Η προκαταρτική συμφωνία ήρθε και συζητείται στη βουλή με τη διαδικασία του κατεπείγοντος! Η κυβέρνηση προσπαθεί να παρουσιαστεί «μετρημένη» στα λόγια της. Γι’ αυτό και εμφανίζεται μετριοπαθής στην επιχειρηματολογία της.
Ισχυρίζεται ότι η συμφωνία περιέχει και «τα καλά της και τα άσχημά της», ότι πρόκειται για έναν «έντιμο συμβιβασμό», ενώ ο κυβερνητικός εκπρόσωπος «τολμάει» να κάνει λόγο ακόμη και για «επιβολή» εκ μέρους των δανειστών ορισμένων εκ των όρων τους, προφανώς σε μια προσπάθεια να καλλιεργήσει την άποψη, ότι η συμφωνία δεν είναι αυτή που η ίδια επιθυμούσε, ότι δεν είναι μέρος της πολιτικής της!
Στην πραγματικότητα η κυβέρνηση δε διαθέτει κανένα ουσιαστικό επιχείρημα να υπερασπιστεί την προκαταρτική συμφωνία, που κατέληξε με τους περίφημους «θεσμούς». Αντίθετα επαναλαμβάνει τακτικισμούς, που έχουν ξαναχρησιμοποιηθεί από προηγούμενες κυβερνήσεις, όταν και αυτές προσπαθούσαν να παρουσιάσουν επιτυχίες μετά από «επίπονη» και «σκληρή» διαπραγμάτευση!
Η συμφωνία αποτυπώνει τις απαιτήσεις των δανειστών, τις οποίες η κυβέρνηση αποδέχτηκε στο σύνολό τους και φυσικά πρόκειται για μια αντιλαϊκή συμφωνία, η οποία δεν εκφράζει αποκλειστικά και μόνο τα συμφέροντα της «εγχώριας αστικής τάξης», όπως έγινε προσπάθεια να παρουσιαστεί από τις στήλες του «Ρ»!
Σαφώς τα μέτρα που προβλέπει πάνε «γάντι» και με τα όσα «αιτήματα» έχει προβάλει η ντόπια αστική τάξη – στο όνομα της ανάκαμψης, και ζητάει να υλοποιηθούν από την κυβέρνηση. Ωστόσο, όμως, η συμφωνία αυτή φέρνει πριν απ’ όλα το αποτύπωμα και τη σφραγίδα των απαιτήσεων των δανειστών και των γεωστρατηγικών τους σχεδιασμών, που περιλαμβάνουν και τη χώρα μας, είναι ακόμη μια απόδειξη της πολιτικής και οικονομικής εξάρτησης της χώρας μας.
Η Νέα Δημοκρατία, που έχει γνώση και πείρα από ανάλογες διαδικασίες αλλά και των όσων διαδραματίζονται μεταξύ των δανειστών και της κυβέρνησης, δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι κάνει κριτική στην κυβέρνηση «από τα αριστερά» κατηγορώντας τη ότι «τα έδωσε όλα στους δανειστές».
Είναι φανερό ότι στη στάση της Νέας Δημοκρατίας μπορούμε να διακρίνουμε πολύ καθαρά την πολιτική σκοπιμότητα που τη χαρακτηρίζει. Από τη μια δε μπορεί να αρθρώσει πολιτικό λόγο, παρά μόνο στην κατεύθυνση αξιοποίησης της δυσαρέσκειας των εργαζομένων, οι οποίοι θα συνεχίσουν να ματώνουν για τα δημοσιονομικά πλεονάσματα του 3.5%, από την άλλη κατηγορεί την κυβέρνηση ότι καθυστέρησε απαράδεκτα την αξιολόγηση, γεγονός το οποίο, όμως, θα επέβαλε την αποδοχή των όρων των δανειστών.
Γι’ αυτό, άλλωστε, παρά την κριτική που ασκεί, έσπευσε να δηλώσει, στο όνομα της «συνέχειας του κράτους», ότι θα εφαρμόσει τη συμφωνία της κυβέρνησης, όταν θα έρθει στην κυβέρνηση, την ίδια στιγμή που τάσσεται υπέρ των λεγόμενων αντιλαϊκών μεταρρυθμίσεων, γιατί τις πιστεύει και την εκφράζουν ιδεολογικοπολιτικά, και κατηγορεί την κυβέρνηση ότι δεν πρόκειται να τις εφαρμόσει!
Η απόδειξη γι’ αυτήν την εκτίμηση, ότι η συμφωνία φέρει κυρίαρχα τη σφραγίδα των δανειστών, είναι πολύ απλή. Οι δανειστές δεν έκαναν πίσω σε καμία από τις απαιτήσεις τους και η συμφωνία ήταν το αποτέλεσμα πρωταρχικά των διαβουλεύσεων ανάμεσα στη Γερμανία και το ΔΝΤ. Ακόμη πιο τρανταχτή απόδειξη προς αυτήν την κατεύθυνση είναι το ζήτημα της επίλυσης του προβλήματος του χρέους. Το χρέος και οι όροι αποπληρωμής του θα είναι μια διευθέτηση που θα συμφωνηθεί ανάμεσα στη Γερμανία και το ΔΝΤ. Και αυτή ακόμη δεν έχει καταλήξει, βρίσκεται σε εξέλιξη.
Ακόμη και από «λεπτομέρειες» μπορεί κανείς να καταλήξει στο ίδιο συμπέρασμα, που υποδηλώνουν την έγνοια των δανειστών να εξασφαλίσουν πριν απ’ όλα τα δικά τους συμφέροντα. Είναι χαρακτηριστικό το «αντίμετρο» σε σχέση με τον ΕΝΦΙΑ. Θα ενεργοποιηθεί η μείωση του ΕΝΦΙΑ, για όσους πληρώνουν πάνω από 700 ευρώ – εφ’ όσον εφαρμοστούν τα μέτρα και υπάρξουν τα προβλεπόμενα δημοσιονομικά πλεονάσματα, που περιορίζεται σε μείωση κατά …70 ευρώ!
Από την πλευρά μας δεν πρόκειται περαιτέρω να σταθούμε με λεπτομέρειες στους όρους της συμφωνίας, γιατί ήδη αυτή έχει γίνει «φύλλο και φτερό», ακόμη και από τα αστικά ΜΜΕ, και το γενικό συμπέρασμα είναι ότι η δεύτερη αξιολόγηση κατέληξε σε ένα νέο μνημόνιο, μέσα από μια διαπραγμάτευση μεταξύ της κυβέρνησης και των δανειστών, που θα μεταφέρει νέα βάρη στις πλάτες των εργαζομένων και θα αφαιρέσει το λιγότερο, κατά μέσο όρο, δύο συντάξεις από τους συνταξιούχους και ένα μισθό από τους εργαζόμενους, πέρα από τις διαβολολεπτομέρειες που κρύβονται στα επιμέρους άρθρα του πολυνομοσχεδίου σε βάρος των εργαζομένων.
Όπως γίνεται αντιληπτό τα «αντίμετρα», ως αντιστάθμισμα στις νέες απώλειες, που τόσο πολύ διαφημίζει η κυβέρνηση, μόνο ως κακόγουστο καλαμπούρι – επινόηση μπορεί να εκληφθεί. Παράλληλα το νέο μνημόνιο θα χειροτερέψει τους όρους εργασίας των εργαζομένων, γιατί στην πραγματικότητα αίρει τα εμπόδια για τις ομαδικές απολύσεις και άλλα εργατικά δικαιώματα, ενώ παγιώνει όλα τα αντεργατικά μέτρα των προηγούμενων κυβερνήσεων.
Με την κατάθεση του πολυνομοσχεδίου αποκαλύφθηκε ότι το συνολικό ποσό που θα επιβαρυνθούν οι εργαζόμενοι και τα μικρομεσαία στρώματα φτάνει τα 5 δισ. ευρώ, ενώ σύμφωνα με την έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του κράτους το ποσό αυτό αυξάνεται στα 7.8 δισ. ευρώ! Η κυβέρνηση με τα δικά της μαθηματικά αντιτείνει ότι αντίστοιχης έκτασης θα είναι και τα αντίμετρα!
Μπροστά σ’ αυτήν την κατάσταση η κυβέρνηση προβάλλει ένα και μοναδικό βασικό επιχείρημα: ότι αυτή η συμφωνία, σε αντίθεση με τις προηγούμενες, σηματοδοτεί το τέλος των μνημονίων και της επιτροπείας, δρομολογεί μια άλλη πορεία για τη χώρα, την πορεία ανάπτυξης της οικονομίας και της οριστικής εξόδου από την οικονομική κρίση.
Σε ό,τι αφορά στην επιτροπεία ο ισχυρισμός αυτός είναι ένα μεγάλο ψέμα. Είναι γνωστό ήδη ότι η επιτροπεία θα πάψει να υπάρχει τότε και μόνο, όταν η χώρα μας θα ξεπληρώσει το 75% των δανείων που έχει λάβει. Την ίδια στιγμή, με βάση την κατάρτιση των προϋπολογισμών στο πλαίσιο της δημοσιονομικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα υπάρχει μόνιμη επιτροπεία ως δομικό στοιχείο της λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πράγμα που αναγκάστηκε να παραδεχτεί και ο κυβερνητικός εκπρόσωπος.
Σε ό,τι αφορά στην ανάπτυξη τα πιστοποιημένα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ δείχνουν ότι το πρώτο τρίμηνο του ’17 η οικονομία βρίσκεται ακόμη σε ύφεση με 0.5% σε ετήσια βάση. Η κυβέρνηση ελπίζει ότι την κατάσταση αυτή θα την αντιστρέψει στα επόμενα τρίμηνα και ειδικά κατά το καλοκαίρι, όπου προσδοκά νέα αύξηση στον αριθμό των τουριστών.
Ακόμη, όμως, και εάν η κυβέρνηση προσεγγίσει τους ρυθμούς ανάπτυξης που προβλέπονται, με τάση συνεχούς μείωσής τους, δεν πρόκειται να υπάρξει καμία καλυτέρευση στην κατάσταση των εργαζομένων, γιατί για όλο το χρονικό διάστημα της συμφωνίας οι μισθοί και οι συντάξεις δεν πρόκειται να αυξηθούν. Παραπέρα γνωρίζουμε ότι θα υπάρξουν αυξήσεις μόνο τότε που η ανεργία θα πέσει κάτω από το 10%. Ήδη ο Πολ Τόμσεν μας έχει προειδοποιήσει ότι αυτός ο στόχος για να πραγματοποιηθεί θα απαιτηθούν 21 χρόνια! Οπότε προσεγγίζουμε τη δεκαετία του 2040!!!
Παραπέρα υπάρχει μια «λεπτομέρεια» που δεν πρέπει να μας διαφεύγει. Θα παρατηρήσαμε πως οι ρυθμοί ανάπτυξης που δόθηκαν στη δημοσιότητα για το χρονικό διάστημα της συμφωνίας διορθώνονται και βαίνουν μειούμενοι, ενώ αποφεύγεται κάθε πρόβλεψη των ρυθμών ανάπτυξης για το χρονικό διάστημα για μετά τη λήξη της συμφωνίας.
Με αυτούς τους ρυθμούς ανάπτυξης η επαναφορά στα προ κρίσης επίπεδα, δηλαδή στα επίπεδα του 2007, μπορεί να αποδειχτεί «όνειρο θερινής νυχτός»! Στην καλύτερη περίπτωση αυξάνει δραματικά το χρονικό διάστημα της επαναφοράς, γεγονός το οποίο ισοδυναμεί με μια μακρά περίοδο οικονομικής στασιμότητας. Και όλα αυτά υπολογίζονται χωρίς να πάρουμε υπόψη τους τελικούς όρους, που θα διαμορφωθούν από τη Γερμανία και το ΔΝΤ, για το χρέος, που στην πραγματικότητα θα απασχολεί τη χώρα μας για μεγάλο χρονικό διάστημα, ακόμη και για μετά το 2060, και θα είναι ένας μόνιμος βραχνάς για τη χώρα μας.
Εδώ, πλέον, πρέπει να κάνουμε έναν απολογισμό στο που βρίσκεται η χώρα μας και ποια είναι η «κληρονομιά» της από την περίοδο της οικονομικής κρίσης και της χρεοκοπίας.
Τα βασικά οικονομικά εργαλεία της χώρας μας ελέγχονται πλήρως από τους δανειστές. Τα έσοδα, το χρηματοπιστωτικό σύστημα, τα περιουσιακά της στοιχεία, η κατάρτιση του προϋπολογισμού, ενώ μέσω της ρύθμισης των κόκκινων δανείων θα αλλάξουν χέρια παραγωγικές μονάδες και μέσω των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών θα χαθούν χιλιάδες σπίτια. Την ίδια στιγμή η χώρα μας δεν ελέγχει τα λιμάνια της, τα αεροδρόμιά της, ενώ αυξάνεται η στρατιωτική παρουσία του ΝΑΤΟ. Παράλληλα, ως προς τα εργατικά δικαιώματα και τις οικονομικές τους απολαβές, έχει αλλάξει πλήρως η κατάσταση. Εργατικές κατακτήσεις εξανεμίζονται, οι μισθοί και οι συντάξεις καταποντίζονται, η ανεργία θα υπάρχει για μεγάλο χρονικό διάστημα, η καταστροφή των μικρομεσαίων στρωμάτων θα συνεχιστεί και η μετανάστευση της επιστημονικής αφρόκρεμας θα ενταθεί.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: Η ΕΛΛΑΔΑ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΕΞΑΡΤΗΜΕΝΗ ΧΩΡΑ ΜΕ ΤΥΠΙΚΗ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ
Αυτή είναι η μόνη πραγματικότητα που χαρακτηρίζει την πολιτική και οικονομική, στρατιωτική και διπλωματική κατάσταση της σύγχρονης Ελλάδας. Και αυτή η κατάσταση είναι πολύ δύσκολο να αμφισβητηθεί από τη στιγμή που οι δανειστές σου επιβάλλουν ακόμη και την κατάργηση της Κυριακάτικης αργίας, ακόμη και πόσα διόδια θα κατασκευαστούν στην Εγνατία οδό, ακόμη και τα επιδόματα των παιδιών!
Αυτός είναι και ο απολογισμός του κύκλου διακυβέρνησης από την κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, που ήρθε να ολοκληρώσει το έργο των προηγούμενων κυβερνήσεων, προσπαθώντας να υλοποιήσει τη βασική της εξαγγελία περί σταθεροποίησης της οικονομίας, ως απαραίτητου σκαλοπατιού για την έξοδο από την οικονομική κρίση.
Σε παλαιότερη αρθρογραφία της η «Νέα Σπορά» είχε κάνει ειδική αναφορά στην αστική έννοια της σταθεροποίησης της οικονομίας και είχε εξηγήσει ότι δεν αποτελεί τίποτα το ελπιδοφόρο για τους εργαζόμενους, αντίθετα είναι μια πολιτική που θα τους φορτώσει τα βάρη της οικονομικής κρίσης. Οικονομική κρίση και χρεοκοπία, σε συνδυασμό, ανέβασαν το κόστος της σταθεροποίησης – η οποία δεν είναι και εξασφαλισμένη, σε βάρος των εργαζομένων σε πρωτοφανή επίπεδα.
Κάτω από αυτό το κριτήριο – στο πλαίσιο και της υιοθέτησης από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ της αστικής στρατηγικής: της παραμονής της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το ευρώ – τοποθετήθηκε η «Νέα Σπορά» απέναντι στην πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ με την εξαγγελία του προγράμματος των «Δέκα σημείων», του «Προγράμματος της Θεσσαλονίκης» και των προγραμματικών δηλώσεων της κυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, που σχηματίστηκε αμέσως μετά τις εκλογές του Γενάρη του 2015.
Η επιλογή, επομένως, της αστικής τάξης, την οποία υπηρετεί και η σημερινή κυβέρνηση, είναι μακράς πνοής, δηλαδή να υπάρξει μια μακρά χρονική περίοδος κατά την οποία θα γίνει προσπάθεια ανάκαμψης της οικονομίας, έστω και με πολύ χαμηλούς ρυθμούς, παράλληλα θα γίνει προσπάθεια να υπάρξει μια νέα διευθέτηση του χρέους, γιατί το μέγεθός του και η αποπληρωμή του βαραίνουν στην οικονομική πολιτική και στη ζωή της χώρας, τέλος, η τύχη που επιφυλάσσεται για τους εργαζόμενους είναι να χειροτερεύσουν ακόμη περισσότερο οι όροι εργασίας τους και μισθοδοσίας τους, όπως και των συνταξιούχων, την ίδια στιγμή που η χώρα μας θα ξεπουλάει τη δημόσια περιουσία «αντί πινακίου φακής» και θα γίνεται ορμητήριο του ιμπεριαλισμού.
Το ερώτημα που έχουμε να απαντήσουμε τώρα είναι: απέναντι σ’ αυτήν την εξέλιξη – και παίρνοντας υπόψη συνολικά τον κύκλο της οικονομικής κρίσης, το γεγονός ότι η χώρα μας ουσιαστικά χρεωκόπησε, τι θα μπορούσε να αντιτάξει το Κομμουνιστικό και Εργατικό Κίνημα, σε μια περίοδο που σημειώθηκαν σημαντικές πολιτικές εξελίξεις. Αυτό ακριβώς θα είναι και το θέμα του επόμενου άρθρου μας.
COMMENTS