Ο προσυνεδριακός διάλογος ολοκληρώθηκε, σύμφωνα και με την ανακοίνωση της Επιτροπής Διαλόγου, που δημοσιεύτηκε στον Κυριακάτικο Ριζοσπάστη. Η πρώτη παρατήρηση που έχει να κάνει κανείς είναι ότι η συμμετοχή στον προσυνεδριακό διάλογο ήταν μικρή, η μισή, σχεδόν, από τον προηγούμενο προσυνεδριακό διάλογο για το 19ο Συνέδριο του Κόμματος.
Το γεγονός αυτό δεν είναι χωρίς πολιτική σημασία, γιατί αντανακλά στο ενδιαφέρον του κόσμου του Κόμματος και κυρίως στα μέλη του και στα στελέχη του. Είναι χαρακτηριστικό ότι από τα μέλη της Κεντρικής Επιτροπής δεν υπήρξε συμμετοχή εκτός από μία και μοναδική παρέμβαση. Και αυτό το γεγονός, επίσης, λέει πολλά πράγματα.
Φαίνεται ότι το Κομματικό δυναμικό νιώθει μια κούραση γύρω από τη συμμετοχή του στις Κομματικές διαδικασίες. Και αυτό το γεγονός δε μας ικανοποιεί καθόλου, όχι γιατί δε συμμερίζεται τις δικές μας απόψεις αλλά για το ίδιο το Κόμμα.
Πρέπει να πούμε ακόμη ότι και οι ίδιες οι «Θέσεις» δεν προσφέρονταν για σχολιασμό έτσι όπως είχαν γραφεί. Παραπέρα μπορούμε να πούμε ότι τα μέλη του Κόμματος, οι φίλοι του και οι οπαδοί του θεώρησαν δεδομένες και αναλλοίωτες τις θέσεις του Κόμματος και επομένως περιττό στο να εκφράσουν τη γνώμη τους. Από την πλευρά μας δε θεωρούμε θετική αυτήν την εξέλιξη.
Αν θα έπρεπε να συμβεί κάτι αυτό θα ήταν η συνεισφορά των μελών και στελεχών του Κόμματος στην εμβάθυνση της στρατηγικής του. Πολύ περισσότερο που η εκτίμηση που υπάρχει και εκφράζεται και στις θέσεις είναι ότι η στρατηγική του Κόμματος έχει γίνει πιο κατανοητή.
Από αυτήν την άποψη θα περίμενε κανείς μεγαλύτερη συμμετοχή στον προσυνεδριακό διάλογο ειδικά τώρα που το ζητούμενο ήταν η ανασυγκρότηση του Εργατικού Κινήματος και η από κάθε άποψη ενίσχυση του Κόμματος ώστε να είναι σε θέση να παίξει τον ιστορικό του ρόλο.
Η κατάθεση της πείρας και ιδιαίτερα της γνώσης των μελών και στελεχών του Κόμματος τώρα, περισσότερο από ποτέ, ήταν απαραίτητη, γεγονός που δε συνέβη.
Τι θα μπορούσε να σημαίνει αυτό; Κατά τη γνώμη μας το φαινόμενο της μικρής συμμετοχής στον προσυνεδριακό διάλογο αναδεικνύει και το δείκτη της επαφής των μελών και στελεχών του Κόμματος με τις λαϊκές μάζες με το ίδιο το μαζικό κίνημα. Αντανακλά την ίδια τη λειτουργία του Κόμματος και τους δεσμούς του με το μαζικό κίνημα. Τη δυνατότητά του να αναπτύξει τη δράση των λαϊκών μαζών, ιδιαίτερα της εργατικής τάξης. Την άντληση πείρας από τα ίδια τα μέλη και στελέχη του Κόμματος.
Και αυτό είναι ένα εξόχως πολιτικό θέμα, που θα πρέπει να προβληματίσει την ηγεσία του Κόμματος, γιατί δεν είναι δυνατό να μη είδε ότι τα μέλη και τα στελέχη του Κόμματος δεν ανταποκρίθηκαν στην παραπέρα εμβάθυνση της στρατηγικής του Κόμματος.
Το ερώτημα είναι: φταίνε τα μέλη και τα στελέχη του Κόμματος; Πιθανώς ένα μέρος της ευθύνης να βαραίνει και αυτά. Το κύριο μέρος της ευθύνης το φέρει η ηγεσία του Κόμματος, γιατί όταν οι «Θέσεις» δε βαθαίνουν στη στρατηγική του Κόμματος, τότε δεν προκαλούν τη συμμετοχή στον προσυνεδριακό διάλογο, δε δίνουν και τη δυνατότητα για τη διεξαγωγή ενός μεστού και χρήσιμου διαλόγου, που θα εμπλουτίζει τις επεξεργασίες του Κόμματος. Ίσως πάλι αυτή η συμμετοχή να είναι και ένας δείκτης πραγματικής απορριπτικής στάσης απέναντι στις επεξεργασίες του Κόμματος, που δεν επιθυμεί να εκφραστεί και βρίσκεται σε αναμονή.
Και το λέμε αυτό, γιατί εάν σταθούμε και στο περιεχόμενο του προσυνεδριακού διαλόγου τότε τα πράγματα γίνονται χειρότερα. Από την πλευρά μας δε συναντήσαμε κάποιον φίλο ή οπαδό του Κόμματος που να εκφράστηκε με ικανοποίηση για τις «Θέσεις» του Κόμματος. Ούτε για τον προσυνεδριακό διάλογο. Όλοι έκαναν την παρατήρηση ότι ο προσυνεδριακός διάλογος ήταν ιδιαίτερα φτωχός και νομίζουμε ότι εκφράζουμε το κοινό αίσθημα, την κοινή εκτίμηση.
Μένουμε στο γεγονός αυτό, γιατί η συμμετοχή στον προσυνεδριακό διάλογο ήταν από αυτό που θα λέγαμε μεσαίο στελεχικό δυναμικό στη μεγάλη του πλειοψηφία. Και αυτός ο φτωχός προσυνεδριακός διάλογος εκφράζει και το ιδεολογικοπολιτικό επίπεδο των στελεχών του Κόμματος, την ικανότητά τους να χειρίζονται και να ερμηνεύουν πολιτικά γεγονότα, να καθοδηγούν, μια και φανταζόμαστε ότι αυτά τα στελέχη θα ανήκουν κυρίως στα όργανα των Τομεακών Οργανώσεων. Όργανα που παίζουν καίριο οργανωτικό, καθοδηγητικό και πολιτικό ρόλο στη δουλειά του Κόμματος στην εργατική τάξη και τους εργαζόμενους, στην ανάπτυξη της δράσης του.
Παραπέρα ήταν ιδιαίτερα εμφανές ότι η αναφορά παρεμβάσεων με επίκεντρο την εργατική τάξη ήταν ελλιπής, αλλά και η αναφορά κατά θεματικές ενότητες, που να καλύπτουν το φάσμα των κοινωνικών προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι εργαζόμενοι και εδώ υπήρχε υστέρηση. Και στεκόμαστε σ’ αυτά τα ζητήματα ανεξάρτητα από το εάν συμφωνούσαμε ή όχι με τις θέσεις που αναπτύσσονταν στις παρεμβάσεις.
Δε μπορεί κανείς να μη σταθεί σε δύο βασικά χαρακτηριστικά του προσυνεδριακού διαλόγου. Το ένα ήταν ότι οι παρεμβάσεις αναδείκνυαν έναν πρακτικισμό. «Δουλέψαμε μ’ αυτόν τον τρόπο, συναντήσαμε τα εξής προβλήματα, βρήκαμε ή δεν βρήκαμε ανταπόκριση». Όταν, όμως, χρειαζόταν να εμβαθύνουν στο επίπεδο της πολιτικής εκεί δεν υπήρχε η ανάλογη προσπάθεια. Η θέση του Κόμματος εθεωρείτο δεδομένη, σωστή, και επομένως η απόρριψή της ήταν ζήτημα έντασης της δουλειάς των μελών του Κόμματος.
Το δεύτερο βασικό χαρακτηριστικό ήταν η σχηματικότητα των παρεμβάσεων, που ουσιαστικά ήταν λίγο – πολύ επανάληψη των «Θέσεων», αλλά αναδείκνυαν και μια σχηματικότητα και στον τρόπο σκέψης, πράγμα που σημαίνει ότι τα μέλη και τα στελέχη του κόμματος αντιμετωπίζουν τις επεξεργασίες του σαν «κουτάκια». Ιδιαίτερα αποκαλυπτική στην κατεύθυνση αυτή ήταν ορισμένες παρεμβάσεις που πήραν τη μορφή ερώτησης – απάντησης, «ναι» ή «όχι».
Ως «Νέα Σπορά» πιστεύουμε ότι αυτό το γεγονός δεν είναι τυχαίο. Οι επεξεργασίες του Κόμματος δεν δίνουν τη δυνατότητα για την καλλιέργεια της αναζήτησης και της έρευνας, της εμβάθυνσης. Και αδιάψευστος μάρτυρας ήταν οι ίδιες οι «Θέσεις», που διακρίνονταν από μία περιγραφικότητα, που θα μπορούσε κανείς να την έχει υπόψη του και χωρίς να υπάρχουν οι «Θέσεις» (δε σχολιάζουμε τις επαναλήψεις, την προχειρότητα στη σύνταξη – σε φράσεις έλλειπαν τα υποκείμενα ή τα αντικείμενα, θα έπρεπε κανείς να τα υποθέσει, κ.α.). Η περιγραφικότητα αντικατέστησε την ανάλυση, τη συγκεκριμένη ανάλυση, και στέρησε τον αναγνώστη από το συμπέρασμα.
Αυτό, όμως, έχει ως συνέπεια στο πολιτικό επίπεδο να μην εξοπλίζονται τα μέλη και στελέχη του Κόμματος, να μην ψάχνουν, να μη μπορούν στην πράξη να διακρίνουν που οι επεξεργασίες του Κόμματος μπορεί να είναι λάθος. Αντί να θεωρήσουν την πράξη ως κριτήριο της αλήθειας, της θεωρίας, της επεξεργασίας του Κόμματος θεωρούν την πράξη ως «λαθεμένο» κριτήριο της «σωστής» επεξεργασίας. Πλήρης αντιστροφή.
Θα σημειώσουμε ακόμη ότι σε ορισμένες παρεμβάσεις «πέρασαν» και εντελώς αντιμαρξιστικές – αντιλενινιστικές θέσεις. Είναι χαρακτηριστικό το πως αντιμετωπίστηκε π.χ. η σχέση μορφής – περιεχομένου, όπως επίσης είναι χαρακτηριστική η έλλειψη γνώσης των κριτηρίων με βάση τα οποία κατανοούμε ότι ένας κοινωνικοοικονομικός σχηματισμός είναι αυτός και δεν είναι κάποιος άλλος.
Κλείνουμε αυτές μας τις σκέψεις με μια παρατήρηση που προκαλεί ιδιαίτερη λύπη, γιατί αποτελεί ποιοτικό άλμα στην αντιμετώπιση των διαφορετικών απόψεων. Ίσως μερικοί να νομίζουν ότι είμαστε παντελώς «αδιάβαστοι» και να μην καταλαβαίνουμε ότι η εμφάνιση άρθρου στην ΚΟΜΕΠ μέλους της Ιδεολογικής Επιτροπής, που με το τέλειωμα του προσυνεδριακού διαλόγου απαντούσε «στα ναυάγια της ταξικής πάλης», όπου συμπεριελάμβανε και τη «Νέα Σπορά», δεν αναφερόταν σε μας (μιλάμε για δικό μας λογαριασμό χωρίς αναφορά σε άλλους).
Δυστυχώς για το συγγραφέα έχει διαπράξει μία απάτη. Το άρθρο αναφερόταν όχι στη «Νέα Σπορά» αλλά σε όσα μέλη του Κόμματος διαφωνούν με τις επεξεργασίες του Κόμματος, διαφορετικά, παρά το γεγονός ότι είμαστε ασήμαντοι, και μας το αναγνωρίζει, δε θα επινοούσε (και οι καθοδηγητές του) αυτόν τον τρόπο να επιτεθεί σε μας για να απαντήσει όχι σε μας, δε θα χαράμιζε τόσες σελίδες της ΚΟΜΕΠ για την ασημαντότητά μας. Τον ευχαριστούμε πάντως που ασχολείται με τους ασήμαντους σαν και μας και με τόσες πολλές – πολλές σελίδες. Μας δίνει θάρρος.
Δυστυχώς (δεύτερη φορά) έχει διαπράξει και μια ανηθικότητα. Είναι υβριστής, γιατί, παρά την απάτη που διαπράττει, να μας χρησιμοποιεί, την ώρα που η συνέχεια στην ΚΟΜΕΠ καλύπτει κείμενα του προσυνεδριακού διαλόγου, επιδίδεται σε χαρακτηρισμούς, υβρίζει, ενώ θα μπορούσε στα ίσα να ασχοληθεί μαζί μας και με τις θέσεις μας σε άλλο τεύχος της ΚΟΜΕΠ. Δε θα του λέγαμε τίποτα. Θα διατηρούσαμε το δικαίωμα της απάντησης, όπως το διατηρούμε και τώρα. Και το χειρότερο δεν είναι αυτό. Με τις θέσεις που έχουμε αναπτύξει ως «Νέα Σπορά», για τον ιμπεριαλισμό, για την εξάρτηση, για τη Λαοκρατική Δημοκρατία, για το κράτος που μπορεί να μην είναι αστικό αλλά ούτε και δικτατορία του προλεταριάτου αλλά τύπου Κομμούνας (αυτή είναι Λενινιστική θέση αλλά ο ίδιος το αγνοεί), και πολλά άλλα ζητήματα, στελέχη και μέλη του Κόμματος έχουν δώσει και τη ζωή τους. Και εάν υποθέσουμε ότι εμείς είμαστε ναυάγια της ταξικής πάλης εκείνα δεν ήταν. Ελπίζουμε και ο ίδιος και οι καθοδηγητές του να κατάλαβαν γιατί υβρίζουν και ποιους υβρίζουν.
Δυστυχώς (τρίτη φορά) με το γραφτό του αποδεικνύει ότι είναι παραχαράκτης και πλαστογράφος, γιατί ενώ αναπτύσσει τις θέσεις της Ιδεολογικής Επιτροπής και γενικότερα της ηγεσίας επιχειρεί να τις φορτώσει στον Μαρξ, Ένγκελς και Λένιν.
Ευτυχώς, όμως, είναι και ωφέλιμος, γιατί όποιος διαβάσει το άρθρο του και έχει υπόψη του τα αντίστοιχα κείμενα των Μαρξ, Ένγκελς και Λένιν, τότε αντιλαμβάνεται το εύρος του αναθεωρητισμού και το βάθος του αγνωστικισμού, όχι μόνο του ίδιου αλλά και των καθοδηγητών του.
COMMENTS