Πυρετώδεις παρουσιάζονται από τα αστικά ΜΜΕ οι διαβουλεύσεις ανάμεσα στην κυβέρνηση και τους δανειστές αλλά και ανάμεσα στους ίδιους τους δανειστές, κυρίως το ΔΝΤ και τη Γερμανία, μπροστά στη σύγκληση του Eurogroup, στις 15 του Ιούνη, και στη Συνάντηση Κορυφής, στις 22 του ίδιου μήνα.
Η κυβέρνηση αναζητάει «καθαρή λύση» για το χρέος, έχοντας ως βασικό επιχείρημα ότι αυτή από την πλευρά της έκανε τα όσα της ζητήθηκαν από τους δανειστές και τώρα είναι η σειρά τους να ανταποκριθούν στις υποτιθέμενες δεσμεύσεις τους, γιατί μόνο για υποτιθέμενες δεσμεύσεις μπορούμε να μιλήσουμε, εάν ανακαλέσουμε στη μνήμη μας κάποιες αντίστοιχες δεσμεύσεις εκ μέρους των δανειστών από το Νοέμβρη του 2012 με κυβέρνηση του Αντώνη Σαμαρά και οι οποίες δεν τηρήθηκαν ποτέ μέχρι σήμερα.
Αυτήν την καθαρή λύση, βέβαια, η κυβέρνηση δεν την καθορίζει με ακρίβεια και συνεχώς ελίσσεται σ’ αυτό το θέμα, παρουσιάζοντας διαφορετικές εκδοχές της μέρα με τη μέρα, γεγονός που εξαρτάται ευθέως από τη στάση των δανειστών.
Ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, π.χ., μιλάει για «ικανοποιητική σαφήνεια» γύρω από το θέμα του χρέους, φράση, που, επί της ουσίας, περιορίζεται στο γεγονός της αναγνώρισης του χρέους ως μη βιώσιμο και στη λήψη ορισμένων μέτρων βιωσιμότητας, τα οποία απομένει να διευκρινιστούν και να αποφασιστούν, κυρίως από το ΔΝΤ και τη Γερμανία. Αυτό, όμως, δε γίνεται λόγω των αντιθέσεων μεταξύ τους, αλλά και του γεγονότος ότι η Γερμανία θέλει να μετατοπίσει τη συζήτηση για το χρέος για μετά τις Γερμανικές εκλογές.
Ποια είναι αυτά τα πιθανά μέτρα ακόμη είναι άγνωστο. Πάντως η Γερμανία δεν αποδέχεται ούτε και αυτήν την πρόταση του Μπρουνό Λεμέρ, νέου υπουργού οικονομικών της Γαλλίας, που προβλέπει την αποπληρωμή του χρέους με βάση την ανάπτυξη και στην περίπτωση που δε θα υπάρχουν ικανοποιητικοί ρυθμοί ανάπτυξης να επιμηκύνονται οι ημερομηνίες αποπληρωμής.
Κατά τον πρωθυπουργό, και με βάση την ομιλία του στη συνέλευση του ΣΕΒ καθαρή λύση είναι: «Έχω καταστήσει σαφές ότι θα δεχθούμε μονάχα λύση που θα εγγυάται άμεσα έξοδο στις αγορές και με βιώσιμους όρους, θα αντιστοιχεί στις θυσίες του λαού και στις δυνατότητες που ανοίγονται για την οικονομία»!
Διαβεβαιώνει η κυβέρνηση, παράλληλα, με διαρροές προς τα έξω, ότι η τακτική που θα ακολουθήσει μέχρι να φτάσει στο προσεχές Eurogroup, και εάν χρειαστεί και στη Συνάντηση Κορυφής, θα είναι «διεκδικητική» – πολιτικοί αναλυτές και σχολιαστές προσκείμενοι προς αυτήν την χαρακτηρίζουν ακόμη και έως «επιθετική», γεγονός που αφήνει τα περιθώρια για διάφορες ερμηνείες.
Συντηρείται ένα κλίμα, που, στο όνομα της διεκδίκησης και της επιθετικής στάσης της κυβέρνησης, μπορεί να αποδοθεί στην άκαμπτη στάση από την πλευρά της Γερμανίας, την ώρα που η κυβέρνηση διεκδικεί την επίλυση του προβλήματος του χρέους, δικαιολογεί τη μετατόπιση των ευθυνών, όταν, την ίδια στιγμή, η κυβέρνηση κατηγορείται από τη Νέα Δημοκρατία ότι θα έπρεπε να έχει κλείσει την αξιολόγηση και να έχει αποσπάσει μια συμφωνία στο ζήτημα του χρέους, που θα ήταν συνέχεια της δέσμευσης των δανειστών από το Νοέμβρη του 2012.
Από την άλλη μεριά αυτό το ίδιο το κλίμα που καλλιεργείται ευνοεί και τη Νέα Δημοκρατία να συντηρεί μια οξύτατη αντιπολιτευτική στάση αλλά και το αίτημα των εκλογών, στο όνομα μιας κακής εξέλιξης ως προς την αναδιάρθρωση του χρέους και να αποφεύγει να τοποθετηθεί απέναντι στην ουσία των πολιτικών και οικονομικών εξελίξεων, που έχουν ως κινητήριο άξονα την ίδια τη στάση των δανειστών, εξ ου και η αντίδραση της Νέας Δημοκρατίας που αφήνει να διαρρέουν σενάρια προετοιμασίας για εκλογές.
Ανεξάρτητα από το τι θα συμβεί στις 15 ή στις 22 του Ιούνη – και πολύ περισσότερο μετά τις τελευταίες δηλώσεις του Σόιμπλε, ο οποίος «παγώνει» τα όσα διεκδικεί η κυβέρνηση, όλα τα παραπάνω δε διαφοροποιούν σε τίποτα τα βασικά ζητήματα, τα οποία προκύπτουν για το Κομμουνιστικό και Εργατικό Κίνημα.
Είναι φανερό πως η κυβέρνηση έχει να διαχειριστεί μια δύσκολη κατάσταση και ότι παρά την απάντηση που έδωσε στο Σόιμπλε: «Οι ευθύνες του κ. Σόιμπλε για την διαχείριση της ελληνικής κρίσης έχουν καταγραφεί ιστορικά. Δεν έχει κανένα νόημα να προσπαθεί να τις επιρρίψει σε άλλους».
Η κυβέρνηση είναι ευάλωτη και δε μπορεί να ξεφύγει εύκολα από τις απαιτήσεις των δανειστών και ιδιαίτερα της Γερμανίας, γι’ αυτό το λόγο και κατέφυγε να υιοθετήσει το σύνθημα της «εθνικής ενότητας»!
Και εδώ πλέον βρισκόμαστε μπροστά σε μια κατάσταση από την οποία προκύπτουν ορισμένα πεντακάθαρα συμπεράσματα, πολύ περισσότερο από κάθε άλλη στιγμή της οικονομικής κρίσης και της χρεοκοπίας της χώρας μας.
Το πρώτο σαφές συμπέρασμα είναι ότι οι δανειστές επικαλούμενοι προσχηματικά τα προαπαιτούμενα, που εκκρεμεί η νομοθέτησή ορισμένων από αυτά – από τα συνολικά 140, δεν έκλεισαν στο προηγούμενο Eurogroup, στις 22 του Μάη, την αξιολόγηση για να κρατάνε τη χώρα μας σαν «αγκιστρωμένο ψάρι», γιατί, αν υποθέσουμε, δεν πάρει τη δόση των 8 περίπου δισ. ευρώ, που απλώς θα «αλλάξουν χέρια, χωρίς να δούμε το χρώμα τους», κηρύσσεται επίσημα χρεοκοπημένη.
Φυσικά οι δανειστές, ενώ έχουν τη δυνατότητα να κάνουν κάτι τέτοιο, δεν πρόκειται να φτάσουν σε ανάλογες καταστάσεις, που σε τελική ανάλυση επηρεάζουν και τους ίδιους. Αυτό, όμως, δε σημαίνει ότι η χώρα μας δεν τελεί υπό καθεστώς ελεγχόμενης χρεοκοπίας και ότι είναι έρμαιο στα χέρια των δανειστών.
Το δεύτερο σαφές συμπέρασμα, που πρέπει να είναι απολύτως καθαρό για τους εργαζόμενους, για τις κοινωνικές δυνάμεις, που έχουν υποστεί τα δεινά της κρίσης είναι ότι η οποιαδήποτε «καθαρή λύση» θα καθοριστεί τελικά από το τι συμφέρει το ΔΝΤ και τη Γερμανία, στο πλαίσιο των γεωστρατηγικών αντιθέσεων των ΗΠΑ με τη Γερμανία, αντιθέσεις οι οποίες συνεχώς οξύνονται, όπως αποδείχτηκε πρόσφατα και στη συνάντηση των G7, και που ασφαλώς εκδηλώνονται και επιδρούν και στο πρόβλημα του διακανονισμού του χρέους της χώρας μας.
Πρακτικά αυτό σημαίνει για το Κομμουνιστικό και Εργατικό Κίνημα ότι πρέπει να εγκαταλειφθούν οριστικά και αμετάκλητα ανόητες και αντιεπιστημονικές δάνειες θεωρίες, από ξεπεσμένες νεοτροτσκιστικές ομαδούλες, περί της ιμπεριαλιστικής πυραμίδας, θεωρία που επιδρά στη στρατηγική και την τακτική του Κομμουνιστικού Κινήματος, και αναφερόμαστε στο ΚΚΕ, και να αντιμετωπίσει με διαφορετικό τρόπο στο πλαίσιο μιας άλλης τακτικής το ζήτημα της αποδέσμευσης από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Και για να είμαστε πιο ακριβείς, αυτό που είδαμε πλέον πεντακάθαρα και που το βλέπουμε συνέχεια – και που πρέπει να το βλέπει και η ηγεσία του ΚΚΕ, είναι να συναντώνται ένας υπάλληλος του Σόιμπλε, ο Ντάισεμπλουμ που εξακολουθεί να κατέχει τη θέση του προέδρου του Eurogroup, ένας υπάλληλος του ΔΝΤ, ο Τόμσεν, και δύο υπουργοί οικονομικών, ο Σόιμπλε από την πλευρά της Γερμανίας και ο Λεμέρ από την πλευρά της Γαλλίας, για να συζητήσουν το πως θα βρουν λύση στο πρόβλημα του Ελληνικού χρέους!
Στη συνάντηση αυτή αποδείχτηκε ο ρόλος των διεθνών ιμπεριαλιστικών οργανισμών, με την κάλυψη των ΗΠΑ, ο ρόλος της Γερμανίας, το πως καθορίζουν τη στάση τους. Η Ελλάδα όχι απλώς έλειπε, αλλά θα είναι και υποχρεωμένη να δεχτεί τελικά, γιατί δε μπορεί να κάνει και διαφορετικά, και το «πακετάκι» που της ετοιμάζουν, που, βέβαια, θα πέσει πάνω στις πλάτες των εργαζομένων και των μικρομεσαίων στρωμάτων.
Το τρίτο σαφές συμπέρασμα, που πρέπει να είναι επίσης απολύτως καθαρό για τους εργαζόμενους και τις άλλες κοινωνικές δυνάμεις, που χτυπήθηκαν από την οικονομική κρίση και τη μνημονιακή πολιτική, είναι ότι η χώρα μας δεν έχει καμία τύχη στο «λάκκο των λεόντων» που αντιπροσωπεύει η Ευρωπαϊκή Ένωση. Το μέλλον της έχει προδιαγραφεί τουλάχιστον μέχρι το 2080! Οι δανειστές θα λειτουργούν ως στυγνοί τοκογλύφοι για να λεηλατούν πολλαπλώς τη χώρα μας, να την αξιοποιούν για τα γεωστρατηγικά τους συμφέροντα.
Το τέταρτο σαφές συμπέρασμα, που και αυτό είναι αδιαμφισβήτητο, είναι ότι η ντόπια αστική τάξη συμβαδίζει στην ουσία με τη μνημονιακή πολιτική, απαιτεί τη συνέχεια των μεταρρυθμίσεων, δηλαδή περισσότερα αντιλαϊκά μέτρα, με προσχηματική δικαιολογία την κατάργηση της επιτροπείας.
Το μήνυμα είναι πολύ καθαρό. Ο ΣΕΒ απευθύνεται στην κυβέρνηση και της απαιτεί να πάρει από μόνη της τα όσα μέτρα της προτείνουν οι δανειστές και όσα παραπάνω προτείνει ο ίδιος ο ΣΕΒ, στο όνομα της κατάργησης της επιτροπείας και της ανάκαμψης της οικονομίας.
Με αυτόν τον τρόπο αντιλαμβάνεται την ανάκτηση της εθνικής κυριαρχίας ο ΣΕΒ. Με γονατισμένη την εργατική τάξη και τη χώρα παραδομένη στην πραγματικότητα στους δανειστές αρκεί η αστική να εξασφαλίζει τα κέρδη της, όση θα έχει απομείνει από την είσοδο του ξένου κεφαλαίου.
Η αστική τάξη της χώρας μας, ενώ γνωρίζει ότι μέσα από το διακανονισμό των «κόκκινων δανείων», όπως μας ομολογεί ο διευθυντής του Κυριακάτικου Βήματος, το 70% των επιχειρηματιών της χώρας μας θα εκλείψουν και οι επιχειρήσεις τους θα πέσουν σε ξένα χέρια ή θα αναγκαστούν να συμπράξουν με το ξένο κεφάλαιο, εν τούτοις επιμένει απαρέγκλιτα στη στρατηγική της, στην παραμονή στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στην πολιτική των μνημονίων, που θα είναι μνημόνια διαρκείας και θα φέρουν παραπέρα εξαθλίωση στους εργαζόμενους. Άλλωστε ακόμη και αστοί αναλυτές αναγκάζονται να παραδεχτούν ότι: «μας περιμένουν πολύ δύσκολες μέρες», ότι «οι δανειστές θέλουν να μας κάνουν Βουλγαρία»!
Αυτή η στρατηγική από την πλευρά της αστικής τάξης ακολουθείται για να κατοχυρώσει τα δικά της αποκλειστικά συμφέροντα, παρά το γεγονός ότι η χώρα μας θα είναι πλήρως ενταγμένη στα γεωστρατηγικά σχέδια των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων ως μια εξαρτημένη χώρα.
Το πέμπτο σαφές συμπέρασμα είναι ότι πλέον έχει αποδειχτεί περίτρανα ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση και η ντόπια αστική τάξη καταστρέφουν την εργατική τάξη καταδικάζοντάς την σε μισθούς πείνας, καταστρέφουν τα μικρομεσαία στρώματα, χρεοκόπησαν τη χώρα και με την πρόσδεση στην Ευρωπαϊκή Ένωση την οδήγησαν στη συρρίκνωση της παραγωγικής της βάσης, στο ξεπούλημα των πιο σημαντικών παραγωγικών μονάδων, στην υποθήκευση της δημόσιας περιουσίας για 99 χρόνια, στον πλήρη έλεγχο του χρηματοπιστωτικού συστήματος, των δημόσιων εσόδων κτλ..
Η Ευρωπαϊκή Ένωση έγινε εκ των πραγμάτων βασικός παράγοντας της οικονομικής κρίσης, της συντήρησής της για μεγάλο χρονικό διάστημα, παράγοντας της ελεγχόμενης χρεοκοπίας της χώρας μας.
Επομένως η αστική τάξη με τη στρατηγική της έφερε τη χώρα μας μπροστά σε μια αναπόδραστη καταστροφή και δε «δικαιούται» και δε μπορεί να είναι ούτε στην εξουσία ούτε να είναι και ο παράγοντας της παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας μας. Η τάξη και τα στρώματα που πρέπει να έρθουν στην εξουσία είναι η εργατική τάξη και τα μικρομεσαία στρώματα, δηλαδή η αναγνωρισμένη πλειοψηφία του Ελληνικού λαού, που επλήγη από την οικονομική κρίση, τη χρεοκοπία και τη μνημονιακή πολιτική.
Το έκτο σαφές πολιτικό συμπέρασμα είναι ότι η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ απέτυχε παταγωδώς να βγάλει τη χώρα μας από την κρίση και τη χρεοκοπία, εγκλωβίστηκε στην ίδια της τη στρατηγική, της παραμονής της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στα γεωστρατηγικά σχέδια των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, του ΝΑΤΟ, για την ευρύτερη περιοχή, με αποτέλεσμα να καταστεί φορέας και συνέχεια της μνημονιακής πολιτικής. Η στρατηγική της ταυτίστηκε με την αστική στρατηγική, γεγονός που αναπότρεπτα θα οδηγούσε στο ίδιο αποτέλεσμα.
Το έβδομο πολιτικό συμπέρασμα, που έχει και τη μεγαλύτερη σημασία, είναι το γεγονός ότι το Κόμμα μας, το ΚΚΕ, δε μπόρεσε να αντιπαραθέσει μια συγκεκριμένη πρόταση εξόδου από την οικονομική κρίση και τη χρεοκοπία, μια και θεωρούσε ότι το αίτημα για άμεση αποδέσμευση τόσο από την Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και το ΝΑΤΟ δεν αποτελούσαν κρίκους, που θα οδηγούσαν την εργατική τάξη και τους συμμάχους της στην εξουσία και κατ’ επέκταση στην έξοδο από την οικονομική κρίση και τον απεγκλωβισμό της χώρας μας από τους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς.
Το ερώτημα που έχουμε να απαντήσουμε τώρα είναι το εάν αυτή κατάσταση που περνάει η χώρα μας, μέσα σε συνθήκες οικονομικής κρίσης και χρεοκοπίας, με τα αλλεπάλληλα μνημόνια, και όσα έρθουν στην πορεία, ήταν προβλέψιμη και τι θα μπορούσε να αντιταχτεί από την πλευρά του Κομμουνιστικού και Εργατικού Κινήματος.
Ακολουθεί το τρίτο μέρος.
COMMENTS