Από τις αρχές του 2008 όλη η οικονομική αρθρογραφία προετοιμάζει τους εργαζόμενους για την επερχόμενη οικονομική κρίση, ενώ η τότε κυβέρνηση μιλάει για την ανάγκη λήψης μέτρων – με βάση τις κατευθύνσεις και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προκειμένου να την αντιμετωπίσει. Η συζήτηση αυτή διεξάγεται γενικότερα σε όλες τις χώρες – μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αποτυπώνεται και σε ανάλογες αποφάσεις της, αντίστοιχα και των κυβερνήσεων.
Έχουμε την άποψη ότι η προετοιμασία για την αντιμετώπιση της επερχόμενης οικονομικής κρίσης και των συνεπειών της έχει ξεκινήσει με τις αποφάσεις της Συνόδου Κορυφής των ηγετών της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη Λισαβόνα πολύ προηγούμενα, στο πλαίσιο του ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τις ΗΠΑ και τη σταθερά ανερχόμενη Κίνα.
Οι αποφάσεις αυτές μπορεί να πάρθηκαν στην κατεύθυνση ανάδειξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως της πιο ισχυρής και ανταγωνιστικής οικονομικής δύναμης του πλανήτη, ταυτόχρονα, όμως, γινόταν προσπάθεια να θωρακιστεί η Ευρωπαϊκή Ένωση από το ξέσπασμα μιας οικονομικής κρίσης στο έδαφος των ΗΠΑ και μεταφοράς της στο έδαφος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο διεθνής ανταγωνισμός είναι και αυτός πηγή οικονομικής κρίσης.
Τα κρισιακά φαινόμενα στην οικονομία των ΗΠΑ είχαν ήδη εμφανιστεί από το 2000 και μετά, σε ολόκληρους κλάδους της οικονομίας των ΗΠΑ (είναι χαρακτηριστική η καταβαράθρωση του δείκτη του χρηματιστηρίου των νέων τεχνολογιών, η μεγάλη κρίση στην αυτοκινητοβιομηχανία των ΗΠΑ, η κατάρρευση της ENRON, κτλ.), την ίδια στιγμή που οι ΗΠΑ, εκμεταλλευόμενες τη διεθνή τους θέση, προσπαθούν να εξάγουν τη δική τους κρίση σε άλλες χώρες.
Θα θυμίσουμε, επίσης, ότι στο κογκρέσο των ΗΠΑ διεξάγονταν συζητήσεις για τον κίνδυνο ξεσπάσματος οικονομικής κρίσης και πρώτος ο Σόρος, πριν το 2000, είχε επισημάνει αυτόν τον κίνδυνο τονίζοντας ότι το χρηματοπιστωτικό σύστημα είναι «παραφουσκωμένο» και ότι είναι υπαρκτός ο κίνδυνος να «σκάσει». Την εκτίμησή του αυτή ο Σόρος τη στήριζε στο πως λειτουργεί το χρηματοπιστωτικό σύστημα στις ίδιες τις ΗΠΑ αλλά και στην κρίση των λεγόμενων Ασιατικών Τίγρεων, που τότε η κρίση τους ήταν ακόμη επίκαιρη, στα «ρήγματα» που παρουσιάστηκαν στο διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Η απάντηση που ερχόταν από τους ιθύνοντες της FED, για τον κίνδυνο ξεσπάσματος οικονομικής κρίσης, ήταν ότι δεν υπάρχει μία μεγάλη «φούσκα», που κινδυνεύει να σκάσει αλλά πολλές μικρές φούσκες, οι οποίες βρίσκονται υπό έλεγχο.
Φυσικά οι ΗΠΑ δεν κατόρθωσαν να αποφύγουν το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, η οποία, βέβαια, μεταδόθηκε πολύ γρήγορα και στην Ευρώπη, ενώ επηρέασε σοβαρά όλες τις καπιταλιστικές χώρες. Βασική εξαίρεση αποτέλεσε η Κίνα, που συνέχισε να αναπτύσσεται, αν και παρατηρήθηκε μια μείωση στους ρυθμούς ανάπτυξής της, που, όμως, σε συνθήκες παρατεταμένης οικονομικής κρίσης, αυτοί οι ρυθμοί ήταν και εξακολουθούσαν να παραμένουν μεγάλοι, που μέχρι σήμερα τους διατηρεί σ’ ένα επίπεδο της τάξης του 6% – 7% – και προβλέπεται ότι θα τους διατηρήσει και στο άμεσο μέλλον.
Αν επικεντρώσουμε στο 2008, τότε που βρισκόμαστε λίγο πριν την επίσημη παραδοχή της οικονομικής κρίσης, γεγονός που κραυγαλέα επιβεβαιώνεται με την κατάρρευση στον τομέα των κατασκευών, τραπεζών και ασφαλιστικών εταιρειών στις ΗΠΑ τον Οκτώβρη του 2008, και παρακολουθήσουμε την οικονομική αστική αρθρογραφία στη χώρα μας θα διαπιστώσουμε ότι τονίζεται η ανάγκη να «σφίξουν τα λουριά» για να μπορέσει η χώρα να ανταπεξέλθει των δυσκολιών που έρχονταν. Πράγμα, βέβαια, που θα είχε τις ανάλογες συνέπειες στη δημοσιονομική πολιτική και στους μισθούς των εργαζομένων.
Από την πλευρά του Κόμματος η οικονομική αρθρογραφία που εμφάνιζε αυτό στο «Ρ» μιλούσε για «προσχηματική κρίση»! Η πιο ευνοϊκή ερμηνεία για αυτήν τη θέση είναι ότι με πρόσχημα την οικονομική κρίση η Ελληνική κυβέρνηση και οι άλλες κυβερνήσεις των καπιταλιστικών χωρών – και της Ευρωπαϊκής Ένωσης) ετοιμάζονταν να πάρουν περαιτέρω αντιλαϊκά μέτρα.
Αυτή η θέση, όμως, άφηνε μετέωρη την εκτίμηση για το εάν υπήρχε στην πραγματικότητα οικονομική κρίση ή ήταν μια προσχηματική επιχειρηματολογία εκ μέρους των αστικών κυβερνήσεων προκειμένου να προωθηθεί η λήψη αντιλαϊκών μέτρων, στο πλαίσιο των γενικότερων κατευθύνσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της αστικής τάξης. Της αφαίρεσης, δηλαδή, εργατικών κατακτήσεων δεκαετιών.
Από μία άποψη άφηνε το περιθώριο σε μια ερμηνεία ότι δεν υπάρχει οικονομική κρίση, ότι ήταν μια απάτη, αλλά την επικαλούνταν οι κυβερνήσεις για να πάρουν αντιλαϊκά μέτρα σε βάρος των εργαζομένων, προκειμένου να αποκτήσουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα οι οικονομίες. Οι οριστικές θέσεις του Κόμματος για την οικονομική κρίση διατυπώνονται σε ημερίδα του Κόμματος στις 14/05/2009, που ήταν αφιερωμένη σ’ αυτό το θέμα.
Πριν, όμως, την ημερίδα του Κόμματος για την οικονομική κρίση διεξάγεται στη βουλή μια προ ημερησίας συζήτηση με θέμα την οικονομία. Σ’ αυτήν τη συζήτηση η τότε Γενική Γραμματέας αναπτύσσει τη θέση του Κόμματος και διατυπώνει την πρόταση διεξόδου του Κόμματος από την οικονομική κρίση. Παραθέτουμε δύο, τα πιο σημαντικά, κατά τη γνώμη μας, αποσπάσματα:
«Η πρόταση διεξόδου από την κρίση που κάνουμε εμείς είναι μια πρόταση διεξόδου που απευθύνεται στη μεγάλη πλειοψηφία του λαού. Απευθύνεται στους εργατοϋπαλλήλους, γενικότερα στους μισθωτούς, στους αυτοαπασχολούμενους στα μικρομάγαζα και στη φτωχή αγροτιά. Και η θέση που έχουμε είναι η εξής: Καμία αυτοσυγκράτηση. Αν αρχίσετε να λέτε ότι αφού κινδυνεύει η οικονομία της αγοράς, αφού κινδυνεύει το καπιταλιστικό σύστημα, αφού κινδυνεύουν οι επιχειρηματίες εμείς δεν έχουμε να κάνουμε τίποτα άλλο παρά να αυτοσυγκρατηθούμε, τότε κυριολεκτικά οι εργαζόμενοι θα χάσουν αυγά και καλάθια… Ήδη έχουν χάσει πάρα πολλά τα τελευταία 20 χρόνια. Και η Ελλάδα και οι άλλες χώρες θα βγουν από την κρίση. Βεβαίως με πάρα πολλά προβλήματα. Αλλά για τους εργαζόμενους θα έχουν μονιμοποιηθεί, για όσο διάστημα υπάρχει αυτό το σύστημα, οι νέες θυσίες που θα έχουν κάνει. Όπως μονιμοποιήθηκαν οι θυσίες που είχαν κάνει σε περίοδο αυξημένων ρυθμών ανάπτυξης και στην Ευρώπη και ιδιαίτερα στην Ελλάδα, που για αρκετά χρόνια ήταν πάνω από το μέσο όρο. Και όταν η ανάπτυξη ήταν ταχύρυθμη θυσίες έκαναν οι εργαζόμενοι και τώρα που υπάρχει κρίση πάλι να κάνουν τα ίδια καλούνται. Και μ’ αυτή την έννοια, καμία αυτοσυγκράτηση!
Μας απασχολεί το εξής ζήτημα: Η ανάπτυξη των αγώνων. Δεν παύει να έχει αξία ο αγώνας κατά κλάδο. Σημασία όμως έχει πια ο ενιαίος αγώνας και το ενιαίο μέτωπο εργατών, αγροτών, αυτοαπασχολουμένων με όλες τις μορφές πάλης που αποφασίζουν. Μαζικοί αγώνες, δυναμικοί και με εκείνα τα αιτήματα τα οποία διασφαλίζουν και να μη χάσουν αυτά που έχουν, που δεν τους φτάνουν, αλλά και να αποσπάσουν κατακτήσεις. Όποιες μπορούν. Δεν είναι εύκολο σε μια περίοδο κρίσης».
Προς αυτήν την κατεύθυνση διατυπώνονται και οι προτάσεις του Κόμματος:
«Γι’ αυτό η δική μας θέση είναι η εξής:
— Αυξήσεις γενναίες. Κανείς δε λέει, ακόμη και το ΠΑΣΟΚ, το κατώτατο στα 1.400 ευρώ. Αυτό, για να ανεβεί η αγοραστική δυνατότητα των εργαζομένων.
— Πρόγραμμα λαϊκής στέγης.
— Αυξήσεις των συντάξεων στο ύψος που διεκδικείται σήμερα. Απορρίπτουμε τα φιλόπτωχα, τα ταμεία και τις ελεημοσύνες.
— Ζητάμε και επιδότηση θέρμανσης. Όχι τα 100 και τα 200 ευρώ το χρόνο.
— Κατάργηση των φόρων που βαραίνουν τα καύσιμα και τα είδη πλατιάς λαϊκής κατανάλωσης. Να ανέβει το αφορολόγητο κατά άτομο. Μπορεί να πάει και στα 20.000 ευρώ.
— Ζητάμε μείωση των τιμολογίων οικιακής κατανάλωσης των πρώην ΔΕΚΟ.
— Μείωση των στρατιωτικών δαπανών που αφορούν το ΝΑΤΟ και τον Ευρωστρατό.
— Να φορολογήσει η κυβέρνηση άμεσα το κεφάλαιο με 45%. Τώρα έφτασε στο 15% η φορολογία για τις εξαγορές και τις συγχωνεύσεις (αυτή η διέξοδος προτείνεται για την έξοδο από την κρίση). Κάποιες επιχειρήσεις να φύγουν από τη μέση και να μείνουν οι λιγότερες… Βεβαίως, αυτό θα έχει και συνέπειες στις απολύσεις.
— Να καταργηθεί ο αναπτυξιακός νόμος που δίνει τζάμπα χρήμα.
— Για να μειωθεί η ανεργία, να γίνουν δημόσιες επενδύσεις με αναπροσανατολισμό του Δ’ Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης και να γίνουν κοινωνικά δημόσια έργα.
— Κατάργηση του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας και του ειδικού φόρου κατανάλωσης στο πετρέλαιο θέρμανσης. Αυτοί οι έμμεσοι φόροι αποτελούν το 60% της σημερινής λιανικής τιμής του. Αυτό να γίνει και στο πετρέλαιο κίνησης αντίστοιχα για τους αγρότες.
— Κατάργηση του ΦΠΑ σε μια σειρά κατηγορίες βασικών ειδών πλατιάς λαϊκής κατανάλωσης, όπως είναι είδη διατροφής, εκπαίδευσης, υγείας.
— Κατάργηση των διοδίων.
Τα νοσοκομεία είναι σ’ αυτό το χάλι, να πεθαίνεις μέσα σ’ ένα αυτοκίνητο του ΕΚΑΒ που σε μεταφέρει γιατί λείπει ο απινιδωτής. Ένα περιστατικό έρχεται στην επιφάνεια και μπορεί να έρθει το υπουργείο και να πει ότι δεν είναι ακριβώς έτσι, να τα φορτώσει μέχρι και στον οδηγό του ΕΚΑΒ. Ξέρουμε όμως πάρα πολύ καλά πως, όταν βγαίνουν οι επιχειρηματίες και λένε «δεν μπορούμε να πουλήσουμε στα νοσοκομεία», αυτό μας φτάνει και ας μην έχουν γίνει γνωστοί ένας, δύο, τέσσερις ή πέντε θάνατοι. Εκεί είναι το θέμα, αλλά είναι μόνο αυτό που ακούς. Τα νοσοκομεία, λέει, είναι χρεοκοπημένες επιχειρήσεις. Από τη στιγμή όμως που θεωρείς επιχείρηση το νοσοκομείο, φυσικό είναι. Και όταν το μετράς με τους όρους που μετράς ένα εργοστάσιο που κατασκευάζει κονσέρβες, θα έχεις κέρδη και ζημιές…
Με αυτή την έννοια εμείς για άλλη μια φορά θα πούμε πως βεβαίως τα κόμματα πρέπει να έχουμε τοποθέτηση απέναντι στην κρίση και πρόταση διεξόδου. Για μας η πρόταση διεξόδου είναι η ανάκαμψη του κινήματος, γιατί έτσι όπως είναι σήμερα το λαϊκό κίνημα δεν μπορεί να αντιμετωπίζει τα προβλήματα. Βεβαίως, δεν μπορούμε να μείνουμε μόνο στο κοινωνικό πεδίο. Αυτό πρέπει να εκφραστεί με καταδίκη στις εκλογές, καταρχήν των δύο κομμάτων που κυβέρνησαν. Να το πούμε καθαρά. Η στάση απέναντι στα μονοπώλια είναι κρίσιμο ζήτημα. Η στάση απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι κρίσιμο ζήτημα και σε τελευταία ανάλυση η στάση απέναντι στο ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα καθορίζει και το σήμερα και το μεσοπρόθεσμο και το μακροπρόθεσμο» («Ρ» 13/02/2009).
Όπως γίνεται κατανοητό η πρόταση διεξόδου που κατέθεσε το Κόμμα στην καλύτερη περίπτωση αντιμετωπίζει τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης, πρόκειται ουσιαστικά για ένα σύνολο προοδευτικών μέτρων – μεταρρυθμίσεων, στο πλαίσιο του αστικού καθεστώτος, που σε καμία περίπτωση δε βγάζουν έξω απ’ αυτό, οι οποίες, μάλιστα, τίθενται και εν αμφιβόλω, αφού… «Μαζικοί αγώνες, δυναμικοί και με εκείνα τα αιτήματα τα οποία διασφαλίζουν και να μη χάσουν αυτά που έχουν, που δεν τους φτάνουν, αλλά και να αποσπάσουν κατακτήσεις. Όποιες μπορούν. Δεν είναι εύκολο σε μια περίοδο κρίσης».
Σε καμία περίπτωση, όμως, δεν αποτελεί η πρόταση αυτή μια πρόταση διεξόδου από την οικονομική κρίση. Είναι μια πρόταση διεκδικήσεων που πρέπει να αγωνιστούν οι εργαζόμενοι, που το κέντρο βάρος της αφορά στη διατήρηση «αυτών που έχουν».
Στην πιο καίρια στιγμή, με την οικονομική κρίση να εντείνεται, το Κόμμα φάνηκε ανέτοιμο να την αντιμετωπίσει με μια προγραμματική πρόταση, ως όφειλε, που θα αποτελούσε και πραγματική διέξοδο, για τη χώρα και για τους εργαζόμενους, που θα κατέγραφε με σαφήνεια τις βασικές οικονομικές και πολιτικές κατευθύνσεις από τη σκοπιά της εργατικής τάξης και των συμμάχων της, που θα υπολόγιζε τις σχέσεις των τάξεων και θα έδινε λύση και στο ζήτημα της εξουσίας. Και αυτό φυσικά συμβαίνει, γιατί επί της ουσίας έχει εγκαταλειφθεί το Πρόγραμμα του 15ου Συνεδρίου, πριν την επίσημη αλλαγή του.
Η πρόταση που κατατίθεται στη συζήτηση στη βουλή προκύπτει ως τέτοια, γιατί δε μπορεί να διατυπωθεί μια πρόταση για ανατροπή του καπιταλισμού μέσα από μια αντικαπιταλιστική ορολογία ούτε φυσικά να διατυπωθεί μια πρόταση διεξόδου συγκεκριμένη, που θα στηρίζεται πάνω στο Πρόγραμμα του 15ου Συνεδρίου, αφού σιωπηρά έχει εγκαταλειφθεί.
Το ξέσπασμα μιας οικονομικής κρίσης, σε τέτοια έκταση και με τέτοιο βάθος (από την πλευρά μας θεωρούμε ότι είναι η βαθύτερη κρίση που έχει αντιμετωπίσει ο καπιταλισμός μέχρι σήμερα και αποτελεί προοίμιο για το βάθος των κρίσεων που έρχονται, παίρνοντας υπόψη πάντα το βαθμό ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και τις αλλαγές που σημειώνονται στην οργανική σύνθεση του κεφαλαίου, τη λεγόμενη τέταρτη βιομηχανική επανάσταση) – μια οικονομική κρίση, που ταλάνισε τα βασικά ιμπεριαλιστικά κέντρα: ΗΠΑ, Ευρωπαϊκή Ένωση, Ιαπωνία, που επεκτάθηκε σε όλες σχεδόν τις καπιταλιστικές χώρες, που προκάλεσε γενικευμένη καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων ταυτόχρονα ή διαδοχικά σε πολλές χώρες – απαιτεί τη διαμόρφωση συγκεκριμένης πρότασης εξόδου, που θα παίρνει υπόψη της την εξέλιξη της ίδιας της κρίσης διεθνώς και ιδιαίτερα στη χώρα μας, θα υπολογίζει συσχετισμούς, διεθνείς και εσωτερικούς, θα παίρνει υπόψη της το επίπεδο της κοινωνικής συνείδησης και της κίνησης των λαϊκών μαζών, θα στοχεύει στην κατάληψη της εξουσίας.
Όπως διαπιστώνουμε από τα βασικά αποσπάσματα που παρατέθηκαν κάτι τέτοιο δεν προκύπτει. Πρόκειται για μια πρόταση που φιλοδοξεί μεν να βάλει σε κίνηση το Εργατικό Κίνημα, να αναπτύξει τους αγώνες των εργαζομένων, των λαϊκών στρωμάτων, που θα χτυπηθούν από την κρίση, στο χαρακτήρα της, όμως, είναι μια αμυντική πρόταση. Περιστρέφεται γύρω από τη διατήρηση των κεκτημένων, παρά τα όποια αιτήματα τίθενται.
Στη συνέχεια η χώρα μας μπλέκει για τα καλά στο λαβύρινθο των μνημονίων, από το Μάη του 2010, εισέρχεται στην εποχή της μνημονιακής πολιτικής, δηλαδή, της πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης προσαρμοσμένης για τη χώρα μας, που τώρα γνωρίζουμε ότι θα διαρκέσει, επισήμως τουλάχιστον, μέχρι το 2060 και που ακόμη και αστοί οικονομικοί αναλυτές τη χαρακτηρίζουν από τέσσερα βασικά χαρακτηριστικά:
Πρώτο, να πάρουν πίσω οι δανειστές τα δανεικά τους και με το παραπάνω. Μ’ αυτόν τον τρόπο ερμηνεύουν τα υψηλά πλεονάσματα που συμφωνήθηκαν με το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης.
Δεύτερο, να ανακάμψει η οικονομία της χώρας μας με τις θυσίες των εργαζομένων. Εκεί αποσκοπούν όλα τα μέτρα που πάρθηκαν και πρόκειται να παρθούν σε βάρος των εργαζομένων.
Τρίτο, να γενικευτεί μια πολιτική στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για λόγους παγκόσμιου ανταγωνισμού, πράγμα που σημαίνει και μια γενική επίθεση σε βάρος των κοινωνικών δικαιωμάτων των εργαζομένων.
Τέταρτο, να ξεπουληθούν τα «ασημικά» της δημόσιας περιουσίας.
Όλα τα παραπάνω στο πλαίσιο μιας πολιτικής αξιοποίησης της γεωστρατηγικής θέσης της χώρας μας από την ντόπια αστική τάξη, που αξιοποιεί αντιθέσεις στην περιοχή και προσβλέπει να γίνει «χαλίφης στη θέση του χαλίφη», που, όμως, εντάσσει τη χώρα και το λαό μας πιο βαθιά στα σχέδια των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων για την ευρύτερη περιοχή και της εντείνει την οικονομική και πολιτική εξάρτηση.
Στη διετία 2010 – 12 αναπτύσσονται αξιοσημείωτοι εργατικοί αγώνες με τη σημαντική συμβολή του ΠΑΜΕ. Αυτήν την περίοδο σημειώνονται σοβαρές κοινωνικές διεργασίες, μεγάλη κινητικότητα μεταξύ των εργαζομένων, διεργασίες που απομακρύνουν εκατομμύρια λαϊκές μάζες από το δικομματισμό της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ.
Ταυτόχρονα γίνεται πιο έντονη η ανάγκη διατύπωσης μιας συγκεκριμένης προγραμματικής πρότασης εξόδου από την οικονομική κρίση και τη χρεοκοπία εκ μέρους του Κόμματος, την ώρα που η αστική τάξη της χώρας μας και οι ηγετικές δυνάμεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης προσπαθούν, και τα καταφέρνουν, να φέρουν το σύνολο των αστικών πολιτικών δυνάμεων σε ενιαία αντίληψη και αντιμετώπιση της κρίσης. Ξεχωρίζει ο ΣΥΡΙΖΑ που προσπαθεί να διατυπώσει ένα προγραμματικό λόγο ενάντια στην πολιτική των μνημονίων, την ίδια στιγμή που υπόσχεται ότι με την πολιτική του θα αλλάξει και την πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Τα πολιτικά στρατόπεδα έχουν σχηματιστεί. Οι πολιτικές είναι απολύτως καθαρές. Από τη μια οι αστικές πολιτικές δυνάμεις με τη μνημονιακή αντίληψη, την παραμονή στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το ευρώ, από την άλλη ανερχόμενες μικροαστικές δυνάμεις, σοσιαλιστικές στα λόγια, που, όμως, έχουν αποδεχτεί την αστική στρατηγική, τονίζοντας, ταυτόχρονα, και τη μερική αμφισβήτησή της, «όχι θυσία στο ευρώ» ήταν το σύνθημα. Τρίτος πόλος το Κόμμα, που, όπως περιγράψαμε δε διατυπώνει μια συγκεκριμένη πρόταση εξόδου από την κρίση με βάση τα ντοκουμέντα του 15ου Συνεδρίου, ενώ διαμορφώνεται και ένας τέταρτος πόλος ανοιχτά φασιστικός, η Χρυσή Αυγή.
Σ’ αυτό το πολιτικό τοπίο η ηγεσία του Κόμματος χάνει την ευκαιρία μιας ουσιαστικής παρέμβασης στην κίνηση των λαϊκών μαζών, το ΠΑΜΕ δεν κατορθώνει να καταστεί ο κύριος εκφραστής της κοινωνικής συμμαχίας. Αργότερα η ηγεσία του Κόμματος θα εκτιμήσει ότι υποτίμησε αυτές τις μετακινήσεις, τις οποίες, βέβαια, τις καρπώθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ με τις εκλογές του Μάη και του Ιούνη του 2012 (και τις διατήρησε και στις επόμενες εκλογικές αναμετρήσεις).
Το τελικό αποτέλεσμα, εν μέσω οξύτατης οικονομικής κρίσης και χρεοκοπίας της χώρας μας, είναι σε βάρος του Κόμματος, που απώλεσε το 50%, περίπου, των δυνάμεών του. Η εκτίμηση της ηγεσίας του Κόμματος ότι οι θέσεις που ανέπτυξε αποτελούν «παρακαταθήκη για το μέλλον» ήταν το υστερόγραφο και η επιβεβαίωση μιας λαθεμένης και θυσιασμένης τακτικής στο όνομα της στρατηγικής, που την ίδια στιγμή αυτή (η στρατηγική) αναγνώριζε ότι ο Ελληνικός λαός δεν ήταν έτοιμος να αποδεχτεί την έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση, πολύ περισσότερο την εργατική εξουσία. Και αυτή η θέση ήταν ένα δείγμα μιας σχηματοποιημένης πολιτικής σκέψης χωρίς δυναμική, προοπτική και πρόβλεψη.
Ο χειρότερος κίνδυνος που υπάρχει για τον επαναστατικό παράγοντα, εν μέσω βαθύτατης οικονομικής και πολιτικής κρίσης, που οι λαϊκές μάζες μετακινούνται κατά εκατομμύρια, 3.5 εκατ. τον αριθμό, εκφράζοντας τη βαθύτατη δυσαρέσκειά τους για την πολιτική που εφαρμόζεται, είναι η ταλάντευση, την ώρα που εργατικές μάζες εγκαταλείπουν τα αστικά κόμματα, την ώρα που έχει αρχίσει η καταστροφή των μικροαστικών στρωμάτων, να μη μπορεί, να μη διαθέτει ο επαναστατικός παράγοντας την ετοιμότητα να παρακολουθήσει και να καθοδηγήσει τις διεργασίες και τις μετακινήσεις των λαϊκών μαζών, να μη διαμορφώνει μια ευέλικτη τακτική, που θα τον φέρνει πιο κοντά στις λαϊκές μάζες, σε τελική ανάλυση να σπέρνει τη σύγχυση με τη στάση του και να «καθαρίζει» την τακτική του μέσα από τη στρατηγική του! Δηλαδή να κάνει τη στρατηγική του σύνθημα ζύμωσης και μόνο. Τώρα είναι πιο καθαρό ότι μια τέτοια πολιτική βοήθησε στην άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ, που συσπείρωσε μικροαστικά στρώματα και εργατικές δυνάμεις.
Από εκεί και μετά, στο επόμενο χρονικό διάστημα, μειώνεται και η ένταση των εργατικών αγώνων, κατά τη γνώμη μας όχι γιατί δεν υπήρχαν οι αγωνιστικές διαθέσεις των λαϊκών μαζών, αλλά επειδή δεν είχαν μπροστά τους μια σαφή πρόταση εξόδου, που θα τις έκφραζε και θα τις συσπείρωνε, που θα τις ωθούσε προς τα μπροστά, που θα τις συνειδητοποιούσε μέσα από την ίδια την ανάπτυξη της δράσης τους, που θα τις έφερνε στο σημείο να αμφισβητήσουν έμπρακτα τους «από πάνω», που θα διεκδικούσαν την εξουσία για λογαριασμό τους μέχρι και την ανατροπή της αστικής τάξης.
Και εάν οι λαϊκές μάζες δεν έφταναν έως αυτό το σημείο θα είχαν κάνει τεράστια βήματα στην κοινωνική και ταξική τους συνείδηση, θα ήταν το παράδειγμα για την εργατική τάξη και γενικότερα για τις λαϊκές μάζες των άλλων χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και αυτό το παράδειγμα θα ήταν μια μεγάλη κατάκτηση. Το Εργατικό Κίνημα στη χώρα μας θα ήταν πιο δυνατό, το πέρασμα της αντιλαϊκής πολιτικής θα συναντούσε σοβαρές αντιστάσεις, η ταξική πάλη θα οξυνόταν, ενώ το ΚΚΕ όχι απλώς δε θα έχανε δυνάμεις, αλλά θα ενδυνάμωνε την πολιτική του παρουσία στη χώρα μας και διεθνώς.
Η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ στη διακυβέρνηση της χώρας, το Γενάρη του 2015, έκφραση μιας γενικευμένης επιθυμίας για απαλλαγή από τη μνημονιακή πολιτική, αλλά όχι και τόσο πολιτικά συγκεκριμενοποιημένης απαίτησης για το πως θα βγει η χώρα από την οικονομική κρίση και τη χρεοκοπία, ταυτόχρονα και δείγμα των διεργασιών στο εσωτερικό της αστικής τάξης αλλά και των ηγετικών κύκλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, φέρνει το ΚΚΕ στη θέση να δυσκολεύεται να καθορίσει τη στάση του απέναντι στην κυβέρνηση με σαφήνεια. Είναι χαρακτηριστικό ότι η ηγεσία του Κόμματος μετά τα εκλογικά αποτελέσματα του ’12 μιλάει για «αναπαλαίωση του αστικού πολιτικού συστήματος», ενώ σήμερα μιλάει για «μετεξέλιξη» του ΣΥΡΙΖΑ. Πρόκειται για έννοιες που έχουν ένα σχετικό διαφορετικό περιεχόμενο.
Ο αντιπολιτευτικός του λόγος αποσκοπεί στην αποκάλυψη της πολιτικής της κυβέρνησης, και σωστά, όχι πάντα με τον καλύτερο τρόπο, χωρίς, όμως, να επιτυγχάνει να αποσπάσει εγκλωβισμένες δυνάμεις από το ΣΥΡΙΖΑ ούτε να αναπτύσσει τη δράση του Εργατικού Κινήματος στα αναγκαία επιθυμητά επίπεδα, που να παρεμβάλει εμπόδια στην εφαρμογή της μνημονιακής πολιτικής. Ταυτόχρονα το μέτωπο ενάντια στη Νέα Δημοκρατία παρουσιάζει σοβαρές αδυναμίες.
Δεν αναλαμβάνει πολιτικές πρωτοβουλίες, που θα φέρνουν την κυβέρνηση σε διάσταση με τις λαϊκές μάζες που την ακολουθούν και ακόμη ελπίζουν, όπως π.χ. να καλέσει την κυβέρνηση να αποχωρήσει από τις συνομιλίες για τη συμφωνία του Φλεβάρη του 2015, μια πρωτοβουλία που θα απευθύνονταν στα τμήματα της εργατικής τάξης και τα μικρομεσαία στρώματα που ακολουθούσαν το ΣΥΡΙΖΑ, που θα όξυνε την αντιπαράθεση και με τη Νέα Δημοκρατία και συνολικά με το μνημονιακό πολιτικό μπλοκ.
Το εμπόδιο είναι η ίδια η πολιτική του, που υποτιμάει την αξία της προώθησης της αποδέσμευσης από την Ευρωπαϊκή Ένωση, σε μια στιγμή που δυναμώνουν γενικά τα αντιευρωενωσιακά αισθήματα των λαϊκών μαζών και που η κυβέρνηση στο δημόσιο λόγο της καταγγέλλει επισήμως ότι εκβιάζεται από τους ισχυρούς εταίρους.
Δεν κινητοποιεί τις λαϊκές μάζες ενάντια στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αφού παραπέμπει την αποδέσμευση για μετά τη σοσιαλιστική επανάσταση, δε βλέπει ότι η παραμονή στην Ευρωπαϊκή Ένωση (και κατ’ επέκταση αποδέσμευση από αυτή) αποτελεί κρίκο των οικονομικών και πολιτικών εξελίξεων στη χώρα μας. Δεν κατανοεί το πως τα αστικά κόμματα δίνουν τη μάχη για την παραμονή της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ανάγοντας αυτήν τη μάχη σε «μάχη των μαχών» στην αντιπολιτευτική τους τακτική απέναντι στο ΣΥΡΙΖΑ.
Και όταν η κυβέρνηση κάνει την πολιτική τρίπλα με το δημοψήφισμα στην πραγματικότητα το υποτιμάει σαν πολιτικό γεγονός, σαν πράξη προσέγγισης των λαϊκών μαζών που ακολουθούν το ΣΥΡΙΖΑ, δε μπαίνει μπροστά δίνοντας το δικό του περιεχόμενο στο «ΟΧΙ», που θα ισοδυναμούσε με ένα τεράστιο όχι των λαϊκών μαζών τόσο στην Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και στην ενδυνάμωση της αμφισβήτησης της πολιτικής της κυβέρνησης, αλλά και στην ενδυνάμωση των δεσμών του Κόμματος με τις λαϊκές μάζες.
Δεν αντιλαμβάνεται τη σημασία του «ΝΑΙ», που προωθεί σύσσωμη η αστική αντιπολίτευση και όλα τα αστικά ΜΜΕ, ότι είναι ζήτημα στρατηγικής σημασίας για την αστική τάξη η παραμονή στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στο ευρώ και επομένως η αποδέσμευση είναι και για την εργατική τάξη στρατηγικής σημασίας στην πορεία της για την κατάκτηση της εξουσίας, για το σοσιαλισμό, δεν κατανοεί ότι το λαϊκό όχι ξεπερνάει το όχι της κυβέρνησης.
Από αυτήν την άποψη το «ΟΧΙ» του δημοψηφίσματος δεν περιείχε απλώς «στοιχεία ριζοσπαστισμού», που εκ των υστέρων δειλά εκτίμησε η ηγεσία του Κόμματος, αλλά μπορούσε να τροφοδοτήσει πολιτικές εξελίξεις, που θα ευνοούσαν την ανάπτυξη του Εργατικού Κινήματος δυναμώνοντας το αίτημα της αποδέσμευσης, δυναμώνοντας την επιχειρηματολογία και την παρέμβαση του Κόμματος και της κοινωνικής συμμαχίας για συνολική ανατροπή της εφαρμοζόμενης πολιτικής.
Αυτό, όμως, απαιτούσε και προϋπέθετε και την κατάθεση μιας συγκεκριμένης πολιτικής προγραμματικής πρότασης, που θα αντικαθιστούσε το θολό λόγο της γενικής αναφοράς για εργατική εξουσία, της θέσης για το νόμισμα, που άφηνε τα περιθώρια για συγχύσεις και να εκλαμβάνεται ή και να αξιοποιείται ως ενισχυτικό στοιχείο μιας πολιτικής αντιπαράθεσης ανάμεσα στην αστική αντιπολίτευση και την κυβέρνηση, που οδηγούσε την ηγεσία του Κόμματος σε μια κοπιαστική προσπάθεια να εξηγήσει και να διαφοροποιήσει τη θέση της από το επιχείρημα, που χρησιμοποιούσαν αντίπαλες πολιτικές δυνάμεις, ότι: «ακόμη και το ΚΚΕ δεν υποστηρίζει την αποχώρηση από το ευρώ», που στις πλατιές λαϊκές μάζες ισοδυναμούσε, από μία άποψη, με παραμονή στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Και αυτό το γεγονός μπορεί να εξηγηθεί. Το «ΝΑΙ» που υποστήριζε η αστική αντιπολίτευση συνοδευόταν, παράλληλα, από την επιχειρηματολογία ότι ένα ενδεχόμενο «ΟΧΙ» θα οδηγούσε όχι μόνο έξω από το ευρώ αλλά και από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Το συμπέρασμα είναι ότι δεν υπήρξαν δύο ξεκάθαρες προγραμματικές προτάσεις μπροστά στον Ελληνικό λαό, που η μία θα αφορούσε την αστική τάξη και η άλλη τις λαϊκές κοινωνικές δυνάμεις, που πλήττονταν από την οικονομική κρίση και που θα συσπειρώνονταν γύρω απ’ αυτήν και που ο πολιτικός εκφραστής τους θα ήταν το ΚΚΕ, στο δρόμο για την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας, έτσι ώστε ο αρχικά μικροαστικός πολιτικός λόγος του ΣΥΡΙΖΑ να μην πιάνει και να μην κατορθώνει να εγκλωβίζει λαϊκές δυνάμεις. Και αυτό το γεγονός δε βοήθησε στην ανάπτυξη της δράσης τόσο του ίδιου του ΚΚΕ όσο και του Εργατικού Κινήματος.
Σήμερα βρισκόμαστε μπροστά σε ένα ΣΥΡΙΖΑ που έχει πλήρως αστικοποιηθεί, που και τα λόγια για το σοσιαλισμό έχουν εξαφανιστεί. Βρισκόμαστε μπροστά στην εφαρμογή του τρίτου μνημονίου και του συμπληρωματικού μνημονίου, που υπηρετούν τα συμφέροντα της ντόπιας αστικής τάξης και της διεθνούς ολιγαρχίας, τόσο των ισχυρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσο και των ΗΠΑ, ενώ αναμένεται μια νέα αξιολόγηση, που θα συνοδευτεί με νέα αντιλαϊκά μέτρα.
Κλείνει ένας κυβερνητικός κύκλος των ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, που επισημοποιεί την εφαρμογή της μνημονιακής πολιτικής μέχρι το 2060. Πρόκειται για μια μακροπρόθεσμη δέσμευση, που αντίστοιχα η αστική τάξη προσπαθεί να τη συνοδεύσει και με τη μακροπρόθεσμη σταθεροποίηση του αστικού πολιτικού συστήματος, αυτό δείχνουν οι διεργασίες που εξελίσσονται.
Βρισκόμαστε μπροστά σε ένα αποδυναμωμένο Εργατικό Κίνημα, που ενώ πάλευε να διατηρήσει τα όσα είχε και ίσως να πετύχει και μερικές κατακτήσεις, τώρα αγωνίζεται για την αναπλήρωση των απωλειών.
Βρισκόμαστε μπροστά σε μια προσπάθεια να ακυρωθεί η οποιαδήποτε παρέμβαση αμφισβήτησης της κυρίαρχης πολιτικής, να μην υπάρξουν ρήγματα, να εμπεδωθεί στις λαϊκές μάζες ότι δεν υπάρχει καμία άλλη εναλλακτική πολιτική πέραν αυτής που εφαρμόζεται. Όσο περισσότερα προβλήματα φέρνει αυτή η πολιτική τόσο περισσότερο καθαγιάζεται.
Τα αστικά κόμματα και τα αστικά ΜΜΕ «επί τω έργω». Η αποτυχημένη Ευρωπαϊκή Ένωση, που σε σύντομο χρονικό διάστημα θα φτάσει να έχει 100 εκατομμύρια ανθρώπους κάτω από το όριο φτώχιας υμνείται ως όραμα. Η λεγόμενη ιδιωτική πρωτοβουλία προβάλλεται ως η μόνη λύση για την ανάπτυξη. Η αφαίρεση των κοινωνικών δικαιωμάτων των εργαζομένων, η απελευθέρωση των απολύσεων, η μείωση των μισθών και των συντάξεων, η έλλειψη κοινωνικής ασφάλισης, πρόσβασης στα νοσοκομεία βαφτίζονται σε αναπτυξιακά ατού και το γενικότερο τοπίο της εξαθλίωσης ευνοϊκό κλίμα εμπιστοσύνης για επενδύσεις.
Τα αστικά κόμματα εναλλάσσονται στην εξουσία, αντιστρέφουν το ρόλο τους για να αντιστρέψουν μια κοινωνική πραγματικότητα με πολλαπλασιαζόμενες τις χαίνουσες πληγές των λαϊκών μαζών. Η εργασιακή ανασφάλεια γίνεται το έναυσμα για να αυξάνεται η ένταση της κατασταλτικής πολιτικής στο όνομα της ασφάλειας, της τήρησης του νόμου και της τάξης.
Νομίζουμε ότι τα ερωτήματα που θέσαμε μέσα από αυτήν τη σειρά της αρθρογραφίας μας απαντήθηκαν. Εάν υπήρχε και μια διαφορετική πολιτική από την πλευρά του Κόμματος υπήρχαν δυνατότητες τα πολιτικά πράγματα στη χώρα μας να είχαν διαφορετική πορεία.
Σήμερα βρισκόμαστε μπροστά στην πρόκληση μιας μακρόχρονης μνημονιακής πολιτικής. Μια νέα ματιά στη μέχρι τώρα πολιτική του Κόμματος για να αντιμετωπίσει τη σταθεροποίηση της αστικής πολιτικής είναι απολύτως απαραίτητη με πολύ συγκεκριμένους όρους.
COMMENTS