Μεγάλη Οκτωβριανή Επανάσταση: Ο Λένιν εξιστορεί (3)

Φλεβάρης-Οκτώβρης 1917: Από την πτώση του Τσάρου στην προλεταριακή εξέγερση

ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΟΥΛΗ ΩΣ ΤΟ ΠΡΑΞΙΚΟΠΗΜΑ ΤΟΥ ΚΟΡΝΙΛΟΦ ΤΟΝ ΑΥΓΟΥΣΤΟ

Οι δυσκολίες προσαρμογής του Μπολσεβίκικου κόμματος και ιδίως της Μπολσεβίκικης ηγεσίας στη νέα κατάσταση και τις πολιτικές μεταβολές των αντικειμενικών συνθηκών, όπου η αντεπανάσταση έχει πάρει την πραγματική εξουσία στα χέρια της, είναι μεγάλες. Δηλωτικό όλων αυτών είναι το γεγονός ότι ο Λένιν συνεχίζει να εξηγεί τα νέα πολιτικά καθήκοντα (συνδυασμός νόμιμης και παράνομης δουλειάς) που βάζει η ταξική πάλη μελετώντας συνεχώς την πείρα των επαναστατικών γεγονότων στη διάρκεια των έξι μηνών της επανάστασης με τα άρθρα του «Συνταγματικές Αυταπάτες» (Άπαντα Λένιν, τόμος 34, ΣΕ, σελ. 33-47), «Αρχή του Βοναπαρτισμού» (Άπαντα Λένιν, τόμος 34, ΣΕ, σελ. 48-52), και «Τα διδάγματα της επανάστασης» (Άπαντα Λένιν, τόμος 34, ΣΕ, σελ. 53-69).

Κεντρικό ζήτημα μετά τα γεγονότα του Ιούλη, για την παραπέρα πορεία της επανάστασης και το χαρακτήρα της αντεπανάστασης, ως αντεπανάστασης της αστικής τάξης, είναι να κατανοηθεί ο ρόλος του συμβιβασμού των μικροαστικών κομμάτων –Εσέρων και Μενσεβίκων– και που αυτός οδήγησε. Σημειώνει χαρακτηριστικά ο Λένιν για τις φάσεις που πέρασε η επανάσταση μέχρι να κλείσει ο ειρηνικός δρόμος εξέλιξής της: «Από σκαλί σε σκαλί: Μια και πήραν τον κατήφορο της συμφωνίας με την αστική τάξη, οι εσέροι και μενσεβίκοι κατρακύλησαν ασυγκράτητα και βρήκαν τον πάτο. Στις 28 του Φλεβάρη είχαν υποσχεθεί στο Σοβιέτ της Πετρούπολης ότι θα υποστηρίξουν την αστική κυβέρνηση υπό όρους. Στις 6 του Μάη την έσωσαν από την κατάρρευση και δέχτηκαν να μετατραπούν σε υπηρέτες και υπερασπιστές της, συμφωνώντας να γίνει η επίθεση. Στις 9 του Ιούνη ενώθηκαν με την αντεπαναστατική αστική τάξη σε μια εκστρατεία λυσσαλέου μίσους, ψευτιάς και συκοφαντίας ενάντια στο επαναστατικό προλεταριάτο. Στις 19 του Ιούνη επιδοκίμασαν την επανάληψη του ληστρικού πολέμου που είχε κιόλας αρχίσει. Στις 3 του Ιούλη συμφώνησαν να κληθούν τα αντιδραστικά στρατεύματα: αρχή της οριστικής παράδοσης της εξουσίας στους βοναπαρτιστές. Από σκαλί σε σκαλί. Αυτό το επαίσχυντο τέλος των Κομμάτων των εσέρων και των μενσεβίκων δεν είναι τυχαίο. Είναι αποτέλεσμα της οικονομικής θέσης των μικρονοικοκυρέων, των μικροαστών, που έχει επιβεβαιωθεί πολλές φορές από την πείρα της Ευρώπης» (Άπαντα Λένιν, τόμος 34, «Τα διδάγματα της Επανάστασης», ΣΕ, σελ. 67-68).

Μάλιστα ο Λένιν παρατηρεί, παίρνοντας υπόψη τα πολιτικά κείμενα των Μαρξ και Ένγκελς, ότι η διαδοχή των γεγονότων σε ότι αφορά τη στάση της «μικροαστικής δημοκρατίας» στη Ρωσία μοιάζει απόλυτα με αυτή της Γαλλίας κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, ωστόσο κάνει μια πολύ σημαντική διαπίστωση ως προς μια και μόνη ουσιώδη διαφορά που υπάρχει. Αυτή η διαφορά βρίσκεται στο γεγονός ότι στη Ρωσία δεν έχει λυθεί κανένα από τα ζητήματα που ανέδειξε η επανάσταση σε ότι αφορά την ειρήνη, τη γη, το ψωμί και την ελευθερία.

Καθ’ όλη τη διάρκεια του Ιούλη και μέχρι τα μέσα του Αυγούστου η προσπάθεια του Λένιν είναι να πείσει το κόμμα των Μπολσεβίκων πάνω στις απόψεις που διατυπώνει και τις βασικές γραμμές των οποίων εκθέσαμε παραπάνω. Στο μεταξύ όμως οι προσπάθειες της αντεπανάστασης να καταπνίξουν τα Σοβιέτ εντείνονται με ταχείς ρυθμούς. Η Μόσχα πλέον αποκτάει σημασία επαναστατικού κέντρου και το γεγονός εκδηλώνεται με την απεργία της 12 του Αυγούστου στην οποία συμμετέχουν 400χιλιάδες εργάτες ενάντια στη σύσκεψη της Μόσχας στην οποία έπαιρναν μέρος όλες οι δυνάμεις της αντεπανάστασης καθώς και εκπρόσωποι των κομμάτων των Μενσεβίκων και των Εσέρων. (Άπαντα Λένιν, τόμος 34, «Φήμες για συνωμοσία», ΣΕ, σελ. 73-78). Η αλληλουχία των γεγονότων έδειξε ότι αυτή η σύσκεψη εντασσόταν στο πλαίσιο των ενεργειών και των προετοιμασιών για το πραξικόπημα του Κορνίλοφ που εκδηλώθηκε στα τέλη του Αυγούστου του 1917.

Επιπρόσθετα, όπως αποδείχτηκε αργότερα στο Γενικό Επιτελείο του ρωσικού στρατού υπήρξαν σκέψεις ακόμα και για την παράδοση της Πετρούπολης στους Γερμανούς, μετά την κατάληψη της Ρίγας από τα στρατεύματα του Γουλιέλμου, αποδεικνύοντας «για τη Ρωσία αυτό που όλη η ιστορία έχει αποδείξει για όλες τις χώρες, δηλαδή πως η αστική τάξη θα προδώσει την πατρίδα και δεν θα σταματήσει μπροστά σε κανένα έγκλημα, αρκεί να διατηρήσει την εξουσία της πάνω στο λαό και τα εισοδήματά της» (Άπαντα Λένιν, τόμος 34, «Σχέδιο απόφασης για την τρέχουσα στιγμή», ΣΕ, σελ. 146-147).

Η επανάσταση είναι σε οριακό σημείο και οι Εσέροι και Μενσεβίκοι αφήνουν να διαρρέεται ότι προσπαθούν να εξασφαλίσουν συμμαχία με τους Μπολσεβίκους στο όνομα της αντιμετώπισης της αντεπανάστασης, την οποία «κατανοούν» ως αντεπανάσταση του τσαρισμού και όχι όπως υποστηρίζει ο Λένιν ως αντεπανάσταση της αστικής τάξης, που συμμάχησε με τους τσιφλικάδες και τους μοναρχικούς για να εμποδίσει την πορεία της επανάστασης προς τα μπρος, πορεία την οποία μόνο η εργατική τάξη μπορεί να εγγυηθεί.

Η αντίληψη του Λένιν συμπυκνώνεται στα όσα εκθέτει στο άρθρο του «Φήμες για συνωμοσία» (Άπαντα Λένιν, τόμος 34, «Φήμες για συνωμοσία», σελ. 73-78). Λέει ότι οι Μπολσεβίκοι θα πολεμήσουν την αντεπανάσταση, αλλά δε θα συνάψουν ούτε την ελάχιστη πολιτική συμμαχία με τους Μενσεβίκους και τους Εσέρους γιατί οι τελευταίοι βρίσκονται ήδη σε συνασπισμό με την αντεπανάσταση. «Το καθήκον μας θα ήταν να πάρουμε οι ίδιοι την εξουσία και να αυτοανακηρυχτούμε κυβέρνηση στο όνομα της ειρήνης, της μεταβίβασης της γης στους αγρότες, της σύγκλησης της Συντακτικής Συνέλευσης στην καθορισμένη ημερομηνία σε συμφωνία με τους κατά τόπους αγρότες κτλ» (Στο ίδιο, σελ. 77) και προτείνει μαζί με μια σειρά από οργανωτικά μέτρα, οι Μπολσεβίκοι τώρα να καλέσουν σε εξέγερση, σε περίπτωση γεγονότων αντίστοιχων με αυτά του Ιουλίου, όταν κάλεσαν σε ειρηνικές και οργανωμένες διαδηλώσεις.

Στην πορεία αυτή των γεγονότων ο Λένιν, για να υπηρετηθεί η γραμμή της εξέγερσης, βάζει επί τάπητος και ένα άλλο καθήκον, αυτό της αναπροσαρμογής της προπαγάνδας των Μπολσεβίκων έναντι των μικροαστικών κομμάτων και της κυβέρνησης του Κέρενσκι, που βρίσκεται πλέον στην πρωθυπουργία, προκειμένου να υποστηριχθεί η εξέγερση από τις μικροαστικές μάζες.

«Το κέντρο βάρους –γράφει (τόμος 34, Άπαντα, σελ 114-115)– της προπαγάνδας και της ζύμωσης ενάντια στους εσέρους πρέπει να μετατοπιστεί στο γεγονός ότι αυτοί πρόδωσαν τους αγρότες. Οι εσέροι δεν αντιπροσωπεύουν τη μάζα της αγροτικής φτωχολογιάς, αλλά τη μειοψηφία των ευκατάστατων νοικοκυραίων. Δεν οδηγούν την αγροτιά στη συμμαχία με τους εργάτες αλλά στη συμμαχία με τους καπιταλιστές, δηλαδή στην υποταγή σ’ αυτούς. […]. Πρόδωσε τις καλύβες και πήγε με τα παλάτια, αν όχι τα παλάτια του μονάρχη, πάντως με τα παλάτια όπου οι καντέτοι, αυτοί οι άσπονδοι εχθροί της επανάστασης και αγροτικής επανάστασης ιδιαίτερα, παρακάθονται σε μια κυβέρνηση με τους Τσερνόφ, τους Πεσεχόνοφ, τους Αυξέντιεφ. Μόνο το επαναστατικό προλεταριάτο, μόνο η πρωτοπορία που το συνενώνει, το Κόμμα των Μπολσεβίκων μπορεί να εφαρμόσει στην πράξη το πρόγραμμα της αγροτικής φτωχολογιάς που διατυπώνεται στις 242 εντολές. Γιατί το επαναστατικό προλεταριάτο τραβάει πραγματικά προς την κατάργηση της μισθωτής εργασίας από το μοναδικό σωστό δρόμο, με την ανατροπή του κεφαλαίου και όχι με την απαγόρευση της μίσθωσης εργατών, όχι με το “απαράδεκτο” αυτής της μίσθωσης. Το επαναστατικό προλεταριάτο επιδιώκει πραγματικά τη δήμευση της γης, των σύνεργων και των ζώων εργασίας, των τεχνικών αγροτικών επιχειρήσεων, επιδιώκει να δώσει στους αγρότες αυτό που ποθούν και που δεν μπορούν να τους το δώσουν οι εσέροι.

Να με ποιο τρόπο πρέπει να αλλάξει τώρα η βασική γραμμή των ομιλιών του εργάτη προς τον αγρότη. Εμείς οι εργάτες μπορούμε να δώσουμε και θα σας δώσουμε αυτό που θέλει και αναζητά η αγροτική φτωχολογιά, χωρίς να ξέρει πάντα πως και που να το αναζητήσει. Εμείς οι εργάτες υπερασπίζουμε τα συμφέροντά σας ενάντια στους καπιταλιστές και ταυτόχρονα υπερασπίζουμε τα συμφέροντα της τεράστιας πλειοψηφίας των αγροτών, ενώ οι εσέροι, που βρίσκονται σε συμμαχία με τους καπιταλιστές, προδίνουν αυτά τα συμφέροντα» (Άπαντα Λένιν, τόμος 34, «Από το ημερολόγιο ενός δημοσιολόγου», ΣΕ, σελ. 108-116).

Όμως τα γεγονότα τρέχουν με εκπληκτική ταχύτητα. Εκεί που όλα φαντάζουν σχεδόν χαμένα, στα τέλη Αυγούστου παρατηρείται στροφή των μαζών μέσα στα Σοβιέτ προς την πλευρά των Μπολσεβίκων και ενίσχυση της αριστερής αντιπολίτευσης στα μικροαστικά κόμματα, στους Εσέρους και τους Μενσεβίκους, ενώ η αντεπανάσταση κάνει την ύστατη προσπάθεια για την συντριβή όλων των επαναστατικών θεσμών που αναδείχτηκαν μετά το Φλεβάρη και κυρίως των Σοβιέτ, προχωρώντας στο πραξικόπημα του στρατηγού Κορνίλοφ.

Με τη σύμφωνη γνώμη και τη συμμετοχή στους σχεδιασμούς αρχικά και του επικεφαλής της Προσωρινής κυβέρνησης Α.Φ. Κέρενσκι, ο Κορνίλοφ με στρατεύματα κατευθύνθηκε στην Πετρούπολη για να στηριχτούν οι αντεπαναστατικές οργανώσεις με σκοπό την επίσημη εγκαθίδρυση της στρατιωτικής δικτατορίας, που θα άνοιγε το δρόμο και στην επαναφορά της μοναρχίας. Οι επαναστατημένες μάζες των Σοβιέτ ανταποκρίνονται στο κάλεσμα της ΚΕ των Μπολσεβίκων και ξεσηκώνονται, συγκροτούν επαναστατικές επιτροπές και κόκκινες φρουρές και ανακόπτουν τους στασιαστές. Η ίδια η Προσωρινή κυβέρνηση του Κερένσκι αναγκάζεται από την πίεση των μαζών να εκδώσει διαταγή σύλληψης του Κορνίλοφ για απόπειρα πραξικοπήματος.

Η στροφή των μαζών προς τους Μπολσεβίκους είναι ένα αδιαμφισβήτητο πλέον γεγονός και η αποτροπή του πραξικοπήματος ενισχύει αυτή τη στροφή εντείνοντας τα αδιέξοδα τόσο της αστικής τάξης όσο και των Εσέρων και Μενσεβίκων. Οι Μενσεβίκοι και οι Εσέροι, μπροστά στην οριστική απώλεια της εμπιστοσύνης των μαζών, αρνούνται να συμμετάσχουν σε νέα κυβέρνηση με τους Καντέτους, καθώς μετά την κατάπνιξη του πραξικοπήματος του Κορνίλοφ τέθηκε ζήτημα ανασχηματισμού της κυβέρνησης. Τελικά την 1η Σεπτέμβρη δημιουργείται πενταμελές διευθυντήριο με τη συμμετοχή του Κέρενσκι και χωρίς την επίσημη συμμετοχή των Καντέτων. Στις 2 Σεπτέμβρη οι Μενσεβίκοι και Εσέροι καταλήγουν να προτείνουν σε κοινή ολομέλεια της Κεντρικής Εκτελεστικής Επιτροπής των Σοβιέτ των εργατών, στρατιωτών και αγροτών βουλευτών, να υποστηριχθεί η σύνθεση της νέας κυβέρνησης.

 

ΟΙ «ΑΡΓΟΠΟΡΗΜΕΝΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ» ΤΟΥ ΛΕΝΙΝ

Στο διάστημα αυτό της μιας εβδομάδας, από τις 25 Αυγούστου ως τις 2 Σεπτέμβρη όπου εκδηλώνεται το αποτυχημένο πραξικόπημα του Κορνίλοφ και του γενικού επιτελείου στρατού, πραξικοπήματος ουσιαστικά καθοδηγημένου από την αστική τάξη και τη συμμαχία της με τους τσιφλικάδες, τα πάντα είναι τόσο ρευστά που κατά μία έννοια επαναφέρουν τα πολιτικά πράγματα της Ρωσίας στην πριν τα γεγονότα της 3-5 του Ιούλη κατάσταση. Με μία όμως διαφορά. Η διαφορά έγκειται στο ότι οι επαναστατημένες μάζες της Ρωσίας είναι τώρα πιο έμπειρες και διδαγμένες, έχουν όλα εκείνα τα δεδομένα να αφομοιώσουν την πείρα, που έχουν δώσει 6 μήνες επανάστασης, ενώ και ο συνασπισμός αστών και μικροαστών εξαιτίας αυτού του γεγονότος παρουσιάζει σοβαρά ρήγματα. Κυρίως όμως, οι μάζες είδαν με απτό τρόπο ότι μπόρεσαν να αποτρέψουν το αντεπαναστατικό πραξικόπημα χάρη στη στροφή τους προς τους Μπολσεβίκους και παρά τις ταλαντεύσεις των ηγεσιών των μικροαστικών κομμάτων. Η στροφή αυτή των μαζών επιδρά αποφασιστικά στις ταλαντεύσεις των μικροαστικών κομμάτων και διαμορφώνουν μια ιδιαίτερη σημασίας κατάσταση, που εκφράζεται με την αποφασιστική ενίσχυση της αριστερής αντιπολίτευσης στο εσωτερικό των Εσέρων και των Μενσεβίκων.

Έτσι ο Λένιν διατυπώνει την ανάγκη ενός συμβιβασμού με τους μικροαστούς στη βάση της επαναφοράς της γραμμής των Μπολσεβίκων στην πριν του Ιούλη κατάσταση για δημιουργία σοβιετικής κυβέρνησης από τους Μενσεβίκους και τους Εσέρους, κυβέρνησης απόλυτα υποταγμένης στη θέληση των Σοβιέτ και χωρίς τη συμμετοχή της αστικής τάξης. Οι Μπολσεβίκοι το μόνο που αξιώνουν σύμφωνα με το συμβιβασμό που προτείνει ο Λένιν είναι να διατυπώνουν ελεύθερα τη γνώμη τους μέσα στα Σοβιέτ!

Οι σκέψεις αυτές γίνονται στο διάστημα μεταξύ 25ης Αυγούστου και αποτυπώνονται στο χαρτί ως την 1η Σεπτέμβρη, όπου ακόμα οι Μενσεβίκοι και Εσέροι, μετά την κατάπνιξη του κορνιλοφικού πραξικοπήματος, αρνούνται να κάνουν κυβέρνηση συνασπισμού με τους Καντέτους. Από πρώτη ματιά αυτές οι σκέψεις του Λένιν φαίνονται πλήρως αντιφατικές με όσα έχει διατυπώσει ειδικά για τα μικροαστικά κόμματα μετά τα γεγονότα του Ιούλη. Ωστόσο ο Λένιν παίρνει υπόψη του και δίνει μεγάλη σημασία στο γεγονός της έστω και προσωρινής άρνησης των Εσέρων και Μενσεβίκων να σχηματίσουν κυβέρνηση συνασπισμού με την αστική τάξη, καταρχήν αλλά όχι μόνο σε αυτό. Ας δούμε όμως αναλυτικά τη σκέψη του Λένιν όπως την καταγράφει ο ίδιος στο άρθρο του «Για τους συμβιβασμούς» (Άπαντα Λένιν, τόμος 34, ΣΕ, σελ. 133-139).

Γράφει: «Τώρα στην ημερήσια διάταξη μπαίνει το ζήτημα όχι ενός αναγκαστικού, αλλά ενός θεληματικού συμβιβασμού.

Το Κόμμα μας, όπως και κάθε άλλο πολιτικό κόμμα, επιδιώκει την πολιτική κυριαρχία για τον εαυτό του. Σκοπός μας είναι η δικτατορία του επαναστατικού προλεταριάτου. Μισός χρόνος επανάστασης επιβεβαίωσε με ασυνήθιστη σαφήνεια, δύναμη και πειστικότητα το σωστό και το αναπόφευκτο μιας τέτοιας απαίτησης για το συμφέρον τούτης ακριβώς της επανάστασης, γιατί διαφορετικά ο λαός δεν μπορεί να αποκτήσει ούτε δημοκρατική ειρήνη, ούτε γη για την αγροτιά, ούτε πλήρη ελευθερία (μια πέρα για πέρα λαοκρατική δημοκρατία). Η πορεία των γεγονότων στο μισό χρόνο της επανάστασής μας, η πάλη των τάξεων και των κομμάτων, η εξέλιξη των κρίσεων – 20-21 του Απρίλη, 9-10, 18-19 του Ιούνη, 3-5 του Ιούλη, 27-31 του Αυγούστου – και το έδειξαν και το απόδειξαν αυτό.

Τώρα έχει επέλθει μια τόσο απότομη και τόσο πρωτότυπη στροφή στη ρωσική επανάσταση, που μπορούμε σαν κόμμα να προτείνουμε ένα θεληματικό συμβιβασμό – όχι φυσικά στην αστική τάξη, που είναι ο άμεσος και κύριος ταξικός εχθρός μας, αλλά στους πλησιέστερους αντιπάλους μας, στα “δεσπόζοντα” μικροαστικά-δημοκρατικά κόμματα, στους εσέρους και στους μενσεβίκους.

Μόνο σαν εξαίρεση, μόνο λόγω της ιδιαίτερης κατάστασης που, όπως φαίνεται θα κρατήσει μόνο ένα πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, μπορούμε να προτείνουμε συμβιβασμό σ’ αυτά τα κόμματα και πρέπει νομίζω να το κάνουμε.

Συμβιβασμός από την πλευρά μας είναι η επάνοδος στη διεκδίκηση που είχαμε προβάλλει πριν από τον Ιούλη: όλη η εξουσία στα Σοβιέτ, κυβέρνηση από εσέρους και μενσεβίκους υπόλογη απέναντι στα Σοβιέτ.

Τώρα και μόνο τώρα, ίσως μόνο μέσα σε μερικές μέρες ή σε μια-δυο εβδομάδες, θα μπορούσε μια τέτοια κυβέρνηση να δημιουργηθεί και να σταθεροποιηθεί εντελώς ειρηνικά. Η κυβέρνηση αυτή θα μπορούσε να εξασφαλίσει με πολύ μεγάλες πιθανότητες την ειρηνική κίνηση προς τα μπρος όλης της ρωσικής επανάστασης και με εξαιρετικά μεγάλες πιθανότητες να κάνει μεγάλα βήματα προς τα μπρος το παγκόσμιο κίνημα για την ειρήνη και τη νίκη του σοσιαλισμού.

Μόνο στο όνομα της ειρηνικής αυτής εξέλιξης της επανάστασης, δυνατότητας πολύ σπάνιας στην ιστορία και εξαιρετικά πολύτιμης, δυνατότητας εξαιρετικά σπάνιας, μόνο στο όνομά της οι μπολσεβίκοι, οπαδοί της παγκόσμιας επανάστασης, οπαδοί των επαναστατικών μεθόδων, οφείλουν και μπορούν, κατά τη γνώμη μου, να κάνουν έναν τέτοιο συμβιβασμό.

Ο συμβιβασμός θα συνίστατο στο ότι οι μπολσεβίκοι, χωρίς να έχουν την αξίωση συμμετοχής στην κυβέρνηση (πράγμα αδύνατο για έναν διεθνιστή χωρίς ουσιαστική πραγματοποίηση των όρων της δικτατορίας του προλεταριάτου και της φτωχής αγροτιάς), θα παραιτούνταν από το να προβάλλουν αμέσως τη διεκδίκηση για πέρασμα της εξουσίας στο προλεταριάτο και στους φτωχούς αγρότες, θα παραιτούνταν από τις επαναστατικές μεθόδους πάλης για τη διεκδίκηση αυτή. Όρος που είναι αυτονόητος και όχι καινούργιος για τους εσέρους και τους μενσεβίκους θα ήταν η πλήρης ελευθερία ζύμωσης και η σύγκληση της Συντακτικής Συνέλευσης χωρίς καινούργιες αναβολές, ή και σε συντομότερο ακόμη χρονικό διάστημα.

Οι μενσεβίκοι και οι εσέροι, σαν κυβερνητικός συνασπισμός, θα συμφωνούσαν (με την προϋπόθεση ότι ο συμβιβασμός έχει πραγματοποιηθεί) να σχηματίσουν κυβέρνηση ολοκληρωτικά και αποκλειστικά υπόλογη απέναντι στα Σοβιέτ, με παράδοση στα χέρια των Σοβιέτ όλης της εξουσίας και στις επαρχίες. Αυτός θα ήταν ένας “καινούργιος” όρος. Οι μπολσεβίκοι δε θα έβαζαν νομίζω κανέναν άλλο όρο, υπολογίζοντας στο γεγονός ότι μια πραγματικά πλήρης ελευθερία ζύμωσης και η άμεση πραγματοποίηση ενός νέου δημοκρατισμού στη συγκρότηση των Σοβιέτ (νέες εκλογές Σοβιέτ) και στη λειτουργία τους θα εξασφάλιζαν από μόνες τους την ειρηνική κίνηση της επανάστασης προς τα μπρος, την ειρηνική εξάλειψη της πάλης των κομμάτων μέσα στα Σοβιέτ.

Ίσως αυτό να είναι πια αδύνατο; Ίσως. Αν όμως υπάρχει δυνατότητα ακόμα κι’ ένα στα εκατό, τότε και πάλι θα άξιζε τον κόπο να γίνει προσπάθεια να πραγματοποιηθεί αυτή η δυνατότητα.

Τι θα κέρδιζαν από το “συμβιβασμό” αυτό τα δυο “συμβαλλόμενα” μέρη, δηλαδή οι μπολσεβίκοι, από τη μια, ο συνασπισμός των εσέρων και των μενσεβίκων, από την άλλη; Όταν και τα δύο μέρη δεν κερδίζουν τίποτε, ο συμβιβασμός πρέπει να θεωρείται αδύνατος και τότε είναι περιττό να μιλάμε γι’ αυτόν. Όσο δύσκολος κι αν είναι τώρα (ύστερα από τον Ιούλη και τον Αύγουστο, ύστερα από δυο μήνες που ισοδυναμούν με δυο δεκαετίες “ειρηνικής” νυσταλέας περιόδου) αυτός ο συμβιβασμός, μου φαίνεται πως υπάρχει μια μικρή πιθανότητα πραγματοποίησής του, και η πιθανότητα αυτή έχει δημιουργηθεί από την απόφαση των εσέρων και των μενσεβίκων να μην πάρουν μέρος σε κυβέρνηση μαζί με τους καντέτους.

Εκείνο που θα κέρδιζαν οι μπολσεβίκοι είναι ότι θα αποκτούσαν τη δυνατότητα να κάνουν εντελώς ελεύθερη ζύμωση υπέρ των απόψεών τους και να παλεύουν μέσα σε συνθήκες πλήρους δημοκρατισμού για να ανεβάσουν την επιρροή τους στα Σοβιέτ. Στα λόγια “όλοι” αναγνωρίζουν τώρα στους μπολσεβίκους την ελευθερία αυτή. Στην πράξη η ελευθερία αυτή είναι αδύνατη, εφόσον θα υπάρχει αστική κυβέρνηση, ή κυβέρνηση με τη συμμετοχή της αστικής τάξης, δηλαδή άλλη κυβέρνηση εκτός από σοβιετική. Με μια σοβιετική κυβέρνηση η ελευθερία θα ήταν δυνατή (δεν λέμε: απόλυτα εξασφαλισμένη, ωστόσο όμως δυνατή). Για μια τέτοια δυνατότητα σε τόσο δύσκολους καιρούς θα έπρεπε να δεχτούμε ένα συμβιβασμό με τη σημερινή πλειοψηφία των Σοβιέτ. Μέσα σε συνθήκες μιας πραγματικής δημοκρατίας εμείς δεν έχουμε τίποτα να φοβηθούμε, γιατί η ζωή είναι με το μέρος μας, και μάλιστα η πορεία της ανάπτυξης των ρευμάτων μέσα στα εχθρικά προς εμάς Κόμματα των εσέρων και των μενσεβίκων επιβεβαιώνει το γεγονός ότι έχουμε δίκιο.

Εκείνο που θα κέρδιζαν οι μενσεβίκοι και οι εσέροι θα ήταν ότι θα αποκτούσαν μονομιάς όλη τη δυνατότητα να πραγματοποιήσουν το πρόγραμμα του συνασπισμού τους, στηριζόμενοι στην ολοφάνερα τεράστια πλειοψηφία του λαού και εξασφαλίζοντας για τον εαυτό τους την “ειρηνική” χρησιμοποίηση της πλειοψηφίας στα Σοβιέτ.

Φυσικά, από το συνασπισμό αυτό, που δεν είναι ομοιογενής τόσο γιατί είναι συνασπισμός, όσο και γιατί η μικροαστική δημοκρατία είναι πάντα λιγότερο ομοιογενής απ’ ότι η αστική τάξη ή το προλεταριάτο, από το συνασπισμό αυτό θα ακούγονταν, ίσως δυο φωνές.

Η μια φωνή θα έλεγε: ο δρόμος μας δε συμπίπτει καθόλου με το δρόμο των μπολσεβίκων, με το επαναστατικό προλεταριάτο. […]

Η άλλη φωνή θα έλεγε: [….] Είναι άραγε λογικό να ριψοκινδυνέψουμε με την Κομμούνα; […]

Μπορεί να βρεθεί και μια τρίτη φωνή […] που θα πει: […] και οι δύο είστε με το μέρος εκείνων που κατάπνιξαν την Κομμούνα. […] αν παρά τις προσπάθειές μου ξεσπάσει η Κομμούνα, εγώ θα βοηθήσω μάλλον τους υπερασπιστές της, παρά τους αντιπάλους της…

Η ασυμφωνία στο “συνασπισμό” είναι μεγάλη και αναπόφευκτη, επειδή στη μικροαστική δημοκρατία αντιπροσωπεύονται ένα σωρό αποχρώσεις, αρχίζοντας από τον εκατό στα εκατό μινιστεριαλιστή, πέρα για πέρα αστό, ως το μισοζητιάνο, που δεν είναι ακόμη εντελώς ικανός να περάσει στη θέση του προλετάριου. Και ποιο θα είναι το αποτέλεσμα αυτής της ασυμφωνίας σε κάθε δοσμένη στιγμή της – κανείς δεν το ξέρει»! (στο ίδιο, σελ. 134-139).

Αυτές οι σκέψεις του Λένιν έχουν σημασία κυρίως γιατί διατυπώνονται σε μια στιγμή, που ακόμα δεν έχει κριθεί ούτε η πλήρης επικράτηση της αντεπανάστασης με το «βοναπαρτιστικό» πραξικόπημα, αλλά ούτε και η οριστική νίκη των μαζών ενάντια στην αντεπανάσταση.

Κυρίως όμως αυτό που πρέπει να λάβει υπόψη του κανείς για να αποτιμήσει αυτές τις σκέψεις του Λένιν είναι ότι η μεταβολή της πολιτικής κατάστασης τον Ιούλη έχει θέσει τους Μπολσεβίκους σε καθεστώς ημιπαρανομίας στη δράση τους. Υπ’ αυτό το πρίσμα ο Λένιν προσπαθεί, εκτός από τη γραμμή επίθεσης που έχει (ένοπλη εξέγερση), να διαμορφώσει και γραμμή άμυνας (σοβιετική κυβέρνηση των μικροαστικών κομμάτων). Και διατυπώνει την ανάγκη ενός «θεληματικού συμβιβασμού», αλλά ενός συμβιβασμού ο οποίος το ελάχιστο που υπηρετεί είναι να βγάλει από τη μέση, να αφαιρέσει την εξουσία από την αστική τάξη, τον εμπνευστή, αυτουργό και πραγματικό διοργανωτή του αντεπαναστατικού πραξικοπήματος. Και με τον τρόπο αυτό θέλει να θέσει και πάλι ενώπιον των ευθυνών τους, τους Εσέρους και τους Μενσεβίκους.

Είναι σημαντικό να παρατηρήσουμε σ’ αυτό το εκτενές απόσπασμα των «αργοπορημένων σκέψεων» του Λένιν, που διατυπώνονται στα τέλη Αυγούστου, αρχές του Σεπτέμβρη του 1917, ότι ο συμβιβασμός που προτείνει στηρίζεται στη λογική ότι μπορεί να διασφαλίσει «την ειρηνική κίνηση της επανάστασης προς τα μπρος, την ειρηνική εξάλειψη της πάλης των κομμάτων μέσα στα Σοβιέτ». Όπως μπορούμε να διαπιστώσουμε αυτός ο συλλογισμός δεν διατυπώνεται για πρώτη φορά εδώ. Αντίθετα, έχει διατυπωθεί στο άρθρο του «Σχετικά με τα συνθήματα» (Άπαντα Λένιν, τόμος 34, ΣΕ, σελ. 10-17) που εξηγεί την τακτική των Μπολσεβίκων από τον Απρίλη μέχρι και τον Ιούλη.

Αυτός ο συμβιβασμός παίρνει υπόψη του ότι παρά την ως τότε προδοτική, έναντι της επανάστασης, στάση των μικροαστικών κομμάτων, σ’ αυτή τη φάση προς στιγμήν αρνήθηκαν το σχηματισμό νέας κυβέρνησης με συμμετοχή της αστικής τάξης. Στην πραγματικότητα φανερώνεται η αδυναμία των μικροαστικών κομμάτων να ανταποκριθούν και να υπηρετήσουν με συνέπεια τους αντεπαναστατικούς σχεδιασμούς της αστικής τάξης.

Τους καλεί λοιπόν να κάνουν αυτό που δεν έκαναν ως τον Ιούλη παρά τις εκκλήσεις των Μπολσεβίκων. Αν δεν το κάνουν σ’ αυτή την αποφασιστική στροφή των επαναστατικών γεγονότων «σκέφτεται» ο Λένιν, θα αποκαλυφθεί η εξάρτησή τους από την αστική τάξη και κατά συνέπεια θα γίνει απόλυτα σαφές στις μάζες, που ακόμα τους ακολουθούν, ότι είναι ανίκανοι να εγγυηθούν στην πράξη τα συμφέροντα των κοινωνικών δυνάμεων που εκπροσωπούν. Με τον τρόπο αυτό διευκολύνεται και ενισχύεται η στροφή των μικροαστικών μαζών προς το κόμμα της εργατικής τάξης, που από κοινού εκείνες τις μέρες δίνουν τη μάχη ενάντια στο πραξικόπημα του στρατηγού Κορνίλοφ.

Είναι μια κίνηση από την πλευρά του Κόμματος της εργατικής τάξης που όχι μόνο δεν κλείνει το δρόμο προς τη ΝΕΑ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ, την εξέγερση για τη «δικτατορία του προλεταριάτου και της φτωχής αγροτιάς» αλλά στην κυριολεξία ανοίγει αποφασιστικά τα μάτια των μικροαστικών μαζών για να ξεπεραστούν οι όποιες ταλαντεύσεις τους. Με τον τρόπο αυτό υπηρετείται και η ανάγκη σ’ αυτή τη νέα επανάσταση «οι μικροαστικές μάζες πρέπει όχι μόνο να καθοδηγούνται απ’ το προλεταριάτο αλλά να γυρίσουν την πλάτη τους και στα κόμματα των εσέρων και των μενσεβίκων» (Άπαντα Λένιν, τόμος 34, «Σχετικά με τα συνθήματα», ΣΕ, σελ. 13). Και όλα αυτά γίνονται πάνω και μέσα σε ότι έχει ήδη κατακτήσει η αστικοδημοκρατική επανάσταση του Φλεβάρη, τα σοβιέτ, δηλαδή στο θεσμό που «πραγματώνει» τη «δημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς», «την έτοιμη μορφή της δικτατορίας τους».

Αυτό που επιπρόσθετα πρέπει ακόμα να κρατήσει κανείς από αυτή τη μεγαλοφυή ομολογουμένως σύλληψη του Λένιν, είναι η επιμονή του να παρακολουθήσει κάθε καμπή της ταξικής πάλης για να κρατηθεί ανοιχτή κάθε δυνατότητα για το πέρασμα της εξουσίας στα Σοβιέτ, κάθε δυνατότητα ειρηνικού περάσματος προς το σοσιαλισμό, ακόμα και αν οι πιθανότητες είναι από ελάχιστες ως μηδαμινές, χωρίς ωστόσο να εγκλωβίζεται στη μορφή που θα γίνει το πέρασμα αυτό. «Ίσως αυτό να είναι πια αδύνατο; Ίσως. Αν όμως υπάρχει δυνατότητα κι’ ένα στα εκατό, τότε και πάλι θα άξιζε τον κόπο να γίνει προσπάθεια να πραγματοποιηθεί η δυνατότητα αυτή» σκέφτεται πολύ χαρακτηριστικά. Και το σκέφτεται γιατί ήδη η Ρωσία είναι μια χώρα γεμάτη ερείπια από τη συνέχιση του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και αυτά τα ερείπια θα κληρονομήσει η νέα εξουσία και ο σοσιαλισμός.

Θα λέγαμε ότι εδώ διακρίνεται επίσης και η σταθερή προσήλωση του Λένιν να κρατηθούν οι Μπολσεβίκοι μέσα στην εξέλιξη της ταξικής πάλης, να την παρακολουθούν προκειμένου να χαράζουν σωστά τα καθήκοντα τακτικής για να παρεμβαίνουν αποτελεσματικά στην πορεία των γεγονότων.

Κοντολογίς, η «λαοκρατική δημοκρατία» ή «δημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς» που πραγματώθηκε από τα Σοβιέτ είναι ταυτόχρονα η γραμμή επίθεσης, που θα ανοίξει το δρόμο στο σοσιαλισμό αλλά και η γραμμή άμυνας στο αντεπαναστατικό πραξικόπημα της αστικής τάξης και το ιστορικό πισωγύρισμα. Επιτρέπει την ύπαρξη μιας ευλύγιστης τακτικής από τη μεριά του Κομμουνιστικού Κόμματος προκειμένου η εργατική τάξη να ηγεμονεύσει και να καθοδηγήσει την κίνηση των μικροαστικών μαζών.

Πάνω απ’ όλα όμως αυτός ο συμβιβασμός ο «θεληματικός και όχι αναγκαστικός» δείχνει την απόλυτη προσήλωση του προλετάριου επαναστάτη Λένιν για το πως θα βγάλει από τη μέση την αστική τάξη. Δεν διστάζει να σκεφτεί την οποιαδήποτε πρωτοβουλία ξεπερνώντας ηθικολογικές αναστολές του τύπου: οι εσέροι και οι μενσεβίκοι ήταν αυτοί που κάλεσαν τα αντεπαναστατικά στρατεύματα των Κοζάκων και των Ευέλπιδων στην Πετρούπολη τον προηγούμενο Ιούλη και ανέχτηκαν τις διώξεις και τις δολοφονίες μπολσεβίκων που αξίωναν, σχεδίασαν και καθοδήγησαν οι Καντέτοι.

Υπάρχει όμως και κάτι εξίσου σημαντικό που αναφέρει στο συνοδευτικό κείμενο με το οποίο αποστέλλει στις 3 του Σεπτέμβρη το άρθρο αυτό για δημοσίευση καθώς δεν έγινε κατορθωτό να δημοσιευτεί δύο μέρες πριν, όπως ήταν η αρχική του πρόθεση. Σ’ αυτό το διήμερο που μεσολαβεί ο Λένιν διαβάζει στις εφημερίδες ότι τελικά υπό τον Κέρενσκι δημιουργήθηκε το 5μελές διευθυντήριο, όπως είδαμε παραπάνω, το οποίο δεν είναι σοβιετική κυβέρνηση και έχει την εμπιστοσύνη των Μενσεβίκων και Εσέρων των Σοβιέτ των εργατών, αγροτών και στρατιωτών βουλευτών. Αυτό το συνοδευτικό σημείωμα καταλήγει ως εξής: «Ναι, όλα δείχνουν ότι οι μέρες που κατά σύμπτωση έγινε δυνατός ο δρόμος της ειρηνικής εξέλιξης, ανήκουν πια στο παρελθόν. Δεν μου μένει παρά να στείλω αυτές τις σημειώσεις στη Συντακτική Επιτροπή με την παράκληση να τις τιτλοφορήσει: «Αργοπορημένες σκέψεις»… κάποτε το να γνωρίσει κανείς και τις αργοπορημένες σκέψεις δεν είναι, ίσως, χωρίς ενδιαφέρον. 3 του Σεπτέμβρη 1917» (στο ίδιο, σελ. 139). Το «κάποτε το να γνωρίσει κανείς και τις αργοπορημένες σκέψεις δεν είναι, ίσως, χωρίς ενδιαφέρον» αποτυπώνει πως η σκέψη του Λένιν δεν αντιλαμβάνεται ως αποκλειστικό προϊόν της στιγμής μια τέτοια κίνηση. Αντίθετα, οι σκέψεις αυτές ενέχουν θεωρητικό ενδιαφέρον και αποτελούν επαναστατική πείρα αξιοποιήσιμη από το επαναστατικό και κομμουνιστικό κίνημα στο μέλλον.

Στη δεδομένη στιγμή το σπουδαιότερο θεωρητικό ενδιαφέρον που ενέχουν οι «αργοπορημένες σκέψεις» του Λένιν για έναν συμβιβασμό με τα μικροαστικά κόμματα για επαναφορά του συνθήματος δημιουργίας μιας σοβιετικής κυβέρνησης από τα δοσμένα σοβιέτ σημαίνουν σε απλά ελληνικά και με βάση τα όσα έχουμε δει μέχρι τώρα ότι ο συμβιβασμός που προτείνει ο Λένιν είναι σε τελική ανάλυση η «λαοκρατική δημοκρατία».

Από την άποψη αυτή θα δούμε παρακάτω στην εξέλιξη των γεγονότων ότι η λαοκρατική δημοκρατία τελικά δεν αποτελεί μόνο γραμμή άμυνας απέναντι για την αποτροπή επιβολής στρατιωτικής δικτατορίας από την αστική τάξη, αλλά είναι και μια επιλογή με την οποία ο Λένιν ήθελε να προλάβει και τον ελιγμό της αστικής τάξης για να κρατήσει εγκλωβισμένες μικροαστικές δυνάμεις με τον αστικό κοινοβουλευτισμό. Τέτοιος ελιγμός έγινε με το λεγόμενο Προκοινοβούλιο μετά την αποτυχία του πραξικοπήματος του Κορνίλοφ.

Ουσιαστικά το θεωρητικό ενδιαφέρον των σκέψεων του Λένιν έγκειται στο γεγονός ότι στη διαδοχή των γεγονότων μετά τον Αύγουστο (θα τα δούμε αναλυτικότερα παρακάτω) η αστική τάξη μετά την αποτυχία της να επιβάλει ανοιχτή δικτατορία επιχειρεί να κάνει κάποιες ψευδεπίγραφες παραχωρήσεις στο πλαίσιο ενός υποτυπώδους αστικού κοινοβουλευτισμού για να εξασκήσει πίεση στους μικροαστούς και ο Λένιν για να προλάβει ταυτόχρονα και το πραξικόπημα της αστικής τάξης και τις παραχωρήσεις αστικού κοινοβουλευτικού τύπου, επιχειρώντας να εξασκήσει από τη μεριά της εργατικής τάξη πίεση πάνω στους μικροαστούς, απαντά με τη λαοκρατική δημοκρατία!

COMMENTS