Η συνάντηση Μέρκελ, Ολάντ, Ραχόι, Τζεντιλόνι

Συναντήθηκαν στις Βερσαλλίες οι ηγέτες των τεσσάρων πιο ισχυρών οικονομιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης μετά από πρόσκληση του Φρανσουά Ολάντ. Φυσικά όταν μιλάμε για τις πιο ισχυρές οικονομίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα πρέπει να αντιλαμβανόμαστε αυτόν τον όρο στη σχετικότητά του. Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία και Ισπανία είναι πράγματι οι τέσσερες πιο ισχυρές οικονομίες, αυτήν τη στιγμή, στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Το ερώτημα, όμως, που πρέπει να απαντηθεί είναι: τι στην πραγματικότητα αντιπροσωπεύουν αυτές οι οικονομίες και συνολικά η Ευρωπαϊκή Ένωση στο οικονομικό επίπεδο;

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η αποχώρηση της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν ένα ισχυρό πολιτικό αλλά και κυρίως οικονομικό χτύπημα συνολικά για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σχετίζεται με τις οικονομικές και αναπτυξιακές προοπτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι γεωστρατηγικές αλλαγές ούτε εύκολες είναι, ούτε βιαστικές. Πρόκειται για μελετημένες κινήσεις. Η βάση τους βρίσκεται στις οικονομικές σχέσεις που επικρατούν.

Η Βρετανία, μετά τη Γερμανία, ήταν η δεύτερη πιο ισχυρή οικονομία της Ευρωπαϊκής Ένωσης χωρίς να συμμετέχει στην Ευρωζώνη. Η αποχώρησή της σημαίνει ένα γενικότερο οικονομικό αδυνάτισμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Με την έννοια αυτή οι τέσσερες πιο ισχυρές οικονομίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης πριν την αποχώρηση της Βρετανίας είναι σαφώς διαφορετικό πράγμα από τις τέσσερες πιο ισχυρές οικονομίες μετά την αποχώρηση της Βρετανίας.

Την ίδια στιγμή πρέπει να σημειώσουμε ότι από τις τέσσερες χώρες των οποίων οι ηγέτες συναντήθηκαν, αν εξαιρέσουμε τη Γερμανία, οι υπόλοιπες αντιμετωπίζουν πολύ σοβαρά οικονομικά προβλήματα. Τόσο η Ιταλία όσο και η Γαλλία αντιμετωπίζουν πολύ χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης αυξάνεται το χρέος τους, ενώ η Ισπανία «ξελασπώνει» συγκυριακά κυρίως λόγω του τουρισμού, ενώ και οι τρεις αυτές χώρες αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα στη βιομηχανική παραγωγή.

Όσο για τη Γερμανία πρέπει να πούμε ότι μπορεί να είναι αυτήν τη στιγμή η ισχυρότερη οικονομική δύναμη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά αυτό το πέτυχε κυρίως σε βάρος των άλλων χωρών – μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Με λίγα λόγια η Γερμανία «αντέγραψε» λίγο – πολύ τη στάση των ΗΠΑ απέναντι στις άλλες ανταγωνίστριες σύμμαχες χώρες, ξεκινώντας από το Μεξικό, στο πλαίσιο της ΝΑFΤΑ, την Ιαπωνία και την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Το κυρίαρχο, όμως, χαρακτηριστικό που νομίζουμε ότι πρέπει να κρατήσουμε είναι ότι μετά την ανατροπή του σοσιαλισμού στις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, ενώ θα περίμενε κανείς ένα αναπτυξιακό «μπουμ» αυτό δεν ήρθε, και όχι μόνο δεν ήρθε αλλά και υπήρξαν χαμηλοί ρυθμοί ανάπτυξης την ώρα που υπάρχει παντελής, σχεδόν, έλλειψη του Κομμουνιστικού Κινήματος και το Εργατικό Κίνημα είναι σε αδυναμία να πρωταγωνιστήσει ενάντια στη δεδομένη αφαίρεση κοινωνικών κατακτήσεων που είχε σημειώσει, να δράσει ενάντια στην κυρίαρχη πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που αφαιρεί σταθερά και συνεχώς από την τιμή της εργατικής δύναμης.

Ας σημειώσουμε το γεγονός ότι στις τέσσερες προαναφερόμενες χώρες σε καμία από αυτές δεν υπάρχει αξιόλογο Κομμουνιστικό Κίνημα. Στην Ιταλία το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα αυτοδιαλύθηκε εδώ και σχεδόν τριάντα χρόνια, στη Γαλλία μεταλλάχτηκε και διατηρεί ασήμαντες δυνάμεις, στην Ισπανία η κατάσταση είναι η ίδια με τη Γαλλία, στη Γερμανία, μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ήταν ιδιαίτερα αδύναμο και εξακολουθεί να είναι.

Έχει σημασία, λοιπόν, να δούμε το πλαίσιο που πραγματοποιήθηκε αυτή η συνάντηση. Και το πλαίσιο είναι ότι η οικονομική πορεία συνολικά της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και της Ευρωζώνης δε μπορεί να θεωρηθεί ως ικανοποιητική. Αντίθετα, όπως είχε τονίσει πολύ έγκαιρα η «Νέα Σπορά», έχουν εμφανιστεί σοβαρά ζητήματα στην εξέλιξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που έχει εμφανίσει αποσταθεροποιητικά χαρακτηριστικά.

Στο πλαίσιο αυτό μια συνάντηση κατά την οποία επισημοποιούνται από τις πιο ισχυρές οικονομικά χώρες οι διαφορετικές ταχύτητες, οι οποίες υπήρχαν έτσι κι αλλιώς, δε μπορεί να θεωρηθεί ως ισχυρό στοιχείο των ισχυρών χωρών, αλλά πρέπει να αντιμετωπιστεί ως αδυναμία της ίδιας της πορείας της Ευρωπαϊκής Ένωσης συμπεριλαμβανομένων και των ισχυρών χωρών.

Φυσικά οι Μαρξιστές – Λενινιστές γνωρίζουν ότι αυτές οι διαφορετικές ταχύτητες έχουν αντικειμενική οικονομική βάση στην οικονομική ανισομετρία, η οποία γίνεται και πολιτική ανισομετρία. Το γεγονός, όμως, αυτό επιτείνεται και από το παράλληλο γεγονός ότι συνολικά η Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί τον αδύνατο κρίκο ανάμεσα στα ιμπεριαλιστικά κέντρα. Άλλωστε οι «προνομιακές συνεργασίες», που αντανακλούν και τις διαφορετικές ταχύτητες, δεν είναι κάτι καινούργιο για τα δεδομένα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ισχύουν εδώ και πολλά χρόνια. Από τη δεκαετία του ’90. Και απ’ ό,τι φαίνεται θα τεθούν και στις 25 του Μάρτη και στη Ρώμη.

Από την άποψη αυτή, από την πλευρά μας, θα θεωρήσουμε ότι η επισημοποίηση των διαφορετικών ταχυτήτων, που δεν γνωρίζουμε ακόμη και το πως θα εκφραστούν στη συνέχεια, γιατί και μεταξύ των τεσσάρων υπάρχουν σημαντικές διαφορές, είναι μια άλλη όψη των αποσταθεροποιητικών τάσεων που έχουν εμφανιστεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Δεν ισχυριζόμαστε ότι διαλύεται η Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά υποστηρίζουμε την άποψη ότι είναι άλλο ένα σημάδι της αποσταθεροποιητικής της πορείας.

Με την έννοια αυτή η εκλαΐκευση της πραγματικής κατάστασης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οικονομικής και πολιτικής, είναι από τα πρώτα καθήκοντα του Κομμουνιστικού Κινήματος, για να αποτρέψει και τη στροφή των λαϊκών μαζών προς τον αντιδραστικό ευρωσκεπτικισμό. Όπως επίσης το αίτημα για την αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση και τους άλλους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς γίνεται αίτημα προτεραιότητας, ιδιαίτερα τώρα που επισημοποιούνται οι ταχύτητες.

Και εμείς γνωρίζουμε ότι η Ελλάδα δε πρόκειται να βρεθεί ποτέ στις πρώτες ταχύτητες της Ευρωπαϊκές Ένωσης. Θα βαθαίνει η πολιτική της και οικονομική της εξάρτηση και απόδειξη γι’ αυτό το πράγμα αποτελεί η στάση των δανειστών και των κυρίαρχων κύκλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως ακόμη μεγαλύτερη απόδειξη για τη θέση της χώρας μας μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι η καταστροφή που υπέστη η παραγωγική βάση της χώρας μας και που εκφράζεται μέσα από το συνολικό ποσό που ξοδεύτηκε για εισαγωγές στη χώρα μας, για προϊόντα που παρήγαγε, που είχε αυτάρκεια και που έχει τη δυνατότητα να παράξει. Σημειώνουμε απλώς ότι το συνολικό ποσό για εισαγωγές ξένων προϊόντων στη χώρα μας ανέρχεται στα 240δισ. ευρώ κατά τη διάρκεια των μνημονιακών χρόνων (εφημερίδα «Δημοκρατία», 8/3/2017). Αυτό το ποσό υπερβαίνει τα 2/3 του δημόσιου χρέους.

COMMENTS