Θα επιχειρήσουμε μια πρώτη αποτίμηση των εργασιών του 20ου Συνεδρίου του Κόμματος με βάση την εισήγηση της Κεντρικής Επιτροπής (Κ.Ε.) και το αντίστοιχο κλείσιμο των εργασιών του Συνεδρίου, που παρουσίασε προς τους συνέδρους ο απερχόμενος και επανεκλεγείς Γενικός Γραμματέας Δημήτρης Κουτσούμπας.
Φυσικά οι τελικές μας εκτιμήσεις θα εξαχθούν από την πολιτική απόφαση του Συνεδρίου, η οποία και ψηφίστηκε ομόφωνα από τους συνέδρους, με δεδομένο ότι το ντοκουμέντο αυτό είναι και το πιο ισχυρό κείμενο του Συνεδρίου, το οποίο και προσδιορίζει την πολιτική του Κόμματος μέχρι τη σύγκληση του 21ου Συνεδρίου.
Σε ό,τι αφορά τον προσυνεδριακό διάλογο και τις Θέσεις της Κ.Ε. από την εισήγηση γίνεται η εκτίμηση ότι: «Η όλη προσυνεδριακή διαδικασία, η υπερψήφιση των Θέσεων της ΚΕ και η ουσιαστική και δημιουργική συζήτηση που έγινε αποτελούν ένα σημαντικό βήμα, παρακαταθήκη για τη συνέχεια. Εκφράζουν, ταυτόχρονα, και τη σημαντική δουλειά που έγινε όλα τα προηγούμενα χρόνια με το Πρόγραμμα και τις άλλες επεξεργασίες και θέσεις του Κόμματος».
Κατά τη γνώμη μας αυτή η εκτίμηση είναι πολύ μακριά από την πραγματικότητα. Τόσο οι Θέσεις της Κ.Ε. και ο προσυνεδριακός διάλογος όσο, αντίστοιχα, η εισήγηση και το κλείσιμο αναπαράγουν το πολιτικό αδιέξοδο του Κόμματος. Είναι φανερή πλέον η αδυναμία του Κόμματος να παρακολουθήσει τις πολιτικές εξελίξεις στη χώρα μας και διεθνώς, να αποκρυσταλλώσει τις συγκεκριμένες τάσεις που διαμορφώνονται, γεγονός το οποίο εμφανίζεται και στην ιδεολογικοπολιτική αντιπαράθεση που διεξάγεται ανάμεσα στα αστικά κόμματα και το δικό μας Κόμμα.
Μια προσεκτική ματιά στο πως παρεμβαίνει το Κόμμα στην τρέχουσα αλλά και στη γενικότερη ιδεολογικοπολιτική αντιπαράθεση θα διαπιστώσει ότι το Κόμμα χάνει έδαφος σ’ αυτήν, σε μια περίοδο που στον καπιταλισμό κόσμο επικρατεί μια γενικευμένη οικονομική στασιμότητα, η οικονομική κρίση του 2008 ουσιαστικά δεν έχει ξεπεραστεί και οι οικονομικοί αναλυτές μιλάνε για το ξέσπασμα μιας νέας οικονομικής κρίσης (πριν ξεπεραστεί η προηγούμενη), οι κύριες δυνάμεις του Δυτικού καπιταλισμού χάνουν οικονομικό έδαφος και η Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται μπροστά σε πολύ σοβαρά προβλήματα, που απειλούν ανοιχτά την ενότητά της, ενώ στη χώρα μας μπαίνουμε «αισίως» στον όγδοο χρόνο της κρίσης και τελούμε υπό καθεστώς ελεγχόμενης χρεοκοπίας με εξαθλιωμένο τον εργαζόμενο λαό και τους συνταξιούχους, τη νεολαία να μην έχει κανένα μέλλον.
Αυτή η έλλειψη ικανότητας του Κόμματος να ανταπεξέλθει στην ιδεολογικοπολιτική αντιπαράθεση οφείλεται στο γεγονός ότι οι επεξεργασίες του Κόμματος αδυνατούν να καθορίσουν τις εξελίξεις και το περιεχόμενό τους στον καπιταλισμό διεθνώς και στη χώρα μας, με αποτέλεσμα να αδυνατεί, παράλληλα, και να ιεραρχήσει τις κοινωνικές αντιθέσεις στο σύνολό τους, να τις αντιστοιχίσει με το επίπεδο της ταξικής και πολιτικής συνείδησης της εργατικής τάξης και των συμμάχων της – αυτών των κοινωνικών δυνάμεων που έχουν υποστεί τα δεινά και τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης, να απεγκλωβίσει δυνάμεις από τις αστικές δυνάμεις. Είναι ακριβώς αυτό το γεγονός που επιφέρει και τις ανάλογες δυσκολίες στη δουλειά του Κόμματος σε κάθε επίπεδο. Από το πως αντιμετωπίζεται η στρατηγική του Κόμματος έως και το άνοιγμα της κάθε ΚΟΒ στο χώρο της.
Με την έννοια αυτή η αναφορά της εισήγησης: «Οπότε, έχει σημασία πώς θα καταφέρουμε να συνδέουμε, αξιοποιώντας τις εξελίξεις, κάθε αγώνα με την πάλη για την εξουσία, πώς θα δίνουμε καθημερινά στους χώρους τη μάχη με τον οπορτουνισμό, τις θεωρίες διαχείρισης του συστήματος, τις κοινοβουλευτικές αυταπάτες, την απογοήτευση που έφερε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Η παρέμβαση του Κόμματος απαιτεί καλύτερη ερμηνεία των τρεχουσών οικονομικών και πολιτικών εξελίξεων, βαθύτερη κατανόηση των νομοτελειών του καπιταλισμού, αποκάλυψη των αντιδραστικών θεωριών και πιο αποδεικτική προβολή της αναγκαιότητας για οργάνωση και ανάπτυξη της παραγωγής σε σοσιαλιστική βάση, καθώς και του ίδιου του χαρακτήρα της σοσιαλιστικής παραγωγής» φανερώνει το ουσιαστικό πρόβλημα του Κόμματος στον καθορισμό των καθηκόντων του, αλλά από την άλλη πλευρά αποκαλύπτει και το σημαντικότερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει ως προς τον καθορισμό των σχέσεων των τάξεων, του συσχετισμού των δυνάμεων, της προσέγγισης της εργατικής τάξης και των συμμάχων τους, αλλά και της σχέσης μεταξύ των αντικειμενικών και υποκειμενικών συνθηκών που επικρατούν, την ανάγκη πολιτικής και ταξικής ωρίμανσης των λαϊκών μαζών, τη δρομολόγηση των ανάλογων πολιτικών πρωτοβουλιών. Όλων αυτών των παραμέτρων, δηλαδή, που παίζουν τον πρωτεύοντα ρόλο στην πραγματοποίηση της στρατηγικής του.
Από την άποψη αυτή η στρατηγική του Κόμματος εξακολουθεί να παραμένει στον «αέρα», στην πραγματικότητα ασύνδετη με τις εξελίξεις και τις συνθήκες που επικρατούν, γι’ αυτό το λόγο και δεν υπάρχουν και μετρήσιμα αποτελέσματα, τα οποία να στηρίζουν μια σταθερή εκτίμηση, ως συμπέρασμα, της πορείας του Κόμματος. Εκφράσεις όπως ότι έγιναν βήματα αλλά είμαστε πολύ μακριά από τις πραγματικές ανάγκες που υπάρχουν έχουν πάρει πλέον έναν τυπικό χαρακτήρα από την πολυχρησία τους , γιατί στην πολιτική και οικονομική περίοδο που περνάμε το Κόμμα μας πρέπει να αναμετρηθεί με την οικονομική κρίση και την κρίση του αστικού πολιτικού συστήματος. Αυτήν που υπάρχει και εξακολουθεί να ταλανίζει την εργατική τάξη και τα μικρομεσαία στρώματα.
Και εδώ πρέπει να τονίσουμε ότι τα αποτελέσματα της δράσης του Κόμματος, η σύγκρισή τους, πρέπει να γίνει με βάση την οικονομική και πολιτική κρίση, που φέρνουν την ισχυρή κινητικότητα των λαϊκών μαζών και δοκιμάζεται η ικανότητα του Κόμματος να συσπειρώσει τις λαϊκές μάζες που αμφισβητούν, που βιώνουν τις συνέπειες της κρίσης, την πολιτική απογοήτευση που εισπράττουν, που αναζητούν διέξοδο στα άμεσα και γενικότερα προβλήματά τους.
Είναι φανερό, λοιπόν, ότι τα βήματα που έγιναν και «μετράει» η εισήγηση και το κλείσιμο είναι διαφορετικά από τα βήματα που έγιναν στην πραγματική πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα. Αφορούν σε διαφορετικές καταστάσεις και διαφορετικά πεδία αναφοράς. Τα βήματα που μετράει η εισήγηση αφορούν, κατά κύριο λόγο, το εσωτερικό του Κόμματος, τη συσσωρευμένη «σκουριά των προηγούμενων επεξεργασιών», όπως αναφέρεται σε άρθρο της ΚΟΜΕΠ 2/2017. Παρόλα αυτά…
Τέσσερα χρόνια μετά το 19ο Συνέδριο και παρά τα βήματα που έγιναν στην κατανόηση του Προγράμματος του Κόμματος και της στρατηγικής του από το δυναμικό του Κόμματος, παρά τις συντριπτικές πλειοψηφίες που απέσπασαν οι Θέσεις της Κ.Ε., όπως αναφέρει η εισήγηση, το ιδεολογικοπολιτικό ατσάλωμα του Κόμματος παραμένει ως μεγάλο πρόβλημα και βέβαια το Κόμμα με τη δράση του δεν έφερε την αντιστροφή στην ύφεση του Εργατικού Κινήματος.
Αντίθετα, με βάση τα πρόσφατα συγκεκριμένα στοιχεία για το βαθμό συμμετοχής των εργαζομένων στο συνδικαλιστικό κίνημα η ύφεση βαθαίνει, ενώ το ιδεολογικοπολιτικό ατσάλωμα τίθεται ως προϋπόθεση για την ισχυροποίηση του Κόμματος, που με τη σειρά του θα φέρει και την ανασυγκρότηση και αναζωογόνηση του Εργατικού Κινήματος. Δεν αναφερόμαστε για την πρόοδο που έχει σημειωθεί στην κοινωνική συμμαχία, γιατί μας αρκεί η ίδια η εκτίμηση της εισήγησης.
Στην εισήγηση δεν υπάρχει κανένας πειστικός προβληματισμός για το γιατί υπάρχει αυτή η διαφορά ανάμεσα στην οικονομική και πολιτική πραγματικότητα και τα αποτελέσματα της δράσης του Κόμματος, τη στιγμή που με βάση τις αστικές δημοσκοπήσεις παγιώνεται ένα ποσοστό του εργαζόμενου λαού, που φτάνει το 25% και απαιτεί την αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση, αυξάνεται συνεχώς το ποσοστό που απαιτεί την έξοδο από το ευρώ, το οποίο ξεπερνάει το 55%, ενώ η ακαταστάλακτη ψήφος ξεπερνάει το 40% και στο ερώτημα για το ποιος είναι κατάλληλος πρωθυπουργός, ο Κυριάκος Μητσοτάκης ή ο Αλέξης ο Τσίπρας, η επιλογή «κανένας» έρχεται πρώτη με ποσοστό που φτάνει το 40%!
Αυτή η κατάσταση δικαιολογημένα ανησυχεί την αστική τάξη και τις αστικές πολιτικές δυνάμεις, γιατί αποδιοργανώνει το πολιτικό σύστημα της χώρας μας και αυξάνει την έλλειψη εμπιστοσύνης προς τα αστικά κόμματα, αλλά, ταυτόχρονα, όμως, δε φαίνεται να επωφελείται το ΚΚΕ. Και όταν αναφερόμαστε στο «επωφελείται» δεν εννοούμε αποκλειστικά την αύξηση του εκλογικού ποσοστού του, που ούτε αυτό το υποτιμάμε, εννοούμε κυρίαρχα ότι δεν επωφελείται στο επίπεδο της ανάπτυξης των εργατικών αγώνων και της κοινωνικής συμμαχίας.
Δικαιούμαστε να αναρωτηθούμε, επομένως, για ποιο λόγο σε συνθήκες οικονομικής κρίσης και ελεγχόμενης χρεοκοπίας, όπου η δυσαρέσκεια του Ελληνικού λαού εντείνεται, ο πολιτικός λόγος του ΚΚΕ αδυνατεί να προσελκύσει τις λαϊκές μάζες, το ΚΚΕ να πρωταγωνιστεί στην πολιτική αντιπαράθεση και αυτή η πολιτική αντιπαράθεση να μην έχει στο επίκεντρο την πολιτική πρόταση του ΚΚΕ, αλλά, κυρίως, να διεξάγεται ανάμεσα στην κυβέρνηση και τη Νέα Δημοκρατία και πάνω σε μια ψευδεπίγραφη βάση.
Και είναι ψευδεπίγραφη αυτή η βάση αντιπαράθεσης ανάμεσα στην κυβέρνηση και τη Νέα Δημοκρατία, γιατί η Νέα Δημοκρατία κατηγορεί αποκλειστικά την κυβέρνηση για τη σημερινή κατάσταση περνώντας «στα ψιλά» τις απαιτήσεις των δανειστών, ενώ η κυβέρνηση υπογράφει μνημόνια – το τρίτο μνημόνιο και τώρα είναι έτοιμη να υπογράψει μια νέα συμφωνία, που στην πραγματικότητα είναι ένα τέταρτο μνημόνιο, την ίδια στιγμή που παρουσιάζεται να αντιστέκεται στις απαιτήσεις των δανειστών και να τους κατηγορεί για τις «παράλογες» απαιτήσεις τους, που συνεχώς τις αυξάνουν, αλλά, ταυτόχρονα να τους καλεί «να τα βρουν μεταξύ τους» και στο τέλος να υποκύπτει στις απαιτήσεις τους!
Και οι δύο μέσα από διαφορετικούς δρόμους και αλληλοκατηγορίες καταλήγουν στο ίδιο αποτέλεσμα. Στο πως θα ξεπεραστεί η οικονομική κρίση φορτώνοντας στον εργαζόμενο λαό συνεχώς νέα αντιλαϊκά μέτρα, που καταδικάζουν τους εργαζόμενους και τους συνταξιούχους στην παραπέρα εξαθλίωση, τη χώρα στη μακροχρόνια στασιμότητα, ενώ την ίδια στιγμή ξεπουλιέται η δημόσια περιουσία.
Η κατάσταση που βιώνει η χώρα μας και ο εργαζόμενος λαός μας – για να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης, είναι αντίστοιχη πολεμικής περιόδου. Αρκεί γι’ αυτό να συγκρίνουμε την πτώση του ΑΕΠ της Συρίας που είναι 23% και βρίσκεται σε πολυετή εμπόλεμη κατάσταση και την πτώση του ΑΕΠ της Ελλάδας που ξεπερνάει το 25% και χωρίς πόλεμο.
Μπροστά σ’ αυτήν την κατάσταση ούτε η εισήγηση ούτε, πολύ περισσότερο το κλείσιμο, δε μας δίνουν κάποια τεκμηριωμένη, έστω απλώς επαρκή, απάντηση στο ερώτημα που διατυπώσαμε. Αντίθετα μπορούμε να πούμε ότι εντείνουν τη σύγχυση με «άλματα προς το μέλλον», που αφήνουν αναπάντητα ερωτήματα του παρόντος.
Ακολουθεί το Δεύτερο Μέρος
COMMENTS