Πυρηνικός βομβαρδισμός στην Υεμένη; – Β’ Μέρος

Οι υποψίες απέναντι στη Σαουδική Αραβία δεν είναι νέες. Για την ακρίβεια, ακόμα και για το περιστατικό της βομβιστικής επίθεσης το 1996 στο συγκρότημα «Khobar Towers» στην οποία σκοτώθηκαν 19 αμερικανοί στρατιώτες και τραυματίστηκαν συνολικά πάνω από 400 άτομα, ειπώθηκε ότι η ισχύς της έκρηξης ήταν τέτοια ώστε να θεωρείται πιθανή ως αποτέλεσμα ενός τέτοιου είδους όπλου.

Για αυτό το συμβάν οι αρχές της χώρας είχαν κατηγορήσει ότι πίσω του βρίσκεται το Ιράν και η Χεσμπολάχ. Την κατηγορία έσπευσαν να υιοθετήσουν ευθύς οι ΗΠΑ, ώστε να αποτελέσει μια βασική κατηγορία κατά της Τεχεράνης που τροφοδότησε την αντι-ιρανική υστερία των ΗΠΑ σχετικά με το πυρηνικό του πρόγραμμα όλα αυτά τα χρόνια.

Συμπτωματικά περίπου την ίδια περίοδο που οι ΗΠΑ εξομαλύνουν τις σχέσεις τους με το Ιράν, η έρευνα για το συμβάν των «Khobar Towers», η οποία καρκινοβατούσε για 20 περίπου χρόνια, επιταχύνεται και φαίνεται πως «απέδωσε» καρπούς (το 2015) όπου ανακοινώνεται η σύλληψη του «εγκέφαλου» της επίθεσης Ahmed al-Mughassil που «αποδεικνύει» τον ισχυρισμό ότι πίσω από την έκρηξη βρίσκεται ένα παρακλάδι της Χεσμπολάχ, δηλαδή το Ιράν.

Την ίδια περίοδο εξάλλου βρίσκεται σε εξέλιξη και ο οικονομικός πετρελαϊκός πόλεμος με την τιμή του αργού να κατρακυλά σε ιστορικό χαμηλό και τη Σαουδική Αραβία να αρνείται να μειώσει την παραγωγή της, δείχνοντας ότι αυτή ήταν ο βασικός συντελεστής αυτής, διαθέτοντας και τη στήριξη των ΗΠΑ- θέμα στο οποίο έχουμε και εμείς αναφερθεί παλαιότερα- και με στόχευση την οικονομική αποδυνάμωση της Ρωσίας, Ιράν, Βενεζουέλας κλπ.

 Πρέπει εδώ να επισημάνουμε ότι η σύγκρουση του Ιράν και της Σαουδικής Αραβίας για το ποια χώρα θα έχει τον κυρίαρχο ρόλο στη Μέση Ανατολή και που διεξάγεται εμφανώς αυτή τη στιγμή τόσο στη Συρία όσο και στην Υεμένη, υποδαυλίστηκε από τις ΗΠΑ, μετά την ισλαμική επανάσταση του Ιράν το 1979, αναθερμάνθηκε με την εισβολή στο Ιράκ το 2003 και το κύμα σεχταριστικής βίας που σάρωσε τη χώρα μεταξύ των σιιτών και σουνιτών, για την οποία έχουν κατηγορηθεί ευθέως η αμερικανική κατοχική πολιτική και η CIA.

Ο «κοινός εχθρός» που λέγεται Ιράν είναι και η αιτία για τη συνεργασία μεταξύ Ισραήλ και Σαουδικής Αραβίας, η οποία αν και συγκαλυμμένη, είναι ευρέως παραδεκτή. Μάλιστα ειπώθηκε ότι για την επέμβαση στην Υεμένη, έχει συγκροτηθεί κοινό συντονιστικό στρατηγείο των δύο χωρών με έδρα την αυτόνομη περιοχή της Σομαλιλάνδης στις βόρειες ακτές της Σομαλίας. Άλλες πληροφορίες αναφέρουν ότι επίκειται ακόμα και η επίσημη αναγνώριση του κράτους του Ισραήλ από τη Σαουδική Αραβία. Ταυτόχρονα οι ΗΠΑ αξιοποιούν τη σχέση των δύο χωρών, τόσο για την εδραίωση της ισχύος του κράτους του Ισραήλ, όσο και για την επίτευξη μιας ισχυρής συμμαχίας «ανάσχεσης» της Ρωσο-ιρανικής επιρροής στη Μέση Ανατολή, δια μέσω της συνεννόησης ανταγωνιστικών δυνάμεων ανάμεσα στις οποίες είναι και η Τουρκία, το Κατάρ κ.α.

Η περίπτωση της Σαουδικής Αραβίας, θα λέγαμε ότι εγείρει σοβαρά ερωτήματα σχετικά με το πυρηνικό πρόγραμμα και άλλων χωρών λ.χ. Την Αίγυπτο, τη Βραζιλία για τις οποίες έχουν στο παρελθόν εκφραστεί υποψίες ανάπτυξης πυρηνικού προγράμματος στρατιωτικού χαρακτήρα, ή τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, τα οποία ετοιμάζονται να κατασκευάσουν το πρώτο πυρηνικό εργοστάσιο παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στη Μέση Ανατολή. Εγείρει ζητήματα και για το τουρκικό πυρηνικό πρόγραμμα, πράγμα που αφορά και τη χώρα μας, καθώς είναι δεδομένη και πολλαπλά διατυπωμένη η πρόθεση της Τουρκίας να καταστεί ισχυρή περιφερειακή δύναμη -και κατά τους σχεδιασμούς της και παγκόσμια.

Η Τουρκία κατασκευάζει το πρώτο της πυρηνικό εργοστάσιο στο Ακούγιου, είναι γνωστή η συνεργασία για την ανάπτυξη του πυραυλικού της οπλοστασίου με το Πακιστάν, έχουν εκφραστεί υποψίες ότι διεξήγαγε λαθρεμπόριο για τη προμήθεια συσκευών πυρηνικής τεχνολογίας, αναπτύσσει πυραύλους τουρκικής σχεδίασης (Yildirim) βραχέως και μέσου βεληνεκούς, με πρόθεση να το επεκτείνει σε άνω των 2.000χλμ, αλλά και της απόφασής της να καταστεί αυτάρκης στην παραγωγή οπλικών συστημάτων, δαπανώντας τεράστια ποσά στην έρευνα και ανάπτυξη εγχώριων συστημάτων παντός είδους. Επίσης όλα τα παραπάνω είναι εν γνώσει των ΗΠΑ, σε σημείο μάλιστα του να έχουν διατυπωθεί ανοικτές επιφυλάξεις για την ασφάλεια του αποθέματος των περίπου 80 τακτικών πυρηνικών κεφαλών τις οποίες διατηρεί αποθηκευμένες το ΝΑΤΟ στην Τουρκία, στο πλαίσιο του σχεδιασμού του κατά της ΕΣΣΔ/Ρωσίας.

Ερωτηματικά εγείρονται όμως και για άλλες χώρες που στο παρελθόν είχαν αναπτύξει πυρηνικό πρόγραμμα και οι οποίες είχαν -θεωρητικά τουλάχιστον- προχωρήσει στον αφοπλισμό τους. Πέραν της Νοτίου Αφρικής, η οποία μάλιστα είχε πολύ στενή συνεργασία με το Ισραήλ στον τομέα της ανάπτυξης πυρηνικής τεχνολογίας, η Ουκρανία, η Λευκορωσία και το Καζακστάν βρέθηκαν να διαθέτουν πυρηνικά όπλα ως διάδοχα κράτη της ΕΣΣΔ, τα οποία όμως υποτίθεται ότι έχουν προχωρήσει στον αφοπλισμό τους παραδίδοντάς τα στη Ρωσία μετά από σχετικές συμφωνίες το 1995-1996.

Υπενθυμίζουμε σε αυτό το σημείο μια δεύτερη πρόσφατη είδηση. Σύμφωνα πάλι με το vetaranstoday.com στην πρόσφατη καταστροφή της μεγάλης αποθήκης πυρομαχικών -της μεγαλύτερης του ουκρανικού στρατού- που έλαβε χώρα το Μάρτη στην περιοχή της Balakleya της Ανατολικής Ουκρανίας και για την οποία οι ουκρανικές αρχές είχαν κατηγορήσει πως πρόκειται για ρωσική δολιοφθορά, παρατηρήθηκε μια αντίστοιχη έκρηξη για την οποία υπάρχουν υποψίες ότι πρόκειται για καταστροφή ενός «μίνι» ατομικού όπλου, το οποίο παράνομα βρίσκονταν ακόμα αποθηκευμένο εκεί. Η ίδια όμως εκκωφαντική σιωπή παρατηρείται διεθνώς και για αυτό το περιστατικό, μιας και η Ουκρανία παρά του ότι διοικείται από ένα μίγμα νεοναζί και νεοφιλελεύθερων μετά τα γνωστά γεγονότα του Μαιντάν, διεξάγοντας παράλληλα ένα ανελέητο πόλεμο στα ανατολικά της χώρας, αποτελεί βασικό κρίκο στην αλυσίδα απομόνωσης της Ρωσίας, την οποία έχουν στήσει οι ΗΠΑ, συνεπώς οποιαδήποτε έρευνα καθίσταται ανεπιθύμητη.

Όσον αφορά στη χώρα μας, γνωρίζουμε από παλιότερα δημοσιεύματα ότι η στρατιωτική συνεργασία με το Ισραήλ και οι κοινές αεροπορικές ασκήσεις των δύο χωρών είχαν και πυρηνικό ενδιαφέρον: Να εξομοιώσουν την προσβολή στόχων στο Ιράν, προσδίδοντας στο Ισραήλ αυτό το οποίο επιζητούσε: τον αντίστοιχο χώρο για την προσομοίωση επιδρομής κατά των ιρανικών πυρηνικών εγκαταστάσεων.

Υπενθυμίζουμε επίσης ότι το Ισραήλ εκτός από πυρηνική δύναμη, είναι μια χώρα αδίστακτη και πραγματικός πυρηνικός τρομοκράτης όπως το έχει πολλές φορές αποδείξει, η οποία έχει κατ’ επανάληψη εκδηλώσει την προειδοποίηση ότι είναι σε θέση να εξαπολύσει αντίστοιχη επίθεση κατά του Ιράν. Συνεπώς οι ευθύνες των αστικών κομμάτων που επένδυσαν στην ανάπτυξη των στρατιωτικών σχέσεων με το Ισραήλ είναι τεράστιες.

Η καταγγελία για τη χρήση πυρηνικού όπλου στην Υεμένη, δεν αναπαράχθηκε από κανένα μεγάλο δυτικό ή εγχώριο ενημερωτικό μέσο φυσικά. Και ο σημαντικότερος λόγος που αναφερόμαστε σε αυτήν, είναι διότι μετά την πολιτική «στροφή» του νέου αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ και την πυραυλική επίθεση στη Συρία που σηματοδότησε τη νέα πολύ επιθετική και άκρως επικίνδυνη κλιμάκωση της πολιτικής των ΗΠΑ, επανέρχεται ξανά η ρητορική αλλά κυρίως η πρακτική του απροκάλυπτου τραμπουκισμού, με τη συνήθη επιχειρηματολογία της κατοχής όπλων μαζικής καταστροφής.

Θυμίζουμε εξάλλου ότι στο πλαίσιο της εξάρτησης της χώρας μας τα πλοκάμια της οποίας απλώνονται σε όλο το φάσμα της οικονομίας και πολιτικής, υπήρξαν και υπάρχουν οι «πρόθυμοι» να αναπαράγουν αυτούσια την αστεία επιχειρηματολογία των ΗΠΑ, με το πλέον κραυγαλέο παράδειγμα την περίοδο της εισβολής στο Ιράκ.

Τελευταίο τέτοιο παράδειγμα είναι η Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας, στην οποία στρέφονται για ακόμα μια φορά τα βέλη των ΗΠΑ, την ώρα που στη θαλάσσια περιοχή της, έχει συγκεντρωθεί ένας μεγάλος αριθμός πολεμικών πλοίων κρούσης, ενώ τείνει να διαμορφώνεται μια συμμαχία «προθύμων» χωρών που περιλαμβάνει την Ιαπωνία και την Αυστραλία στις τάξεις της, διατεθειμένες να πάνε σε πόλεμο.

Θυμίζουμε ότι η Βόρειος Κορέα είχε υπογράψει τη Συνθήκη μη Διάδοσης Πυρηνικών Όπλων (NPT) το 1985, έχει ειπωθεί ότι με Πακιστανική τεχνογνωσία μπόρεσε να αναπτύξει το πρόγραμμά της από το 1993, με βάση το οποίο υπολογίζεται ότι κατέχει μόλις 10 πυρηνικές κεφαλές, ενώ κατήγγειλε τη συνθήκη το 2003 και έκτοτε έχει πραγματοποιήσει ορισμένες πυρηνικές δοκιμές (το 2006, 2009, 2013 και 2016). Και είναι τόσο τεταμένη η κατάσταση με τις ΗΠΑ, ώστε ακόμα και ο Μπαν Κι Μούν να αναγκαστεί να δηλώσει ότι «ο κόσμος πλησιάζει στον πυρηνικό αφανισμό».

Η παραπάνω δήλωση αποκτάει νόημα αν αναλογιστούμε ότι η Νότιος Κορέα και οι ΗΠΑ ήδη από τον Ιούλιο του 2016 έχουν συμφωνήσει στην εγκατάσταση της περίφημης αντιπυραυλικής ασπίδας (THAAD) η οποία μάλιστα από τις 6 Μάρτη 2017 ξεκίνησε να μεταφέρεται αεροπορικώς στη χώρα ενώ στις 25 Απρίλη το σύστημα αναπτύχθηκε στη θέση του, μια ενέργεια που ήταν προγραμματισμένη για τον Ιούνιο του τρέχοντος έτους.

Και μπορεί ένα αντιπυραυλικό σύστημα να είναι συμβατικό και αμυντικό, όταν όμως τοποθετείται στα σύνορα μιας πυρηνικής δύναμης, η οποία μάλιστα αρνείται να ενταχθεί σε Διεθνή Έλεγχο, για την οποία οι ΗΠΑ συχνά προειδοποιούν με ένοπλη επίθεση, τότε πρόκειται για μια επιθετική ενέργεια που απειλεί να τινάξει στον αέρα ολόκληρο τον πλανήτη.

Την ίδια στιγμή σε μια πρωτοφανή επίδειξη πυγμής οι ΗΠΑ εκτόξευσαν τον διηπειρωτικό πύραυλο Minuteman III από την Καλιφόρνια με κατεύθυνση τις ακτές της Β. Κορέας για να καταδείξουν την ικανότητά τους για την εξαπόλυση πυρηνικού πλήγματος. Αλλά και αυτές οι ειδήσεις παρουσιάζονται συνήθως στα ελληνικά ΜΜΕ «φιλτραρισμένες».

Υπενθυμίζουμε ότι η πυραυλική επίθεση στην αεροπορική βάση Σαριάτ της Συρίας έγινε στις 7 Απρίλη 2017. Την ίδια μέρα, ξεφορτώνονται 3.000 τόνοι (!!) πυρομαχικών και εξοπλισμού για τη λεγόμενη «συριακή αντιπολίτευση» στο Ιορδανικό λιμάνι της Άκαμπα στο πλαίσιο προετοιμασίας εκτεταμένης στρατιωτικής επιχείρησης, αυτή τη φορά από το νότο της Συρίας. Ενώ η ρίψη της βόμβας ΜΟΑΒ στο Αφγανιστάν γίνεται στις 14 Απρίλη 2017. Και στεκόμαστε στις ημερομηνίες, για να καταδείξουμε ότι η κλιμάκωση από μέρους των ΗΠΑ, είναι μια προσχεδιασμένη πολιτική απόφαση που έδωσε τέλος στην περίοδο της «ταλάντευσης» των ΗΠΑ μετά την εκλογή Τραμπ και την αμετάκλητη όπως φαίνεται προσαρμογή του στην κλασική πολεμική ατζέντα του λεγόμενου «βαθέως κράτους» των ΗΠΑ.

Επιπρόσθετα, αναφορικά με τη πυρηνική κλιμάκωση στην Κορεατική χερσόνησο, πρέπει να αναφέρουμε ορισμένα νούμερα. Υπολογίζεται ότι οι ΗΠΑ έχουν κατασκευάσει την περίοδο μέχρι τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης πάνω από 50 με 60 χιλ. ατομικά όπλα, η ΕΣΣΔ ακόμα περισσότερα. Μετά την διάλυση της ΕΣΣΔ, ο αριθμός τους έχει μειωθεί ώστε και οι δύο μαζί να κατέχουν λιγότερα από 15.000 πυρηνικά. Την ίδια στιγμή, η Γαλλία διαθέτει περίπου 300, η Κίνα 260, η Μεγάλη Βρετανία 215, ενώ το Ισραήλ διαθέτει από 100 έως 400 ατομικά όπλα. Το Βέλγιο, Γερμανία, Ιταλία, Ολλανδία και Τουρκία έχουν αποθηκευμένα στο έδαφός τους πυρηνικά όπλα στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, πράγμα που έκανε και η χώρα μας έως το 1984.

Υπενθυμίζουμε επίσης ότι οι χώρες που δέχτηκαν τον πυρηνικό τους αφοπλισμό διέθεταν ένα τεράστιο οπλοστάσιο. Η Ουκρανία 5.000, το Καζακστάν 1.400 και περίπου 81 κεφαλές η Λευκορωσία ενώ το πρόγραμμα της Νοτίου Αφρικής επισήμως εμφανίζεται να δημιούργησε μόλις 6 όπλα.

Η Βόρεια Κορέα δεν είναι η μόνη -επιβεβαιωμένα- πυρηνική δύναμη που δεν αναγνωρίζει την NPT. Το Πακιστάν, η Ινδία αλλά και το Ισραήλ συγκαταλέγονται σε αυτές. Ακόμα όμως και οι ΗΠΑ αλλά και η Κίνα ενώ την έχουν υπογράψει δεν έχουν προχωρήσει στην επικύρωσή της.

Όσον αφορά τη διεξαγωγή πυρηνικών δοκιμών, οι ΗΠΑ έχουν προχωρήσει επίσημα σε 1032, η ΕΣΣΔ 715, η Γαλλία 210, 45 η Βρετανία και η Κίνα, 4 η Ινδία και 2 το Πακιστάν. Για το Ισραήλ και τη Νότιο Αφρική υπάρχει η υπόνοια για τουλάχιστον 1 μη δηλωμένη δοκιμή στο Νότιο Ινδικό ωκεανό το 1979.

Υπενθυμίζουμε ότι η συνθήκη για την μερική απαγόρευση των πυρηνικών δοκιμών ανάγεται στο 1963 με τις ΗΠΑ, την ΕΣΣΔ και το Ηνωμένο Βασίλειο, εκτός της Κίνας εκ μέρους των ως τότε τεσσάρων πυρηνικών κρατών να δεσμεύονται να απέχουν από τις δοκιμές πυρηνικών όπλων στην ατμόσφαιρα, κάτω από το νερό, ή σε εξωτερικό χώρο. Η συνθήκη όμως αυτή δεν απαγόρευε τις υπόγειες πυρηνικές δοκιμές. Εντούτοις, η Γαλλία συνέχισε τις ατμοσφαιρικές δοκιμές μέχρι το 1974, ενώ η Κίνα μέχρι το 1980 χωρίς να έχει υπογράψει τη συνθήκη.

Υπόγειες δοκιμές συνέχισαν οι ΗΠΑ μέχρι το 1992, η Σοβιετική Ένωση μέχρι το 1990, το Ηνωμένο Βασίλειο μέχρι το 1991, και τόσο η Κίνα όσο και η Γαλλία μέχρι το 1996.
Με την υπογραφή της Εκτενούς Συνθήκης της Απαγόρευσης των Πυρηνικών Δοκιμών (CTBT), το 1996, τα κράτη αυτά έχουν δεσμευθεί να διακόψουν όλες τις πυρηνικές δοκιμές. Ωστόσο, η συνθήκη για να τεθεί σε ισχύ, απαιτείται η υπογραφή ή επικύρωση της από οκτώ ακόμα χώρες. Την Κίνα, τη Βόρεια Κορέα, την Αίγυπτο, Ινδία, Ιράν, Ισραήλ, Πακιστάν αλλά και τις ΗΠΑ, για τις οποίες γνωρίζουμε από τη Wikipedia ότι τουλάχιστον μέχρι το τέλος του 2014 δεν το είχαν πράξει.

Η συνθήκη NPT, η οποία τέθηκε σε εφαρμογή το 1970 και έχει υπογραφτεί από 191 κράτη, βασίζεται σε τρεις θεμελιώδεις αρχές. Η πρώτη αφορούσε στη μη περεταίρω διάδοση των πυρηνικών όπλων, στο οποίο δίνουν ιδιαίτερη -αλλά επιλεκτική- σπουδή οι ΗΠΑ. Η δεύτερη, αφορά στην πρόνοια για τον αφοπλισμό των υπαρχόντων πυρηνικών δυνάμεων και οπλικών συστημάτων, εκεί όμως εκδηλώνεται εμφανής απροθυμία πρωτίστως από τις ΗΠΑ όπως έχουμε ήδη καταδείξει, πόσο μάλλον που με την ανάπτυξη των «μικρών» πυρηνικών όπλων τη συνθήκη αυτή την πετούν στον κάλαθο των αχρήστων. Την ίδια απροθυμία δείχνουν και για την τρίτη πρόνοια της NPT, του να μοιράζονται τα επιστημονικά επιτεύγματα που αφορούν στην ειρηνική χρήση της ατομικής ενέργειας.

Η ύπαρξη ενός ή περισσότερων αποδιοπομπαίων -πυρηνικών- κρατών, είναι μια πολύ βολική δικαιολογία ώστε να αρνείται η μεγαλύτερη πυρηνική δύναμη και μάλιστα η αποδεδειγμένα μόνη μέχρι στιγμής που έχει κάνει στρατιωτική χρήση της το 1945, στο να αποφύγει τις υποχρεώσεις να προχωρήσει στον δικό της αφοπλισμό. Πόσο μάλλον, όταν η ίδια κάνει τα… στραβά μάτια απέναντι στο Ισραήλ ή το Πακιστάν ή ακόμα τα στα «ύποπτα» κράτη όπως η Σαουδική Αραβία, ή όταν διατηρεί στο έδαφος τρίτων χωρών πυρηνικά όπλα που περικυκλώνουν τη δεύτερη πυρηνική δύναμη (Ρωσία) και η οποία εξακολουθεί να κατονομάζεται ως «εχθρός». Πολύ περισσότερο όταν όπως δείξαμε παραπάνω, αλλάζει το πυρηνικό της δόγμα καθιστώντας «χρησιμοποιήσιμα» τα πυρηνικά όπλα.

Ανάμεσα στη σωρεία καθημερινών περιστατικών κλιμάκωσης της επιθετικής ρητορικής των ΗΠΑ στις διεθνείς τους σχέσεις, μετά τη «στροφή» του Ντόναλντ Τραμπ, ίσως η πιο σημαντική είναι η ανακοίνωση εκ μέρους του Ρεξ Τίλερσον ότι οι ΗΠΑ σκοπεύουν να επανεξετάσουν τις συμφωνίες που αφορούν στο Ιράν εξαγγελία που μάλιστα έγινε από το έδαφος της Σαουδικής Αραβίας, παραδοχή ότι η «στροφή Τραμπ» σηματοδοτεί την ευθυγράμμιση με την πολιτική ατζέντα Ισραήλ – Σαουδικής Αραβίας, δηλαδή την πολιτική που εξέφραζε ανοικτά η Χίλαρι Κλίντον προ των εκλογών, κίνηση που μοιραία σπρώχνει το Ιράν να επανεξετάσει τις επιλογές του.

Η Μεγάλη Βρετανία συναγωνίζεται αυτή τη στιγμή τις ΗΠΑ σε επιθετικότητα. Πρόσφατα ο Βρετανός Υπουργός Άμυνας Michael Fallon, είπε ότι η Βρετανία είναι έτοιμη να κάνει πρώτη χρήση των ατομικών της όπλων κατά της Ρωσίας.

Ανάμεσα στις ισχυρές πυρηνικές δυνάμεις, η Κίνα δια μέσω του Προέδρου της Σι Τσινπίγκ πρόσφατα (18.1.2017) αναφέρθηκε στην ανάγκη ολικού πυρηνικού αφοπλισμού, ζητώντας από το βήμα της έδρας του ΟΗΕ στη Γενεύη την πλήρη συγκέντρωση και καταστροφή ολόκληρων των πυρηνικών οπλοστασίων. Η δήλωση αυτή του Προέδρου της Κίνας κινείται σε θετική κατεύθυνση, παρά το γεγονός ότι δεν έχει καμία πιθανότητα άμεσης εφαρμογής.

Είναι σαφές ότι το θέμα του πυρηνικού αφοπλισμού πρέπει να τεθεί επί τάπητος από το λαϊκό, αντιιμπεριαλιστικό κίνημα, ως παγκόσμια απαίτηση όλων των λαών, καθώς ουδεμία εμπιστοσύνη μπορεί να δίνεται στις προθέσεις των καπιταλιστικών πυρηνικών δυνάμεων για την αποτροπή πυρηνικών στρατιωτικών δράσεων.

Πολύ περισσότερο, οφείλουμε να αναδείξουμε ότι μέχρι σήμερα, η κύρια ευθύνη για την διάχυτη πυρηνική ανασφάλεια στον πλανήτη βαρύνει τις ΗΠΑ, ειδικά και με τα όσα έχουν εξαγγείλει αυτές για τη δράση που θα αναλάβουν στην Κορεατική χερσόνησο, ενώ μετά το περιστατικό της Υεμένης αναμφίβολα το Ισραήλ και η Σαουδική Αραβία πρέπει να κατηγορηθούν για άσκηση πυρηνικής τρομοκρατίας με ανυπολόγιστες συνέπειες για τους λαούς της περιοχής.

COMMENTS