Κυπριακό ζήτημα: Ένα σχόλιο για τη θέση της «Νέας Σποράς»

Δύο αναγνώστες μας εκφράσανε με παρατηρήσεις τους τις διαφωνίες ή και τις απορίες τους για το άρθρο μας: «Για το Κυπριακό ζήτημα». Κυρίως στάθηκαν για τη θέση μας ως προς τη Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία (ΔΔΟ) και σε μία θέση που αναπτύξαμε ότι: «Από τις ίδιες τις μέχρι τώρα εξελίξεις πρώτη και βασική προϋπόθεση για την επίλυση του Κυπριακού ζητήματος είναι να χαρακτηριστεί ως θέμα εισβολής και κατοχής, γι’ αυτό το λόγο πρέπει να απεμπλακεί από τον ιμπεριαλιστικό κλοιό. Να απεμπλακεί από την Ευρωπαϊική Ένωση. Έως τώρα είναι οι ΗΠΑ, η Βρετανία και η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση που έχουν καθορίσει το πλαίσιο επίλυσης του Κυπριακού ζητήματος. Και είναι αυτές οι δυνάμεις που έχουν παράξει τα σχέδια Ανάν και τις παραλλαγές του».

Αυτή η θέση παρεξηγήθηκε και θεωρήθηκε ότι η «Νέα Σπορά» χαρακτηρίζει το Κυπριακό ζήτημα ως αποκλειστικά ζήτημα εισβολής και κατοχής. Μια προσεκτικότερη ματιά, όμως, στο άρθρο μας θα έλυνε τη διαφωνία ή την απορία των δύο φίλων αναγνωστών μας. Και αυτό για έναν απλό λόγο.

Η βάση πάνω στην οποία επιχειρείται να επιλυθεί το Κυπριακό ζήτημα είναι μία παραλλαγή του σχεδίου Ανάν. Αυτή η βάση του σχεδίου παρακάμπτει να παρουσιάσει το Κυπριακό ζήτημα ως ζήτημα εισβολής και κατοχής. Θα πρέπει, επίσης, να γνωρίζουμε ότι οι συνομιλίες που έγιναν στο Μον Πελεράν αλλά και στο Κρανς Μοντάνα κατά τον ίδιο τρόπο παρακάμπτανε αυτό το ζήτημα. Και όμως…

Αυτό το ζήτημα είναι θεμελιώδες, γιατί η εισβολή των Τουρκικών στρατευμάτων και η κατοχή ενός τμήματος της Κύπρου, ως απάντηση βέβαια στο πραξικόπημα σε βάρος του Μακαρίου, προσδιορίζει τη διχοτόμηση της Κύπρου, το διαχωρισμό του πληθυσμού σε δύο εδαφικές ζώνες, στις οποίες ζουν οι Ελληνοκύπριοι και οι Τουρκοκύπριοι σήμερα, ως αποτέλεσμα της αναγκαστικής μετακίνησης του πληθυσμού. Κατ’ επέκταση προσδιορίζει και την εδαφική διζωνική σχέση μεταξύ των δύο Κοινοτήτων, που επεκτείνεται και στη συγκρότηση της Ομοσπονδίας, στην πραγματικότητα Συνομοσπονδίας.

Η θέση της Ελληνικής και Ελληνοκυπριακής πλευράς για την κατάργηση της ύπαρξης εγγυητριών δυνάμεων και ως εκ τούτου για την ανάγκη απομάκρυνσης των Τουρκικών στρατευμάτων δεν αντιστοιχεί στο χαρακτήρα του Κυπριακού ζητήματος ως ζητήματος εισβολής και κατοχής.

Και αφού η εισβολή και η κατοχή έφερε τον ολοκληρωτικό εδαφικό διαχωρισμό, δηλαδή, στην πραγματικότητα, τη διχοτόμηση του νησιού, η συνέχεια με βάση τα σχέδια, τα οποία υπάρχουν στο τραπέζι και συζητούνται, είναι η δημιουργία δύο συνιστώντων κρατών ανεξάρτητων μεταξύ τους. Εδώ δε μπορεί να υπάρξει καμία άλλη ερμηνεία, παρά μόνο ότι μονιμοποιείται η διχοτόμηση.

Ορισμένοι δεν εννοούν να καταλάβουν ότι δε βρισκόμαστε το 1965, δεν εννοούν να καταλάβουν ότι δεν έχουν καμία ισχύ πλέον οι συμφωνίες μεταξύ του Μακαρίου – Ντεκτάς (1977), Κυπριανού – Ντεκτάς (1979), ούτε καν ισχύουν τα όσα συμφώνησαν οι Χριστόφιας – Ταλάτ. Η διαπραγμάτευση Μεταξύ Αναστασιάδη και Ακινζί ήταν μια «εξ αρχής διαπραγμάτευση», όπως ακριβώς μας τονίζει και η τελευταία ανακοίνωση του ΑΚΕΛ, την οποία και ανάρτησε η «Νέα Σπορά» για ενημέρωση των αναγνωστών της.

Σ’ αυτήν τη διαπραγμάτευση δεν τηρήθηκε ούτε και η θέση για τη διεύρυνση των συμμετεχόντων στη διάσκεψη με τα μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Ούτε η Ελληνική κυβέρνηση ούτε ο Αναστασιάδης επέμειναν σ’ αυτήν τη θέση. Η διαπραγμάτευση παρέμεινε στα στενά πλαίσια της πενταμερούς, ικανοποιώντας τη βασική απαίτηση της Τουρκίας, αλλά την ίδια στιγμή και οι άλλες δυνάμεις (ΗΠΑ, Βρετανία, Ευρωπαϊκή Ένωση, Γαλλία κτλ.) που παίζουν ενεργό ρόλο στις συνομιλίες δεν είχαν καμία όρεξη να ξεφύγουν από την πενταμερή και να δουν μπροστά τους την Κίνα ή τη Ρωσία και τα άλλα μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας.

Στην πραγματικότητα οι συνομιλίες εγκλωβίστηκαν στην πενταμερή, στην οποία έπαιζαν ουσιαστικό ρόλο οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις της Δύσης και τα μονοπώλιά τους, που κατά βάση ενδιαφέρονται για την εκμετάλλευση των κοιτασμάτων αερίου στην Κυπριακή ΑΟΖ και που ήδη έχουν υπογραφεί τα σχετικά συμβόλαια.

Επί της ουσίας αυτό που παίζεται σήμερα με το Κυπριακό ζήτημα είναι η εμπλοκή των ενδιαφερομένων κρατών και των μονοπωλίων τους να εκμεταλλευτούν τα κοιτάσματα αερίου και να φτάσουν σε μια λύση για το Κυπριακό ζήτημα, που θα αφορά και το πρόβλημα της διευθέτησης των εγγυητριών δυνάμεων, την αποχώρηση των Τουρκικών στρατευμάτων, μέσα από ένα χρονοδιάγραμμα (18 χρόνια απαιτεί η Τουρκία και επανεξέταση) και πιθανώς την επιστροφή μέρους των προσφύγων στις εστίες τους και επιστροφή μέρους των κατεχομένων (πράγμα πολύ αμφίβολο). Ταυτόχρονα συζητείται και το ζήτημα της σύνθεσης και των αρμοδιοτήτων της Κεντρικής κυβέρνησης.

Με δύο λόγια δε μπαίνει θέμα μη ύπαρξης δύο ανεξάρτητων συνιστώντων κρατών και με την έννοια αυτή δεν υπάρχει και θέμα Δικοινοτικής Διζωνικής Ομοσπονδίας, έτσι, όπως πρόβλεπαν προηγούμενες συμφωνίες. Η εξέλιξη αυτή συνιστά μια ντε φάκτο διχοτόμηση. Η επιμονή πάνω στην έννοια της ΔΔΟ με την τροπή που έχουν πάρει οι συνομιλίες δεν αντιμετωπίζει τη σημερινή διαμορφωμένη κατάσταση.

Ουσιαστικά οι εξελίξεις όπως δρομολογήθηκαν για το Κυπριακό ζήτημα αποκαλύπτουν ότι: οι αστικές τάξεις της Ελλάδας, της Τουρκίας και της Κύπρου, πλαισιωμένες από εκείνες τις δυνάμεις (ΗΠΑ, Βρετανία, Ευρωπαϊκή Ένωση) – και κάτω από την πίεσή τους και τους γεωστρατηγικούς σχεδιασμούς, αλλά και κάτω από την πίεση της Τουρκίας, διχοτομούν την Κύπρο με τη μορφή δύο συνιστώντων ανεξάρτητων κρατών. Πάνω σ’ αυτήν τη βασική κατεύθυνση επιχειρούνται να «κουμπώσουν» όλα τα υπόλοιπα ζητήματα, το εδαφικό, το προσφυγικό, η απομάκρυνση των Τουρκικών στρατευμάτων, ο ρόλος της Κεντρικής κυβέρνησης κτλ. Περιλαμβανομένης και της παραμονής των Βρετανικών – Νατοϊκών στρατιωτικών βάσεων.

Και εδώ προκύπτει ένα βασικό πολιτικό ζήτημα. Οι αστικές τάξεις – και τα κόμματά τους, έχουν δρομολογήσει εξελίξεις, που κατά τη γνώμη μας σημαίνουν διχοτόμηση της Κύπρου. Ποιες είναι εκείνες οι δυνάμεις, κοινωνικές και πολιτικές, που θα αναλάβουν να προσδιορίσουν, να αναδείξουν και να παλέψουν για μια δίκαιη λύση του Κυπριακού ζητήματος; Αυτές οι κοινωνικές δυνάμεις είναι η εργατική τάξη και οι σύμμαχοί τους, τα μικρομεσαία στρώματα, από όλες τις εθνότητες της Κύπρου.

Αυτές τις κοινωνικές δυνάμεις κατά κυρίαρχο τρόπο μπορεί να τις συσπειρώσει το ΑΚΕΛ, το οποίο μέχρι τώρα με την πολιτική του γραμμή δε δείχνει να μπορεί. Κατά τη «Νέα Σπορά» το ΑΚΕΛ θα έπρεπε να υιοθετήσει αυτήν την πολιτική κατεύθυνση, την οποία αναφέραμε στο προηγούμενο άρθρο μας.

Γράφαμε: «Το ξεπέρασμα αυτής της κατάστασης δε μπορεί παρά να γίνει στη βάση της ενότητας όλων των εθνοτήτων της Κύπρου, στηριγμένης στην αναγνώριση της ισοτιμίας, όλων των δικαιωμάτων των εθνοτήτων, της ελεύθερης κίνησης και εγκατάστασης, της κατοχύρωσης των θρησκευτικών και εκπαιδευτικών δικαιωμάτων».

Και συνεχίζαμε: «Αυτή η κατεύθυνση αλλάζει την πολιτική βάση της επίλυσης του Κυπριακού ζητήματος. Και την αλλάζει γιατί φέρνει στο προσκήνιο τις λαϊκές δυνάμεις όλων των εθνοτήτων στη βάση των δικών τους συμφερόντων. Και εδώ είναι ο ιδιαίτερος ρόλος που μπορεί να παίξει το ΑΚΕΛ ως πολιτικός εκφραστής μιας τέτοιας πολιτικής κατεύθυνσης, που μπορεί να είναι ο συνδετικός πολιτικός φορέας των κοινωνικών δυνάμεων των εργαζομένων και των μικρομεσαίων στρωμάτων όλων των εθνοτήτων».

Για να καταλήξουμε: «Αυτή η προσέγγιση δεν καταργεί τις εθνότητες, αντίθετα τις φέρνει πιο κοντά. Τις ενώνει πιο πολύ κάτω από την έννοια ενός ενιαίου κράτους, που θα λαμβάνει υπόψη την αντιπροσωπευτικότητά τους και την κατοχύρωση της εθνικής ανεξαρτησίας και κυριαρχίας της Κύπρου. Ούτε παραπέμπει την επίλυση στο σοσιαλισμό. Είναι πολιτική κατεύθυνση άμεσης διεκδίκησης με αντιιμπεριαλιστικό, αντιμονοπωλιακό, δημοκρατικό περιεχόμενο». Επομένως η αντιπροσωπευτικότητα των εθνοτήτων μπορεί να πάρει μια άλλη μορφή, η οποία θα απορρέει από το χαρακτήρα των κοινωνικών δυνάμεων. Και αυτή η λύση δεν παραπέμπεται στο σοσιαλισμό.

Με την έννοια αυτή όσες από τις αστικές δυνάμεις συμφωνήσουν πάνω στο βασικό ζήτημα, την επίλυση του εθνικού ζητήματος, της Κύπρου ως ενιαίου κράτους, χωρίς ξένες στρατιωτικές βάσεις, χωρίς ένταξη στο ΝΑΤΟ και με κατοχυρωμένα τα δικαιώματα όλων των εθνοτήτων μπορούν να συνδράμουν προς αυτήν την κατεύθυνση. Όσες και εάν…

Όσοι θεωρούν ως αναγκαστικό το πέρασμα από τη ΔΔΟ αυτό που μπορούμε να τους πούμε είναι ότι δε λαμβάνουν υπόψη τους την πραγματικότητα, έτσι, όπως έχει διαμορφωθεί σήμερα. Αυτή η πραγματικότητα αποκλείει το πέρασμα από τη ΔΔΟ. Και επειδή δεν είμαστε εύκολοι στις «κουβέντες» δεν πρόκειται να τους κατηγορήσουμε ότι υπηρετούν στην πράξη τη διχοτόμηση της Κύπρου.

Θα τους πούμε, όμως, ότι όλη η μελέτη πάνω στο εθνικό ζήτημα των Κλασσικών του Μαρξισμού – Λενινισμού δεν περιλαμβάνει την έννοια της ομοσπονδίας στην επίλυση του εθνικού ζητήματος, εκτός από μία και μοναδική περίπτωση: την Ιρλανδία, όπου ο Καρλ Μαρξ αποδέχτηκε τελικά την ομοσπονδία με τη Βρετανία μόνο ως προσωρινή λύση.

Τέλος για να κλείσουμε και το ζήτημα της θέσης της Σοβιετικής Ένωσης του 1965. Για τη διατύπωση αυτής της θέσης πρέπει να ληφθεί υπόψη η κατάσταση εκείνης της εποχής. Η θέση αυτή ήταν απόρροια των συνθηκών που επικρατούσαν, ως αποτέλεσμα των γεγονότων του 1963 – 64.

Πρέπει να ληφθεί επίσης υπόψη ότι η Σοβιετική Ένωση είχε προειδοποιήσει αυστηρά την Τουρκία ότι δε θα μείνει αδιάφορη σε μια στρατιωτική επέμβαση στην Κύπρο. Η θέση αυτή αποσκοπούσε στην αποφυγή της Νατοποίησης της Κύπρου με ταυτόχρονη κατοχύρωση όλων των δικαιωμάτων των εθνοτήτων. Δεν περιλάμβανε μετακινήσεις πληθυσμών ούτε εδαφικό διαχωρισμό.

Ποιοι από τους όρους αυτής της θέσης ισχύουν σήμερα με τις συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί και με τα τετελεσμένα της εισβολής και κατοχής, με τη συμφωνία για δύο ανεξάρτητα συνιστώντα κράτη;

COMMENTS