίζει τη “ρύθμιση της οικονομικής ζωής” γενικά, και τη ρύθμιση της κατανάλωσης ειδικά, μονάχα στο βαθμό που είναι απόλυτα απαραίτητος για τη διατροφή του λαού, χωρίς να σκοπεύει καθόλου να επιβάλλει μια πραγματική ρύθμιση της κατανάλωσης με την έννοια του ελέγχου στους πλούσιους, με την έννοια που αυτοί που είναι πιο ευκατάστατοι, προνομιούχοι, χορτάτοι και παραταϊσμένοι στην ειρηνική περίοδο, πρέπει να σηκώνουν και τα μεγαλύτερα βάρη στην πολεμική περίοδο. Η αντιδραστική-γραφειοκρατική λύση του προβλήματος, που έθεσε μπροστά στους λαούς ο πόλεμος, περιορίζεται στο δελτίο ψωμιού, στην ισόμετρη κατανομή των απόλυτα απαραίτητων για τη διατροφή του “λαού” προϊόντων […] και […] αφήνει όσο το δυνατό περισσότερα παραθυράκια για να μπορούν οι πλούσιοι να αποζημιώνονται με τα είδη πολυτελείας. Και σε όλες τις χώρες, το επαναλαβαίνουμε, ακόμη και στη Γερμανία –για τη Ρωσία δε γίνεται καν λόγος– έχουν αφήσει ένα σωρό παραθυράκια, ο “απλός λαός” πεινάει, ενώ οι πλούσιοι πηγαίνουν στις λουτροπόλεις, συμπληρώνουν τη λιτή κρατική μερίδα με κάθε λογής “συμπληρώματα” απ’ αλλού και δεν επιτρέπουν να τους ελέγξει κανείς».
Και καταλήγει: «Μια επαναστατική-δημοκρατική πολιτική τον καιρό που μαστίζουν τη χώρα πρωτάκουστα δεινά δεν θα περιοριζόταν στο δελτίο ψωμιού για να καταπολεμήσει την καταστροφή που ζυγώνει, αλλά συμπληρωματικά, πρώτο θα οργάνωνε αναγκαστικά όλο τον πληθυσμό σε καταναλωτικούς συνεταιρισμούς, γιατί χωρίς μια τέτοια οργάνωση δεν είναι δυνατό να ασκηθεί κανένας ολοκληρωτικός έλεγχος της κατανάλωσης, δεύτερο, θα καθιέρωνε την υποχρεωτική εργασία για τους πλούσιους, για να εξυπηρετούν δωρεάν τους καταναλωτικούς αυτούς συνεταιρισμούς σαν γραμματείς ή άλλες παρόμοιες δουλειές, τρίτο, θα μοίραζε εξίσου στον πληθυσμό πραγματικά όλα τα προϊόντα κατανάλωσης, για να κατανέμονται τα βάρη του πολέμου ισόμετρα, τέταρτο θα οργάνωνε έλεγχο έτσι ώστε οι φτωχές τάξεις του πληθυσμού να ελέγχουν την κατανάλωση ακριβώς των πλουσίων» (στο ίδιο, σελ. 179-182).
Ο Λένιν ταυτόχρονα προσδιορίζει και το ρόλο των μαζών, της εργατικής τάξης και της αγροτιάς, γενικότερα του λαού στο θέμα της εφαρμογής των μέτρων αυτών. Τονίζει το ρόλο που έχουν να παίξουν τα εργατικά και υπαλληλικά σωματεία σε ότι αφορά τις εθνικοποιήσεις τραπεζών και επιχειρήσεων, ενώ όχι μόνο δεν παρακάμπτει, αλλά υπογραμμίζει σε ότι αφορά «την πάλη για την αντιμετώπιση της καταστροφής» το ρόλο άλλων δημοκρατικών οργανώσεων που δημιουργήθηκαν αυθόρμητα όπως επιτροπές εφοδιασμού, επιτροπές επισιτισμού, συμβούλια για τα καύσιμα κτλ. Μάλιστα επικρίνει σφοδρά τους Μενσεβίκους και Εσέρους ότι εξαιτίας του συνασπισμού τους με την αστική τάξη «τορπίλισαν» και «καταπολέμησαν» το έργο αυτών των λαϊκών οργανώσεων (στο ίδιο, σελ. 182-186).
Θέτει επίσης και ακόμα μια διάσταση που αφορά στο να καταδείξει την ανάγκη συμμαχίας της φτωχής αγροτιάς με την εργατική τάξη. Αυτό είναι η σχέση της απαλλοτρίωσης της γης από τους τσιφλικάδες που είναι υποθηκευμένη στις τράπεζες των καπιταλιστών και εξηγεί ότι για να μπορέσουν να πάρουν τη γη οι αγρότες πρέπει να εθνικοποιηθούν οι τράπεζες, επικαλούμενος την πολιτική των Γιακωβίνων στη Γαλλική επανάσταση! «Το παράδειγμα της Γαλλίας μας λέει ένα και μόνο ένα πράγμα: για να κάνουμε τη Ρωσία ικανή για άμυνα, για να πετύχουμε και σ’ αυτή “θαύματα” μαζικού ηρωισμού, πρέπει να σαρώσουμε, να αναγεννήσουμε με “γιακωβίνικη” σκληρότητα κάθε τι το παλιό και να ανανεώσουμε, να αναγεννήσουμε τη Ρωσία οικονομικά. Και στον 20ο αιώνα αυτό δεν μπορούμε να το κάνουμε μόνο με το σάρωμα του τσαρισμού […]. Αυτό δεν μπορούμε να το κάνουμε ακόμη ούτε μόνο με την επαναστατική εκμηδένιση της τσιφλικάδικης γαιοκτησίας […], μόνο με τη μεταβίβαση της γης στους αγρότες. Γιατί ζούμε στον 20ο αιώνα. Η κυριαρχία πάνω στη γη, χωρίς την κυριαρχία πάνω στις τράπεζες δεν είναι σε θέση να φέρει την αναγέννηση, την ανανέωση στη ζωή του λαού» (στο ίδιο, σελ. 194-196).
Για την εθνικοποίηση και τη συνένωση των καπιταλιστών σε ενώσεις τονίζει ότι έτσι μπορεί να ελεγχθεί η άνοδος των τιμών και η κερδοσκοπία, καθώς και η φοροδιαφυγή. Ενώ σε ότι αφορά στην άνοδο των τιμών τη συνδέει με τη νομισματική πολιτική που με τη σειρά της επιδρά στα δημοσιονομικά έσοδα της Ρωσίας. Η αντιδραστική γραφειοκρατική αντιμετώπιση του προβλήματος γινόταν με την ενθάρρυνση της κυκλοφορίας επιταγών για να αντιμετωπιστεί η υπέρμετρη έκδοση χαρτονομίσματος και ο Λένιν τονίζει ότι αυτό θα επέτρεπε στο κράτος αν συνδυαζόταν με μέτρα όπως «η εθνικοποίηση των τραπεζών και η κατάργηση του εμπορικού απορρήτου, να ελέγξει πραγματικά, να “εκδημοκρατίσει” και ταυτόχρονα να τακτοποιήσει πραγματικά το δημοσιονομικό σύστημα».
Η «σύλληψη» αυτή του Λένιν είναι ευφυής και από μια άλλη άποψη που συνδέεται με το ζήτημα της ελευθερίας και της δημοκρατίας ως αιτήματος που ανέδειξε η επανάσταση.
Γράφει συγκεκριμένα: «Οι οργανωμένοι σε ενώσεις εργάτες και αγρότες, εθνικοποιώντας τις τράπεζες, καθιερώνοντας με νόμο για όλους τους πλούσιους την υποχρεωτική κυκλοφορία επιταγών, καταργώντας το εμπορικό απόρρητο, εφαρμόζοντας τη δήμευση της περιουσίας τους για την απόκρυψη των εισοδημάτων κτλ., θα μπορούσαν με εξαιρετική ευκολία να κάνουν τον έλεγχο και πραγματικό και καθολικό, τον έλεγχο ακριβώς πάνω στους πλούσιους, έναν τέτοιο ακριβώς έλεγχο, που θα επέστρεφε στο δημόσιο ταμείο τα χαρτονομίσματα που εκδίδει, παίρνοντάς τα από εκείνους που τα έχουν, από εκείνους που τα κρύβουν». Γι’ αυτό συνεχίζει «πρέπει η δημοκρατία να γίνει επαναστατική στην πράξη. Εδώ βρίσκεται όλος ο κόμπος».
Και υπογραμμίζει: «Συνήθως ούτε καν προσέχουμε πόσο βαθιά έχουν φωλιάσει μέσα μας οι αντιδημοκρατικές συνήθειες και προλήψεις για την “ιερότητα” της αστικής ιδιοκτησίας. Όταν ένας μηχανικός ή ένας τραπεζίτης δημοσιεύει τα έσοδα και τα έξοδα του εργάτη, τα στοιχεία για τα μεροκάματά του και για την παραγωγικότητα της εργασίας του, αυτό θεωρείται υπερνόμιμο και δίκαιο. Κανενός δεν περνάει από το μυαλό να δει σ’ αυτό επιβουλή στην “ιδιωτική ζωή” του εργάτη, “χαφιεδισμό ή κατάδοση” από μέρους του μηχανικού. Η αστική κοινωνία θεωρεί την εργασία και το μεροκάματο των μισθωτών εργατών δικό της ανοιχτό βιβλίο, όπου ο κάθε αστός έχει πάντα το δικαίωμα να ρίχνει μια ματιά, πάντα να ξεσκεπάζει την τάδε “πολυτέλεια” του εργάτη, την τάδε δήθεν “τεμπελιά” του κτλ.
Και ο αντίστροφος έλεγχος; –αναρωτιέται–. Τι θα γινόταν, αν το δημοκρατικό κράτος καλούσε τα συνδικάτα των υπαλλήλων, των εμποροϋπαλλήλων, των υπηρετών να ελέγξουν τα έσοδα και τα έξοδα των καπιταλιστών, να δημοσιεύσουν τα σχετικά στοιχεία, να βοηθήσουν την κυβέρνηση στην πάλη ενάντια στην απόκρυψη των εισοδημάτων;
Τι άγρια ουρλιαχτά θα έβγαζε η αστική τάξη ενάντια στους “χαφιεδισμούς”, ενάντια στις “καταδόσεις”! Όταν τα “αφεντικά” ελέγχουν τους υπηρέτες, οι καπιταλιστές τους εργάτες, αυτό θεωρείται ότι είναι μέσα στα πράγματα, η ιδιωτική ζωή του εργαζόμενου και του εκμεταλλευόμενου δεν θεωρείται απαραβίαστη, η αστική τάξη έχει το δικαίωμα να ζητάει λογαριασμό από κάθε “μισθωτό δούλο”, να βγάζει κάθε στιγμή στη δημοσιότητα τα έσοδα και τα έξοδά του. Όταν όμως οι καταπιεζόμενοι αποτολμήσουν να ελέγξουν τον καταπιεστή, να αποκαλύψουν τα έσοδα και τα έξοδά του, να ξεσκεπάσουν την πολυτέλειά του, έστω και σε καιρό πολέμου, τότε που η πολυτέλεια αυτή προκαλεί άμεσα την πείνα και το χαμό των στρατιωτών στο μέτωπο – έ, όχι, η αστική τάξη δεν θα επιτρέψει “χαφιεδισμούς” και “καταδόσεις”!
Το ζήτημα καταλήγει πάντα στο ίδιο πράγμα –συνεχίζει–: η κυριαρχία της αστικής τάξης δεν συμβιβάζεται με τον αληθινά επαναστατικό, τον αληθινό δημοκρατισμό. Στον 20ο αιώνα, σε μια καπιταλιστική χώρα δεν μπορείς να είσαι επαναστάτης δημοκράτης, αν φοβάσαι να βαδίσεις προς το σοσιαλισμό» (σελ. 187-190).
Και με αυτό τον τρόπο ο Λένιν θέτει το καυτό ζήτημα της προοπτικής της πάλης για την αντιμετώπιση της «οικονομικής καταστροφής» και του «οικονομικού χάους».
Σ’ αυτό, κατά τον Λένιν, δεν πρέπει να υπάρχει καμία ταλάντευση αφού στις συνθήκες του Α’ παγκοσμίου πολέμου ο μονοπωλιακός καπιταλισμός μετεξελίχθηκε σε κρατικομονοπωλιακό καπιταλισμό και «σ’ ένα πραγματικά επαναστατικό-δημοκρατικό κράτος ο κρατικομονοπωλιακός καπιταλισμός σημαίνει αναπότρεπτα και αναπόφευκτα ένα βήμα ή μάλλον βήματα προς το σοσιαλισμό!» (στο ίδιο, σελ. 191). «Γιατί ο σοσιαλισμός δεν είναι τίποτε άλλο, παρά το άμεσο βήμα προς τα μπρος, πέρα από το κρατικό-καπιταλιστικό μονοπώλιο. Ή με άλλα λόγια: ο σοσιαλισμός δεν είναι τίποτε άλλο, παρά το κρατικό καπιταλιστικό μονοπώλιο, που χρησιμοποιείται προς όφελος όλου του λαού και γι’ αυτό το λόγο έπαψε να είναι καπιταλιστικό μονοπώλιο» (στο ίδιο, σελ. 192), «…αλλά και γιατί ο κρατικομονοπωλιακός καπιταλισμός είναι η πληρέστερη υλική προετοιμασία του σοσιαλισμού, είναι τα πρόθυρά του, είναι το σκαλοπατάκι εκείνο της ιστορικής κλίμακας, που ανάμεσα σ’ αυτό και στο σκαλοπατάκι που λέγεται σοσιαλισμός, δεν υπάρχουν άλλα ενδιάμεσα σκαλοπατάκια» (στο ίδιο, σελ. 193).
«Στη Ρωσία –συμπληρώνει– του 20ου αιώνα, που κατέκτησε τη δημοκρατία και το δημοκρατισμό με τον επαναστατικό δρόμο, δεν μπορείς να πας μπροστά, χωρίς να βαδίσεις προς το σοσιαλισμό, χωρίς να κάνεις βήματα προς αυτόν (βήματα που υπαγορεύονται και καθορίζονται από το επίπεδο της τεχνικής και του πολιτισμού: δεν μπορείς “να εισάγεις” τη μεγάλη μηχανική παραγωγή στη γεωργία των αγροτών, δεν μπορείς όμως να την καταργήσεις στην παραγωγή της ζάχαρης)» (στο ίδιο, σελ. 192).
Γι’ αυτό, το οικονομικό πρόγραμμα των μπολσεβίκων περιέχει μέτρα που εφαρμόζονται με τον αντιδραστικό-γραφειοκρατικό τρόπο από τις άλλες καπιταλιστικές χώρες αλλά και την κυβέρνηση συνασπισμού της αστικής τάξης στη Ρωσία, ωστόσο η επαναστατική-δημοκρατική εφαρμογή τους τα μετατρέπει σε μέτρα που «δεν είναι ακόμη σοσιαλισμός, όμως δεν είναι πια και καπιταλισμός. Είναι ένα τεράστιο βήμα προς το σοσιαλισμό, ένα τέτοιο βήμα, που με την προϋπόθεση ότι θα διατηρηθεί ατόφια η δημοκρατία, θα ήταν πια αδύνατη η πισωδρόμηση απ’ αυτό το βήμα προς τον καπιταλισμό, χωρίς να γίνουν ανήκουστες βιαιοπραγίες πάνω στις μάζες» (στο ίδιο, σελ. 194).
ΜΗΝ ΠΑΙΝΕΥΕΣΑΙ ΟΤΑΝ ΠΗΓΑΙΝΕΙΣ ΣΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ, ΝΑ ΠΑΙΝΕΥΕΣΑΙ ΟΤΑΝ ΓΥΡΙΖΕΙΣ
Αυτός ήταν ο κορμός των οικονομικών μέτρων που πρότειναν οι Μπολσεβίκοι καθ’ όλη τη διάρκεια της επανάστασης από το Φλεβάρη ακόμη. Δεν διατυπώθηκαν για πρώτη φορά παραμονές του Οκτώβρη. Αυτά τα λεγόμενα μεταβατικά προς το σοσιαλισμό μέτρα –για τις συνθήκες της εποχής τους πάντα- ήταν μέρος του προγράμματος των Μπολσεβίκων, που περιλάμβανε και το μίνιμουμ πρόγραμμα και που, όταν διατυπώθηκε αρχικά, αντιστοιχούσε πολιτικά στο επίπεδο της εξουσίας στη «λαοκρατική δημοκρατία».
Στη βάση αυτού του οικονομικού προγράμματος ο Λένιν τάσσεται μέχρι τον Ιούλη του 1917, υπέρ του άμεσου περάσματος της εξουσίας στα Σοβιέτ στα οποία κυριαρχούν πολιτικά οι μικροαστοί, υποστηρίζοντας ότι είναι δυνατή η ειρηνική εξέλιξη της επανάστασης και επίλυσης του προβλήματος της «δυαδικής εξουσίας» και δίνοντας τη μάχη για την απόκτηση επιρροής στα Σοβιέτ. Στη βάση του ίδιου οικονομικού προγράμματος ο Λένιν μιλάει για την ανάγκη νέας προλεταριακής επανάστασης μετά τον Ιούλη, όταν και τονίζει πως έκλεισε ο δρόμος της ειρηνικής εξέλιξης και τάσσεται υπέρ της άμεσης προετοιμασίας για ένοπλη εξέγερση. Στη βάση του ίδιου οικονομικού προγράμματος προτείνει το συμβιβασμό στους Εσέρους και τους Μενσεβίκους για σοβιετική κυβέρνηση χωρίς τη συμμετοχή της αστικής τάξης κατά τη διάρκεια του πραξικοπήματος του Κορνίλοφ. Με αυτό λοιπόν το πρόγραμμα, που περιλαμβάνει και τα μεταβατικά μέτρα προς το σοσιαλισμό προχωράει και για την εξέγερση του Οκτώβρη.
Ωστόσο έχει ξεχωριστό πολιτικό και ιδεολογικό ενδιαφέρον το γεγονός της αντιπαράθεσης του Λένιν, ελάχιστες μέρες πριν από την εξέγερση του Οκτώβρη, με τον Μπουχάριν και τους «συντρόφους της Μόσχας» ειδικά με το Σμιρνόφ που προτείνουν την απάλειψη του προγράμματος-μίνιμουμ από το πρόγραμμα του Κόμματος, θεωρώντας αρκετά μόνο τα μεταβατικά μέτρα για το σοσιαλισμό (Άπαντα Λένιν, τόμος 34, «Σχετικά με την αναθεώρηση του προγράμματος του κόμματος», εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, σελ. 351-381).
Η συζήτηση-αντιπαράθεση αυτή εντασσόταν στο πλαίσιο της προετοιμασίας για τη διατύπωση καινούργιου συνολικά προγράμματος των Μπολσεβίκων και είχε ξεκινήσει με αφορμή την απόφαση της 7ης πανρωσικής συνδιάσκεψης του Απρίλη -αρχές Μάη με το νέο ημερολόγιο- (Άπαντα Λένιν, τόμος 31, σελ. 414-415, «Απόφαση για την αναθεώρηση του προγράμματος του κόμματος», εκδόσεις ΣΕ, σελ. 414-415). Τα σχετικά υλικά δημοσιεύονται σε μπροσούρα τον Ιούνη (Άπαντα Λένιν, τόμος 32, «Υλικά σχετικά με την αναθεώρηση του προγράμματος του κόμματος», εκδόσεις ΣΕ, σελ. 135-162) για την προετοιμασία του έκτακτου συνεδρίου του ΣΔΕΚΡ (μπ) που είναι προγραμματισμένο για τις 17 Οκτώβρη. Ωστόσο αυτό το συνέδριο αναβλήθηκε λόγω των συνθηκών και της ταχύτητας των γεγονότων που οδήγησαν στο ξέσπασμα της εξέγερσης στις 25 Οκτώβρη (7 Νοέμβρη με το νέο ημερολόγιο).
Στη συζήτηση για το πρόγραμμα-μίνιμουμ ο Λένιν απαντάει στις διαφωνίες Μπουχάριν και Σμυρνόφ (Άπαντα Λένιν, τόμος 34, σελ. 372-381) οι οποίοι προτείνουν «να εξοστρακιστεί εντελώς το πρόγραμμα-μίνιμουμ. Ο χωρισμός, λένε, σε πρόγραμμα-μάξιμουμ και πρόγραμμα-μίνιμουμ “έχει παλιώσει”, τι μας χρειάζεται εφόσον πρόκειται για το πέρασμα στο σοσιαλισμό. Δεν χρειάζεται κανένα πρόγραμμα-μίνιμουμ, αλλά ένα άμεσο πρόγραμμα μεταβατικών μέτρων προς το σοσιαλισμό» (στο ίδιο, σελ. 372).
Ο Λένιν τη χαρακτηρίζει «“πολύ ριζοσπαστική” φαινομενικά και πολύ αστήρικτη πρόταση» (στο ίδιο, σελ. 372). Ας δούμε γιατί:
«Ο πόλεμος και το οικονομικό χάος αναγκάζει όλες τις χώρες να περάσουν από το μονοπωλιακό καπιταλισμό στον κρατικο-μονοπωλιακό καπιταλισμό. Τέτοια είναι η αντικειμενική κατάσταση. Στις συνθήκες όμως της επανάστασης, τον καιρό της επανάστασης, ο κρατικομονοπωλιακός καπιταλισμός περνάει άμεσα σε σοσιαλισμό. Στις συνθήκες της επανάστασης δεν μπορεί να τραβάει κανείς μπροστά, αν δεν τραβάει προς το σοσιαλισμό – τέτοια είναι η αντικειμενική κατάσταση που δημιούργησε η επανάσταση και ο πόλεμος. Την κατάσταση αυτή πήρε υπόψη της η συνδιάσκεψη του Απρίλη, προβάλλοντας το σύνθημα της “δημοκρατίας των Σοβιέτ” (πολιτική μορφή της δικτατορίας του προλεταριάτου) και της εθνικοποίησης των τραπεζών και των συνδικάτων (το βασικό από τα μεταβατικά μέτρα προς το σοσιαλισμό). Ως εδώ όλοι οι μπολσεβίκοι είναι απόλυτα σύμφωνοι μεταξύ τους. Οι σύντροφοι όμως Β. Σμιρνόφ και Ν. Μπουχάριν θέλουν να προχωρήσουν παραπέρα και να εξοστρακίσουν εντελώς το πρόγραμμα-μίνιμουμ. Αυτό θα σήμαινε πως θα ενεργούσαμε παρά τη σοφή συμβουλή της σοφής παροιμίας, που λέει:
“Να μην παινεύεσαι όταν πηγαίνεις στον πόλεμο, να παινεύεσαι όταν γυρίζεις από τον πόλεμο”.
Εμείς πάμε στον πόλεμο, δηλαδή αγωνιζόμαστε να κατακτήσει το Κόμμα μας την πολιτική εξουσία. Αυτή η εξουσία θα ήταν η δικτατορία του προλεταριάτου και της φτωχής αγροτιάς. Παίρνοντας αυτή την εξουσία, όχι μόνο δεν φοβόμαστε να βγούμε έξω από τα πλαίσια του αστικού καθεστώτος, αλλά αντίθετα, λέμε καθαρά ανοιχτά, συγκεκριμένα και για να το ακούσουν όλοι, πως θα βγούμε έξω από τα πλαίσια, πως θα τραβήξουμε άφοβα στο σοσιαλισμό και ότι ο δρόμος που θα ακολουθήσουμε είναι: δημοκρατία των Σοβιέτ, εθνικοποίηση των τραπεζών και των συνδικάτων, εργατικός έλεγχος, γενική υποχρεωτική εργασία, εθνικοποίηση της γης, δήμευση των εργαλείων και των ζώων των τσιφλικάδων κτλ. Μ’ αυτή την έννοια δώσαμε το πρόγραμμα των μεταβατικών μέτρων προς το σοσιαλισμό.
Δεν πρέπει όμως να παινευόμαστε όταν πηγαίνουμε στον πόλεμο, δεν πρέπει να πετάμε το πρόγραμμα-μίνιμουμ, γιατί αυτό το πράγμα θα ισοδυναμούσε με κούφιο κομπασμό: δεν θέλουμε “να ζητήσουμε” τίποτε “από την αστική τάξη”, αλλά να δημιουργούμε οι ίδιοι, δεν θέλουμε να ασχολούμαστε με μικροπράγματα στα πλαίσια του αστικού καθεστώτος.
Αυτό θα ήταν κούφιος κομπασμός, γιατί πρώτα πρέπει να κατακτήσουμε την εξουσία, ενώ εμείς δεν την κατακτήσαμε ακόμη. Πρέπει να πραγματοποιήσουμε τα μεταβατικά μέτρα προς το σοσιαλισμό, να οδηγήσουμε την επανάστασή μας ως τη νίκη της παγκόσμιας σοσιαλιστικής επανάστασης και ύστερα πια, “γυρίζοντας από τον πόλεμο”, μπορούμε και πρέπει να πετάξουμε το πρόγραμμα-μίνιμουμ σαν αχρείαστο πια.
Μπορούμε τώρα να εγγυηθούμε πως το πρόγραμμα αυτό δεν χρειάζεται πια; Φυσικά δεν μπορούμε, απλούστατα γιατί δεν έχουμε ακόμη κατακτήσει την εξουσία, δεν έχουμε πραγματοποιήσει το σοσιαλισμό και δεν φτάσαμε ακόμη ούτε στην αρχή της παγκόσμιας σοσιαλιστικής επανάστασης.
Πρέπει να βαδίζουμε σταθερά, τολμηρά, χωρίς ταλαντεύσεις προς σ’ αυτό το σκοπό, είναι όμως γελοίο να διακηρύσσουμε πως τον πετύχαμε, τη στιγμή που είναι ολοφάνερο ότι δεν τον έχουμε πετύχει ακόμη. Ο εξοστρακισμός όμως του προγράμματος-μίνιμουμ ισοδυναμεί με τη δήλωση, με τη διακήρυξη (για να το πούμε πιο απλά, με τον κομπασμό), “πως νικήσαμε κιόλας”.
Όχι αγαπητοί σύντροφοι δεν νικήσαμε ακόμη.
Δεν ξέρουμε αν θα νικήσουμε αύριο, ή λίγο αργότερα. (Εγώ προσωπικά κλίνω να πιστέψω ότι θα νικήσουμε αύριο – αυτό το γράφω στις 6 του Οκτώβρη 1917 – και πως μπορεί να αργήσουμε με την κατάληψη της εξουσίας, όμως και το αύριο είναι ωστόσο αύριο κι όχι σήμερα.) Δεν ξέρουμε πόσο γρήγορα ύστερα από τη νίκη μας θα αρχίσει η επανάσταση στη Δύση. Δεν ξέρουμε αν δεν θα έχουμε ακόμη προσωρινές περιόδους αντίδρασης και νίκης της αντεπανάστασης ύστερα από τη νίκη μας – αυτό δεν είναι καθόλου αδύνατο – και γι’ αυτό, όταν νικήσουμε, θα φτιάξουμε “τριπλό χαράκωμα” ενάντια σε μια τέτοια δυνατότητα.
Όλα αυτά δεν τα ξέρουμε και δεν μπορούμε να τα ξέρουμε. Κανείς δεν μπορεί να τα ξέρει αυτά. Γι’ αυτό ακριβώς είναι γελοίο να πετάμε το πρόγραμμα-μίνιμουμ, που είναι απαραίτητο, όσο ζούμε ακόμη στα πλαίσια του αστικού καθεστώτος, όσο δεν έχουμε καταστρέψει ακόμη αυτά τα πλαίσια, όσο δεν έχουμε πραγματοποιήσει το βασικό για το πέρασμα στο σοσιαλισμό, όσο δεν έχουμε τσακίσει τον εχθρό (την αστική τάξη) και τσακίζοντάς τον, δεν τον έχουμε συντρίψει. Όλα αυτά θα γίνουν και θα γίνουν ίσως πολύ πιο γρήγορα απ’ ότι νομίζουν πολλοί (εγώ προσωπικά νομίζω πως αυτό πρέπει να αρχίσει αύριο), μα αυτά ακόμη δεν έγιναν.
Πάρτε το πρόγραμμα-μίνιμουμ στον πολιτικό τομέα. Το πρόγραμμα αυτό έχει υπόψη του την αστική δημοκρατία. Προσθέτουμε ότι δεν περιοριζόμαστε στα πλαίσιά της, αλλά αγωνιζόμαστε για να περάσουμε αμέσως στη δημοκρατία των Σοβιέτ, δημοκρατία ανώτερου τύπου. Αυτό πρέπει να το κάνουμε. Προς τη νέα δημοκρατία πρέπει να βαδίζουμε με απεριόριστη τόλμη και αποφασιστικότητα και, είμαι βέβαιος, πως θα πάμε προς αυτήν ακριβώς έτσι. Μα σε καμιά περίπτωση δεν επιτρέπεται να πετάμε το πρόγραμμα-μίνιμουμ, γιατί, πρώτο, δεν υπάρχει ακόμη δημοκρατία των Σοβιέτ. Δεύτερο, δεν αποκλείεται η δυνατότητα να γίνουν “προσπάθειες παλινόρθωσης”. Τις προσπάθειες αυτές πρέπει πρώτα να τις ξεπεράσουμε και να τις κατανικήσουμε. Τρίτο, κατά το πέρασμα από το παλιό στο καινούργιο μπορεί να έχουμε προσωρινούς “συνδυασμένους τύπους” (όπως σωστά τόνισε αυτές τις μέρες η “Ραμπότσι Πουτ”), λογουχάρη και Δημοκρατία των Σοβιέτ και Συντακτική Συνέλευση. Ας ξεπεράσουμε πρώτα όλα αυτά κι έπειτα έχουμε τον καιρό να πετάξουμε το πρόγραμμα-μίνιμουμ.
Το ίδιο και στον οικονομικό τομέα. Είμαστε όλοι σύμφωνοι πως ο φόβος να τραβήξουμε προς το σοσιαλισμό είναι η μεγαλύτερη προστυχιά και προδοσία της υπόθεσης του προλεταριάτου. Είμαστε όλοι σύμφωνοι πως τα βασικά μέτρα ανάμεσα στα πρώτα στο δρόμο αυτό πρέπει να είναι η εθνικοποίηση των τραπεζών και των καπιταλιστικών συνδικάτων. Ας πραγματοποιήσουμε πρώτα αυτά και άλλα τέτοια μέτρα και τότε θα δούμε. Τότε θα δούμε καλύτερα, γιατί η πρακτική πείρα, που αξίζει ένα εκατομμύριο φορές περισσότερο από τα καλύτερα προγράμματα, θα πλατύνει απεριόριστα τον ορίζοντά μας. Είναι δυνατό και μάλιστα πιθανό και μάλιστα αναμφισβήτητο, ότι χωρίς τους μεταβατικούς “συνδυασμένους τύπους” δεν θα τα βγάλουμε πέρα κι εδώ, λχ τα μικρά νοικοκυριά με ένα-δυο μισθωτούς εργάτες δεν μπορούμε με το πρώτο ούτε να τα εθνικοποιήσουμε, ούτε να τα βάλουμε κάτω από πραγματικό εργατικό έλεγχο. Ας είναι ο ρόλος τους μηδαμινός, ας είναι τα νοικοκυριά αυτά δεμένα χειροπόδαρα από την εθνικοποίηση των τραπεζών και των τραστ, όλα αυτά είναι σωστά, όσο όμως υπάρχουν έστω και σε μικρές γωνίτσες οι αστικές σχέσεις, για ποιο λόγο να πετάξουμε το πρόγραμμα-μίνιμουμ; Σαν μαρξιστές που βαδίζουν τολμηρά προς τη μεγαλύτερη επανάσταση του κόσμου και ταυτόχρονα σταθμίζουν νηφάλια τα γεγονότα δεν έχουμε το δικαίωμα να πετάξουμε το πρόγραμμα-μίνιμουμ.
Αν το πετούσαμε τώρα, θα αποδείχναμε ότι πριν προλάβουμε να νικήσουμε, χάσαμε κιόλας τα μυαλά μας. Και όμως δεν πρέπει να τα χάνουμε ούτε πριν από τη νίκη, ούτε την ώρα της νίκης, ούτε μετά από τη νίκη, γιατί, χάνοντας τα μυαλά μας, χάνουμε τα πάντα» (στο ίδιο, σελ. 373-376).
Είναι άκρως αποκαλυπτικό το απόσπασμα αυτό, που γράφεται στις 6 Οκτώβρη για την ενότητα σκέψης του Λένιν στη βάση της οποίας προέκυψε η 10μηνη ως τότε καθοδήγησή του. Ταυτόχρονα είναι αποκαλυπτικό για το γεγονός ότι ο Λένιν δεν αναδείχτηκε ηγέτης της επανάστασης μόνο επειδή σηκώνει ολοκληρωτικά στους ώμους του το βάρος της αντιπαράθεσης με τη δεξιά παρέκκλιση των Κάμενεφ και Ζηνόβιεφ κατά της εξέγερσης, αλλά στέκεται το ίδιο σθεναρά και κατά της αριστερής παρέκκλισης που εκφράζει στη δεδομένη στιγμή ο Μπουχάριν. Και ειδικά αυτό το τελευταίο ο Λένιν το κάνει παίρνοντας υπόψη του και τη δυνατότητα νίκης αλλά την πιθανότητα ήττας της επανάστασης, παίρνει παράλληλα υπόψη του ότι μπορεί και μετά την νίκη της εξέγερσης να διαμορφωθεί επίσης κατάσταση «δυαδικής εξουσίας» στο πολιτικό επίπεδο και να υποχρεωθούν προσωρινά οι Μπολσεβίκοι (δημοκρατία των Σοβιέτ) να μοιράζονται την εξουσία με τον συνασπισμό της αστικής τάξης (Συντακτική Συνέλευση) γι’ αυτό και μιλάει για «προσωρινούς συνδυασμένους τύπους». Στο οικονομικό επίπεδο δε, κάνει σαφές ο Λένιν ότι ακόμα και στο σοσιαλισμό είναι αναγκαίο το μίνιμουμ πρόγραμμα όταν ακόμα δεν έχει νικήσει η παγκόσμια σοσιαλιστική επανάσταση καθώς «υπάρχουν έστω και σε μισές γωνίτσες οι αστικές σχέσεις».
Ταυτόχρονα τάσσεται κατά ενός απέραντου και λεπτομερούς καταλόγου με μέτρα επί χάρτου λέγοντας ότι «θα ήταν όμως πρόωρο να περιληφθούν υπερβολικές λεπτομέρειες στο πρόγραμμα και μπορεί ακόμη και να μας βλάψει, δένοντας τα χέρια μας με τις λεπτομέρειες. Μα τα χέρια μας πρέπει να τα έχουμε ελεύθερα για να δημιουργήσουμε με περισσότερη δύναμη το καινούργιο, όταν μπούμε ολοκληρωτικά στον καινούργιο δρόμο» (στο ίδιο σελ. 376).
Αυτή είναι η σκέψη του Λένιν που ως προλετάριος επαναστάτης, ως κομμουνιστής ηγέτης παίρνει υπόψη το στέρεο έδαφος της πραγματικότητας και δεν αφήνει την επιθυμία του να σκεπάσει το δύσβατο δρόμο της ζωντανής πραγματικότητας και προσπαθεί να περιφρουρήσει από κάθε παρέκκλιση την πορεία του επαναστατικού κινήματος, γνωρίζοντας ότι η πάλη των τάξεων και η κατάκτηση και εδραίωση στην εξουσία δεν είναι ένα μονόπρακτο έργο που πρωταγωνιστούν μόνοι τους οι Κομμουνιστές. Υπάρχει και ο αντίπαλος, η αστική τάξη.
ΟΛΗ Η ΕΞΟΥΣΙΑ ΣΤΑ ΣΟΒΙΕΤ
Οι Μπολσεβίκοι υπό την καθοδήγηση του Λένιν έχοντας, όπως είδαμε, δώσει σάρκα και οστά στο επίπεδο της πολιτικής και της οικονομίας στα αιτήματα-συνθήματα που ανέδειξε η ρώσικη επανάσταση για ειρήνη, γη, ψωμί και ελευθερία και έχοντας έτσι κερδίσει την πλειοψηφία των επαναστατημένων μαζών, στις 25 Οκτώβρη (7 Νοέμβρη με το νέο ημερολόγιο) του 1917 έκαναν την έφοδο στον ουρανό.
Το θρυλικό καταδρομικό Αβρόρα, μπήκε στον ποταμό Νέβα κι έστρεψε τα πυροβόλα του στα ανάκτορα της Ταυρίδας που ήταν έδρα της αστικής κυβέρνησης. Ο κανονιοβολισμός του έδωσε το σήμα της εξέγερσης. Οι επαναστατικές στρατιές των Μπολσεβίκων κατέλαβαν τα κυριότερα σημεία (το κεντρικό τηλεγραφείο, τις γέφυρες, τους σιδηροδρομικούς σταθμούς και την Κρατική Τράπεζα) της τότε πρωτεύουσας Πετρούπολης σε ελάχιστο χρόνο και σχεδόν αναίμακτα σε σχέση με την ιστορία των ως τότε επαναστάσεων. Τα ανάκτορα πολιορκήθηκαν και καταλήφθηκαν, η κυβέρνηση έπεσε και οι υπουργοί της που συνεδρίαζαν συνελήφθησαν.
Λίγο πιο μακριά στο κτίριο ενός παλιού παρθεναγωγείου, στο Σμόλνι σχεδόν ταυτόχρονα συνερχόταν το συνέδριο του Σοβιέτ Πετρούπολης των εργατών και στρατιωτών βουλευτών και ο πρωτεργάτης και αδιαφιλονίκητος ηγέτης της Μεγάλης Οκτωβριανής Επανάστασης, ο «μόνος θεωρητικός που έφτασε στο ύψος του Μαρξ», ο Βλ. Ίλιτς Λένιν ανήγγειλε την αυγή ενός νέου κόσμου:
«Σύντροφοι! Η εργατοαγροτική επανάσταση, για την αναγκαιότητα της οποίας μιλούσαν συνεχώς οι μπολσεβίκοι, πραγματοποιήθηκε.
Τι σημασία έχει αυτή η εργατοαγροτική επανάσταση; Πριν απ’ όλα η σημασία αυτής της επανάστασης συνίσταται στο ότι θα έχουμε Σοβιετική κυβέρνηση, το δικό μας όργανο εξουσίας, χωρίς καμία συμμετοχή της αστικής τάξης. Οι καταπιεζόμενες μάζες θα δημιουργήσουν οι ίδιες την εξουσία. Ο παλιός κρατικός μηχανισμός θα γκρεμιστεί συθέμελα και θα δημιουργηθεί ένας καινούργιος διοικητικός μηχανισμός: οι σοβιετικές οργανώσεις.
Από σήμερα αρχίζει μια νέα εποχή στην ιστορία της Ρωσίας και η σημερινή τρίτη ρωσική επανάσταση πρέπει να οδηγήσει τελικά στη νίκη του σοσιαλισμού.
Ένα από τα άμεσα καθήκοντά μας είναι η ανάγκη να τερματίσουμε αμέσως τον πόλεμο. Είναι όμως ξεκάθαρο για όλους ότι για να τερματίσουμε τον πόλεμο αυτό, που συνδέεται στενά με το σημερινό καπιταλιστικό καθεστώς, πρέπει να νικήσουμε το ίδιο το κεφάλαιο.
Στο έργο αυτό θα μας βοηθήσει το παγκόσμιο εργατικό κίνημα, που αρχίζει ήδη να αναπτύσσεται στην Ιταλία, στην Αγγλία και στη Γερμανία.
Η δίκαιη, άμεση ειρήνη που θα προτείνουμε στη διεθνή δημοκρατία, θα βρει παντού θερμή απήχηση μέσα στις διεθνείς προλεταριακές μάζες. Για να στερεώσουμε αυτή την εμπιστοσύνη του προλεταριάτου, πρέπει να δημοσιεύσουμε αμέσως όλα τα μυστικά σύμφωνα.
Στη Ρωσία μια τεράστια μερίδα της αγροτιάς είπε: φτάνει πια το παιχνίδι με τους καπιταλιστές, – θα πάμε με τους εργάτες. Θα κερδίσουμε την εμπιστοσύνη των αγροτών μ’ ένα διάταγμα που θα καταργήσει την τσιφλικάδικη ιδιοκτησία. Οι αγρότες θα καταλάβουν ότι η σωτηρία της αγροτιάς βρίσκεται μόνο στη συμμαχία με τους εργάτες. Θα καθιερώσουμε πραγματικό εργατικό έλεγχο της παραγωγής.
Τώρα μάθαμε να δουλεύουμε ενωμένοι. Αυτό μαρτυρεί η επανάσταση που έγινε πριν από λίγο. Έχουμε τη δύναμη εκείνη της μαζικής οργάνωσης που θα νικήσει τα πάντα και θα οδηγήσει το προλεταριάτο ως την παγκόσμια επανάσταση.
Στη Ρωσία πρέπει τώρα να ασχοληθούμε με την οικοδόμηση του προλεταριακού σοσιαλιστικού κράτους.
Ζήτω η παγκόσμια επανάσταση! (Θυελλώδη χειροκροτήματα.)» (Άπαντα Λένιν, τόμος 35, Σύγχρονη Εποχή, σελ. 2-3).
COMMENTS