Είναι γνωστό πλέον στους πάντες ότι η Διεθνής Έκθεση της Θεσσαλονίκης εδώ και πάρα πολλά χρόνια έχει πάψει να παίζει τον πραγματικό της ρόλο για τον οποίο ιδρύθηκε. Από μία άποψη η εξέλιξη αυτή αντανακλά και την ίδια την οικονομική και παραγωγική πορεία της χώρας μας. Η ΔΕΘ από χώρος όπου θα παρουσιάζονταν νέα προϊόντα, νέες επιτυχίες σε διάφορους παραγωγικούς τομείς – κυρίως της χώρας μας, έχει μεταβληθεί σε μια πολιτική πασαρέλα, με στημένα ακροατήρια, στην οποία κυριαρχεί ο δικομματικός ανταγωνισμός, παλιότερα μεταξύ ΠΑΣΟΚ και Νέας Δημοκρατίας, σήμερα μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και Νέας Δημοκρατίας.
Ακόμη, όμως, και ως πολιτικός χώρος, όπου κατά κύριο λόγο εξαγγέλλονταν οι οικονομικές πολιτικές – με πρωταγωνιστές την κυβέρνηση και την αξιωματική αντιπολίτευση, χαρακτηριζόταν από τη φτηνή δημαγωγία αντίστοιχα και των δύο. Μετά δε από το 2010, όπου η χώρα μας εισέρχεται στο μονόδρομο της μνημονιακής πολιτικής και των μεσοπρόθεσμων προγραμμάτων, των αξιολογήσεων και της εποπτείας, η ΔΕΘ έχει κατακτήσει επάξια τον τίτλο ενός πολιτικού θεάτρου, στο οποίο οι παραστάσεις του διαφέρουν, κατά βάση, στο πολιτικό σκηνικό σελοφάν, που, στην πραγματικότητα, συγκαλύπτει την προώθηση και εφαρμογή αντιδραστικών και αντιλαϊκών οικονομικών πολιτικών.
Ιδιαίτερα για τα φετινά εγκαίνια γνωρίζουμε από τώρα τις κατευθύνσεις που θα κινηθούν τόσο ο πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας, όσο και ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, Κυριάκος Μητσοτάκης. Ο πρώτος έχει στήσει το σκηνικό της «δίκαιης ανάπτυξης», ο δεύτερος έχει στήσει το σκηνικό της «νέας γενιάς ψεμάτων» από την πλευρά της κυβέρνησης!
Το κυρίαρχο είναι να ξεχωρίσει κανείς ότι οι κατευθύνσεις και των δύο εξυπηρετούν τον ίδιο στόχο. Την εφαρμογή της μνημονιακής πολιτικής, που δεν είναι τίποτα διαφορετικό από μια επιβεβλημένη οικονομική πολιτική από την πλευρά της Ευρωπαϊκής Ένωσης – με τη συμμετοχή βέβαια και της ντόπιας αστικής τάξης.
Μιας οικονομικής πολιτικής εξειδικευμένης για τη χώρα μας, που δικαιολογείται από τη θέση της μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τη χρεοκοπία της, μιας οικονομικής πολιτικής, που, στα γενικά της χαρακτηριστικά, αφορά όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αποσκοπεί στο ξεπέρασμα της οικονομικής κρίσης σε βάρος των εργαζομένων, στην αφαίρεση των εργατικών κοινωνικών κατακτήσεων, αποσκοπεί στο ξεπέρασμα των προβλημάτων που δημιουργεί ο διεθνής ανταγωνισμός στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στην οποία κυρίαρχο ρόλο παίζει η Γερμανία.
Γι’ αυτό το λόγο έχει σημασία να θυμίσουμε μια θέση της «Νέας Σποράς», ότι όποια κυβέρνηση και εάν ερχόταν στη διακυβέρνηση της χώρας θα βρισκόταν μπροστά στο δίλημμα ή της ανοιχτής και πραγματικής σύγκρουσης με την κυρίαρχη πολιτική των μνημονίων, δηλαδή της πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή της αποδοχής της και της επιβολής της με τον έναν ή τον άλλο τρόπο.
Αυτό το γεγονός αφορά ειδικά το ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος παρουσιάστηκε ως αντιμνημονιακή δύναμη, άφηνε δε περιθώρια ακόμη και εξόδου από το ευρώ, «όχι θυσία στο ευρώ» ήταν το προεκλογικό του σύνθημα, που, παραπέρα, υποσχέθηκε την αλλαγή της πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης μέσα από την αλλαγή της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Αποδείχτηκε ότι η υιοθέτηση της αστικής στρατηγικής, της παραμονής στην Ευρωπαϊκή και στο ευρώ από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ, ακύρωσε όλες τις αντιμνημονιακές προγραμματικές δεσμεύσεις του, ακόμη και εάν θεωρήσουμε ότι ήταν ειλικρινείς, πέρα από το γεγονός ότι ήταν ανεπαρκείς και ανεφάρμοστες στο πλαίσιο της παραμονής στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Και η ακύρωση αυτή έγινε από την πρώτη στιγμή της ανόδου του ΣΥΡΙΖΑ στη διακυβέρνηση και καταγράφηκε στη Συμφωνία της 20ης του Φλεβάρη του 2015. Προς επίρρωση των όσων καταθέτουμε θα καταφύγουμε στα λεγόμενα του τότε υπουργού και υπεύθυνου για τις διαπραγματεύσεις Γιάννη Βαρουφάκη στον Πολ Μέισον, που αναφέρονται στο ντοκιμαντέρ «This is a Coup» και από την πλευρά μας τα αντλούμε από άρθρο του Δημήτρη Γιαννόπουλου, πρώην συνεργάτη του Γιάννη Βαρρουφάκη, στα «Επίκαιρα», τεύχος 380, σελ. 42/43:
«Η συμφωνία στο Eurogroup της 20ης Φεβρουαρίου ήταν μια εντυπωσιακή επιτυχία, γιατί στο ανακοινωθέν καταφέραμε να αντικαταστήσουμε το Μνημόνιο με τη φράση “μια λίστα μεταρρυθμίσεων που θα κατέθετε η ελληνική κυβέρνηση”… Η τραγωδία είναι ότι, τέσσερις μέρες μετά, ηττηθήκαμε – σιωπηρά, χωρίς να το μάθει κανείς – και, πρέπει να το ομολογήσω, ήμουν υπόλογος γι’ αυτό. Οι εκπρόσωποι των θεσμών στην τηλεδιάσκεψη στις 24/2/2015 μου δήλωσαν πως η λίστα των μεταρρυθμίσεων που είχαμε ετοιμάσει στις δύο προηγούμενες μέρες δεν θα αντικαθιστούσε το Μνημόνιο των προκατόχων μας»!
Είναι φανερό επομένως πως η «δημιουργική ασάφεια», που αφορούσε τη φράση: «μια λίστα που θα κατέθετε η ελληνική κυβέρνηση» (ποια λίστα και τι θα γινόταν αποδεκτό από τους «θεσμούς»;), έγινε πολύ σαφής και παρέμεινε και μυστική στην τηλεδιάσκεψη της 24ης του ίδιου μήνα.
Από εκεί και μετά μπορούμε να εξηγήσουμε τη στάση κυρίως της Γερμανίας που εξώθησε τα πράγματα πρακτικά μέχρι το κλείσιμο των τραπεζών, τη στάση της κυβέρνησης που έφτασε στην υπογραφή του Γ’ Μνημονίου, την τρίπλα του δημοψηφίσματος, τις εθνικές εκλογές που ακολούθησαν, τη στάση της Νέας Δημοκρατίας, που όλες αυτές οι εξελίξεις δε γίνονταν εν αγνοία της, την ίδια στιγμή που πίεζε την κυβέρνηση να αποδεχτεί τις απαιτήσεις των δανειστών και από την άλλη την εγκαλούσε για αθέτηση των προγραμματικών της δεσμεύσεων!
Σήμερα αστοί δημοσιολόγοι χαιρετίζουν τα όσα κάνει η κυβέρνηση, ότι «έβαλε μυαλό και αναγνώρισε την πραγματικότητα», ότι μιλάει για την επιχειρηματικότητα, ενώ την ενθαρρύνουν να προχωρήσει με πιο τολμηρά βήματα, μπροστά και στη νέα αξιολόγηση, την ίδια στιγμή που προσεκτικά υποδεικνύουν στη Νέα Δημοκρατία να βρει και η ίδια ένα αξιόπιστο «αφήγημα», γιατί τα όσα έκανε μέχρι σήμερα η κυβέρνηση δεν είναι όλα άσχημα!
Οι εργαζόμενοι δεν έχουν να περιμένουν τίποτα από τα όσα ειπωθούν στη ΔΕΘ είτε από την κυβέρνηση είτε από τη Νέα Δημοκρατία. Σημασία έχει να οργανώσουν την πάλη τους ενάντια στην πολιτική που εφαρμόζεται. Και εδώ βέβαια το σημαντικό γεγονός είναι ο ρόλος και η στάση, η πολιτική πρόταση που καταθέτει το ΚΚΕ (γιατί εκ των πραγμάτων και η δική του πολιτική κρίνεται), που η μέχρι τώρα πορεία του δείχνει να μη μπορεί να αξιοποιήσει την παρατεταμένη οικονομική και πολιτική κρίση στη χώρα μας.
COMMENTS