Είναι παραπάνω από φανερό ότι η αξιολόγηση δεν πρόκειται να κλείσει μέσα στα χρονικά όρια που επεδίωκε η κυβέρνηση. Η διεξαγωγή του Eurogroup της 20ης του Μάρτη (σήμερα) δεν προσφέρεται παρά μόνο για την έκφραση ορισμένων καλών λόγων, για «καταγραφή προόδου», όπως σημειώνει η ίδια η κυβέρνηση ( «εάν και εφόσον» …συμπληρώνουμε από την πλευρά μας).
Αυτή είναι η επιδίωξη της κυβέρνησης. Το «καλό σήμα». Στην κατεύθυνση αυτή μπορεί, όμως, να υπάρξουν και συμφωνίες πάνω σε ορισμένα ζητήματα που εκκρεμούν. Λέγεται ότι εκτός από την επιδίωξη πολιτικής συμφωνίας ο Ευκλείδης Τσακαλώτος προσέρχεται και με προτάσεις στο Eurogroup.
Στην αντίστοιχη συνεδρίαση του Eurogroup στις αρχές του Απρίλη (07/04/2017) η κυβέρνηση, σύμφωνα με τα όσα ανακοινώνει η ίδια, θέλει να καταλήξει σε συμφωνία. Παρόλα αυτά και αυτή η συνεδρίαση αναμένεται να έχει περίπου την ίδια κατάληξη δεδομένων των διαφορών, τουλάχιστον όπως παρουσιάζονται. Με την έννοια αυτή δεν πρόκειται να κλείσει και η συνολική συμφωνία. Άλλωστε και αξιωματούχοι της Ευρωπαϊκής Ένωσης παραπέμπουν στο Eurogroup στις 22 του Μάη για τελική συμφωνία.
Οι τελευταίες πληροφορίες που βλέπουν το φως της δημοσιότητας μιλάνε για συμφωνία που θα μετατεθεί οπωσδήποτε για ένα δίμηνο (για το Μάη). Λέγεται ότι αυτή θα περιλαμβάνει, κατ’ αρχάς, τα όσα θα έχουν συμφωνηθεί μέχρι το Μάη, ενώ ορισμένα επίμαχα θέματα μπορεί και να μετατεθούν και για μετά τις Γερμανικές εκλογές, όπου θα ολοκληρωθεί και η συζήτηση για τα μέτρα για τη μετά το 2018 περίοδο.
Με σιγουριά κανείς δεν ξέρει πως θα εξελιχθούν οι διαπραγματεύσεις, γιατί εκτός από τα μέτρα, που έχουν άμεσες οικονομικές συνέπειες, υπάρχει και το πολιτικό στοιχείο που κρίνει τα πράγματα.
Πάντως, αμφιβολίες για το τι θα περιέχει αυτή η συμφωνία δεν πρέπει να υπάρχουν. Έτσι κι αλλιώς η κυβέρνηση και οι δανειστές έχουν καταλήξει για ορισμένα αντιλαϊκά μέτρα, μεταξύ αυτών είναι το ύψος του αφορολόγητου αλλά και η εξαφάνιση της προσωπικής διαφοράς – ανεξάρτητα από το εάν θα γίνει εφάπαξ, όπως απαιτούν οι δανειστές, ή «με δόσεις», όπως επιδιώκει η κυβέρνηση, οι ιδιωτικοποιήσεις, ο εξωδικαστικός συμβιβασμός, το υπερταμείο κ.α..
Σε κάθε περίπτωση, όμως, τόσο η κυβέρνηση όσο και οι δανειστές (θέλουν να) εκφράζουν την αισιοδοξία τους ότι η συμφωνία θα κλείσει. Η αισιοδοξία αυτή μπορεί να είναι και διπλωματική. Ανεξάρτητα από αυτό γεγονός αξεπέραστο για την κυβέρνηση είναι ότι οι δανειστές είναι ανυποχώρητοι ως προς τις απαιτήσεις τους, εργασιακά, ασφαλιστικά, ενεργειακά. Είναι φανερό ότι η κυβέρνηση είναι πολιτικά εγκλωβισμένη.
Ψάχνει να βρει τρόπο για να πλασάρει στον Ελληνικό λαό αυτήν τη νέα αντιλαϊκή συμφωνία, παράλληλα μετράει πολύ το πολιτικό κόστος και τις συνέπειες για το ΣΥΡΙΖΑ. Κατά συνέπεια «ο τρόπος» δεν προσφέρει και πολλά πράγματα για την κυβέρνηση. Την «ψυχρολουσία», πολιτικά θα την υποστεί οπωσδήποτε.
Η συμφωνία, επίσης, φαίνεται και να «σκαλώνει» ακόμη στις αντιθέσεις που υπάρχουν ανάμεσα στο ΔΝΤ και τους εταίρους, ανάμεσα στις ΗΠΑ και τη Γερμανία για το εάν θα συμμετέχει η όχι το ΔΝΤ και κάτω από ποιους όρους. Οι σχέσεις ΗΠΑ – Γερμανίας δε βρίσκονται και στο καλύτερο επίπεδο αυτήν την περίοδο και σαφώς αυτό το γεγονός επηρεάζει και τη στάση του ΔΝΤ, το οποίο, εκτός από τα παραπάνω, θα περιμένει τα στοιχεία για την Ελληνική οικονομία στο τέλος του Απρίλη για να πάρει την τελική του θέση. Στη βάση αυτή θα πρέπει να εξηγήσουμε και τα όσα υποστηρίζει ο Γερούν Ντάισελμπλουμ για τη μετατροπή του ESM σε ρόλο ΔΝΤ, συμπληρώνοντας ότι η τρόικα πρέπει να διαλυθεί.
Με βάση το κλείσιμο ή όχι της δεύτερης αξιολόγησης, όμως, αλλά και για το πως διαμορφώνεται η κατάσταση στην Ευρωπαϊκή Ένωση με την επισημοποίηση των πολλών ταχυτήτων, τη στάση των ΗΠΑ απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση και ειδικότερα απέναντι στη Γερμανία για το ελεύθερο εμπόριο, κατά την Άνγκελα Μέρκελ ή το «δίκαιο ελεύθερο εμπόριο», κατά το Ντόναλντ Τραμπ, έχει ανοίξει μια γενικότερη συζήτηση για το μέλλον της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και πολύ πιο συγκεκριμένα στο ευρώ.
Ήδη αστοί οικονομικοί αναλυτές, που διακρίνονται από έναν αστικό ρεαλισμό, τάσσονται ενάντια στην υπογραφή της συμφωνίας με τους δανειστές, δικαιώνουν τη στάση της κυβέρνησης, που δεν έχει υπογράψει ακόμη τη συμφωνία, με την αιτιολογία: «γιατί να υπογράψει μια συμφωνία από την οποία δεν θα πάρει τίποτα η χώρα μας, αντίθετα θα επιβαρυνθεί με νέα μέτρα, που θα εξακολουθούν να τροφοδοτούν την ύφεση», ενώ στο ζήτημα του χρέους βάζουν το ζήτημα ότι: «η Ελλάδα θα είναι για τον 21ο Αιώνα κάτω υπό συνεχή εποπτεία για το χρέος της».
Άλλοι αστοί αναλυτές το ζήτημα της αξιολόγησης και των μνημονίων το θεωρούν ένα φαύλο κύκλο – ισχυρίζονται ότι «πρέπει να ξεχάσουμε την ανάπτυξη όσο υπάρχουν μνημόνια» – και τον συσχετίζουν αυτόν το φαύλο κύκλο και με την εξέλιξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπου θεωρούν αναπόφευκτη την επισημοποίηση των πολλών ταχυτήτων. Κάτι που θα φέρει τη χώρα μας οπωσδήποτε στη δεύτερη ταχύτητα – αυτό το θεωρούν δεδομένο, σε συνδυασμό και με τη στάση των άλλων χωρών, κυρίως των Ανατολικών χωρών και πρώην σοσιαλιστικών, αλλά και σε συνδυασμό με τις εξελίξεις στα κύρια μέτωπα ανάμεσα στις ΗΠΑ, τη Γερμανία, τη Ρωσία και την Κίνα.
Όλα τα παραπάνω φαίνεται ότι ωριμάζουν τη σκέψη σε ορισμένους οικονομικούς αναλυτές, ότι με τα μνημόνια και τις αλλεπάλληλες αξιολογήσεις, τα μεσοπρόθεσμα προγράμματα δεν πρόκειται να έρθει η περιβόητη ανάπτυξη και ότι «η Ελλάδα θα πρέπει να προετοιμαστεί για κάθε ενδεχόμενο, ακόμη και για μια έξοδο από το ευρώ», που τη θεωρούν και την πιθανότερη εξέλιξη. Γι’ αυτό και θεωρούν ότι η υπογραφή του Γ’ μνημονίου δεν έπρεπε να γίνει και ότι η κυβέρνηση θα έπρεπε να το «τραβήξει», γιατί θα έφερνε σε δύσκολη θέση τους δανειστές. Αυτόν το συλλογισμό τον υποστηρίζουν θεωρώντας ότι η κατάπτωση των Ελληνικών ομολόγων θα σημάνει ταυτόχρονα και την κατάπτωση των Ευρωενωσιακών ομολόγων.
Την ίδια στιγμή θεωρούν ότι πρέπει να ανοίξει η συζήτηση για κάθε πιθανή εξέλιξη, μια και θεωρούν ότι στην προσεχή περίοδο θα υπάρξουν σοβαρές ανακατατάξεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ομολογώντας, έστω και μ’ αυτόν τον τρόπο, ότι η χώρα μας θα βγει ζημιωμένη. Συμπληρώνουν δε ότι η Ελλάδα θα είναι υποχρεωμένη να υποστεί τα βάρη νέων διαδοχικών μνημονίων.
Με την έννοια αυτή ισχυρίζονται ότι η χώρα μας θα είναι σε μια συνεχή στασιμότητα, θα «τρέχει» πίσω από το χρέος, το οποίο θα αυξάνεται, και θα έχει στο κέντρο της προσοχής της, με απαίτηση των δανειστών της, την επίτευξη υψηλών δημοσιονομικών πλεονασμάτων της τάξης του 3.5% για πολλά χρόνια, γεγονός που είναι η «συνταγή» της στασιμότητας και της ύφεσης, ενώ θα αποδιαρθρώνεται η παραγωγική της βάση. Γι’ αυτό το λόγο και βάζουν, πάντα οι συγκεκριμένοι αστοί οικονομικοί αναλυτές, ως πρώτο καθήκον να αντιμετωπίσει η χώρα μας το ζήτημα της παραγωγικής της ανασυγκρότησης και να σχεδιάσει το τι θα παράγει.
Ασφαλώς αυτές οι αναλύσεις προέρχονται από αστικούς κύκλους οικονομικών αναλυτών, που δε φτάνουν μέχρι και την αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Το βέβαιο είναι, όμως, ότι αντανακλούν και σκέψεις τμημάτων της αστικής τάξης. Γι’ αυτό το λόγο η κατάληξη αυτών των αναλυτών είναι ότι «πρέπει να προετοιμαζόμαστε για τα πάντα», ενώ δεν αποκλείουν (εμείς θα λέγαμε ότι προετοιμάζουν) να εμφανιστεί και κάποια πολιτική κίνηση με ανάλογο πολιτικό προσανατολισμό, που θα στραφεί τόσο ενάντια στη Νέα Δημοκρατία όσο και στο ΣΥΡΙΖΑ. Και θα λέγαμε ότι υπάρχει πολιτικός χώρος για μια τέτοια εμφάνιση ακόμη και για έναν πολιτικό φορέα με απόχρωση «λαϊκής δεξιάς».
Δεν πρέπει να ξεχνάμε δύο νούμερα. Το ένα είναι ότι οι αστικές δημοσκοπήσεις δείχνουν ένα ποσοστό του Ελληνικού λαού, που προσεγγίζει την τάξη του 50%, που επιθυμεί την αποδέσμευση από το ευρώ. Το δεύτερο νούμερο είναι το περίπου 62% του δημοψηφίσματος, που έδειξε μια μαζική και πλειοψηφική τάση, που εμφάνιζε σαφή αντιευρωενωσιακό χαρακτήρα, έστω και εάν χρησιμοποιήθηκε για αποπροσανατολιστικούς λόγους. Ουσιαστικά με το δημοψήφισμα αυτό η κυβέρνηση διέπραξε μια απάτη και μάλιστα πολύ χοντροκομμένη.
Η «Νέα Σπορά» από το 2015, με την εκλογή του ΣΥΡΙΖΑ στη διακυβέρνηση, και με αφορμή τις διαπραγματεύσεις που είχε αρχίσει η νέα κυβέρνηση είχε υποστηρίξει τη θέση ότι το ΚΚΕ θα έπρεπε να απαιτήσει τη διακοπή των διαπραγματεύσεων για μια νέα συμφωνία, μια και η κυβέρνηση ισχυριζόταν ότι εκβιάζεται να υπογράψει μια συμφωνία – που αργότερα οδήγησε στο Γ’ μνημόνιο, που θα είναι σε βάρος της χώρας μας. Η ηγεσία του ΚΚΕ δεν τόλμησε να υποστηρίξει μια τέτοια θέση, να επωμιστεί το βάρος της, που έτσι κι αλλιώς θα τροφοδοτούσε πολιτικές εξελίξεις και θα έφερνε το Κόμμα σε πλεονεκτική θέση σε σχέση με τις εξελίξεις που ακολούθησαν.
Η «Νέα Σπορά», επίσης, από την εμφάνισή της, υποστηρίζει σταθερά την άποψη ότι η χώρα μας θα αντιμετωπίσει μακροχρόνια στασιμότητα και ότι το χρέος θα την «κρεμάσει» για τον 21ο Αιώνα. Ήδη υπάρχουν προβλέψεις για την αύξηση του χρέους για τα επόμενα χρόνια από διεθνείς οργανισμούς, που αυτό θα είναι πολύ μεγαλύτερο απ’ ό,τι είναι τώρα. Και οι προβλέψεις αυτές αφορούν ακόμη και το …2060!
Τώρα βρισκόμαστε μπροστά στο φαινόμενο να βλέπουμε αστούς οικονομικούς αναλυτές να διαπιστώνουν τα αδιέξοδα, αυτή η κατάσταση των μνημονίων και των αξιολογήσεων να μη βγάζει πουθενά, να συσχετίζουν αυτήν την οικονομική πολιτική με τις άμεσες και μακροπρόθεσμες εξελίξεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση, να σκέφτονται και να ανησυχούν ότι δεν υπάρχουν προοπτικές ανάπτυξης, αυτής της καπιταλιστικής ανάπτυξης, αντίθετα, η χώρα μας θα κινείται σ’ ένα επίπεδο ελεγχόμενης χρεοκοπίας με το χρέος στο κεφάλι της και θα εισπράττει τη συνεχή συρρίκνωση της παραγωγικής της βάσης και το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας της.
Την ίδια στιγμή η πλειοψηφούσα, συντριπτικά πλειοψηφούσα, άποψη των αστικών κομμάτων και των αναλυτών που τα ακολουθούν θέλουν την Ελλάδα στην πρώτη ταχύτητα, στο σκληρό πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο ευρώ, με κάθε κόστος. Γι’ αυτό το λόγο και επιμένουν και στο κλείσιμο της αξιολόγησης. Και η κύρια δικαιολογία που προσκομίζουν είναι ότι μια έξοδος από το ευρώ θα είναι καταστροφική για την Ελλάδα και θα ωφελήσει εκείνους που «έχουν τα λεφτά τους στο εξωτερικό». Μια συνήθης καταστροφική αντίληψη, που την έχουμε ακούσει, δυστυχώς, και από κομματικά χείλη.
Το ζήτημα που έθετε και το ξαναθέτει η «Νέα Σπορά» είναι απλό. Αποδεικνύεται εκ των πραγμάτων ότι η πορεία της χώρας μας μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και με τα μνημόνια πάει από το κακό στο χειρότερο. Αντιμετωπίζει μια καταστροφή κύρια σε ό,τι αφορά τη συρρίκνωση της παραγωγικής της βάσης και την απομείωση της εργατικής δύναμης.
Δεν έχει παρά να κοιτάξει κανείς την πορεία των αξιολογήσεων για να διαπιστώσει ότι κάθε αξιολόγηση φέρνει και νέα μέτρα, και όχι μόνο αυτό, έχει και άμεσες πολιτικές επιπτώσεις και στις ίδιες τις πολιτικές δυνάμεις που εφαρμόζουν τη μνημονιακή πολιτική από όποιο σημείο εκκίνησης και εάν ξεκίνησαν.
Μπορούμε να θυμηθούμε ότι ο Αντώνης Σαμαράς ξεκίνησε ως αντιμνημονιακός. Μετά μετατράπηκε σε μνημονιακό που θα έφερνε ανάπτυξη και μείωση του χρέους. Όταν ήρθε η ώρα της αξιολόγησης το 2014 έφτασε να υποστηρίζει ότι «σκίζει τα μνημόνια σελίδα – σελίδα», τη στιγμή που «οι απ’ έξω» τον έστειλαν στα αζήτητα.
Ο Αλέξης Τσίπρας ξεκίνησε ως αντιμνημονιακός, παρουσίασε διάφορα προγράμματα, υποσχέθηκε ότι θα καταργήσει το μνημόνιο, έφτασε στο να υπογράψει ένα νέο μνημόνιο και τώρα είναι μπροστά στο να υπογράψει ένα τέταρτο μνημόνιο, στην ουσία περί αυτού πρόκειται, που πιθανά να οδηγήσει και σ’ ένα πέμπτο, με τα μέτρα που απαιτούν οι δανειστές για την επόμενη δεκαετία. Την ίδια στιγμή μπορεί να αντιμετωπίσει και αυτός το ίδιο πρόβλημα που αντιμετώπισε και ο Αντώνης Σαμαράς, να έχει την τύχη του.
Η συζήτηση για το τι θα γίνει με την Ευρωπαϊκή Ένωση, με τα μνημόνια, με το ευρώ δε μπορεί να αφεθεί ούτε στη Νέα Δημοκρατία, ούτε στο ΣΥΡΙΖΑ, ούτε σε όποιους αστούς αναλυτές, που έχουν φτάσει ακόμη και να αμφισβητούν την παραμονή της Ελλάδας στο ευρώ και να μιλάνε ότι πρέπει «να κοιτάξουμε και τα του οίκου μας», την παραγωγική μας βάση και το παραγωγικό μας δυναμικό.
Σ’ αυτήν τη συζήτηση πρέπει να παρέμβει το ΚΚΕ. Να την πάρει επάνω του. Έχουν δικαιωθεί οι θέσεις του, διατυπωμένες από τη δεκαετία του 1960. Οι εργαζόμενοι έχουν υποστεί τα αλλεπάλληλα βασανιστήρια των αξιολογήσεων και των μνημονίων. Πάντα επωμίζονται νέα βάρη. Η «Νέα Σπορά» έχει ξεκαθαρίσει τη θέση της από την πρώτη στιγμή. Τα μνημόνια, τις αξιολογήσεις, τα μεσοπρόθεσμα προγράμματα, όλα αυτά τα προωθούν οι δανειστές υπηρετώντας συγκεκριμένους στόχους, που είναι εξ αρχής αναλλοίωτοι.
Οι συνέπειες για τη χώρα μας είναι καταστροφικές. Το ζήτημα επομένως της Ευρωπαϊκής Ένωσης, των ιμπεριαλιστικών οργανισμών, αλλά ειδικά η Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ, πρέπει να γίνουν οι αιχμές της πάλης του Κόμματος, οι αιχμές συνειδητοποίησης της εργατικής τάξης και των συμμάχων της για ριζικότερες ανατροπές, ταυτόχρονα με την πάλη για την επίλυση των άμεσων προβλημάτων των εργαζομένων και των μικρομεσαίων μικροαστικών στρωμάτων.
Ειδικότερα η συζήτηση για το τι θα γίνει με το ευρώ και κατά προέκταση με την Ευρωπαϊκή Ένωση δε μπορεί να είναι το προνομιακό πεδίο αντιπαράθεσης των αστών αναλυτών και αστικών κομμάτων στο πλαίσιο και της αναδιαμόρφωσης του αστικού πολιτικού συστήματος.
Με αυτήν την έννοια το πως οι στόχοι αυτοί εντάσσονται στη στρατηγική του Κόμματος είναι ένα ζήτημα για το οποίο η «Νέα Σπορά» έχει εγκαίρως τοποθετηθεί, με την κατάθεση μιας συγκεκριμένης πρότασης, που θα φέρει στο προσκήνιο μέτρα γενικότερης σημασίας για την παραγωγική βάση της χώρας και το παραγωγικό της δυναμικό, που θα προετοιμάζουν και θα εξασφαλίζουν την υλική βάση του σοσιαλισμού, ενώ την ίδια στιγμή η εργατική τάξη και τα μικρομεσαία μικροαστικά στρώματα θα διεκδικούν την πολιτική εξουσία για να ανατρέψουν την αστική τάξη, να ανοίγουν το δρόμο για το σοσιαλισμό.
Η ζωή έφερε μπροστά στο Κόμμα καθήκοντα τα οποία πρέπει να τα επωμιστεί. Ποια θα είναι η απάντηση; Θα συνεχίσει να τα παραπέμπει στο μέλλον στο όνομα του σοσιαλισμού; Κάποτε θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι ο δρόμος αυτός δεν οδηγεί στο σοσιαλισμό, όσο και εάν ορκίζεται η ηγεσία του Κόμματος σ’ αυτόν.
COMMENTS