Ένα απολύτως καίριο ερώτημα για το ΚΚΕ

 

Είναι πολύ εύκολο να διαπιστώσει κανείς ότι μετά τη συμφωνία στο Eurogroup της 15ης του Ιούνη τόσο η κυβέρνηση όσο και η Νέα Δημοκρατία προετοιμάζονται εντατικά να διαμορφώσουν την τακτική τους.

Η κυβέρνηση ξεκαθάρισε ότι θα ρίξει το βάρος της στην καθημερινότητα, στην ενίσχυση του κοινωνικού κράτους και την αναπτυξιακή πορεία της χώρας. Μέσα από αυτήν την κατεύθυνση η κυβέρνηση προσπαθεί να αγοράσει χρόνο για να προετοιμαστεί καλύτερα για τις εκλογές, όποτε κρίνει ότι πρέπει να τις πραγματοποιήσει.

Βέβαια η κυβέρνηση δεν έχει σύμμαχο ούτε την ίδια την πολιτική της. Ας φέρουμε ένα παράδειγμα: πώς στο πλαίσιο εφαρμογής της μνημονιακής πολιτικής θα αντιμετωπίσει το σημαντικό πρόβλημα των συμβασιούχων των ΟΤΑ, που αυτήν τη στιγμή βρίσκονται μπροστά στο φάσμα της απόλυσης; Πρόκειται για 12.000 εργαζόμενους, που αυτήν τη στιγμή κινητοποιούνται και καταγγέλλουν την κυβέρνηση ότι προετοιμάζει την απόλυσή τους.

Θέλουμε να πούμε πως είναι άλλη η «καθημερινότητα» της κυβέρνησης και άλλη η καθημερινότητα των εργαζομένων. Η βελτίωση που υπόσχεται η κυβέρνηση δεν πρόκειται να προκύψει από πουθενά. Αντίθετα τα προβλήματα των εργαζομένων θα οξύνονται όλο και περισσότερο.

Με την έννοια αυτή ποια «επανάσταση στο κοινωνικό κράτος», γιατί το ακούσαμε και αυτό, θα πραγματοποιήσει η κυβέρνηση, όταν η ίδια η πολιτική της έχει καταδικάσει τους εργαζόμενους στην ανεργία και στην εξαθλίωση, στους μισθούς πείνας και στις συντάξεις «αντίδωρα» με την εφαρμογή της μνημονιακής πολιτικής που εφαρμόζει;

Όσο για την ανάπτυξη η ίδια η κυβέρνηση αναγκάστηκε να τροποποιήσει τις προβλέψεις της για ανάπτυξη της τάξης 2.7%, να χαμηλώσει την αισιοδοξία της, ενώ οικονομικοί αναλυτές έχουν την άποψη ότι η ανάπτυξη τελικά θα κινηθεί κάτω από το 1%. Σε κάθε περίπτωση την οποιαδήποτε ανάπτυξη δεν πρόκειται να την καρπωθούν οι εργαζόμενοι ούτε και οι ρυθμοί της θα ξεφύγουν από το επίπεδο της οικονομικής στασιμότητας.

Το γεγονός αυτό ούτε το πρόβλημα της ανάπτυξης θα λύσει, αυτής της καπιταλιστικής ανάπτυξης, ούτε, πολύ περισσότερο θα ικανοποιήσει το σλόγκαν της κυβέρνησης για μια «δίκαιη ανάπτυξη», γιατί το ζητούμενο είναι η κερδοφορία των επιχειρηματιών, να ξεμπλοκάρει η αγορά.

Από την άλλη η Νέα Δημοκρατία έχει πλήρη επίγνωση των δυσκολιών της κυβέρνησης, γι’ αυτό και προβλέπει από τώρα την αποτυχία της, ενώ προετοιμάζεται να δώσει μια εικόνα της επόμενης κυβέρνησης. Οι βασικές κατηγορίες της Νέας Δημοκρατίας είναι ότι «τα έδωσε όλα χωρίς να πάρει τίποτα», ότι καθυστέρησε πάρα πολύ το κλείσιμο της αξιολόγησης, με αποτέλεσμα «να ανεβάσει το κόστος της επιστροφής στην ανάπτυξη», ενώ την ίδια στιγμή, θέτοντας ζήτημα «αξιοπιστίας της κυβέρνησης» αμφισβητεί την όποια ανάπτυξη που υπόσχεται η κυβέρνηση.

Ταυτόχρονα η ηγεσία της επιχειρεί να φιλοτεχνήσει μια εικόνα ενότητας της Νέας Δημοκρατίας, γι’ αυτό το λόγο δημοσιοποιεί τις συναντήσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη με τον Κώστα Καραμανλή και τον Αντώνη Σαμαρά. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει ένα τέτοιο κλίμα ενότητας στη Νέα Δημοκρατίας, άλλωστε ακόμη και αυτοί οι δημοσιογράφοι, που καλύπτουν το ρεπορτάζ της Νέας Δημοκρατίας, δημοσιοποιούν και καταλήγουν (με μεγάλη διακριτικότητα είναι η αλήθεια) να κάνουν ανάλογες εκτιμήσεις.

Το ουσιαστικό με τη Νέα Δημοκρατία είναι ότι η κριτική της προς την κυβέρνηση αφορά το γιατί η κυβέρνηση δεν ικανοποίησε ταχύτερα τις απαιτήσεις των δανειστών και γιατί δε δίνει περισσότερα στην ντόπια αστική τάξη και τους δανειστές, ώστε μέσα από την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των επενδυτών προς τη χώρα μας να έρθουν και να επενδύσουν. Αυτό που λέει στην πραγματικότητα η Νέα Δημοκρατία είναι ότι ως κυβέρνηση θα δώσει περισσότερα προς τις δυνάμεις του κεφαλαίου για να εξασφαλίσει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα την ανάπτυξη.

Σαφώς, όμως, υπάρχουν δύο ανασταλτικοί παράγοντες για τη Νέα Δημοκρατία: ο πρώτος έχει να κάνει με τη σταθερότητα των στόχων των δανειστών, που διαμορφώνουν και τους πραγματικούς όρους της εφαρμογής της μνημονιακής πολιτικής και δεν αφήνουν κανένα περιθώριο και στη Νέα Δημοκρατία. Ο δεύτερος έχει να κάνει με την ντόπια αστική τάξη και τους δανειστές, που δεν επιθυμούν εκλογές, αλλά προτιμούν να προωθηθούν τα μνημονιακά μέτρα.

Είναι φανερό ότι η Νέα Δημοκρατία, στο πλαίσιο αυτό, δεν έχει πολλούς βαθμούς ελευθερίας ακόμη και για το κεντρικό της αίτημα για άμεσες εκλογές για να φύγει η «ανίκανη κυβέρνηση». Ως εκ τούτου προσπαθεί να εκμεταλλευτεί την πλατιά δυσαρέσκεια των εργαζομένων, που, όμως, αφορά και αυτήν την ίδια, γιατί η πολιτική που προτείνει κινείται ακριβώς πάνω στις ίδιες κατευθύνσεις αλλά με διαφορετική δοσολογία.

Το συμπέρασμα που βγαίνει απ’ όλα τα παραπάνω είναι ότι οι επόμενες κυβερνήσεις, όποιες να είναι αυτές, μετά την υπογραφή του τέταρτου μνημονίου και των νέων μέτρων που προβλέπονται, είναι δεσμευμένες τουλάχιστον μέχρι το 2060!

Το καίριο ερώτημα που προκύπτει αφορά στο ΚΚΕ, στην ηγεσία του. Είναι το μόνο Κόμμα που μπορεί να συμβάλει αποφασιστικά στο ξεπέρασμα και την ανατροπή της σημερινής κατάστασης. Και υπάρχουν αυτοί οι όροι. Οι εργαζόμενοι βλέπουν το αδιέξοδο της χώρας μας και της πολιτικής που εφαρμόζεται.

Η απάντηση που δίνει η ηγεσία του Κόμματος έχει και αυτή μια πολύχρονη διαδρομή. Δοκιμάστηκε. Και η βασική της έλλειψη είναι ότι δεν έχουν βρεθεί εκείνοι οι κρίκοι που θα συνδέουν διαλεκτικά τον τελικό στόχο του Κόμματος με την αντιμετώπιση των οξύτατων προβλημάτων των εργαζομένων και των μικρομεσαίων στρωμάτων.

Είναι αυτοί οι κρίκοι που θα αναδείξουν το ΚΚΕ σε ηγετική δύναμη των εργαζομένων, θα δώσουν τη δυνατότητα να συσπειρωθούν οι εργαζόμενοι, να σφυρηλατήσουν την κοινωνική τους συμμαχία, να διεκδικήσουν την πολιτική εξουσία, να ανοίξουν το δρόμο για το σοσιαλισμό.

Στην κατεύθυνση αυτήν είναι μονόδρομος να καταλάβει η ηγεσία του Κόμματος ότι και για το ΚΚΕ τα πράγματα δεν είναι εύκολα. Να καταλάβει ότι δεν πρόκειται να ξεφύγει από την ανάγκη της κατάθεσης μιας συγκεκριμένης πρότασης εξόδου από την οικονομική κρίση και τη χρεοκοπία, πολύ περισσότερο τώρα, που γνωρίζει τον ορίζοντα της μνημονιακής πολιτικής.

Είναι διατεθειμένη να το κάνει ή θα παρακάμπτει την πραγματικότητα; Αυτό είναι το καίριο ερώτημα που αφορά στην ηγεσία του Κόμματος.

Η συστηματική αναφορά «στην ανάγκη ανατροπής του καπιταλιστικού συστήματος, που σάπισε», είναι απολύτως αναγκαία μεν, αλλά δεν αρκεί δε. Χρησιμεύει ως σύνθημα ζύμωσης, αλλά η συσπείρωση των εργαζομένων δε θα επιτευχθεί πάνω σ’ ένα σύνθημα ζύμωσης. Μετά από τόσα χρόνια «αποκατάστασης της επαναστατικής στρατηγικής» σήμερα διαβάζουμε στο «Ρ» για «εστίες αντίστασης» των εργαζομένων!

Αυτό που προέχει είναι η δράση των λαϊκών μαζών. Πάνω στη δράση, πρωταρχικά, συνειδητοποιούνται οι λαϊκές μάζες και μέσα από την ανάπτυξη των αγώνων των λαϊκών μαζών θα επιτευχθεί και η ενδυνάμωση του ΚΚΕ σε όλα τα επίπεδα, μέσα από τη δράση των λαϊκών μαζών και την καθοδηγητική ικανότητα του Κόμματος θα συνειδητοποιήσουν οι λαϊκές μάζες και την ανάγκη των ριζικών ανατροπών, του σοσιαλισμού.

COMMENTS