Aπ’ ό,τι αποδεικνύεται από τα ίδια τα αποτελέσματα ο πραγματικός νικητής στο δεύτερο γύρο των Γαλλικών βουλευτικών εκλογών ήταν η αποχή, η οποία ανήλθε στο 56.83% σε σχέση με την αποχή του πρώτου γύρου που ξεπέρασε το 51%. Πρόκειται για ιστορικό ρεκόρ για τις εκλογικές αναμετρήσεις στη Γαλλία.
Μέσα σ’ ένα τέτοιο κλίμα, που δείχνει και μια γενικότερη τάση αποστροφής προς το πολιτικό σύστημα της Γαλλίας, ο Εμανουέλ Μακρόν στις πρόσφατες προεδρικές εκλογές εξελέγη πρόεδρος της Γαλλίας με το 16% των εγγεγραμμένων στους εκλογικούς καταλόγους, ενώ στο δεύτερο γύρο των βουλευτικών εκλογών, με μικρότερο ποσοστό επί των εγγεγραμμένων, απέσπασε 350 βουλευτές, ως κυβερνητική πλειοψηφία, σε σύνολο 577.
Και όταν μιλάμε για κυβερνητική πλειοψηφία εννοούμε τα δύο κόμματα: το République en Marche (REM) – Δημοκρατία Εμπρός του Εμανουέλ Μακρόν, σε συμμαχία με το MoDem- Δημοκρατικό Κίνημα του Φρανσουά Μπαϊρού, που εξασφαλίζουν την απόλυτη πλειοψηφία από τις 577 έδρες στη Γαλλική Εθνοσυνέλευση. Το μεν République en Marche (REM) απέσπασε 308 έδρες ενώ το MoDem 42 έδρες.
Από τα υπόλοιπα κόμματα οι Ρεμπουμπλικάνοι απέσπασαν 113 έδρες, το Σοσιαλιστικό Κόμμα 29 έδρες, η Ανυπότακτη Αριστερά του Μελανσόν 17 έδρες, το Κομμουνιστικό Κόμμα 10 έδρες, το Εθνικό Μέτωπο της Λεπέν 8 έδρες, το Ριζοσπαστικό Κόμμα 3 έδρες. Οι υπόλοιπες έδρες διανεμήθηκαν σε άλλους κομματικούς σχηματισμούς.
Όπως θα παρατήρησαν οι αναγνώστες μας οι βουλευτικές Γαλλικές εκλογές δεν «έπαιξαν» τόσο πολύ στα αστικά ΜΜΕ. Τις υποβάθμισαν ως θέμα, αφού φρόντισαν να μεταδώσουν στα γρήγορα το «θρίαμβο» ή τη «συντριπτική νίκη» του Εμανουέλ Μακρόν. Στη συνέχεια το απέσυραν.
Από την πλευρά μας θα σταθούμε στις Γαλλικές εκλογές, τώρα που έχουμε και το σύνολο των στοιχείων, με βάση τις ανακοινώσεις του υπουργείου εσωτερικών της Γαλλίας.
Το πρώτο ζήτημα που προκύπτει από τα αποτελέσματα των βουλευτικών εκλογών στη Γαλλία είναι: πως νομιμοποιείται ένα εκλογικό αποτέλεσμα, όταν από μόνη της η αποχή, δηλαδή η πλειοψηφία του εκλογικού σώματος δεν επικυρώνει μια κομματική πλειοψηφία και κατ’ επέκταση και μια πολιτική, που προτείνεται και πρόκειται να εφαρμοστεί, αφού ο Εμανουέλ Μακρόν σε αλλεπάλληλες δηλώσεις του έχει εκφράσει τη θέση ότι δε διατίθεται να κάνει πίσω από το πρόγραμμα το οποίο κατέθεσε;
Ουσιαστικά, επομένως, το εκλογικό αποτέλεσμα με το τεράστιο ποσοστό της αποχής δεν παρέχει την αναγκαία, ακόμη και με αστικούς όρους, πολιτική νομιμοποίηση στην κυβέρνηση του Εμανουέλ Μακρόν και στο πρόγραμμά του.
Από που αντλεί, λοιπόν, η σημερινή κομματική μειοψηφία το «δικαίωμα» να μετατρέπεται σε κυβερνητική πλειοψηφία; Προφανώς από το εκλογικό σύστημα, που δεν αποτυπώνει τους πραγματικούς πολιτικούς συσχετισμούς, που είναι με τέτοιο τρόπο διαμορφωμένο, που να δίνει κυβερνητικές πλειοψηφίες στα αστικά κόμματα, που στο εκλογικό σώμα είναι μειοψηφικά.
Δεν ανακαλύψαμε την Αμερική, άλλωστε το ίδιο γίνεται και στη χώρα μας , έστω και εάν το εκλογικό σύστημα διαφέρει από εκείνο της Γαλλίας. Μόνο που στη Γαλλία, με το συγκεκριμένο εκλογικό αποτέλεσμα και σε συνδυασμό με την τεράστια αποχή αποκαλύπτεται το πολύ μεγάλο έλλειμμα δημοκρατίας, αυτής της αστικής δημοκρατίας, που τώρα γίνεται ακόμα πιο εκρηκτικό, γιατί όλο το πρόγραμμα του Εμανουέλ Μακρόν στρέφεται ενάντια στους εργαζόμενους.
Αυτή η τεράστια αποχή, που αναδεικνύει παράλληλα και την απόρριψη του αστικού πολιτικού συστήματος από την πλευρά των λαϊκών μαζών, συνοδεύτηκε και με δημοσκοπήσεις, οι οποίες έδειχναν ότι το 61% των ερωτηθέντων δεν επιθυμούσαν να αναδειχθεί ο Εμανουέλ Μακρόν με ισχυρή πλειοψηφία.
Αυτή είναι μια «άλλη» πλειοψηφία, η οποία «μέτραγε» διαφορετικά τα πράγματα. Καταλάβαινε ότι η εφαρμογή του προγράμματος του Εμανουέλ Μακρόν στρεφόταν ενάντια στους εργαζόμενους.
Το πρόβλημα που έχουμε μπροστά μας, επομένως, αφορά στις κοινωνικές πλειοψηφίες και όχι τις κυβερνητικές πλειοψηφίες, που προκύπτουν από εκλογικά συστήματα, που αλλοιώνουν την πραγματική λαϊκή βούληση, γιατί όλοι γνωρίζουμε ότι τα εκλογικά συστήματα, όπως τα διαμορφώνουν οι αστικές τάξεις δημιουργούν παραπέρα αναστολές και διλήμματα στις λαϊκές μάζες.
Και η επίλυση αυτού του προβλήματος, των κοινωνικών πλειοψηφιών, συγκεντρώνεται στον ταξικό τους προσδιορισμό και προσανατολισμό, στην ιστορική τους αποστολή, για τη διεκδίκηση της εξουσίας για τον εαυτό τους, πράγμα που προϋποθέτει την ύπαρξη ενός Κομμουνιστικού Προγράμματος, πράγμα που λείπει σήμερα από τη Γαλλία και όχι μόνο από τη Γαλλία, λόγω της κρίσης του Κομμουνιστικού Κινήματος, γεγονός που έχει επηρεάσει και το Εργατικό Κίνημα και τους αγώνες της εργατικής τάξης.
Παρόλα αυτά οι κοινωνικές διεργασίες είναι αυτές που δημιουργούν τις κοινωνικές πλειοψηφίες και τις κοινωνικές συμμαχίες και αυτές οι κοινωνικές διεργασίες υπάρχουν. Η αμφισβήτηση στο πρόγραμμα του Εμανουέλ Μακρόν δεν αντιστοιχείται με το εκλογικό αποτέλεσμα, που πλασματικά τον παρουσιάζει πολύ ισχυρό.
Κατά τη γνώμη μας, η ανάδειξη του Μανουέλ Μακρόν στην προεδρεία, και με τον τρόπο που έγινε, δεν είναι ασφαλής λύση για την αστική τάξη της Γαλλίας, παρά τις κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες. Από μία άποψη δείχνει και την πολιτική εξάντληση της αστικής τάξης της Γαλλίας.
Οι ανασφάλειες της αστικής τάξης (που και αυτή είναι διασπασμένη), τόσο για την εσωτερική κατάσταση της Γαλλίας όσο και για το διεθνή της ρόλο, ως ιμπεριαλιστικής δύναμης, αλλά και τους εμφανείς ανταγωνισμούς της με την αστική τάξη της Γερμανίας, για το ρόλο που θέλει να παίξει η Γαλλία στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δεν είναι δυνατό να αποκρυβούν. Είναι σαφείς και εκφράζονται στις αντιθέσεις της σε σχέση με τους προσανατολισμό της Γαλλίας.
Από την άλλη η Γαλλία αντιμετωπίζει πολύ σοβαρά προβλήματα. Βρίσκεται σε παραγωγική στασιμότητα, που κρατάει πολλά χρόνια, δεκαετίες. Οι ρυθμοί ανάπτυξης είναι πολύ χαμηλοί, η βιομηχανία της σχεδόν στάσιμη. Το χρέος της σημαντικό και αυξανόμενο.
Αυτό το γεγονός γίνεται γενικά κατανοητό για τους εργαζόμενους, όπως γίνεται γενικά κατανοητός και ο τρόπος που γίνεται προσπάθεια να ξεπεραστεί, με μέτρα σε βάρος των εργαζομένων.
Όταν ακούς σε τοποθετήσεις απλών πολιτών, κατά την προεκλογική περίοδο, τη γνώμη ότι: «τα τελευταία τριάντα χρόνια σ’ αυτήν τη χώρα δε γίνεται τίποτα», πράγμα που υποδηλώνει τη στασιμότητα της Γαλλίας ή όταν ακούς από μεσήλικη γυναίκα σε ερώτηση δημοσιογράφου της τηλεόρασης: «τι ψηφίσατε στο δεύτερο γύρο (Σ.Σ. των προεδρικών εκλογών)» και η απάντηση είναι: «η κατάσταση είναι σκ… και εγώ αναγκάστηκα να ψηφίσω τα λιγότερο σκ…, δεν το ήθελα αλλά το έκανα», μια απάντηση που υποδηλώνει τη γενικότερη απόρριψη της πολιτικής που προτείνεται, αλλά και στα διλήμματα που έρχονται μπροστά οι εργαζόμενοι και που τους οδηγούν στο να διαλέγουν το μικρότερο κακό (απάντηση που υπέστη τη λογοκρισία του Ελληνικού καναλιού που τη μετέδωσε), τότε αντιλαμβάνεται κανείς ότι πέρα από τα εκλογικά αποτελέσματα υπάρχουν και οι βαθύτερες κοινωνικές διεργασίες, οι βαθύτεροι προβληματισμοί.
Αυτούς τους προβληματισμούς και τις βαθύτερες κοινωνικές διεργασίες, τους αγώνες που έδωσαν οι εργαζόμενοι ενάντια στην κυβέρνηση Ολάντ, για τους αντεργατικούς της νόμους, πρέπει να πάρει υπόψη του ένα Κομμουνιστικό Πρόγραμμα και να τους εκφράσει. Καθόλου εύκολη υπόθεση, αλλά είναι και ο μοναδικός δρόμος.
Και εδώ δε χρειάζεται καμία υποτίμηση αυτών των κοινωνικών διεργασιών, γιατί αποτελεί επικίνδυνη πολυτέλεια, αλλά και γιατί μέσα από αυτές τις κοινωνικές διεργασίες θα μπορέσει να αναζωογονηθεί και πάλι το Κομμουνιστικό Κίνημα για να αποτελέσει τον αποφασιστικό παράγοντα, που θα καθοδηγήσει την εργατική τάξη στην εκπλήρωση της ιστορικής του αποστολής.
COMMENTS