Η συμφωνία και ο κύκλος διακυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ Μέρος Γ’

Δύο ερωτήματα έχουμε θέσει προς απάντηση με τις δύο προηγούμενες συνέχειες της αρθρογραφίας μας με τον παραπάνω τίτλο (που τον επιλέξαμε θεωρώντας ότι κλείνει ένας κύκλος διακυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, μια και αυτή η κυβέρνηση με την υπογραφή του τρίτου μνημονίου και του συμπληρωματικού μνημονίου – (τέταρτου μνημονίου), σφραγίζει την πορεία της χώρας μας σε μακροπρόθεσμο επίπεδο, σε πρώτο βαθμό μέχρι το 2060, επομένως δεν είναι αδιάφορο αυτό το ζήτημα για το Κομμουνιστικό και Εργατικό Κίνημα για τη στρατηγική και τακτική του).

Τα δύο αυτά ερωτήματα που θέσαμε είναι: πρώτο, εάν αυτή η πορεία της χώρας μας ήταν αναπόφευκτη και το δεύτερο, τι θα μπορούσε να αντιτάξει το Κομμουνιστικό Κίνημα, το ΚΚΕ, ως απάντηση στην πολιτική που εφαρμόστηκε;

Πρέπει να διευκρινίσουμε ότι η συζήτηση για το εάν αυτή η πορεία, που είχε η χώρα μας μέχρι σήμερα – και στην προοπτική του 2060, ήταν αναπόφευκτη εξακολουθεί να παραμένει ανοιχτή – και κυρίως ανάμεσα στους αστούς αναλυτές, πολλά έχουν γραφτεί και ειπωθεί γύρω απ’ αυτό το θέμα, και με πολιτική σκοπιμότητα, η οποία προφανώς αφορά το ποιος θα αναλάβει το «μουτζούρη» της ευθύνης γι’ αυτήν την κατάσταση στην οποία περιήλθε η χώρα μας.

Υπάρχουν εκείνοι, οι οποίοι εξακολουθούν να πιστεύουν ότι το, κατά τη γνώμη τους, τραγικό λάθος του Γιώργου Παπανδρέου να καλέσει τη βοήθεια του ΔΝΤ, που αποδίδουν στην κίνηση αυτή και κάποια από πρόθεση ίδια σκοπιμότητα για κερδοσκοπία, ευθύνεται για όσα ακολούθησαν (για τη χρεοκοπία της χώρας τα μνημόνια και τα μεσοπρόθεσμα προγράμματα), τα οποία βέβαια απέκτησαν τη δικιά τους δυναμική ως προς την όξυνση της οικονομικής κρίσης.

Υπονοούν σαφώς ότι η πορεία της χώρας μας θα μπορούσε να ήταν διαφορετική, να μην έχει χρεοκοπήσει, να μην έχει ακολουθήσει το δρόμο των μνημονίων, να μη βρισκόταν στη σημερινή της θέση και ό,τι προδιαγράφει αυτή για το μέλλον της, να είχε ήδη προ πολλού ξεπεράσει την οικονομική της κρίση. Πρέπει να προσθέσουμε εδώ ότι από την άποψη της οικονομικής πολιτικής πάλι μνημονιακή πολιτική θα εφάρμοζαν οι όποιες κυβερνήσεις.

Θα ήταν σαν την Ισπανία, που ενώ δε δέχτηκε να επισημοποιήσει με συμφωνία ένα μνημόνιο, παρόλα αυτά εφάρμοζε μνημονιακή πολιτική στο ακέραιο, κατόπιν μιας μη επίσημης υπογραμμένης αλλά συμφωνημένης πολιτικής.

Η γνώμη μας είναι ότι η πρόσκληση του ΔΝΤ έγινε και εξαρτήθηκε πρωταρχικά από το πως αποφάσισαν οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, τόσο οι ΗΠΑ όσο και οι κυρίαρχες δυνάμεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πάντα σε συνάρτηση με την ντόπια αστική τάξη, να αντιμετωπίσουν την οικονομική κρίση στη χώρα μας και το δυσβάστακτο χρέος της, που την οδηγούσε στη χρεοκοπία, μια και δε μπορούσε πλέον να το εξυπηρετήσει. Όλα αυτά στο πλαίσιο της αξιοποίησης της γεωστρατηγικής θέσης της χώρας μας και των συνεπειών που θα είχε μια ανοιχτή και άτακτη χρεοκοπία της στον Ευρωπαϊκό, πρωταρχικά, χρηματοπιστωτικό τομέα.

Στα παραπάνω πρέπει να προσθέσουμε και το γεγονός ότι η χώρα μας παραγωγικά είχε αρχίσει να εξασθενεί από πολλού χρόνου και δε διέθετε τις οικονομικές δυνάμεις για να αντιμετωπίσει το χρέος, αφού η παραγωγική της βάση συνεχώς συρρικνωνόταν. Ήταν ευάλωτη από πολλές απόψεις.

Η ένταξη στην ΕΟΚ και στη συνέχεια στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το ευρώ οδήγησε στο να χαθούν ολόκληροι παραγωγικοί κλάδοι. Για τη χώρα μας προκύπτει ένας νέος καταμερισμός εργασίας, που αντανακλά και την πιο αδύναμη θέση της στο διεθνές καπιταλιστικό σύστημα αλλά και μέσα στην ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση, της οποίας είναι κράτος – μέλος.

Ουσιαστικά τα προγράμματα διάσωσης τα οποία υιοθετήθηκαν είχαν ως πρωταρχικό στόχο την εξασφάλιση των συμφερόντων των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, που πάντα έπαιζαν ρόλο στα οικονομικά και πολιτικά πράγματα της χώρας μας. Η συμμετοχή του ΔΝΤ κρίθηκε από την αμοιβαία στάση στο πλαίσιο των αντιθέσεων των ΗΠΑ – Γερμανίας και γενικότερα των ΗΠΑ – Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Σήμερα ανοιχτά ομολογείται από τους πάντες, και από τους πιο αρμόδιους (ομολογία και του Ζαν Κλοντ Γιουνκέρ) ότι το πρώτο μνημόνιο αποσκοπούσε στη διάσωση των Γερμανικών, των Γαλλικών και των Ιταλικών τραπεζών, κατά κύριο λόγο, που διακρατούσαν τα περισσότερα τοξικά Ελληνικά ομόλογα και ήθελαν να απαλλαγούν από αυτά, με πλήρη γνώση ότι η εφαρμογή του πρώτου μνημονίου δεν οδηγεί σε έξοδο από την οικονομική κρίση και ότι δε θα καθιστούσε το χρέος βιώσιμο. Και το γεγονός αυτό είχε και μια γενικότερη σημασία ως προς τη διασφάλιση του ευρώ και του Ευρωπαϊκού χρηματοπιστωτικού συστήματος. Της διασφάλισης του ευρώ έναντι του δολαρίου φυσικά στο πλαίσιο του ιμπεριαλιστικού ανταγωνισμού. Πάνω σ’ αυτήν τη βάση γίνονται οι συμφωνίες και οι συμβιβασμοί ανάμεσα στο ΔΝΤ (ΗΠΑ) και Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η αστική τάξη το γνώριζε αυτό, όπως και τα αστικά κόμματα. και από αυτήν την άποψη είναι χαρακτηριστική η αρχική στάση του Αντώνη Σαμαρά, ο οποίος με τα περίφημα «Ζάππεια» προσπάθησε πολιτικά να διαφοροποιηθεί και να παρουσιαστεί ως αντιμνημονιακός.

Η διαφοροποίηση αυτή διευκόλυνε την επιδίωξη της Νέας Δημοκρατίας να προσπαθήσει να προσεγγίσει τις λαϊκές μάζες, να εκμεταλλευτεί τη λαϊκή δυσαρέσκεια, για να ανέλθει στην κυβερνητική εξουσία (πατώντας πάνω στην ίδια την καταστροφή της χώρας), έστω και εάν από την άποψη της ουσίας της δε συνιστούσε μια οικονομικά διαφορετική πρόταση. Έτσι και αλλιώς η πολιτική Σαμαρά φόρτωνε τα βάρη της κρίσης στους εργαζόμενους και πρόβλεπε «μεταρρυθμίσεις» ανάλογες των μνημονίων.

Μπορεί, βέβαια, αργότερα, για να δικαιολογήσει την αλλαγή της στάσης του ο Αντώνης Σαμαράς, να έριξε τις ευθύνες στην κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου, να τον εγκάλεσε για την πρόσκληση του ΔΝΤ, ότι κληρονόμησε μια συμφωνία, την οποία έπρεπε να τηρήσει, αλλά αυτή η στάση του αποκαλύπτει και τα όρια που είχε από την ίδια την αστική τάξη η Νέα Δημοκρατία ως αστικό κόμμα. Από τη στιγμή που ήρθε το πρώτο μνημόνιο και το ΔΝΤ «τα σκυλιά ήταν δεμένα».

Η συνέχεια, με την κοινή απόφαση του ΠΑΣΟΚ, της Νέας Δημοκρατίας και του ΛΑΟΣ, για το σχηματισμό της κυβέρνησης του Λουκά Παπαδήμου αποδεικνύει και την κοινή στάση όλων των αστικών πολιτικών δυνάμεων στο να αποδεχτούν τα προγράμματα διάσωσης του ΔΝΤ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για να μην αμφισβητηθεί ο στρατηγικός στόχος της αστικής τάξης, που ήταν η παραμονή στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το ευρώ.

Οι επόμενες κυβερνήσεις, Σαμαρά – Βενιζέλου – Κουβέλη και στη συνέχεια Σαμαρά – Βενιζέλου, κινήθηκαν στην ίδια κατεύθυνση, πάντα με την υπόσχεση για έξοδο από τα μνημόνια και την οικονομική κρίση, με παραμονή στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στο ευρώ. Η κυβέρνηση Αντώνη Σαμαρά – Ευάγγελου Βενιζέλου δημαγωγούσε ότι θα «σκίσει τα μνημόνια σελίδα – σελίδα» προκειμένου να αντιμετωπίσει την υπόσχεση του Αλέξη Τσίπρα και του ανερχόμενου ΣΥΡΙΖΑ, που υποσχόταν να καταργήσει τα μνημόνια με «νόμο ενός άρθρου».

Όπως γίνεται αντιληπτό από μόνο του αυτό το γεγονός, της εξέλιξης των οικονομικών και πολιτικών πραγμάτων, τεκμηριώνει τη θέση της πολιτικής και οικονομικής εξάρτησης της χώρας μας που παίρνει πια πιο οργανικά χαρακτηριστικά. Τεκμηριώνει, επίσης, τη θέση ότι η πορεία αυτή της χώρας μας ήταν αναπόφευκτη και ότι μια ανάλυση τόσο οικονομική όσο, πολύ περισσότερο, πολιτική θα έπρεπε να πάρει σοβαρά υπόψη αυτό το γεγονός. Και αυτό γιατί όλο το κοινοβουλευτικό φάσμα ήταν υποταγμένο στη στρατηγική της αστικής τάξης για παραμονή της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στο ευρώ.

Από τα παραπάνω βγαίνει το συμπέρασμα ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν παράγοντας κρίσης για τη χώρα μας, και πριν το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης το 2008 και μετά (για το μετά μαζί με το ΔΝΤ). Ήταν και παράγοντας χρεοκοπίας της χώρας μας, γιατί ο τρόπος που αντιμετώπιζε το χρέος οδηγούσε στην αύξησή του και όχι στη μείωσή του, στην αύξηση του δανεισμού, ενώ σ’ ό,τι αφορά την έξοδο από την οικονομική κρίση και την ανάπτυξη ήταν μια υπόσχεση, η οποία μέχρι τώρα, δεν έχει έρθει.

Θα θυμίσουμε σ’ αυτό το σημείο την επισήμανση (που έχει κάνει η «Νέα Σπορά» από το 2012, από τότε που εμφανίστηκε στο διαδίκτυο), ότι τα προγράμματα στα οποία υποβλήθηκε και ακολούθησε η χώρα μας, τα μνημόνια και τα συμπληρωματικά μνημόνια, που εκπονήθηκαν από τους δανειστές, ότι «δε βγαίνουν», δηλαδή δεν οδηγούν σε έξοδο από την κρίση, ότι η χώρα μας ήταν καταδικασμένη να παίρνει αλλεπάλληλα αντιλαϊκά μέτρα, να δανείζεται, κατ’ απαίτηση των δανειστών, οι οποίοι δεν άλλαξαν ποτέ τις πάγιες απαιτήσεις τους, αντίθετα τις εξέλιξαν, και ότι θα υπάρξει μακροχρόνια οικονομική στασιμότητα.

Που ακριβώς βάσιζε αυτήν την εκτίμηση η «Νέα Σπορά»;

Πρώτα – πρώτα στο γεγονός ότι η οικονομική κρίση δημιούργησε πολλά περισσότερα προβλήματα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η Οικονομική κρίση εκφράστηκε με πιο οξυμένο τρόπο σ’ αυτήν. Επομένως η Ευρωπαϊκή Ένωση είχε πρόσθετες δυσκολίες στο να ξεπεράσει όσο το δυνατό πιο γρήγορα την οικονομική κρίση.

Δεύτερο στο γεγονός ότι οι αντιθέσεις μέσα στην ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση δε διευκόλυναν το ξεπέρασμα της οικονομικής κρίσης.

Τρίτο στο γεγονός ότι ο Δυτικός καπιταλισμός έχανε και χάνει οικονομικό έδαφος, κυρίως από την Κίνα αλλά και άλλες χώρες, με αποτέλεσμα η αναπαραγωγή του να δυσκολεύει (πέρα από τα προβλήματα που αντιμετωπίζει με την αλλαγή στην οργανική σύνθεση του κεφαλαίου) και αυτό φαίνεται στους ρυθμούς ανάπτυξης που είναι πολύ χαμηλοί. Ορισμένες σημαντικές χώρες στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχουν ξεπεράσει ακόμη το προ κρίσης επίπεδο σε ΑΕΠ.

Εδώ πρέπει να κάνουμε μια παρατήρηση: η δημοσιονομική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που επιβάλλεται από τη Γερμανία, δε μπορεί να αντιμετωπίζεται ενιαία για τις χώρες – μέλη. Η ίδια αυτή η πολιτική δυσκολεύει ακόμη και μεγάλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης να ανακάμψουν, όπως η Ιταλία π.χ., δημιουργεί προβλήματα στη Γαλλία, αντίθετα διευκολύνει τη Γερμανία, εξανάγκασε σε αποχώρηση τη Βρετανία.

Τέταρτο στο γεγονός ότι τα μνημόνια στην ουσία των οικονομικών μέτρων που πρόβλεπαν δημιουργούσαν ένα μακρόχρονο υφεσιακό περιβάλλον, που σε συνάρτηση με τη συρρίκνωση της παραγωγικής βάσης της χώρας, τις ιδιωτικοποιήσεις και το γενικότερο ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας, το κλίμα αποεπένδυσης δε δημιουργούσαν συνθήκες καπιταλιστικής ανάκαμψης και όλα αυτά στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που τη διαπερνούσαν πολύ έντονες αντιθέσεις, με πολύ χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και με μεγάλη αβεβαιότητα για το μέλλον της.

Η άνοδος της κυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ δεν άλλαξε τα πράγματα, γιατί και αυτή η κυβέρνηση ήταν δεσμευμένη να τηρήσει και να κινηθεί στην κατεύθυνση της αστικής στρατηγικής. Οδηγείται, μετά από «σκληρές διαπραγματεύσεις» στην υπογραφή του τρίτου μνημονίου.

Το τρίτο μνημόνιο και το συμπληρωματικό μνημόνιο, που συμφώνησε η σημερινή κυβέρνηση, μετά την πραγματοποίηση της δεύτερης αξιολόγησης, ολοκληρώνουν έναν οικονομικό και πολιτικό κύκλο. Αποκαλύπτουν την πρόθεση της αστικής τάξης να σταθεροποιήσει τη θέση της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στο ευρώ, να αξιοποιήσει τη γεωστρατηγική θέση της Ελλάδας στην ευρύτερη περιοχή, υπηρετώντας τα επεκτατικά σχέδια του Δυτικού καπιταλισμού, αποδεικνύουν τη βαθύτερη εμπλοκή της Ελλάδας στους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς, καταδεικνύουν το βάθεμα της οικονομικής εξάρτησης της χώρας μας. Αυτά από οικονομική άποψη.

Από πολιτική άποψη αποκαλύπτουν τη σταθερότητα των αστικών πολιτικών δυνάμεων στη στρατηγική της αστικής τάξης, την οποία υπερασπίστηκαν με αξιοζήλευτο σθένος και αποφασιστικότητα, το βαθύτερο εναγκαλισμό τους με τις αντίστοιχες πολιτικές δυνάμεις του Δυτικού καπιταλισμού, τα παραδείγματα πολιτικής παρέμβασης είναι συνεχή και αδιάλειπτα.

Αποκαλύπτουν ακόμη, παραπέρα, ότι και πολιτικές δυνάμεις που αποκόπηκαν από το Κομμουνιστικό Κίνημα, ακόμη και από το μακρινό 1968, αλλά και πρόσφατα με τη διάσπαση του ενιαίου Συνασπισμού, έστω και εάν αμφισβητούσαν τη μνημονιακή πολιτική, τελικά αποδεχόμενες τη στρατηγική της αστικής τάξης εγκλωβίστηκαν στην αστική πολιτική, μετατράπηκαν σε αστικές δυνάμεις, με αποτέλεσμα με ακόμη χειρότερο τρόπο για τους εργαζόμενους (και προφανώς με καλύτερο τρόπο για την αστική τάξη) να υπηρετούν τα συμφέροντα της αστικής τάξης και να δίνουν τη δυνατότητα στις παραδοσιακές αστικές δυνάμεις να σπεκουλάρουν πάνω στις αξίες του Κομμουνιστικού Κινήματος.

Συμπέρασμα: και οι αστικές πολιτικές δυνάμεις και αυτές που αποκόπηκαν από το Κομμουνιστικό Κίνημα σταθερά αυξάνουν και την πολιτική εξάρτηση της χώρας μας υπηρετώντας την αστική στρατηγική.

Η πορεία αυτή της χώρας μας με τις πολιτικές δυνάμεις που ανέλαβαν κυβερνητικά καθήκοντα ήταν πράγματι αναπόφευκτη. Θα ήταν, όμως, το ίδιο αναπόφευκτη εάν το ΚΚΕ ως Κόμμα, που αντιπροσωπεύει τα συμφέροντα των εργαζομένων, αντέτασσε μια άλλη πολιτική από αυτήν που αντέταξε; Και ποια θα έπρεπε να είναι αυτή η πολιτική; Η απάντηση σ’ αυτά τα ερωτήματα στην επόμενη συνέχεια με την οποία και θα κλείσουμε αυτήν τη σειρά της αρθρογραφίας μας.

COMMENTS