Ασφαλώς και οι αναγνώστες μας θα θυμούνται με πόση βιασύνη και ένταση διέψευσε το Μαξίμου δημοσίευμα του ειδησεογραφικού πρακτορείου Ρόιτερ ότι η κυβέρνηση προετοιμάζεται για εκλογές. Πως μπορεί να ερμηνευτεί ένα τέτοιο δημοσίευμα από ένα διεθνές πρακτορείο ειδήσεων, που ομολογουμένως δε στερείται πληροφόρησης;
Δε μπορεί να υποθέσει κανείς ότι ένα τέτοιο δημοσίευμα ήταν τυχαίο, γιατί επί της ουσίας γινόταν προάγγελος πολιτικών εξελίξεων στη χώρα μας. Τα ερωτήματα είναι πολλά. Ήταν μια ανακρίβεια; Ήταν μια προβοκάτσια; Ήταν αλήθεια; Ήταν μια συγκεκριμένη προειδοποίηση προς την κυβέρνηση να μην καταφύγει σε εκλογές και να φέρει σε πέρας την αξιολόγηση; Τι ήταν απ’ όλα αυτά;
Εκ των πραγμάτων στην κυβέρνηση μπαίνει ένα δίλημμα. Εάν τελικά αποδεχτεί τις απαιτήσεις των δανειστών για τα εργασιακά, το ασφαλιστικό και τα ενεργειακά, εάν, δηλαδή, υποχωρήσει κατά κράτος και δεν υπάρξουν κάποια, έστω, αντίμετρα και ως άλλοθι, τότε το πολιτικό κόστος γι’ αυτήν θα είναι πολύ μεγάλο. Και μέχρι τώρα οι δανειστές προτείνουν μέτρα και απορρίπτουν αντίμετρα.
Η Νέα Δημοκρατία, και με την τελευταία ομιλία του Κυριάκου Μητσοτάκη στην κοινοβουλευτική του ομάδα, ξεκαθάρισε για άλλη μια φορά ότι δεν πρόκειται να ψηφίσει το δημοσιονομικό πακέτο. Ούτε μέτρα ούτε αντίμετρα. Δεν είναι ενιαία σ’ αυτήν τη θέση της όσο και να θέλει να φαίνεται πως είναι.
Την ίδια στιγμή γίνονται κινήσεις που εάν τις αντιμετωπίσει κανείς με περισσότερη προσοχή φαίνονται συμπληρωματικές σε σχέση με τη θέση που βρίσκονται ο ΣΥΡΙΖΑ και η Νέα Δημοκρατία. Καθ’ ένας από τους δύο προσπαθεί να τραβήξει προς το μέρος του δυνάμεις για την επόμενη ημέρα.
Όπως έχει δείξει η πείρα οι δανειστές δε βιάζονται να κλείσουν την αξιολόγηση εάν δεν ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις τους. Αυτός που βρίσκεται σε δύσκολη θέση είναι η κυβέρνηση. Την ίδια στιγμή οι δανειστές γνωρίζουμε ότι δε διστάζουν να φέρνουν τα πράγματα στην κόψη του ξυραφιού.
Στην κυβέρνηση του Αντώνη Σαμαρά είχαν κόψει τη χρηματοδότηση μέχρι που έπεσε. Του δημιούργησαν προβλήματα ρευστότητας και η αξιολόγηση τελικά δεν έκλεισε. Οι δανειστές απέρριψαν ακόμη και την πρόταση Χαρδούβελη και στα δημοσιογραφικά γραφεία συζητήθηκε πολύ η στάση του Σόιμπλε απέναντί του, παρόλο που με την πιστωτική γραμμή η πρόταση της Νέας Δημοκρατίας ξαναέβαζε τη χώρα σε μνημόνιο, και πιο σκληρό, όπως το απαιτούσε η τρόικα αλλά με μια χρονική μετατόπιση των μέτρων που επιδίωκε η τότε κυβέρνηση.
Το 2015 η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ αντιμετώπισε μια ανάλογη κατάσταση και «σκούπισε» ό,τι αποθεματικό βρήκε μπροστά της, διάφορων οργανισμών κτλ., μέχρι και τα αποθεματικά της βουλής προσπάθησε να πάρει. Τελικά ήρθαν τα capital controls για τις τράπεζες. Παρά την υποτιθέμενη σκληρή διαπραγμάτευση η κυβέρνηση υπέγραψε το Γ’ μνημόνιο, έστω και μετά από μια κραυγαλέα απάτη με το δημοψήφισμα και τις εκλογές που ακολούθησαν.
Κατά τα δημοσιευμένα στοιχεία το δημοσιονομικό πλεόνασμα του 2016 ήταν 3.4% επί του ΑΕΠ, ποσό τεράστιο, πολύ παραπάνω από το στόχο που είχε η κυβέρνηση και με την αφαίρεση του επιδόματος που δόθηκε στους συνταξιούχους, που ως συνολικό ποσό ξεπερνάει τα 600εκ. ευρώ. Η ίδια η κυβέρνηση προβλέπει για το 2018 δημοσιονομικό πλεόνασμα στο 3.8% επί του ΑΕΠ, 4.3% επί του ΑΕΠ για το 2019, χωρίς πρόσθετα μέτρα, όπως η ίδια ισχυρίζεται, αλλά από την υπεραπόδοση των όσων μέτρων έχει πάρει μέχρι τώρα.
Την ίδια στιγμή υπολογίζεται ότι το δημοσιονομικό πλεόνασμα για το 2020 θα είναι 4.5% επί του ΑΕΠ και 5% για το 2021. Και χωρίς νέα μέτρα. Εάν παρθούν τα μέτρα λιτότητας τα ποσοστά αυτά θα αυξηθούν. Επομένως, κατά την κυβέρνηση εξασφαλίζονται οι όροι της δημοσιονομικής πολιτικής και δε χρειάζονται πρόσθετα μέτρα. Οι δανειστές, όμως, επιμένουν σε πρόσθετα μέτρα, όπως επιμένουν και στην αλλαγή του συνδικαλιστικού νόμου, στην αντιαπεργία και στην αύξηση των απολύσεων στο 10%, στο ασφαλιστικό και στις ιδιωτικοποιήσεις στον τομέα της ενέργειας.
Εάν η κυβέρνηση αποφασίσει να μη δεχτεί να προχωρήσει στη λήψη των μέτρων που απαιτούν οι δανειστές, και κυρίως για τα εργασιακά, μια και έχει δεσμευτεί ότι τέτοιου είδους μέτρα δεν πρόκειται να τα δεχτεί, λόγω του «Ευρωπαϊκού κεκτημένου» (!), τότε, βέβαια, είναι σαφές ότι θα καταφύγει σε εκλογές.
Θα έχει τη δυνατότητα, στην περίπτωση αυτή, να οικοδομήσει πιο καθαρά το «αφήγημα» της σκληρής διαπραγμάτευσης, του αναγκαστικού συμβιβασμού για το Γ’ μνημόνιο, αλλά να καταθέσει και το επιχείρημα ότι δεν υποχώρησε στις «παράλογες» απαιτήσεις των δανειστών.
Είναι φανερό πως μια τέτοια εξέλιξη από την πλευρά της κυβέρνησης θα αποσκοπεί να μειώσει κατά το μέγιστο τις απώλειες που έχει υποστεί. Ίσως μέσα από μια τέτοια εξέλιξη θα προσπαθήσει να ανακτήσει το χαμένο έδαφος. Από αυτήν την άποψη η «καθυστέρηση» που σημειώνεται στο κλείσιμο της αξιολόγησης βολεύει και την κυβέρνηση, ακόμη και στην περίπτωση που είναι αποκλειστική ευθύνη των δανειστών και των διαφορών τους, κάτι που διατείνεται με ιδιαίτερη επιμονή η κυβέρνηση και όχι τυχαία. Να μην ξεχνάμε, επίσης, ότι και ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει μιλήσει για «υπερβολικές» απαιτήσεις των δανειστών, κάτι που βολεύει την κυβέρνηση.
Αντιλαμβανόμαστε τώρα ότι μ’ αυτόν τον τρόπο η Νέα Δημοκρατία με τη θέση που έχει πάρει, ότι η ευθύνη της καθυστέρησης του κλεισίματος της αξιολόγησης είναι αποκλειστική ευθύνη της κυβέρνησης, υποχρεώνεται να έρθει μπροστά σε μια νέα κατάσταση, γιατί ως κυβέρνηση η Νέα Δημοκρατία θα είναι υποχρεωμένη να πάρει αυτή τα μέτρα που απαιτούν οι δανειστές, αυτά που προσπαθεί να φορτώσει τώρα στη σημερινή κυβέρνηση, αφού ζητάει επιτακτικά το κλείσιμο της αξιολόγησης. Και κάτι άλλο.
Η Νέα Δημοκρατία όταν ερωτάται: πως από τη μια μεριά απαιτεί να κλείσει η αξιολόγηση, ενώ από την άλλη δε θα ψηφίσει τα μέτρα που ζητάει να πάρει η σημερινή κυβέρνηση – και είναι τα μέτρα των δανειστών, δεν προβάλλει κάποια πειστική απάντηση. Όλο το δημοσιονομικό πακέτο το στέλνει πάνω στην κυβέρνηση.
Κατανοητή πολιτικά μια τέτοια τακτική από την πλευρά της. Θέλει να έχει το ΣΥΡΙΖΑ απέναντι, αλλά την ίδια στιγμή δεσμεύεται ότι ως κυβέρνηση θα εφαρμόσει τα μέτρα που θα πάρει η σημερινή κυβέρνηση. Επομένως είτε με το ΣΥΡΙΖΑ είτε με τη Νέα Δημοκρατία τα μέτρα οι εργαζόμενοι δεν τα γλυτώνουν.
Την ίδια στιγμή όταν η Νέα Δημοκρατία ερωτάται τι αντιπαραθέτει απέναντι στις απαιτήσεις των δανειστών απαντάει ότι «θα συζητήσει μαζί τους το πρόγραμμά της»! Καθόλου πειστική απάντηση, γιατί το πρόγραμμά της αλλού συμπίπτει εντελώς με τις απαιτήσεις των δανειστών, ενώ το 2% δημοσιονομικό πλεόνασμα και το 4% ανάπτυξη έχει πάψει να το αναφέρει και περιορίζεται στις γενικολογίες περί επενδύσεων, την ίδια στιγμή που αυτό το 2% και το 4% αντίστοιχα ούτε καν το συζητούν οι δανειστές.
Πρέπει, επίσης, να σημειώσουμε ότι αυτή η τακτική της Νέας Δημοκρατίας δεν εκφράζει ολόκληρη τη Νέα Δημοκρατία. Υπάρχουν και εξωτερικεύονται ενστάσεις. Ορισμένοι στη Νέα Δημοκρατία αντιλαμβάνονται ότι δε φτάνει το κόμμα τους να τα φορτώνει όλα στην κυβέρνηση. Βλέπουν πιο πέρα.
Το πως θα κατοχυρώσουν το αστικό πολιτικό σύστημα, τι συμμαχίες θα εξασφαλίσουν. Δε θεωρούν ότι μια τυφλή σύγκρουση με την κυβέρνηση είναι ό,τι καλύτερο για τη Νέα Δημοκρατία, γιατί κατανοούν το βάρος των προβλημάτων και τη συσσωρευμένη αντίθεση των εργαζομένων τόσο ως προς τα νέα μέτρα όσο και ως προς την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ευρώ.
Θέλουν να αποφύγουν την ανάπτυξη του Εργατικού Κινήματος και φαινόμενα κοινωνικών εκρήξεων, που μπορούν να εκδηλωθούν με το πέρασμα του ΣΥΡΙΖΑ στην αντιπολίτευση. Φοβούνται την απελευθέρωση των λαϊκών μαζών που είναι εγκλωβισμένες στο ΣΥΡΙΖΑ.
Αντιλαμβανόμαστε τώρα, στην περίπτωση που δε θα κλείσει η αξιολόγηση, το ποιο θα είναι το πολιτικό σκηνικό και το πολιτικό κλίμα που θα επικρατήσει. Σε μια τέτοια εκδοχή έχει μεγάλη σημασία το πως θα παρέμβει το ΚΚΕ.
Από τα ίδια τα πράγματα το ζήτημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ευρώ θα έρθει στο κέντρο της πολιτικής αντιπαράθεσης. Η «Νέα Σπορά» έχει ήδη αναπτύξει τις θέσεις της για το πως πρέπει το Κόμμα να διαμορφώσει την τακτική του. Τις επαναλαμβάνει αυτές τις θέσεις και σε άρθρο σε διπλανή στήλη (20/03/2017).
Εδώ θα προσθέσουμε μόνο το εξής: Η περίοδος που ανοίγεται μπροστά μας δίνει τη δυνατότητα να απεγκλωβιστούν λαϊκές μάζες και να προσεγγίσουν το ΚΚΕ. Οι προηγούμενες δικαιολογίες για τις αυταπάτες των λαϊκών μαζών δε θα είναι αρκετές, ούτε ο (αντ)επαναστατικός βερμπαλισμός μπορεί να καλύψει τις πολιτικές ανάγκες του Κόμματος.
Οι λαϊκές μάζες δε γίνεται τη μια φορά να αυταπατώνται και να πηγαίνουν στο ΣΥΡΙΖΑ και την άλλη φορά εκ νέου να αυταπατώνται και να πηγαίνουν στη Νέα Δημοκρατία. Αν ξανασυμβεί αυτή η «τράμπα» θα είναι για άλλη μια φορά και η απόδειξη ότι η πολιτική του Κόμματος δε δίνει διέξοδο στο πολιτικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει η χώρα.
COMMENTS