Και μετά την αξιολόγηση;

Η κυβέρνηση εισπράττει καθημερινά τα ευμενή σχόλια από υψηλόβαθμους παράγοντες της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την πορεία της οικονομίας. Φυσικά, όταν ακούνε ή διαβάζουν οι εργαζόμενοι τις δηλώσεις αυτών των παραγόντων πρέπει να «κουμπώνονται», γιατί τίποτα το καλό δεν προμηνύουν γι’ αυτούς.

Αφορούν στην αυστηρή εφαρμογή του προγράμματος, δηλαδή των μνημονιακών δεσμεύσεων, για το οποίο η κυβέρνηση και δια στόματος του πρωθυπουργού έχει δεσμευτεί και δηλώσει κατ’ επανάληψη «ότι θα το εφαρμόσει πιστά»!

Μάλιστα τελευταία ο πρωθυπουργός έχει βαλθεί να εξηγεί το γιατί τα προηγούμενα μνημόνια δεν απέδωσαν και το τρίτο μνημόνιο αποδίδει και θα σημάνει και τη λήξη του τον Αύγουστο του 2018. Και η ερμηνεία που έδωσε ήταν ότι τα προηγούμενα προέβλεπαν ισχυρά πλεονάσματα της τάξης του 4.5%, ενώ η κυβέρνησή του πέτυχε χαμηλότερα πλεονάσματα!

Με χαμηλότερα ή υψηλότερα πλεονάσματα η συζήτηση αυτή δεν έχει κανένα ουσιαστικό νόημα από οικονομική άποψη, γιατί το δεδομένο είναι ότι και με τα χαμηλότερα πλεονάσματα στο πλαίσιο εφαρμογής της μνημονιακής πολιτικής οι προϋπολογισμοί, που καταθέτει η κυβέρνηση, προβλέπουν αύξηση της φορολογίας και ταυτόχρονα μέτρα σε βάρος των εργαζομένων.

Ακόμη και μέσα στο πλαίσιο της συμφωνίας που έχει κάνει η κυβέρνηση φροντίζει να έχει «υπεραποδόσεις» και «υπερπλεονάσματα», πράγμα που σημαίνει ότι ξεπερνάει κατά πολύ και αυτά τα συμφωνημένα μνημονιακά πλεονάσματα, και αυτό με τη σειρά του σημαίνει ότι βάζει πολύ βαθύτερα το «θαυματουργό χεράκι της πολιτικής της» στην τσέπη των εργαζομένων και των συνταξιούχων.

Αυτό το κάνει για δύο βασικούς λόγους: Ο πρώτος είναι για να πετύχει, κατά το δυνατόν, υψηλότερο κονδύλιο για το «κοινωνικό μέρισμα», δηλαδή, αφού πρώτα γδύσει από τη βαριά φορολογία και τις άλλες οικονομικές περικοπές τους εργαζομένους και τους συνταξιούχους, στη συνέχεια να «επιστρέψει» ένα μέρος στους «ασθενέστερους», ως «αντίδωρο», για να δείξει το «κοινωνικό» της πρόσωπο και να περισώσει την εκπεσούσα και ευτελισμένη αριστεροσύνη της. Αποκρουστική η τακτική της κυβέρνησης και αρκούντως «ανανεωτική» στην επινοητικότητά της!

Ο δεύτερος λόγος είναι ότι θέλει να δημιουργήσει το περίφημο μαξιλαράκι, των 15 δισ. ευρώ, για να το χρησιμοποιήσει για την έξοδό της στις αγορές.

Στην ίδια κατεύθυνση της πιστής εφαρμογής των προβλεπόμενων από τις συμφωνίες μέτρων κινείται και η αξιολόγηση, που για την πορεία της τόσο οι περίφημοι «θεσμοί» όσο και η κυβέρνηση έχουν εκφράσει την ικανοποίησή τους και μαζί μ’ αυτούς και ο ΣΕΒ της χώρας μας, ο οποίος, παράλληλα, απαιτεί πολύ περισσότερα αντιλαϊκά μέτρα από την κυβέρνηση. Για την αξιολόγηση θετικές δηλώσεις έκανε και η εκπρόσωπος του Ζαν Κλοντ Γιουνκέρ.

Η κυβέρνηση επιδιώκει, όπως μάθαμε και από τη συνέντευξη που παραχώρησε ο Ευκλείδης Τσακαλώτος στην κρατική τηλεόραση, να κλείσει η αξιολόγηση και αναμένει το σχηματισμό της κυβέρνησης στη Γερμανία για να αρχίσει να συζητάει το ζήτημα της διευθέτησης του χρέους.

Όσο «θεμιτές» και εάν είναι (για λογαριασμό της κυβέρνησης) οι επιδιώξεις της και οι αναμονές της, σε καμία περίπτωση δε μπορούν να παρακάμψουν τα οικονομικά και πολιτικά δεδομένα. Και αυτά είναι πολύ συγκεκριμένα.

Το πρώτο που πρέπει να θεωρείται σίγουρο, και για το οποίο η «Νέα Σπορά» έχει κάνει ήδη λόγο, είναι ότι το πρόγραμμα, και κάτω από τις σημερινές συνθήκες και παρά τις «επιτυχίες» της κυβέρνησης, δε βγαίνει. Πράγμα που σημαίνει ότι η μνημονιακή πολιτική, κάτω από το οποιοδήποτε επίσημο ή ανεπίσημο ένδυμα, θα συνεχιστεί. Επομένως οι εξαγγελίες της κυβέρνησης ότι η χώρα μας θα είναι εκτός μνημονίου και επιτροπείας είναι λόγια του αέρα …επιεικώς!

Το δεύτερο που πρέπει να πάρει κανείς υπόψη είναι οι πολιτικές εξελίξεις σε χώρες – μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδιαίτερα στη Γερμανία. Τα εκλογικά αποτελέσματα από τις πρόσφατες εκλογές δείχνουν ότι η στάση της Γερμανίας θα συνεχίσει στην ήδη γνωστή κατεύθυνση και με μεγαλύτερη επιμονή. Το ίδιο συμβαίνει και με τα εκλογικά αποτελέσματα στην Αυστρία.

Εάν τώρα συνδυάσουμε αυτό το γεγονός και με την «οραματική» πολιτική του Μακρόν για τη Γαλλία και την Ευρωπαϊκή Ένωση, τότε, μπορούμε να καταλήξουμε στο ασφαλές συμπέρασμα ότι η πολυπόθητη διευθέτηση του χρέους για τη χώρα μας θα σημάνει περισσότερα βάρη για τους εργαζόμενους και μάλιστα για μακροχρόνια περίοδο, με δεδομένο ότι αυτή η πολιτική θα είναι πολύ πιο σκληρή και πιο αντιδραστική.

Το συμπέρασμα που βγαίνει είναι απολύτως σαφές. Οι προοπτικές της χώρας μας μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση μόνο ελπιδοφόρες δε μπορεί να θεωρηθούν. Η κυβέρνηση διαψεύδεται και σ’ αυτό το θέμα, αν και καταβάλλει σημαντικές προσπάθειες να πείσει τους εργαζόμενους ότι ήδη έχουν ωριμάσει αλλαγές στην πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις οποίες η Ελληνική κυβέρνηση έχει αποφασιστική συμβολή!

Από αυτήν την άποψη το αίτημα της εξόδου από την Ευρωπαϊκή Ένωση είναι στην πρώτη γραμμή, παίρνοντας υπόψη πως είναι ο βασικότερος άξονας της πολιτικής και οικονομικής ζωής της χώρας μας και πως το οικονομικό μέλλον της εξαρτάται κατά κύριο λόγο από την εφαρμογή της πολιτικής που εκπορεύεται από την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Βέβαια η «Νέα Σπορά» γύρω από την έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση έχει τοποθετηθεί με την αρθρογραφία της και έχει αναλύσει ότι αυτή θα προωθείται στο πλαίσιο της πάλης της κοινωνικής συμμαχίας της εργατικής τάξης και των μικρομεσαίων στρωμάτων για την κατάληψη της πολιτικής εξουσίας, που θα ανοίξει το δρόμο στο σοσιαλισμό.

Στην κατεύθυνση αυτή είναι αναγκαίο να γίνει μια ανακεφαλαίωση για το τι κέρδισε η χώρα μας με την ένταξή της στην ΕΟΚ και αργότερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Και αυτό που βγαίνει ως αδιαμφισβήτητο γεγονός είναι ότι η χώρα μας έχασε και από την παραγωγική της ικανότητα, οδηγήθηκε σε χρεοκοπία, χρησιμοποιήθηκε για τη διάσωση των Γαλλικών και Γερμανικών τραπεζών, εκποιήθηκε η δημόσια περιουσία, έχασε από την πολιτική της αυτοτέλεια με το βάθεμα της πολιτικής, διπλωματικής, στρατιωτικής και οικονομικής εξάρτησης.

Και όλα τα παραπάνω σε μια Ευρωπαϊκή Ένωση, που σπαράσσεται από αντιθέσεις, που δε λέει να ξεκολλήσει από την οικονομική κρίση και που η αποτυχία της είναι πλέον πασιφανής, γεγονός που έχει προκαλέσει τη γενικότερη απογοήτευση των λαών και των εργαζομένων.

COMMENTS