Μεγάλη Οκτωβριανή Επανάσταση: «Ο Λένιν εξιστορεί» (4)

Φλεβάρης-Οκτώβρης 1917: Από την πτώση του Τσάρου στην προλεταριακή εξέγερση

Η ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΤΟΥ ΟΚΤΩΒΡΗ

Η αποτυχία του κορνιλοφικού πραξικοπήματος, που προς στιγμήν ξανάνοιξε μια χαραμάδα για την ειρηνική εξέλιξη της επανάστασης και το πέρασμα της εξουσίας στα Σοβιέτ, δεν ευοδώθηκε ύστερα απ’ την απόφαση των ηγεσιών των Σοβιέτ, δηλαδή των Μενσεβίκων και των Εσέρων να στηρίξουν τη νέα κυβέρνηση (5μελές διευθυντήριο) υπό τον Κέρενσκι. Απέδειξε και ανέδειξε όμως δύο κρίσιμης σημασίας πράγματα, που θα βαρύνουν στην παραπέρα πορεία των επαναστατικών γεγονότων.

Έδειξε καταρχάς ότι, η αγροτική φτωχολογιά αρχίζει να βλέπει με εμπιστοσύνη την εργατική τάξη των πόλεων και ειδικότερα τους Μπολσεβίκους, γεγονός που αποτυπώνεται και στο ότι η αριστερή αντιπολίτευση στο εσωτερικό των κομμάτων τόσο των Εσέρων όσο και των Μενσεβίκων έφτασε το 40%, ενισχύθηκαν δηλαδή πολιτικά στις γραμμές των μικροαστικών κομμάτων οι αριστερές-διεθνιστικές τάσεις, που «βρίσκονται πολύ κοντά στον Μπολσεβικισμό» και ταυτόχρονα απεδείχθη ότι και ο στρατός «μισεί το Γενικό Επιτελείο» και τους αντεπαναστάτες στρατηγούς. Όλα συνηγορούν στο ότι η επαναστατική έκρηξη πλησιάζει και περιμένει την πρώτη αφορμή για να εκδηλωθεί.

Καθήκον του κόμματος των μπολσεβίκων δεν μπορεί να είναι η επιτάχυνση των γεγονότων, που εξελίσσονται με αφάνταστη ταχύτητα ανεμοστρόβιλου ή τυφώνα, σημειώνει ο Λένιν και υπογραμμίζει, πως, «αντίθετα, όλες οι προσπάθειές μας πρέπει να στρέφονται στο να μη μένουμε πίσω από τα γεγονότα και να προλαβαίνουμε με τη δουλειά μας να εξηγούμε, στο μέτρο του δυνατού, στους εργάτες και τους εργαζόμενους τις αλλαγές, που γίνονται στην κατάσταση και στην πορεία της ταξικής πάλης. Αυτό ακριβώς είναι το κύριο καθήκον του κόμματος και τώρα: να εξηγούμε στις μάζες ότι η κατάσταση είναι εξαιρετικά κρίσιμη, ότι κάθε εκδήλωση μπορεί να καταλήξει σε έκρηξη, ότι γι’ αυτό το λόγο μια πρόωρη εξέγερση είναι ικανή να προκαλέσει τη μεγαλύτερη ζημιά. Και συνάμα η κρίσιμη κατάσταση οδηγεί αναπόφευκτα την εργατική τάξη – και ίσως με καταστροφική ταχύτητα – στο να βρεθεί, λόγω μιας στροφής των γεγονότων που δεν εξαρτάται από αυτήν, στην ανάγκη να εμπλακεί σε αποφασιστική μάχη με την αντεπαναστατική αστική τάξη και να κατακτήσει την εξουσία» (Άπαντα Λένιν, τόμος 34, «Σχέδιο απόφασης για την τρέχουσα στιγμή», ΣΕ, σελ 147). Ο Λένιν εδώ με τη φράση «αποφασιστική μάχη» εννοεί ένοπλη αναμέτρηση, ένοπλο εμφύλιο πόλεμο, που διατυπώνεται με τη φραστική αυτή παραλλαγή για λόγους επαναστατικής σκοπιμότητας. 

Η αποτυχία του πραξικοπήματος του Κορνίλοφ ήταν το αποτέλεσμα ενός συνδυασμού παραγόντων. Αφορούσαν κυρίαρχα στη στροφή των μαζών προς τον Μπολσεβικισμό και επιτάχυναν τα γεγονότα με εκπληκτική ταχύτητα. Αφενός μεν –όπως έχουμε ήδη πει– η στροφή των αγροτών προς την εργατική τάξη, των αγροτών που είχαν κουραστεί να βλέπουν τη γη να παραμένει στα χέρια των γαιοκτημόνων και είχαν χορτάσει από τις ανέξοδες υποσχέσεις της αστικής τάξης και των μικροαστικών κομμάτων και αφετέρου η στροφή της εργατικής τάξης προς τον Μπολσεβικισμό. Τα δύο αυτά γεγονότα συντελέστηκαν σχεδόν παράλληλα και το ένα επιδρούσε στο άλλο τροφοδοτώντας την κίνηση αυτή και αντίστοιχα αυτά με τη σειρά τους αλληλοτροφοδοτούνταν με το βοναπαρτισμό της αστικής αντεπανάστασης και την πολιτική χρεοκοπία των ηγεσιών των Μενσεβίκων και των Εσέρων. Και φυσικά, αποφασιστικής σημασίας παράμετρος των γεγονότων ήταν η ενδυνάμωση μέσα στο ρωσικό στρατό των διεθνιστικών τάσεων για τον τερματισμό του πολέμου ενάντια στην ανώτατη στρατιωτική ηγεσία, που διοργάνωνε πραξικοπήματα και άνοιγε το πολεμικό μέτωπο στους γερμανούς για την κατάπνιξη της σοβιετικής επανάστασης.

Έτσι, η νέα στροφή στα επαναστατικά γεγονότα της Ρωσικής επανάστασης βρίσκει το Κόμμα των Μπολσεβίκων να παίρνει την πλειοψηφία στα Σοβιέτ των δύο ρωσικών πρωτευουσών. Στις 31 Αυγούστου του 1917 η συνεδρίαση της ολομέλειας του Σοβιέτ της Πετρούπολης για πρώτη φορά ψηφίζει απόφαση, που καταγγέλλει την πολιτική του συμβιβασμού με την αστική τάξη και ζητάει να περάσει όλη η κρατική εξουσία στα Σοβιέτ, στη βάση του προγράμματος των Μπολσεβίκων. Η πρόταση ήταν της ομάδας των Μπολσεβίκων στο Σοβιέτ και ψηφίστηκε με 279 ψήφους υπέρ, 115 κατά και 50 αποχές. Στις 5 Σεπτέμβρη ανάλογη πρόταση των Μπολσεβίκων υιοθετεί και κάνει απόφασή του με 355 ψήφους υπέρ και το Σοβιέτ της Μόσχας (Άπαντα Λένιν, τόμος 34, ΣΕ, σημείωση 78, σελ. 487).

Τα γεγονότα αυτά θορυβούν το αστικό στρατόπεδο και τον κυβερνητικό συνασπισμό με τα μικροαστικά κόμματα και ενισχύουν τις παραλυτικές τάσεις στο εσωτερικό τους. Η αστική τάξη αναπροσαρμόζει και αυτή την τακτική της. Επιχειρεί στο καθεστώς της στρατιωτικής δικτατορίας, που επιδιώκει να επιβάλλει, να δώσει και κοινοβουλευτικό μανδύα, προκειμένου να φρενάρει τις επαναστατικές διεργασίες και τα γεγονότα που το ένα μετά το άλλο επιβεβαίωναν μπροστά στις μάζες την ορθότητα της Λενινιστικής γραμμής για μια νέα επανάσταση μετά τον Ιούλη, που θα οδηγήσει στη «δικτατορία του προλεταριάτου και της φτωχής αγροτιάς» ή διαφορετικά διατυπωμένο από τον ίδιο το Λένιν, «της δικτατορίας του προλεταριάτου με την υποστήριξη της φτωχής αγροτιάς».

Ο κοινοβουλευτικός μανδύας αφορά στη διοργάνωση της λεγόμενης Πανρωσικής δημοκρατικής σύσκεψης που συγκλήθηκε από τη μενσεβίκικη και εσέρικη Κεντρική Εκτελεστική Επιτροπή των Σοβιέτ για τη λύση του ζητήματος της εξουσίας. Στη σύσκεψη αυτή, που πραγματοποιήθηκε στις 14 με 22 Σεπτέμβρη στην Πετρούπολη, πήραν μέρος 1500 αντιπρόσωποι. Τα Σοβιέτ που αντιπροσώπευαν τη συντριπτική πλειοψηφία των μαζών έχουν μόνο 230 αντιπροσώπους, ενώ οι υπόλοιποι ήταν από άλλες «μαζικές» οργανώσεις, που δεν εκπροσωπούσαν τον επαναστατημένο λαό, αλλά τις χρεοκοπημένες ηγεσίες του μικροαστικού συνασπισμού και την αστική τάξη. Αυτή η  «Δημοκρατική Σύσκεψη» έβγαλε από τα μέλη της το λεγόμενο Προκοινοβούλιο (Πανρωσικό συμβούλιο της Δημοκρατίας), το οποίο στην πρώτη του συνεδρίαση στις 23 Οκτώβρη ενέκρινε τη συμφωνία των Εσέρων και Μενσεβίκων με τους Καντέτους για τη δημιουργία νέας κυβέρνησης συνασπισμού. Με τη σειρά της αυτή η νέα κυβέρνηση ψήφισε διάταξη με την οποία ονόμασε το Προκοινοβούλιο «Προσωρινό συμβούλιο της Ρωσικής Δημοκρατίας» και καθόρισε το ρόλο του ως συμβουλευτικού οργάνου της κυβέρνησης (Άπαντα Λένιν, τόμος 34, ΣΕ, σημείωση 76, σελ. 486).

Μέσα σ’ αυτό το κλίμα της νέας απότομης στροφής των γεγονότων στα τέλη του Αυγούστου, της νέας επαναστατικής ανόδου και των ελιγμών της αστικής τάξης καθώς και των ταλαντεύσεων που προηγούνται της νέας προδοσίας των μικροαστικών κομμάτων η μπολσεβίκικη ηγεσία ταλαντεύεται και η ίδια. Εμφανίζονται με νέα μορφή παλιά προβλήματα που είχαν εμφανιστεί και μετά το Φλεβάρη και στη διάρκεια των πολιτικών κρίσεων της άνοιξης και του καλοκαιριού, ειδικά μετά τα γεγονότα της 3-5 του Ιούλη. Αυτή η ταλάντευση εμφανίζεται με οξύτητα στο θέμα της συμμετοχής στο προκοινοβούλιο και συνακόλουθα στην κωλυσιεργία που παρατηρείται σε ότι αφορά τις προετοιμασίες της εξέγερσης, καθώς δεν κατανοείται η ουσία των προτάσεων του Λένιν.

 Ο ίδιος ο Λένιν, μετά τα γεγονότα του Ιούλη και ιδίως μετά την απόπειρα του πραξικοπήματος του στρατηγού Κορνίλοφ στα τέλη Αυγούστου με σειρά άρθρων του, αναλαμβάνει να αποσαφηνίσει τη νέα κατάσταση που διαμορφώνει η ταξική πάλη και τα καθήκοντα του Κόμματος που προκύπτουν απ’ αυτήν.

Ένα από τα ζητήματα είναι ο χαρακτήρας των Σοβιέτ ως νέος ανώτερος δημοκρατικός τύπος κρατικού μηχανισμού, που μπορεί να εγγυηθεί την πραγματοποίηση των απαραίτητων μεταρρυθμίσεων και μετασχηματισμών της ρωσικής κοινωνίας. Αντιπαραθέτει αυτή ακριβώς την τοποθέτηση στη βαθιά λαθεμένη άποψη ότι το σύνθημα «η εξουσία στα Σοβιέτ» σημαίνει απλά «κυβέρνηση από τα κόμματα της πλειοψηφίας στα Σοβιέτ». «Μη φοβάστε την πρωτοβουλία και την αυτοτέλεια των μαζών, δώστε εμπιστοσύνη στις επαναστατικές οργανώσεις των μαζών – και θα δείτε σε όλους τους τομείς της κρατικής ζωής οι εργάτες και οι αγρότες θα φανερώσουν την ίδια δύναμη, την ίδια μεγαλοσύνη, το ίδιο ακατανίκητο πνεύμα, που φανέρωσαν όταν ενώθηκαν και εξόρμησαν ενάντια στον κορνιλοφισμό», τονίζει (Άπαντα Λένιν, τόμος 34, «Ένα από τα θεμελιακά ζητήματα της επανάστασης», ΣΕ, σελ. 200-207).

Το δεύτερο ζήτημα στο οποίο στέκεται είναι οι απειλές του εμφυλίου πολέμου και των «ποταμών αίματος» που απειλούν τη χώρα. Απειλές που εκτοξεύει η αστική τάξη ενάντια στους Μπολσεβίκους για να τρομοκρατήσει πρωτίστως τα μικροαστικά στρώματα και να συγκρατήσει την επαναστατική άνοδο των μαζών. Σε μια σπάνιου επαναστατικού χαρακτήρα ανάλυση της πείρας της ρωσικής επανάστασης, ο Λένιν αντιπαραθέτει στα επιχειρήματα της αστικής τάξης το γεγονός, ότι η παρουσία της στην εξουσία είναι το κρίσιμο πρόβλημα εξαιτίας του οποίου απειλείται η χώρα με ένοπλη αναμέτρηση στο εσωτερικό της. Και αυτό γιατί όπως διαπιστώνει, η άνοδος του κινήματος των μαζών οδήγησε στα πρόθυρα του εμφυλίου πολέμου τόσο στις 18-21 του Απρίλη όσο και στις 18 Ιούνη και φυσικά στις 3-5 του Ιούλη. Όμως το κίνημα αυτό είναι αυθόρμητο και όχι υποκινούμενο από κανένα κόμμα, ούτε καν από τους Μπολσεβίκους, που συμμετείχαν ζητώντας οι διαδηλώσεις να έχουν «ειρηνικό και οργανωμένο χαρακτήρα». Αντιπαραβάλλει μάλιστα σ’ αυτό το «αυθόρμητο κίνημα των μαζών» το κορνιλοφικό πραξικόπημα, όπου σ’ αυτό η αστική τάξη μέσω της συνομωσίας ωθεί συνειδητά τη χώρα στον εμφύλιο και αντιπαραθέτει το γεγονός, ότι και πάλι το κίνημα των μαζών, υπό την καθοδήγηση των μπολσεβίκων αυτή τη φορά, είναι αυτό που δεν επιτρέπει στην αστική τάξη να βυθίσει τη χώρα στην ένοπλη αναμέτρηση (Άπαντα Λένιν, τόμος 34, «Η ρωσική επανάσταση και ο εμφύλιος πόλεμος», ΣΕ, σελ. 214-228).

Προσθέτει όμως και κάτι πάρα πολύ σημαντικό, που αφορά στο χαρακτήρα και τα κίνητρα των δύο αντιμαχόμενων στρατοπέδων στην ταξική πάλη. «Τα γεγονότα μαρτυρούν –σημειώνει ο Λένιν– ότι ο προλεταριακός εμφύλιος πόλεμος μπορεί να παρουσιάσει ανοιχτά στο λαό τους τελικούς σκοπούς του, κατακτώντας έτσι τη συμπάθεια των εργαζομένων, ενώ ο αστικός εμφύλιος πόλεμος, μόνο συγκαλύπτοντας τους σκοπούς του μπορεί να προσπαθήσει να πάρει μαζί του ένα μέρος των μαζών» (Στο ίδιο, σελ. 217). Και καταλήγει στο συμπέρασμα «ότι η έναρξη του εμφυλίου πολέμου από το προλεταριάτο, αποκάλυψε τη δύναμη και τη συνειδητότητα, τις βάσεις, την ανάπτυξη και την επιμονή του κινήματος. Η έναρξη του εμφυλίου πολέμου από μέρους της αστικής τάξης δεν φανέρωσε καμιά δύναμη, καμιά συνειδητότητα των μαζών, καμιά βάση, καμιά πιθανότητα νίκης» (Στο ίδιο, σελ. 221). 

Μάλιστα αυτό το συμπέρασμα το αναλύει περαιτέρω για να υπηρετηθεί ο αγώνας για την απόσπαση των μαζών, που ακολουθούν τους Εσέρους και τους Μενσεβίκους, από την επιρροή αυτών των κομμάτων. Λέει πολύ χαρακτηριστικά: «Η συμμαχία των καντέτων με τους εσέρους και τους μενσεβίκους ενάντια στους μπολσεβίκους, δηλαδή ενάντια στο επαναστατικό προλεταριάτο, δοκιμάστηκε στην πράξη επί αρκετούς μήνες και αυτή η συμμαχία των προσωρινά καμουφλαρισμένων κορνιλοφικών με τη “δημοκρατία” δεν κατέληξε στην πράξη στο αδυνάτισμα, αλλά στο δυνάμωμα των μπολσεβίκων, στη χρεοκοπία του “συνασπισμού”, στο δυνάμωμα της “αριστερής” αντιπολίτευσης και μέσα στους μενσεβίκους.

Μια συμμαχία των μπολσεβίκων με τους εσέρους και μενσεβίκους ενάντια στους καντέτους, ενάντια στην αστική τάξη, δεν δοκιμάστηκε ακόμη. Ή για να είμαστε πιο ακριβείς, η συμμαχία αυτή δοκιμάστηκε μόνο σ’ ένα μέτωπο, μόνο για πέντε μέρες, από τις 26 ως τις 31 Αυγούστου, τον καιρό του κορνιλοφισμού, και εξασφάλισε στο διάστημα αυτό απόλυτη νίκη κατά της αντεπανάστασης, που επιτεύχθηκε με ευκολία τέτοια που δεν είχε ακόμη γνωρίσει καμιά επανάσταση, κατάφερε μια τόσο συντριπτική ήττα στην αντεπανάσταση των αστών, των τσιφλικάδων και των καπιταλιστών, των συμμάχων-ιμπεριαλιστών και των καντέτων, ώστε από την πλευρά αυτή δεν έμεινε ούτε ίχνος εμφυλίου πολέμου. Ο πόλεμος αυτός εκμηδενίστηκε από την αρχή ακόμη, κατέρρευσε πριν από οποιαδήποτε “μάχη”» (στο ίδιο, σελ. 222).

Και συνοψίζει γράφοντας: «Αν υπάρχει κάποιο δίδαγμα της επανάστασης απόλυτα αδιαφιλονίκητο και απόλυτα αποδεδειγμένο από τα γεγονότα είναι τούτο δω: μόνο η συμμαχία των μπολσεβίκων με τους εσέρους και τους μενσεβίκους, μόνο το άμεσο πέρασμα όλης της εξουσίας στα Σοβιέτ θα έκανε αδύνατο τον εμφύλιο πόλεμο στη Ρωσία. Γιατί ενάντια σε μια τέτοια συμμαχία, ενάντια στα Σοβιέτ των εργατών, των στρατιωτών και των αγροτών βουλευτών θα ήταν παράλογος οποιοσδήποτε εμφύλιος πόλεμος, που θα τον άρχιζε η αστική τάξη. Ένας τέτοιος “πόλεμος” δεν θα κατέληγε σε καμιά μάχη, ύστερα από τον κορνιλοφισμό, η αστική τάξη δεν θα μπορέσει να βρει για δεύτερη φορά, ούτε και την “άγρια μεραρχία”, ούτε και τις φάλαγγες των κοζάκων που είχε πριν για να τις κινήσει ενάντια στη Σοβιετική κυβέρνηση!» (στο ίδιο, σελ. 222-223).

Σ’ αυτό το σημείο αξίζει να υπογραμμίσει κανείς και το γεγονός ότι μετά τα γεγονότα της 3-5 του Ιούλη ο Λένιν γράφει στα τέλη εκείνου του μήνα ένα άρθρο, το οποίο φέρει τον εύγλωττο τίτλο «Συνταγματικές Αυταπάτες» (Άπαντα Λένιν, τόμος 34, ΣΕ, σελ. 33-47) και μελετώντας την πείρα από τις πολιτικές κρίσεις στο διάστημα Απρίλη – Ιούλη διαπιστώνει ότι «από πρώτη ματιά μπορεί να φανεί ότι στη σημερινή Ρωσία, τον Ιούλη του 1917, τη στιγμή που δεν έχει εκπονηθεί ακόμη κανένα σύνταγμα, δεν μπορεί να γίνει λόγος για δημιουργία συνταγματικών αυταπατών. Αυτό όμως είναι μεγάλο λάθος –αναφέρει χαρακτηριστικά–. Στην πραγματικότητα όλη η ουσία της σημερινής πολιτικής κατάστασης της Ρωσίας βρίσκεται στο ότι εξαιρετικά πλατιές μάζες του πληθυσμού είναι διαποτισμένες από συνταγματικές αυταπάτες. Αν δεν το καταλάβεις αυτό, δεν μπορείς να καταλάβεις απολύτως τίποτε από τη σημερινή πολιτική κατάσταση της Ρωσίας. Δεν μπορείς να κάνεις κανένα απολύτως βήμα προς τη σωστή τοποθέτηση των προβλημάτων τακτικής στη σημερινή Ρωσία, αν δεν βάζεις στο κέντρο της προσοχής σου το συστηματικό και αμείλικτο ξεσκέπασμα των συνταγματικών αυταπατών, την αποκάλυψη της ρίζας τους, τη χάραξη μιας σωστής πολιτικής προοπτικής» (Άπαντα Λένιν, τόμος 34, «Συνταγματικές αυταπάτες», ΣΕ, σελ. 33).

Ο Λένιν τεκμηριώνει την άποψή του ότι οι μάζες της Ρωσίας είναι «διαποτισμένες από συνταγματικές αυταπάτες» με τρία στοιχεία. Το πρώτο αφορά στην αντίληψη πως ότι γίνεται εκείνη την περίοδο είναι προσωρινό και εφήμερο μέχρι να δώσει λύση η σύγκληση της Συντακτικής Συνέλευσης, ενώ αντίθετα όπως τονίζει «το ζήτημα της Συντακτικής Συνέλευσης είναι υποταγμένο στο ζήτημα της πορείας και της έκβασης της ταξικής πάλης ανάμεσα στην αστική τάξη και το προλεταριάτο». Το δεύτερο στοιχείο αφορά στην άποψη ότι δεν μπορεί να παραγνωρίζεται ή πολύ περισσότερο να παραβιάζεται η θέληση της πλειοψηφίας όπως αυτή π.χ. εκφράζεται στα Σοβιέτ από τους Μενσεβίκους και τους Εσέρους. Ο Λένιν πατώντας πάνω στο έργο του Μαρξ εμβαθύνει στα διδάγματα της ταξικής πάλης της Δυτικής Ευρώπης και απαντά στη δεύτερη αυτή άποψη, που αντικατοπτρίζει συνταγματικές αυταπάτες, πως «η απλή πλειοψηφία των μικροαστικών μαζών δεν κρίνει ακόμη τίποτε κι’ ούτε μπορεί να κρίνει, γιατί τον οργανωμένο χαρακτήρα, την πολιτική συνειδητότητα των εκδηλώσεων, τη συγκεντροποίηση τους (απαραίτητη για τη νίκη), όλα αυτά είναι σε θέση να τα δώσει στα σκόρπια εκατομμύρια των μικρονοικοκυρέων του χωριού μόνο η καθοδήγησή τους είτε από μέρους της αστικής τάξης, είτε από μέρους του προλεταριάτου». Το τρίτο στοιχείο αφορά στα χτυπήματα που δέχτηκαν οι μπολσεβίκοι, με καταστροφές των τυπογραφείων τους, το κλείσιμο της «Πράβντα» και τις δολοφονίες μελών τους στα γεγονότα του Ιούλη. Οι συνταγματικές αυταπάτες ωθούν τις μάζες να τα κατανοούν ως τυχαία περιστατικά επειδή δεν φέρουν τις επίσημες υπογραφές και την τυπική επικύρωση από «επίσημα» κρατικά όργανα εξουσίας όπως της προσωρινής κυβέρνησης ή των Σοβιέτ. Ο Λένιν υπενθυμίζει ότι οι διώξεις κατά των μπολσεβίκων είναι στην αλληλουχία των γεγονότων «η εφαρμογή του παλιού προγράμματος της αντεπανάστασης και ειδικά των καντέτων».

Τα παραπάνω έχουν τη σημασία τους γιατί με διάφορες μορφές αυτές οι «συνταγματικές αυταπάτες» -σε μια χώρα όπως τη Ρωσία που δεν είχε καν σύνταγμα μετά την αστικοδημοκρατική επανάσταση του Φλεβάρη- αποτελούν και τη βάση των ταλαντεύσεων που εκφράζονται στους Μπολσεβίκους και σε μερίδα της ηγεσίας τους μπροστά στα νέα καθήκοντα της επανάστασης. Αυτό εκφράζεται έκδηλα στο ζήτημα της συμμετοχής στο Προκοινοβούλιο με το Λένιν να τάσσεται υπέρ της αποχής. Παρόλα αυτά οι Μπολσεβίκοι συμμετέχουν σ’ αυτή τη σύσκεψη «κωμωδία» όπως τη χαρακτηρίζει ο ίδιος ο Λένιν (Άπαντα Λένιν, τόμος 34, «Οι ήρωες της καλπιάς και τα λάθη των Μπολσεβίκων», ΣΕ, σελ. 248-256).

«Και η συμμετοχή των μπολσεβίκων σ’ αυτή τη βρωμερή καλπιά, σ’ αυτή την κωμωδία είχε αποκλειστικά την ίδια δικαιολογία που είχε και η συμμετοχή μας στην ΙΙΙ Δούμα: ακόμη και μέσα στο “σταύλο” πρέπει να υπερασπίζουμε την υπόθεσή μας, και μέσα από το “σταύλο” να δίνουμε αποκαλυπτικά στοιχεία για να διδάσκεται ο λαός. Υπάρχει ωστόσο –συνεχίζει ο Λένιν– και μια διαφορά εδώ: η ΙΙΙ Δούμα είχε συγκληθεί όταν η επανάσταση (σ.σ. εννοεί του 1905) βρισκόταν σε ολοφάνερη πτώση, ενώ τώρα έχουμε ολοφάνερη άνοδο μιας καινούργιας επανάστασης. Δυστυχώς εμείς πολύ λίγα ξέρουμε για την έκταση και την ταχύτητα αυτής της ανόδου» (στο ίδιο, σελ. 251).

Ο Λένιν καυτηριάζει τα λάθη των Κάμενεφ και Ζηνόβιεφ στο θέμα του προκοινοβουλίου και εξηγεί παραπέρα τη σημασία των «αργοπορημένων σκέψεών» του για έναν «θεληματικό συμβιβασμό» με τους Εσέρους και Μενσεβίκους μέσα στα Σοβιέτ. Γράφει πολύ συγκεκριμένα ότι «οι μπολσεβίκοι κράτησαν λαθεμένη στάση απέναντι στον κοινοβουλευτισμό σε στιγμές επαναστατικών (όχι – «συνταγματικών») κρίσεων, λαθεμένη στάση απέναντι στους εσέρους και στους μενσεβίκους. Είναι ευνόητο πως έγινε αυτό: με τον κορνιλοφισμό, η ιστορία έκανε μια πολύ απότομη στροφή. Το Κόμμα έμεινε πίσω από τους απίστευτα γοργούς ρυθμούς της ιστορίας σ’ αυτή τη στροφή. Το Κόμμα άφησε να παρασυρθεί για ένα διάστημα στην παγίδα αυτού του λογοκοπείου. Θα έπρεπε να διαθέσουμε σ’ αυτό το λογοκοπείο το ένα εκατοστό των δυνάμεών μας και τα 99/100 να τα δώσουμε στις μάζες. Αν η στροφή επέβαλε να προταθεί στους εσέρους και στους μενσεβίκους συμβιβασμός (εμένα προσωπικά μου φαίνεται ότι το επέβαλε αυτό), έπρεπε αυτό να γίνει καθαρά, ανοιχτά και γρήγορα για να αντιμετωπιστεί αμέσως η ενδεχόμενη και πιθανή άρνηση των φίλων του βοναπαρτιστή Κέρενσκι να έλθουν σε συμβιβασμό με τους μπολσεβίκους» (στο ίδιο, σελ. 253-254).

Στην πραγματικότητα εδώ ο Λένιν αποκαλύπτει με τη μεγαλύτερη δυνατή σαφήνεια ότι η πρόταση για κυβέρνηση Μενσεβίκων και Εσέρων αποκλειστικά υπόλογη έναντι των Σοβιέτ που αναφέρει στο άρθρο του «Για τους συμβιβασμούς», όπως είδαμε πιο πάνω, ήταν μια πολιτική επιλογή απ’ τη μεριά του Κόμματος της εργατικής τάξης, που απαντούσε στο διαφαινόμενο ελιγμό της αστικής τάξης να κρατήσει δέσμιους τους μικροαστούς με «κοινοβουλευτικές» παραχωρήσεις, που θα συγκάλυπταν τη στρατιωτική δικτατορία, που πήγαινε να επιβάλλει η αστική τάξη για να καταπνίξει τη σοβιετική επανάσταση. Και από αυτή την άποψη αποκτούν και μια άλλη διάσταση οι ταλαντεύσεις ορισμένων μελών της ηγεσίας των Μπολσεβίκων έναντι και του προκοινοβουλίου αλλά και της εξέγερσης. Αυτές οι ταλαντεύσεις στον ένα ή άλλο βαθμό δεν αφορούν αποκλειστικά και μόνο τους Κάμενεφ και Ζηνόβιεφ. Για παράδειγμα, το άρθρο του Λένιν «οι ήρωες της καλπιάς και τα λάθη των μπολσεβίκων» λογοκρίνεται από τη συντακτική επιτροπή του μπολσεβίκικου τύπου στα πιο καίρια και αποφασιστικά σημεία, εκείνα στα οποία κάνει λόγο για τα «καταφανέστατα λάθη» των μπολσεβίκων.

Ήδη με γράμμα του προς την ΚΕ του ΣΔΕΚΡ στις 30 Αυγούστου ο Λένιν ξεκαθάριζε την ουσία της πάλης των Μπολσεβίκων κατά του Κορνιλοφισμού για να θωρακιστεί από «δεξιές παρεκκλίσεις». Γράφει πολύ χαρακτηριστικά: «Εμείς ακόμη και τώρα δεν πρέπει να υποστηρίζουμε την κυβέρνηση Κέρενσκι. Αυτό είναι έλλειψη αρχών. Θα μας ρωτήσουν: δε θα πολεμήσουμε λοιπόν ενάντια στον Κορνίλοφ; Και βέβαια, θα πολεμήσουμε! Αυτό όμως δεν είναι το ίδιο πράγμα. Εδώ υπάρχει κάποιο όριο, ορισμένοι μπολσεβίκοι το ξεπερνούν και πέφτουν στο “συμφιλιωτισμό”, αφήνοντας να τους παρασύρει η δίνη των γεγονότων. Θα πολεμήσουμε, πολεμάμε ήδη ενάντια στον Κορνίλοφ, όπως πολεμάνε και τα στρατεύματα του Κέρενσκι, δεν υποστηρίζουμε όμως τον Κέρενκσι, μα ξεσκεπάζουμε την αδυναμία του. Εδώ υπάρχει διαφορά. Η διαφορά αυτή είναι αρκετά λεπτή, είναι όμως υπερουσιαστική και δεν επιτρέπεται να την ξεχνάμε.

Σε τι συνίσταται η αλλαγή της τακτικής μας ύστερα από την ανταρσία του Κορνίλοφ;

Στο ότι αλλάζουμε τη μορφή της πάλης μας ενάντια στον Κέρενσκι. Χωρίς να χαλαρώσουμε ούτε κατά ένα γιώτα την εχθρότητά μας απέναντί του, χωρίς να ανακαλέσουμε ούτε μια λέξη απ’ όσα έχουμε πει εναντίον του, χωρίς να παραιτηθούμε από το καθήκον της ανατροπής του Κέρενσκι, λέμε: πρέπει να υπολογίσουμε τη στιγμή, δεν θα επιχειρήσουμε να ανατρέψουμε τον Κέρενσκι σήμερα, τώρα θα πραγματοποιήσουμε διαφορετικά το καθήκον της πάλης εναντίον του, και συγκεκριμένα: θα εξηγούμε στο λαό (που αγωνίζεται ενάντια στον Κορνίλοφ) την αδυναμία και τις ταλαντεύσεις του Κέρενσκι. Αυτό γινόταν και πριν. Τώρα όμως αυτό έγινε το κύριο: εδώ βρίσκεται η αλλαγή.

Έπειτα η αλλαγή βρίσκεται στο γεγονός ότι κύριο έγινε τώρα το δυνάμωμα της ζύμωσης για ένα είδος «μερικών διεκδικήσεων» προς τον Κέρενσκι – πιάσε το Μιλιουκόφ, εξόπλισε τους εργάτες της Πετρούπολης, κάλεσε στην Πετρούπολη τα στρατεύματα της Κρονστάνδης, του Βίμποργκ, του Έλσινγκφορς, διάλυσε την Κρατική Δούμα, πιάσε τον Ροντζιάνκο, νομιμοποίησε τη μεταβίβαση της γης των τσιφλικάδων στους αγρότες, εφάρμοσε τον εργατικό έλεγχο στα σιτηρά, στις φάμπρικες κτλ, κτλ. Και τις διεκδικήσεις αυτές πρέπει να τις υποβάλλουμε όχι μόνο στον Κέρενσκι, όχι τόσο στον Κέρενσκι, όσο στους εργάτες, στους στρατιώτες και στους αγρότες, που έχουν συνεπαρθεί από την πορεία της πάλης ενάντια στον Κορνίλοφ. Πρέπει να τους ενθουσιάσουμε πιο πολύ, να τους ενθαρρύνουμε να εξοντώνουν τους στρατηγούς και τους αξιωματικούς που τάχθηκαν υπέρ του Κορνίλοφ, να επιμένουμε αυτοί να απαιτήσουν την άμεση μεταβίβαση της γης στους αγρότες, να τους υποβάλλουμε την ιδέα ότι είναι ανάγκη να συλληφθούν ο Ροντζιάνκο και ο Μιλιουκόφ, να διαλυθεί η Κρατική Δούμα, να κλειστεί η “Ρετς” και οι άλλες αστικές εφημερίδες, να αρχίσουν ανακρίσεις γι’ αυτές. Προς αυτή την κατεύθυνση πρέπει να σπρώχνουμε ιδιαίτερα τους “αριστερούς” εσέρους.

Δεν θα ήταν σωστό να νομιστεί πως απομακρυνθήκαμε περισσότερο από το καθήκον της κατάκτησης της εξουσίας από το προλεταριάτο. Όχι. Το πλησιάσαμε εξαιρετικά, όχι όμως κατευθείαν, αλλά από τα πλάγια. Και η ζύμωση πρέπει να γίνεται τούτη τη στιγμή όχι τόσο άμεσα ενάντια στον Κέρενσκι, όσο έμμεσα, πάλι εναντίον του, μα έμμεσα και συγκεκριμένα: απαιτώντας να κάνει αποφασιστικό, αποφασιστικότατο, πραγματικά επαναστατικό πόλεμο κατά του Κορνίλοφ. Η εξέλιξη αυτού του πολέμου και μόνο αυτή μπορεί να φέρει εμάς στην εξουσία. Στη ζύμωσή μας πρέπει να μιλάμε λιγότερο γι’ αυτό το πράγμα (χωρίς να ξεχνάμε καθόλου ότι τα γεγονότα μπορούν αύριο κιόλας να μας φέρουν στην εξουσία και τότε δεν θ’ αφήσουμε να μας ξεφύγει από τα χέρια)» (Άπαντα Λένιν, τόμος 34, «Προς την κεντρική επιτροπή του ΣΔΕΚΡ», ΣΕ, σελ. 119-121).

Ύστερα απ’ όλα αυτά η ήττα του Κορνιλοφισμού και η οριστική χρεοκοπία των ηγεσιών των Εσέρων και των Μενσεβίκων που ξανάφτιαξαν κυβέρνηση συνασπισμού με την αστική τάξη, ενισχύει το κύρος του μπολσεβικισμού και ταυτόχρονα τη στροφή των μαζών και των Σοβιέτ -όπως έχουμε ήδη δει εκτενώς- προς τη Λενινιστική γραμμή.

Με γράμμα του στα μέσα του Σεπτέμβρη ο Λένιν απευθύνεται προς την Κεντρική Επιτροπή και στις Επιτροπές Πετρούπολης και Μόσχας του Κόμματος θέτοντας ως κύριο καθήκον την προετοιμασία του Κόμματος για εξέγερση με στόχο την κατάληψη της εξουσίας. «Η Δημοκρατική Σύσκεψη δεν αντιπροσωπεύει την πλειοψηφία του επαναστατικού λαού, παρά μόνο την ηγεσία των μικροαστών συμβιβαστών» επισημαίνει και τονίζει ότι «oι μπολσεβίκοι αφού πήραν την πλειοψηφία στα Σοβιέτ των εργατών και στρατιωτών βουλευτών και στις δύο πρωτεύουσες πρέπει να πάρουν την κρατική εξουσία στα χέρια τους». Υπογραμμίζει δε, ότι, τώρα κρίνεται η τύχη της επανάστασης «επειδή η επικείμενη παράδοση της Πετρούπολης (σ.σ. απ’ τους ρώσους αντεπαναστάτες στρατηγούς στο γερμανικό στρατό) θα ματαιώσει εκατό φορές τις πιθανότητες επιτυχίας μας. Όσο όμως υπάρχει στρατός με τους Κέρενσκι και Σία επικεφαλής του, δεν μπορούμε να εμποδίσουμε την παράδοση της Πετρούπολης. Ούτε τη Συντακτική Συνέλευση μπορούμε να περιμένουμε γιατί πάλι με την παράδοση της Πετρούπολης οι Κέρενσκι και Σία μπορούν κάθε στιγμή να ματαιώσουν τη σύγκλησή της» (Άπαντα Λένιν, τόμος 34, «Οι μπολσεβίκοι πρέπει να πάρουν την εξουσία», ΣΕ, σελ. 239-241).

Με αμέσως επόμενο γράμμα του ο Λένιν διευκρινίζει πλήρως τα πράγματα σε ότι αφορά το καθήκον της εξέγερσης: «Η εξέγερση για να πετύχει, δεν πρέπει να στηρίζεται σε συνωμοσία, ούτε σ’ ένα κόμμα, αλλά στην πρωτοπόρα τάξη, αυτό είναι το πρώτο. Η εξέγερση πρέπει να στηρίζεται στην επαναστατική άνοδο του λαού. Αυτό είναι το δεύτερο. Η εξέγερση πρέπει να στηρίζεται σε τέτοιο σημείο στροφής στην ιστορία της αναπτυσσόμενης επανάστασης, όταν στις πρωτοπόρες γραμμές του λαού παρατηρείται η μεγαλύτερη δραστηριότητα, όταν οι ταλαντεύσεις στις γραμμές των εχθρών και στις γραμμές των αδύνατων, μεσοβέζικων, αναποφάσιστων φίλων της επανάστασης είναι μεγαλύτερες από κάθε άλλη φορά. Αυτό είναι το τρίτο. Και μ’ αυτούς ακριβώς τους τρεις όρους στην τοποθέτηση του ζητήματος της εξέγερσης ξεχωρίζει ο μαρξισμός από τον μπλανκισμό».

Ταυτόχρονα αποκωδικοποιεί την τρέχουσα πολιτική στιγμή λέγοντας: «Βρισκόμαστε στην ευνοϊκή θέση ενός κόμματος που ξέρει σταθερά το δρόμο του, σε στιγμές που ολόκληρος ο ιμπεριαλισμός και ολόκληρος ο συνασπισμός των μενσεβίκων με τους εσέρους έχουν πρωτάκουστες ταλαντεύσεις. Η νίκη μας είναι σίγουρη, γιατί ο λαός έχει πια φτάσει πολύ κοντά στην απόγνωση, κι’ εμείς προσφέρουμε σ’ όλο το λαό μια σίγουρη διέξοδο, γιατί του δείξαμε στις “κορνιλοφικές μέρες” τι αξίζει η καθοδήγησή μας, κι’ έπειτα προτείναμε συμβιβασμό στους ανθρώπους του συνασπισμού, που αρνήθηκαν να τον δεχτούν, χωρίς να έχουν καθόλου σταματήσει οι ταλαντεύσεις τους. Θα ήταν το μεγαλύτερο λάθος να νομίζει κανείς ότι η πρότασή μας για συμβιβασμό δεν έχει ακόμη απορριφθεί, ότι η Δημοκρατική σύσκεψη (σ.σ. το λεγόμενο Προκοινοβούλιο της Δημοκρατίας της Ρωσίας) μπορεί ακόμη να τον δεχτεί. Ο συμβιβασμός προτάθηκε από κόμμα προς κόμματα. Δεν μπορούσε να προταθεί διαφορετικά. Τα κόμματα τον απόρριψαν. Η Δημοκρατική σύσκεψη είναι μόνο μια σύσκεψη και τίποτε παραπάνω. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ένα πράγμα: στη σύσκεψη δεν αντιπροσωπεύεται η πλειοψηφία του επαναστατημένου λαού, η φτωχή και αγανακτισμένη αγροτιά. Είναι σύσκεψη της μειοψηφίας του λαού…» και στο δια ταύτα ο Λένιν καλεί την ομάδα των Μπολσεβίκων να αποχωρήσει από τη λεγόμενη Δημοκρατική Σύσκεψη γιατί «η επανάσταση χάνεται» (Άπαντα Λένιν, τόμος 34, «Ο μαρξισμός και η εξέγερση», σελ. 242-247).

Εξηγώντας παραπέρα την κατάσταση σε σχέση με τα λάθη ορισμένων Μπολσεβίκων ο Λένιν επισημαίνει ότι η συμμετοχή στο Προκοινοβούλιο είναι λάθος όχι κυρίως γιατί η σύσκεψη αυτή είναι όργανο εξαπάτησης του λαού από τους καταπιεστές του αλλά κυρίως γιατί «δεν ανταποκρίνεται στις αντικειμενικές συνθήκες της στιγμής», προσθέτοντας ότι οι ταλαντεύσεις σε μερίδα της ηγεσίας των μπολσεβίκων μπορεί να «αποβούν ολέθριες» και «να χαντακώσουν την υπόθεση» της επανάστασης (Άπαντα Λένιν, τόμος 34, «Από το ημερολόγιο ενός δημοσιολόγου, τα λάθη του κόμματός μας», ΣΕ, σελ. 257-263).

Καταδεικνύοντας όμως την πηγή αυτών των λαθών, αποκωδικοποιεί πλήρως τη διαφορά μεταξύ της αστικοδημοκρατικής επανάστασης του Φλεβάρη και της νέας, της προλεταριακής-σοσιαλιστικής επανάστασης, σε ότι αφορά το συσχετισμό των τάξεων.

«Στη χώρα –γράφει– φουντώνει ολοφάνερα μια καινούργια επανάσταση, επανάσταση διαφορετικών τάξεων (σε σύγκριση με εκείνες που πραγματοποίησαν την επανάσταση ενάντια στον τσαρισμό). Τότε είχαμε επανάσταση του προλεταριάτου, της αγροτιάς και της αστικής τάξης σε συμμαχία με το αγγλογαλλικό χρηματιστικό κεφάλαιο ενάντια στον τσαρισμό. Τώρα φουντώνει η επανάσταση του προλεταριάτου και της πλειοψηφίας των αγροτών, και συγκεκριμένα: της φτωχής αγροτιάς ενάντια στην αστική τάξη, ενάντια στο σύμμαχο αυτής της τάξης, το αγγλογαλλικό χρηματιστικό κεφάλαιο, ενάντια στον κυβερνητικό μηχανισμό της, που έχει επικεφαλής τον βοναπαρτιστή Κέρενσκι…

Τούτη τη στιγμή είναι πιο σπουδαίο να στρέψουμε τη μεγαλύτερη προσοχή στις ταξικές διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα στην παλιά και στην καινούργια επανάσταση, στην εκτίμηση της πολιτικής στιγμής και των καθηκόντων μας από τη σκοπιά του βασικού αυτού φαινομένου, του συσχετισμού των τάξεων. Τότε, στην πρώτη επανάσταση, την εμπροσθοφυλακή την αποτελούσαν οι εργάτες και οι στρατιώτες, δηλαδή το προλεταριάτο και τα πρωτοπόρα στρώματα της αγροτιάς. Αυτή η εμπροσθοφυλακή τράβηξε μαζί της όχι μόνο πολλά από τα χειρότερα, ταλαντευόμενα στοιχεία της μικροαστικής τάξης (ας θυμηθούμε τις ταλαντεύσεις των μενσεβίκων και των τρουντοβίκων σχετικά με τη δημοκρατία), μα και το μοναρχικό Κόμμα των καντέτων, τη φιλελεύθερη αστική τάξη, μετατρέποντάς την σε ρεπουμπλικανική. Γιατί στάθηκε δυνατό να γίνει μια τέτοια μετατροπή;

Γιατί το πάν για την αστική τάξη είναι η οικονομική κυριαρχία, ενώ η μορφή της πολιτικής κυριαρχίας είναι ζήτημα εντελώς δευτερεύον. […]

Τώρα το προλεταριάτο και η φτωχή αγροτιά, δηλαδή η πλειοψηφία του λαού, βρίσκονται σε τέτοιες σχέσεις με την αστική τάξη και το “συμμαχικό” (καθώς και τον παγκόσμιο) ιμπεριαλισμό, που δεν μπορούν “να τραβήξουν” μαζί τους την αστική τάξη. Και κάτι παραπάνω: τα ανώτερα στρώματα της δημοκρατικής μικροαστικής τάξης είναι ολοφάνερα ενάντια στην καινούργια επανάσταση. Το γεγονός αυτό είναι τόσο εξόφθαλμο και δεν χρειάζεται να σταθούμε τώρα σ’ αυτό. […]

Άλλαξε ο συσχετισμός των τάξεων. Αυτή είναι η ουσία. Δεν είναι οι ίδιες τάξεις που στέκουν “από τη μια κι’ από την άλλη πλευρά του οδοφράγματος”.

Αυτό είναι το βασικό.

Σ’ αυτό και μόνο σ’ αυτό βρίσκεται η επιστημονική βάση που μας δίνει το δικαίωμα να μιλάμε για μια καινούργια επανάσταση, η οποία θα μπορούσε κρίνοντας καθαρά θεωρητικά, παίρνοντας το ζήτημα αφηρημένα, να συντελεστεί κατά τρόπο νόμιμο, αν λ.χ. στη Συντακτική Συνέλευση, που συγκάλεσε η αστική τάξη, η πλειοψηφία ήταν ενάντια σ’ αυτή την τάξη, αν η πλειοψηφία ανήκε στα κόμματα των εργατών και των φτωχών αγροτών» (Άπαντα Λένιν, τόμος 34, «Από το ημερολόγιο ενός δημοσιολόγου. Τα λάθη του Κόμματός μας», ΣΕ, σελ. 257-263).

COMMENTS