Τα εκλογικά αποτελέσματα στην Ολλανδία

Όλοι αναμέναμε το εκλογικό αποτέλεσμα στην Ολλανδία για να διαπιστώσουμε εάν τελικά το ακροδεξιό κόμμα του Γκέερτ Βίλντερς θα έπαιρνε την πρώτη θέση. Η αγωνία, θα λέγαμε και η ανησυχία, για την εκλογική κατάταξη είχε κορυφωθεί και λόγω των δημοσκοπήσεων, που, αρχικά τουλάχιστον, παρουσίαζαν το κόμμα του Βίλντερς ενισχυμένο και πρώτο.

Ο Ευρωπαϊκός Τύπος, επίσης, εκτιμούσε πως μια πιθανή «πρωτιά» του Βίλντερς θα ήταν η έναρξη ενός νέου κύματος ανόδου της ακροδεξιάς σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση, μετά τις προεδρικές εκλογές στην Αυστρία, και το καταστάλαγμα του ευρωσκεπτισμού ως πολιτικό όφελος της ακροδεξιάς.

Ιδιαίτερα ξεχώριζε τη Γαλλία, όπου η Μαρίν Λεπέν παρουσιάζεται σταθερά πρώτη στις προσεχείς προεδρικές εκλογές και φερόταν να συμμερίζεται την άποψη ότι μια «πρωτιά» του Βίλντερς θα έδινε «αέρα» στη Μαριν Λεπέν, ώστε να αυξήσει σημαντικά τα ποσοστά της στον πρώτο γύρο.

Βέβαια οι ίδιες δημοσκοπήσεις στο δεύτερο γύρο φέρουν τη Λεπέν να χάνει την προεδρία είτε από το Μακρόν είτε από το Φιγιόν, αν και ο δεύτερος, μετά τη δημοσιοποίηση για τα όσα του καταμαρτυρούν για τις παράνομες απολαβές της συζύγου του και των παιδιών του, δε φαίνεται, πάντα κατά τις δημοσκοπήσεις, ότι θα μπορέσει τελικά να είναι διεκδικητής της προεδρίας στο δεύτερο γύρο. Οι δημοσκοπήσεις τον κατατάσσουν στην τρίτη θέση.

Τώρα που γνωρίζουμε το εκλογικό αποτέλεσμα της Ολλανδίας μπορούμε, νομίζουμε, να προχωρήσουμε σε ορισμένες πρώτες εκτιμήσεις, που κατά τη γνώμη μας είναι ιδιαίτερα εμφανείς και σημαντικές.

Το πρώτο που έχουμε να τονίσουμε είναι ότι το πολιτικό σκηνικό στην Ολλανδία, ως προς την εκφορά, τουλάχιστον, του πολιτικού λόγου, μετακινήθηκε προς τα δεξιά. Ο Βίλντερς κατόρθωσε να δώσει τον πολιτικό τόνο στην προεκλογική διαπάλη και κυρίως σε ό,τι αφορά στο προσφυγικό και σε σχέση με τους «αλλοεθνείς», όπως ονομάζουν τους κατοίκους με Ολλανδική υπηκοότητα, που προέρχονται από το Μαρόκο, την Ινδονησία κτλ..

Όλα τα κόμματα, με ελάχιστες εξαιρέσεις, προκειμένου να αντιμετωπίσουν τις ρατσιστικές ακρότητες του Βίλντερς – είναι χαρακτηριστικές οι φράσεις του για τους Μαροκινούς και γενικότερα για τους πρόσφυγες, προσέφυγαν σε πιο αντιδραστικές θέσεις σε σχέση με το προσφυγικό και τους «αλλοεθνείς».

Άλλωστε η άνοδος του Σοσιαλιστικού Κόμματος και των Οικολόγων, που τάσσονται υπέρ της παραμονής της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δεν αλλάζουν το αδιαμφισβήτητο γεγονός της αύξησης των δυνάμεων του Βίλντερς και άλλων ακροδεξιών δυνάμεων, σε συνδυασμό με το πολύ μεγάλο ποσοστό των αναποφάσιστων, μέχρι την τελευταία στιγμή, που τη στάση τους την επηρέασαν η αντιπαράθεση ανάμεσα στην Ολλανδική κυβέρνηση και την Τουρκική ηγεσία. Δε γνωρίζουμε, εάν δεν είχε ξεσπάσει αυτή η αντιπαράθεση ανάμεσα σε Ολλανδία και Τουρκία, πως θα κατέληγε το εκλογικό αποτέλεσμα.

Ο ισχυρισμός μας αυτός στηρίζεται στο γεγονός ότι η δυσαρέσκεια του Ολλανδικού λαού σε σχέση με την εφαρμογή της οικονομικής πολιτικής ήταν δεδομένη. Η εικόνα που προβάλλεται για την οικονομική κατάσταση της Ολλανδίας και του Ολλανδικού λαού είναι πλασματική.

Μπορεί η Ολλανδία να παρουσιάζεται ως η χώρα με πολύ χαμηλή ανεργία, περίπου 5.5%, οι πάντες, όμως, γνωρίζουν ότι αυτός ο δείκτης είναι ψεύτικος, μια και η Ολλανδία είναι η χώρα στην Ευρωπαϊκή, που έχει τον υψηλότερο δείκτη στη μερική απασχόληση και στις ελαστικές σχέσεις εργασίας, ενώ σημαντικό τμήμα των εργαζομένων σιτίζεται από συσσίτια, που τα διαχειρίζονται είτε απ’ ευθείας εταιρείες ή και το κράτος. Σοβαρό πρόβλημα υπάρχει, επίσης, και με τις κατοικίες, γεγονός που εξανάγκασε τον απερχόμενο πρωθυπουργό να υποσχεθεί την ανέγερση 40.000 νέων κατοικιών για την μερική κάλυψη των αναγκών στέγασης.

Αυτήν την κατάσταση την «πλήρωσε» κυρίως το Εργατικό Κόμμα, που ήταν κυβερνητικό κόμμα, που είχε αναλάβει την εφαρμογή της οικονομικής πολιτικής με υπουργό οικονομικών το Γερούν Ντάισελμπλουμ, πρόεδρο του Eurogroup.

Και στον παραγωγικό τομέα η Ολλανδία έχει σοβαρά προβλήματα. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο δείκτης ανάπτυξης της βιομηχανίας στο πρώτο δίμηνο του ’17 είναι σημαντικά κάτω του 1%, ενώ οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις αισθάνονται τα βάρη της εντατικής φορολογίας, όπως και γενικότερα οι εργαζόμενοι αισθάνονται το βάρος από φόρους ανάλογους του «δικού» μας ΕΝΦΙΑ και της άμεσης και έμμεσης φορολογίας.

Το δεύτερο που θέλουμε να τονίσουμε είναι ότι ο πρωτογενής παράγοντας που έδωσε τη δυνατότητα στο Βίλντερς να πρωταγωνιστήσει στην προεκλογική διαδικασία και στην πολιτική αντιπαράθεση, εκμεταλλευόμενος στο έπακρο το προσφυγικό, ήταν η οικονομική πολιτική που εφαρμόστηκε και εκφράστηκε και ως αντίδραση απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η ίδια η κατάσταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η αύξηση της ακροδεξιάς πολιτικής ρητορείας στηρίχτηκε και στο γεγονός ότι ο Βίλντερς υποστήριζε ως βασική οικονομική θέση «τα κεφάλαια για την Ολλανδία και όχι για την Ευρωπαϊκή Ένωση». Θέση που «έδενε» με τη γενικότερη δυσαρέσκεια που εντεινόταν λόγω της εφαρμογής της αντιλαϊκής πολιτικής της κυβέρνησης συνασπισμού των Φιλελεύθερων και του Εργατικού κόμματος.

Εδώ θα πρέπει να τονίσουμε ότι δεν ήταν τυχαίο πως το Εργατικό κόμμα είχε ως κύρια αιχμή της προεκλογικής του εκστρατείας την αντιμετώπιση της λιτότητας, για την οποία ευθυνόταν άμεσα, μια και είχε αναλάβει το υπουργείο οικονομικών, εφαρμόζοντας τις κατευθύνσεις και τη δημοσιονομική πειθαρχία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Είναι ο βασικός λόγος που σημείωσε τόσο μεγάλες εκλογικές απώλειες. Είχε επίγνωση των συνεπειών της πολιτικής που εφάρμοζε, γι’ αυτόν το λόγο και στάθηκε ιδιαίτερα στο ζήτημα της λιτότητας.

Το τρίτο που θα θέλαμε να τονίσουμε είναι ότι η νέα κυβέρνηση που θα προκύψει, σαφώς δε θα περιλαμβάνει το κόμμα του Βίλντερς, αλλά όλα τα άλλα κόμματα, που δυνητικά θα μπορούσαν να συμμετέχουν σ’ αυτήν, είναι προσανατολισμένα στη συμμετοχή της Ολλανδίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Επομένως, και ειδικά στη φάση που περνάει η Ευρωπαϊκή Ένωση με τα γνωστά της αδιέξοδα και αποσταθεροποιητικά χαρακτηριστικά, υπάρχει ακόμη το έδαφος – και όχι μόνο στην Ολλανδία, για την ανάπτυξη της ακροδεξιάς. Έτσι εξηγούνται και οι επιθετικές δηλώσεις του Βίλντερς μετά την οριστικοποίηση του εκλογικού αποτελέσματος, που, ούτε λίγο ούτε πολύ, απευθυνόμενος προς το Μαρκ Ρούτε δήλωσε ότι «δεν έχει δει τίποτα ακόμη»!

Αυτό το έδαφος το «στρώνει» η ίδια η πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τα κόμματα της νέας κυβέρνησης με κορμό τους Φιλελεύθερους δεν έχουν τα περιθώρια να αντιταχτούν στην πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Ολλανδία είναι μια χώρα από τις πιο στενά δεμένες με την πολιτική της Γερμανίας. Αυτό φάνηκε και από την πολιτική στάση του Γερούν Ντάισελμπλουμ στο Eurogroup.

Τέλος, το τέταρτο που θα θέλαμε να σταθούμε ιδιαίτερα είναι το γεγονός της ίδιας της κατάστασης του Κομμουνιστικού Κινήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στην Ολλανδία. Αυτήν τη στιγμή οι δυνάμεις του είναι μικρές και κατακερματισμένες. Δεν έχει τη δυνατότητα να οργανώσει τους αγώνες των εργαζομένων, να δώσει την ιδεολογικοπολιτική μάχη με την Ευρωπαϊκή Ένωση, να αντιτάξει στο ξεθωριασμένο «Ευρωπαϊκό όραμα» μια προγραμματική εναλλακτική λύση, που θα ακουμπήσει πάνω στις άμεσες ανάγκες των εργαζομένων, να αντιμετωπίσει την ακροδεξιά και φασιστική δημαγωγία που εκμεταλλεύεται τη δυσαρέσκεια των πλατιών λαϊκών μαζών. Αυτήν την πάλη, όμως, πρέπει να τη δώσει και να την οργανώσει, γιατί μόνο το Κομμουνιστικό Κίνημα είναι σε θέση να αντιμετωπίσει και τον ακροδεξιό κίνδυνο.

Γι’ αυτόν το λόγο έχει πολύ μεγάλη σημασία εκεί που το Κομμουνιστικό Κίνημα έχει δυνάμεις, π.χ. στη χώρα μας, να διαμορφώσει προγραμματική πρόταση που θα μπορούν οι λαϊκές μάζες να στηριχτούν πάνω της, για να μην πέσουν θύματα της ακροδεξιάς. Ταυτόχρονα να αποκαλύπτουν την αντιδραστικότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να ανασυγκροτήσουν το Εργατικό Κίνημα, να αναπτύξουν τους αγώνες του, να εξηγούν στις λαϊκές μάζες την ανάγκη της αποδέσμευσης απ’ αυτήν, την πραγματική της κατάσταση, να αναζωογονήσουν το όραμα του σοσιαλισμού ως επικαιρότητα και ως ανάγκη. Αυτό το παράδειγμα είναι βέβαιο ότι θα επηρεάσει γενικότερα τις εξελίξεις σ’ ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση.

COMMENTS