Το είχαμε σημειώσει από την αρθρογραφία μας για το Brexit. Η Βρετανία είναι μια χώρα γεμάτη σοβαρά προβλήματα, με έντονα διχασμένη την αστική της τάξη και εξαθλιωμένη την εργατική τάξη, με κοινωνικές αντιθέσεις που σταθερά οξύνονται και που οδήγησαν κατά κυρίαρχο λόγο την πλειοψηφία της εργατικής τάξης να ταχθεί υπέρ του Brexit.
Σημειώναμε ότι αναπτύσσονται σοβαρές κοινωνικές διεργασίες και προβληματισμοί. Επομένως η ψήφος για το Brexit και ειδικά η στάση της εργατικής τάξης είχε πιο στέρεο έδαφος και αντανακλούσε πραγματικές της ανάγκες. Δεν ήταν μια στάση που την παρέσυρε η ακροδεξιά δημαγωγία, ο ασύνετος ευρωσκεπτικισμός. Ήταν η ακροδεξιά που «πάτησε» πάνω στα πραγματικά προβλήματα της εργατικής τάξης και της λεγόμενης «μεσαίας τάξης» για να τα αξιοποιήσει.
Όταν στη σημερινή Βρετανία ολόκληρες βιομηχανικές περιοχές είναι ερημωμένες και παρουσιάζουν την εικόνα του εγκαταλειμμένου Ντιτρόιτ, όταν για να κάνεις μια εγχείρηση σήμερα στο δημόσιο σύστημα υγείας περιμένεις πάνω από έξη μήνες, όταν τα δίδακτρα για πανεπιστημιακές σπουδές έχουν εκτοξευτεί στις 10.000 λίρες, όταν τα απλήρωτα δάνεια των πτυχιούχων γίνονται πολύ σοβαρό οικονομικό μέγεθος και είναι αδύνατο να αποπληρωθούν, όταν τα παιδιά της εργατικής τάξης αλλά και της «μεσαίας τάξης» έχουν πάψει να έχουν πρόσβαση στην εκπαίδευση, όταν οι εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις, στη χώρα του Νεύτωνα, έχουν οδηγήσει στο να σταματήσει το εκπαιδευτικό σύστημα να παράγει μαθηματικούς, χημικούς και φυσικούς, ακόμη και γιατρούς – γιατί τα ανάλογα πανεπιστημιακά τμήματα έχουν κλείσει, ως αντιπαραγωγικά, και οι θέσεις αυτές καλύπτονται από μετανάστες επιστήμονες ανάλογων ειδικοτήτων, όταν οι ταξικές αντιθέσεις έχουν πάρει έντονο, για να μην πούμε κάθετο, ακόμη και εδαφικό χαρακτήρα και αποκλείεται να συναντηθεί ένας φτωχός στον ίδιο δρόμο μ’ έναν πλούσιο, θυμίζοντας περιγραφές του Ντίκενς, όταν οι νέοι και οι νέες παραδέρνουν στην ανεργία και στη μερική απασχόληση, όταν δεν υπάρχει μέλλον, όταν ρατσιστικές αντιθέσεις έχουν οξυνθεί, όταν η Βρετανία έχει μεταβληθεί σε μια χώρα των υπηρεσιών, όταν το πολυφημισμένο Σίτυ είναι ο αποκλειστικός δείκτης της οικονομικής ευμάρειας της Βρετανίας, τη στιγμή που τα Βρετανικά εργοστάσια έχουν «κατεβάσει ρολά», όταν το πολεμικό ναυτικό της Βρετανίας προμηθεύεται τις μηχανές για τα πλοία του από τη Γερμανική βιομηχανία, τότε, είναι φανερό ότι όσοι δεν επιχείρησαν να «σκάψουν» λίγο παραπάνω στο πρόσφατο εκλογικό αποτέλεσμα έχουν αποτύχει στις εκτιμήσεις τους ή επιχειρούν να αποδώσουν βολικές και ταυτόχρονα καιροσκοπικές ερμηνείες, που ικανοποιούν επίκαιρες πολιτικές τους ανάγκες ή καταλήγουν και σε απολυτότητες.
Οι Βρετανοί, είτε με τους Συντηρητικούς της Θάτσερ και των συνεχιστών της είτε με τους Εργατικούς του Μπλερ, «χόρτασαν» τις αντεργατικές νεοφιλελεύθερες συνταγές, γεύτηκαν τα «καλά» της Ενωμένης Ευρώπης, δέχτηκαν τα αιματηρά χτυπήματα (αποτέλεσμα της ιμπεριαλιστικής πολιτικής της αστικής τάξης και της φθαρμένης αυτοκρατορικής μεγαλοπρέπειας) στην καρδιά του Λονδίνου και διαπίστωσαν ότι βρίσκονται, μετά από τόσα χρόνια ασύδοτης νεοφιλελεύθερης πολιτικής και οικονομικής εξάσκησης, στο σημείο μηδέν. Διαπίστωσαν, μετά από έναν σαραντάχρονο ολόκληρο κύκλο ότι η «Δύναμη και η Βεβαιότητα» δεν τους αφορά, γιατί οι νέες γενιές είναι πολύ αδύναμες και χωρίς καμία βεβαιότητα και μέλλον.
Άλλαξε ριζικά η πολιτική κατάσταση στη Βρετανία; Έπαψαν οι Συντηρητικοί να αποτελούν ακόμη μια ισχυρή δύναμη, παρά το γεγονός ότι η Τερέζα Μέι «τα έκανε θάλασσα» στην προεκλογική της καμπάνια; Αποτελεί ο Τζέρεμι Κόρμπιν κάποια εναλλακτική σοβαρή λύση, μια εργατική διέξοδο, παρά το γεγονός ότι δεσμεύτηκε για ορισμένα μέτρα ανακούφισης των εργαζομένων και επανέφερε στην επικαιρότητα την ανάγκη ορισμένων κρατικοποιήσεων; Πολύ περισσότερο έγινε κάποια επανάσταση χωρίς να το πάρουμε είδηση; Προφανώς όχι. Τίποτε απ’ όλα αυτά.
Και οι Βρετανικές εκλογές έστειλαν, όμως, ένα μήνυμα, με δεδομένη την κατάσταση κρίσης του Κομμουνιστικού Κινήματος, που δεν έρχεται μόνο από τη Βρετανία. Ένα μήνυμα που δεν είναι αποτέλεσμα της συνειδητοποίησης της επαναστατικής ανάγκης, της ανάγκης για το σοσιαλισμό, δε συνοδεύεται από την επαναστατική κατανόηση και συνείδηση, από την επαναστατική δράση, ένα μήνυμα που αναζητείται η όποια κομμουνιστική συνεισφορά σ’ αυτό, που θα του έδινε και μια άλλη διάσταση, που θα το καθιστούσε συνοδό μήνυμα της επαναστατικής διαδικασίας. Έτσι καταλήγει να γίνεται ένα ασυνόδευτο μήνυμα χωρίς τα «μαντάτα» όπως θα τα ήθελαν και θα τα επιθυμούσαν τα μέλη, οι οπαδοί και οι φίλοι ενός επαναστατικού Κομμουνιστικού Κόμματος.
Είναι, όμως, ένα μήνυμα των λαϊκών μαζών – ότι κινούνται, προβληματίζονται, που αποτελεί ένα ουσιαστικό έναυσμα για την απομυθοποίηση της ρητορικής της αστικής τάξης για τις αξίες της και τα έργα της, ένα μήνυμα που κάνει ευδιάκριτο το γεγονός ότι στις ισχυρές καπιταλιστές χώρες της Δύσης, και αυτό το γεγονός έχει μια ιδιαίτερη σημασία, συντελούνται κοινωνικές διεργασίες, ένα μήνυμα, παραπέρα, που βεβαιώνει την ανάγκη ύπαρξης του απαραίτητου καταλύτη, ενός Κομμουνιστικού Προγράμματος, για να ενεργοποιηθούν και να οδηγηθούν οι διεργασίες αυτές στις αναγκαίες επαναστατικές ανατροπές.
Μπορεί η Τερέζα Μέι να φάνταζε παντοδύναμη και αυτή η αλαζονεία της παντοδυναμίας της να την οδήγησε στις πρόωρες εκλογές, στην αναζήτηση μιας πανίσχυρης πλειοψηφίας στη βουλή και ενός σχεδόν εκμηδενισμένου Εργατικού Κόμματος, μιας πλειοψηφίας που θα βάραινε υπέρ του σκληρού Brexit, που θα επιδρούσε στον ιμπεριαλιστικό ανταγωνισμό, στη διαπάλη των αστικών τάξεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η εκλογική αναμέτρηση, όμως, σημαδεμένη και από αιματηρά χτυπήματα, έδειξε ότι όταν το έδαφος της πολιτικής αντιπαράθεσης μετατοπίστηκε στην εσωτερική κατάσταση της Βρετανίας, αφού θεωρήθηκε δεδομένο το Brexit και από την πλευρά του Τζέρεμι Κόρμπιν με δηλώσεις του, έστω και εάν τάχτηκε υπέρ ενός ήπιου Brexit, εκεί οι λαϊκές μάζες είχαν να πουν το δικό τους λόγο.
Δεν ήταν το Brexit που κυρίαρχα τις απασχολούσε. Στο επίκεντρο ήταν τα πραγματικά τους προβλήματα και έτσι στάθηκε αρκετός ένας ατελής, ρεφορμιστικός προγραμματικός λόγος του Τζέρεμι Κόρμπιν, που δεν ξεπερνούσε τα αστικά όρια, που θύμιζε ένα Εργατικό Κόμμα της δεκαετίας του ’60 – ένας προγραμματικός λόγος που συναντούσε ισχυρές αντιδράσεις μέχρι και την τελευταία στιγμή και μέσα στο ίδιο το Εργατικό Κόμμα από την πλευρά των Μπλερικών, για να αλλάξει τους πολιτικούς συσχετισμούς.
Ο «γραφικός» Τζέρεμι Κόρμπιν, που επανέφερε στον πολιτικό του λόγο ορισμένες κρατικοποιήσεις, μεταβλήθηκε σε ισχυρό πολιτικό παράγοντα, που ένα μέρος του αστικού Τύπου προσπαθούσε καθ’ όλη τη διάρκεια του προεκλογικού αγώνα να τον γελοιοποιήσει – ακριβώς επειδή αμφισβήτησε ορισμένες πλευρές της κυρίαρχης πολιτικής, και που αναγκάστηκε στο τέλος, μετά το αποτέλεσμα, να του ζητήσει και συγγνώμη.
Αυτό το μήνυμα αρχίζουν να το καταλαβαίνουν οι αστικές τάξεις, ότι ειδικά για τις νέες γενιές περιέχει σπέρματα ριζοσπαστικοποίησης, προσπαθούν να το απορροφήσουν βοηθώντας τη Σοσιαλδημοκρατία, που βρίσκεται σε αποδρομή, να ξανασταθεί στα πόδια της.
Αντιλαμβάνονται ότι οι καταστάσεις αρχίζουν να γίνονται οριακές, και μάλιστα για απογοητευμένες λαϊκές μάζες από την ανατροπή του σοσιαλισμού και γαλουχημένες επί μακρόν στην παντοδυναμία του καπιταλισμού, της επιχειρηματικότητας, που όμως δε βλέπουν καμία διέξοδο στα κρισιακά φαινόμενα των κοινωνιών που ζουν και στα δικά τους προβλήματα.
Φοβούνται οι αστικές τάξεις ότι ολόκληρο το ιδεολογικό τους εποικοδόμημα αρχίζει να ξαναμπαίνει σε αμφισβήτηση, έστω και εάν αυτήν την αμφισβήτηση προσπαθούν να την ταυτίσουν με την ακροδεξιά πολιτική δημαγωγία, την ώρα που οι ίδιοι παρουσιάζονται υποκριτικά ως υπερασπιστές των ελευθεριών, των αξιών της δημοκρατίας, των πολιτισμικών αξιών του Ευρωπαϊσμού – των αστικών βεβαίως. Διαβλέπουν ότι οι λαϊκές μάζες, από την ίδια την εμπειρία τους, μπορεί να μην έχουν έναν ανατρεπτικό προσανατολισμό, αλλά, την ίδια στιγμή, αρχίζουν να κατανοούν το ψευδεπίγραφο αυτών των αξιών. Γι’ αυτό και φοβούνται κοινωνικές εκρήξεις.
Τηρουμένων των αναλογιών, πρόκειται για την ίδια την αμφισβήτηση που εκφράζεται και στη χώρα μας. Το δημοψήφισμα που πραγματοποίησε ο ΣΥΡΙΖΑ περιείχε τέτοια ριζοσπαστικά στοιχεία, αμφισβήτησης και άρνησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της πολιτικής που εφαρμόζεται. Δεν εκτεινόταν εκτός αστικών ορίων. Ο ΣΥΡΙΖΑ χρησιμοποίησε αυτό το δημοψήφισμα για να κάνει ένα παραπάνω βήμα στην οριστική του αστικοποίηση.
Αυτό δε σημαίνει ότι το δημοψήφισμα δεν περιείχε και ριζοσπαστικά στοιχεία. Αυτή είναι η αντιφατικότητα και η συνθετότητα των πολιτικών πραγμάτων. Η σημερινή κατάσταση του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και της Νέας Δημοκρατίας, που δε δείχνει τη δυναμική που απαιτείται για την ανάκαμψή της προς την κυβερνητική εξουσία, εντάσσονται στο ίδιο πλαίσιο.
Μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να έσπευσε να εκμεταλλευτεί το εκλογικό αποτέλεσμα στη Βρετανία, για να το χρησιμοποιήσει ενάντια στη Νέα Δημοκρατία, μπορεί ακόμη ο Ζαν Κλοντ Γιουνκέρ να μην έκρυψε τη χαρά του, γιατί θα έχει απέναντί του μια αποδυναμωμένη κυβέρνηση της Τερέζα Μέι, μπορεί ο εγχώριος αλλά και ο διεθνής Τύπος να έδωσαν μια ερμηνεία επιστροφής προς την Ευρωπαϊκή Ένωση στο εκλογικό αποτέλεσμα, στην πραγματικότητα, όμως, κανείς δεν παραγνωρίζει τις κοινωνικές διεργασίες που πραγματοποιούνται αυτήν τη στιγμή στην Ευρωπαϊκή Ένωση και ιδιαίτερα στις μεγαλύτερες καπιταλιστικές χώρες της Γηραιάς Ηπείρου. Όλοι βλέπουν το αδιέξοδο που υπάρχει, γι’ αυτό άλλωστε εκφράζουν δυνατά πλέον και τους φόβους τους για το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Το Κομμουνιστικό Κίνημα μπορεί να αγνοήσει αυτό το μήνυμα, αυτές τις κοινωνικές διεργασίες στην αντιφατικότητά τους και στη συνθετότητά τους; Μπορεί να τις περιορίσει αποκλειστικά και μόνο στα όρια μιας αστικής αναδιάταξης των πολιτικών δυνάμεων, που πράγματι έχουν και τέτοιο χαρακτήρα;
Εμείς νομίζουμε ότι δε μπορεί, γιατί στο κάτω – κάτω της γραφής τι θα έπρεπε να ψηφίσουν οι ψηφοφόροι στη Γαλλία; Το Κομμουνιστικό Κόμμα της Γαλλίας, που βρίσκεται πιο δεξιά και από το Μελανσόν; Το ίδιο ερώτημα ισχύει και για τα δύο Κομμουνιστικά Κόμματα της Βρετανίας, που δε ξεφεύγουν από μια ρεφορμιστική αντίληψη.
Το Κομμουνιστικό Κίνημα πρέπει να αποκωδικοποιήσει το στίγμα αυτών των κοινωνικών διεργασιών, για να μπορέσει να πιάσει επαφή με τις λαϊκές μάζες που δεν είναι ακίνητες, να εξηγήσει υπομονετικά στην εργατική τάξη, ότι ο σοσιαλισμός δεν τελείωσε αλλά είναι μπροστά της, αναγκαίος και επίκαιρος, δικό της ιστορικό καθήκον, να προετοιμάσει τις λαϊκές μάζες ιδεολογικά και πολιτικά, να οργανώσει τους λαϊκούς αγώνες για τα ώριμα προβλήματα που πρέπει να λυθούν, να προσανατολίσει τους αγώνες της εργατικής τάξης και των συμμάχων της ενάντια στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ενάντια στα διλήμματα της αστικής πολιτικής, να αποδείξει την εξάντλησή της, την αντιδραστικότητά της, τον ανορθολογισμό της, να κατευθύνει την εργατική τάξη και τους συμμάχους της, τα μικρομεσαία στρώματα, για τη σφυρηλάτηση της κοινωνικής συμμαχίας και για την πορεία κατάληψης της πολιτικής εξουσίας, που θα ανοίξει το δρόμο και στο σοσιαλισμό.
Και μέσα από αυτό το πρίσμα της κριτικής προσέγγισης του εκλογικού αποτελέσματος στη Βρετανία δε μπορεί κανείς να καταλήγει σε απολυτότητες που στο τέλος – τέλος καταδικάζουν τις λαϊκές μάζες να μην ξεπερνάνε τα αστικά όρια.
COMMENTS