Ο πρώτος γύρος των εκλογών στη Γαλλία για την προεδρία ολοκληρώθηκε και ανέδειξε το δίδυμο Μακρόν – Λεπέν ως τους δύο πρώτους, που θα αναμετρηθούν στο δεύτερο γύρο. Κατά τα άλλα όλοι οι πολιτικοί παρατηρητές σημειώνουν με έμφαση ότι για πρώτη φορά, μετά από χρόνια, οι δημοσκοπήσεις κατόρθωσαν να προσεγγίσουν τα αποτελέσματα (χρειαζόταν μια τόνωση για τις δημοσκοπικές εταιρείες, μια και σημειώνουν αλλεπάλληλες αποτυχίες στις προβλέψεις τους) και παράλληλα τονίζουν την ανακούφιση της «δημοκρατικής Ευρώπης» από το γεγονός ότι ο Μακρόν θα είναι, κατά πάσα πιθανότητα, ο επόμενος πρόεδρος της Γαλλίας. Επομένως ένας «Ευρωπαϊστής» θα νικήσει την «Εθνικίστρια» αντίπαλό του προς όφελος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ενάντια στο «ευρωσκεπτικιστικό ρεύμα».
Φυσικά τα σχήματα «Ευρωπαϊστές» – «Εθνικιστές», όπως και ένα παράλληλο σχήμα, που αφορά στους «ακραίους» υποψήφιους για την προεδρία, υπονοώντας σαφώς το δίδυμο Λεπέν – Μελανσόν, αλλά και το σχήμα μεταξύ «Δεξιάς – Αριστεράς», όταν ως Αριστερά εννοείται το Σοσιαλιστικό κόμμα του Ολάντ, το οποίο απ’ ό,τι φαίνεται ακολουθεί «κατά πόδας» την πορεία του ΠΑΣΟΚ, δεν είναι σε θέση να ερμηνεύσουν τις πραγματικές πολιτικές διεργασίες, που συμβαίνουν αυτήν τη στιγμή στη Γαλλία – και με μία έννοια και σ’ ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Πρόκειται για απλοϊκά και επί της ουσίας ψευδεπίγραφα ερμηνευτικά σχήματα, που εξυπηρετούν προπαγανδιστικούς σκοπούς, για τη διάσωση μιας αποτυχημένης πολιτικής και τη δικαιολόγηση των αδιεξόδων που δημιουργεί.
Το γενικό πλαίσιο, κατά τη γνώμη μας, για να μπορέσει κανείς να αποκωδικοποιήσει τις πολιτικές εξελίξεις στη Γαλλία – και όχι μόνο, είναι να τις εντάξει στη γενική κατάσταση που επικρατεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Και αυτή η ένταξη αφορά κυρίως σε δύο ζητήματα: Το πρώτο είναι ότι η οικονομική πολιτική που εφαρμόζεται γενικά στην Ευρωπαϊκή Ένωση – και ακολουθείται με μικρές αποκλίσεις από τα κράτη μέλη της, όπως έκανε και ο Ολάντ στη Γαλλία, έχει προκαλέσει πλέον μια γενική δυσαρέσκεια στους εργαζόμενους, που κατά πρώτο οδηγεί στην άρνηση των «παραδοσιακών» κομμάτων, που δέσποζαν στις πολιτικές εξελίξεις – για την περίπτωση της Γαλλίας ακριβώς αυτό το φαινόμενο αντιπροσωπεύει η ήττα του Φιγιόν και του Ανόν.
Η κατάσταση αυτή οδήγησε στη Γαλλία στην αναζήτηση υποψηφίου προέδρου, που προερχόταν μεν από τον «παραδοσιακό χώρο», διετέλεσε υπουργός του Ολάντ, αλλά φρόντισε να διαχωρίσει τη θέση του, να παραιτηθεί, για να δώσει μια νέα πνοή και να διασώσει το «Ευρωπαϊκό όραμα» και ταυτόχρονα θα ήταν και η απάντηση στον εθνικισμό της Μαρίν Λεπέν.
Μ’ αυτόν τον τρόπο προετοιμάστηκε έγκαιρα από τη χρηματοπιστωτική ολιγαρχία η «λύση» Μακρόν, ο οποίος και απέσπασε την υποστήριξη συνολικά των κυρίαρχων αστικών δυνάμεων των άλλων χωρών και ιδιαιτέρως της Γερμανίας, η οποία στο πρόσωπο του Μακρόν έβλεπε να μη διακινδυνεύει, παράλληλα, και ο άξονας Γαλλίας – Γερμανίας και κατ’ επέκταση να αποφεύγεται να διαταραχθεί, ακόμη περισσότερο, η συνοχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που στηρίζεται κατά πρώτο λόγο σ’ αυτόν τον άξονα.
Είναι προφανές ότι με τη διάταξη των πολιτικών δυνάμεων που υπάρχει σήμερα στη Γαλλία και των προγραμμάτων που κατατίθενται από αυτές, τη δυσαρέσκεια των εργαζομένων μπορούσε να την προσεγγίσει με καλύτερους όρους η Μαρίν Λεπέν, η οποία σε γενικές γραμμές πρότασσε το «συμφέρον της Γαλλίας» και αξιοποιούσε το γεγονός ότι η Γαλλία είναι «ριγμένη» σε σχέση με τη Γερμανία και απομειώνεται η ισχύς της στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Και πράγματι, το γεγονός ότι το κόμμα της Λεπέν παρουσιάζει μια γενική και σχετικά ομοιόμορφη παρουσία συνολικά στη Γαλλία, εγκλωβίζοντας δυνάμεις με την πολιτική της, δυνάμεις που δεν είναι και λίγες, είναι μια απόδειξη για τον παραπάνω ισχυρισμό μας, που τεκμηριώνει ότι η Λεπέν «έπαιξε» μ’ αυτά τα συναισθήματα στην προεκλογική περίοδο.
Θα παρατηρήσαμε φυσικά ότι η υποψηφιότητα του Φιγιόν κάηκε στην κυριολεξία από τη στιγμή που παρουσίασε τις θέσεις του για καλυτέρευση των σχέσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τη Ρωσία. Όπως επίσης θα παρατηρήσαμε ότι η ρητορική της Λεπέν «γλύκανε» σημαντικά ως προς τη στάση της απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Στην πολιτική της πρόσθεσε πολλά «εάν και εφ’ όσον» τόσο σ’ ό,τι αφορά το νόμισμα όσο και την αποχώρηση της Γαλλίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση, δείγμα της στάσης συνολικά της αστικής τάξης, αλλά και του τμήματος της αστικής τάξης που εκπροσωπεί, πάντα στο γενικό πλαίσιο της κατάστασης που διέρχεται η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Την ίδια στιγμή ο δεύτερος υποψήφιος που θα μπορούσε να αμφισβητήσει την πολιτική που εφαρμόζεται στη Γαλλία – και που έχει την πρόθεση να συνεχίσει ο Μακρόν, ήταν ο Μελανσόν. Αυτό που πρέπει να σημειώσουμε για το Μελανσόν είναι ότι σαφώς παρουσίασε έναν πολιτικό λόγο διαφορετικό από τους άλλους υποψηφίους και από αριστερή γενικά σκοπιά, που του απέδωσε το διπλασιασμό των δυνάμεων που απέσπασε και πολύ μεγαλύτερη απ’ αυτήν της Λεπέν, αλλά την ίδια στιγμή πρέπει, επίσης, να σημειώσουμε ότι παρουσίασε και ένα πολιτικό έλλειμμα σε σχέση με προηγούμενες τοποθετήσεις του σε ό,τι αφορά την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ο Μελανσόν μπορεί να έκφρασε την έντονη αντίθεσή του και την αμφισβήτησή του ως προς την πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της θέσης της Γαλλίας σ’ αυτήν, να έδωσε την πιο επιθετική μάχη ενάντια στην πολιτική της Λεπέν και των άλλων υποψηφίων, αλλά την ίδια στιγμή δοκιμάστηκε και ο ριζοσπαστισμός του, γιατί δεν έφτασε στη ρήξη με ό,τι αντιπροσωπεύει η Ευρωπαϊκή Ένωση υποστηρίζοντας ανοιχτά και συνολικά την αποχώρηση της Γαλλίας από αυτήν. Πρόταξε τη διαπραγμάτευση και μάλιστα για να είναι πειστικός χρησιμοποίησε το παράδειγμα του Αλέξη Τσίπρα, ως αρνητικό παράδειγμα, τονίζοντας «ότι δε θα ανεχτεί να τον προσβάλουν». Πρώτα, λοιπόν, οι διαπραγματεύσεις. Με την έννοια αυτή όλες οι άλλες θέσεις για την Ευρωπαϊκή Ένωση έπονται.
Θα πρέπει, εκτός των παραπάνω, να προσθέσουμε ότι η θέση που πήρε ως προς το δεύτερο γύρο, μη δηλώνοντας ρητά την καταψήφιση και των δύο υποψηφίων που πλειοψήφισαν στον πρώτο γύρο, έστω και εάν πήρε σαφείς αποστάσεις και από το Μακρόν και τη Λεπέν, αναδεικνύει ένα σοβαρό ζήτημα για το κατά πόσο είναι αποφασισμένος να σηκώσει το βάρος μιας πολιτικής, που θα τον φέρει σε πλήρη αντίθεση με την αστική τάξη της Γαλλίας και συνακόλουθα επιφέροντας μια περαιτέρω αποσταθεροποίηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σπάζοντας τον άξονα Γαλλίας – Γερμανίας, γεγονός που θα τροφοδοτούσε περισσότερο από ποτέ νέες διαλυτικές τάσεις στην πορεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Παρ’ όλα αυτά οφείλουμε να σημειώσουμε ότι ο Μελανσόν εκφράζει μέχρις ενός βαθμού ένα αδιαμόρφωτο ακόμη πολιτικό ρεύμα – που δεν είναι καθόλου μικρό, μέσα στους εργαζόμενους στη Γαλλία και στη νεολαία, αμφισβήτησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης με διαφορετική αφετηρία, πιο ριζοσπαστικό, που έχει και εργατικές ρίζες και αγώνες. Θέλουμε απλώς να πούμε ότι δεν πρέπει να ταυτίζουμε τη βάση που ακολουθεί το Μελανσόν με το μέχρι που μπορεί να φτάσει ο ίδιος ο Μελανσόν.
Από αυτήν την άποψη αυτό το ρεύμα που κατονομάζεται ως «ευρωσκεπτικισμός» δε μπορεί να αποδίδεται αποκλειστικά και μόνο στις ακροδεξιές δυνάμεις. Είναι ένα διαφορετικό πολιτικό ζήτημα για το εάν μπορεί και κάτω από ποιες συνθήκες να το εκφράσει σωστά και μέχρι τέλους ο Μελανσόν, για την περίπτωση της Γαλλίας. Οι εξελίξεις που θα ακολουθήσουν θα δοκιμάσουν και την πολιτική στάση του Μελανσόν.
Το δεύτερο ζήτημα στο οποίο πρέπει να εντάξουμε τις προεδρικές εκλογές στη Γαλλία είναι οι επικρατούσες αντιθέσεις και ο βαθμός όξυνσής τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Είναι φανερό πλέον ότι η αστική τάξη της Γαλλίας είναι διασπασμένη ως προς τις σχέσεις της Γαλλίας με τη Γερμανία, που οι δύο αυτές χώρες αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ειδικά μετά την αποχώρηση της Βρετανίας.
Υπάρχουν έντονες αμφισβητήσεις από τμήματα της αστικής τάξης για το εάν η Γαλλία έχει να κερδίσει από αυτές τις σχέσεις, έτσι όπως έχουν διαμορφωθεί μέχρι τώρα. Η καταψήφιση των «παραδοσιακών» κομμάτων και των υποψηφίων τους, έστω και με τον τρόπο που έγινε, επί της ουσίας εκφράζει και τη δυσαρέσκεια του λαού της Γαλλίας και γι’ αυτό το ζήτημα.
Αυτό όμως που διαπιστώνουμε είναι ότι τελικά η αστική τάξη της Γαλλίας δεν είναι αποφασισμένη (τουλάχιστον ακόμη) να σπάσει τον άξονα Γαλλίας – Γερμανίας και να δώσει το περιθώριο να ενταθούν ακόμη περισσότερο αυτές οι αντιθέσεις και να έχουν τις αντίστοιχες συνέπειες για την πορεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνολικά.
Από αυτήν την άποψη δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητο ότι οι κυρίαρχοι κύκλοι της Ευρωπαϊκής Ένωσης προσπαθούν να μειώσουν το ρεύμα του «ευρωσκεπτικισμού» που επηρεάζεται από την ακροδεξιά (χωρίς βέβαια να χαρίζονται σε μια αμφισβήτηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης από τα αριστερά).
Η επιλογή του φιλοευρωπαϊστή Μακρόν και η πλατιά στήριξη που βρήκε από διαφορετικές πολιτικές δυνάμεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση δείχνουν ακριβώς ότι οι ηγετικοί κύκλοι της Ευρωπαϊκής Ένωσης προσπαθούν να διασώσουν ένα υποτιθέμενο πνεύμα μιας δημοκρατικής και κοινωνικής Ευρωπαϊκής Ένωσης, πράγμα βέβαια που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τη σκληρή πραγματικότητα μιας αντιδραστικής διακρατικής καπιταλιστικής Ένωσης και με την πολιτική που εφαρμόζει.
Και εδώ πλέον ερχόμαστε αντιμέτωποι με το κύριο πρόβλημα που ανέδειξαν οι προεδρικές εκλογές στη Γαλλία και που δεν είναι αποκλειστικό πρόβλημα της Γαλλίας. Και αυτό προσδιορίζεται στην έλλειψη ενός κομμουνιστικού προγράμματος, που θα μπορεί να καθορίσει τις κοινωνικές αντιθέσεις, στο πλαίσιο των διεθνών αντιθέσεων και στο πλαίσιο της ύπαρξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που αποτελεί αποδεδειγμένα κυρίαρχο ζήτημα για όλους τους λαούς και τους εργαζόμενους των κρατών – μελών της Ένωσης.
Αρκεί να ρίξουμε μια ματιά στο πως αναπτύχθηκε η προεκλογική αντιπαράθεση στη Γαλλία και θα διαπιστώσουμε ότι η ύπαρξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το μέλλον της και πάνω απ’ όλα η πολιτική που εφαρμόζει και οι αντιθέσεις που δημιουργεί (από τις οποίες σε τελική ανάλυση προσδιορίζεται και η θέση και ο ρόλος της κάθε χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση με βάση και την ανισομετρία που τη χαρακτηρίζει) σε συνδυασμό και με την εσωτερική πολιτική της κάθε αστικής τάξης ήταν στο επίκεντρο της πολιτικής διαπάλης.
Αυτό που μας έρχεται από τη Γαλλία είναι ότι υπάρχουν κοινωνικές διεργασίες, οι οποίες αμφισβητούν κυρίαρχες πολιτικές ανεξάρτητα από το γεγονός της ανυπαρξίας ενός κομμουνιστικού προγράμματος. Πολιτικές διεργασίες οι οποίες θα συνεχιστούν, θα οξυνθούν, γιατί η πιθανή εκλογή του Μακρόν δεν πρόκειται να αμβλύνει το βάθος των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι εργαζόμενοι στη Γαλλία, διεργασίες που μπορούν να ξεπεράσουν και κάλπικα διλήμματα που προσπαθούν να παρεμβάλλουν οι αστικές δυνάμεις για να αποπροσανατολίσουν τους εργαζόμενους.
COMMENTS