Είναι πάγια τακτική των κυβερνήσεων, που υπηρετούν τη μνημονιακή πολιτική, να επιδίδονται στο κυνήγι των εντυπώσεων. Ειδικά δίνουν σημαντικό βάρος στην πρώτη εντύπωση, που θα αποκομίσουν οι εργαζόμενοι, γιατί θεωρούν ότι αυτή μένει, μέχρι αυτοί να συνειδητοποιήσουν στην πράξη την ουσία της πολιτικής που εφαρμόζουν οι κυβερνήσεις.
Μπορούμε να φέρουμε στη μνήμη μας την τακτική που κράτησε στις διαβουλεύσεις με την τρόικα η κυβέρνηση Σαμαρά. Προσπαθούσε να δώσει την εντύπωση ότι δίνει σκληρή μάχη ενάντια στις απαιτήσεις των δανειστών, που μετέφερε η τρόικα. Έφτασε ακόμη και στο σημείο ο τότε αρμόδιος υπουργός, ο Ευάγγελος Βενιζέλος, να «εκδιώξει» την τρόικα από τη χώρα μας, σε μια επίδειξη αποφασιστικής αντιμετώπισης των απαιτήσεών της. Φυσικά η τρόικα επέστρεψε και πάλι.
Παράλληλα υπήρξε και ένα συνεχές τρενάρισμα της διαπραγμάτευσης για το κλείσιμο της αξιολόγησης, που τελικά κατέληξε σε αδιέξοδο και δεν έκλεισε, όχι γιατί η κυβέρνηση του Αντώνη Σαμαρά δεν είχε σκοπό να αποδεχτεί τα μέτρα που του πρότειναν οι εταίροι, αλλά γιατί οι γενικότερες πολιτικές εξελίξεις, σε συνάρτηση με το πως έβλεπαν να εξελίσσονται τα πολιτικά πράγματα οι εταίροι στη χώρα μας, οδήγησαν στην πτώση της κυβέρνησης Σαμαρά.
Πρέπει, όμως, να πούμε ότι η κυβέρνηση Σαμαρά είχε καταλήξει σε συμφωνία με τους εταίρους για την «πιστωτική γραμμή», μια συμφωνία που πρόβλεπε υποχρεωτικά την υπογραφή νέου μνημονίου.
Πρέπει, επίσης, να θυμίσουμε ότι οι εταίροι είχαν απορρίψει το περίφημο μέιλ Χαρδούβελη και επομένως ο ισχυρισμός που επικαλείται σήμερα η Νέα Δημοκρατία ότι η διαφορά που υπήρχε με τους δανειστές περιοριζόταν στα 600 εκατ. ευρώ είναι παντελώς ανυπόστατη, γιατί η διαφορά αυτή προκύπτει με βάση το μέιλ Χαρδούβελη, το οποίο οι δανειστές το είχαν απορρίψει.
Το ποσό και σε ποιο ύψος θα κατέληγαν γι’ αυτό οι συμφωνίες της τότε κυβέρνησης με τους δανειστές για τα μέτρα που απαιτούσαν στην πραγματικότητα δεν το ξέρουμε, γιατί στο μεταξύ έγιναν οι εκλογές και άλλαξε η κυβέρνηση. Έτσι δίνεται το περιθώριο στη Νέα Δημοκρατία να ισχυρίζεται ό,τι θέλει.
Εδώ πρέπει να σημειώσουμε, παράλληλα, ότι η «Νέα Σπορά» τόνιζε πάντα ότι οι απαιτήσεις των δανειστών στηρίζονται σ’ ένα πάγιο πακέτο μέτρων, που σε κάθε αξιολόγηση εμπλουτίζεται και ότι μέχρι τώρα δεν υπάρχει καμία υποχώρηση από την πλευρά των δανειστών, γεγονός που δείχνει ότι οι δανειστές προχωράνε με βάση μια συγκεκριμένη αντιλαϊκή κατεύθυνση.
Η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα, επί της ουσίας, αντέγραψε την τακτική του Αντώνη Σαμαρά, τις προσχηματικές καθυστερήσεις του, για να καλλιεργεί την εντύπωση ότι διαπραγματεύεται σκληρά, για να βγαίνει μετά και να ισχυρίζεται ότι «σκίζει το μνημόνιο σελίδα – σελίδα»!
Η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα πήγε ακόμη παραπέρα. Από τη στιγμή που εγκατέλειψε ολοκληρωτικά κάθε αναφορά στην ακύρωση του μνημονίου και των εφαρμοστικών νόμων με ένα και μόνο νόμο, τον οποίο είχε υποσχεθεί ότι θα φέρει στη βουλή αμέσως μετά την εκλογή της, επιδίδεται σ’ ένα πολυσχιδές παιχνίδι εντυπώσεων, το οποίο συνεχώς το κορυφώνει.
Πραγματοποίησε ένα δημοψήφισμα για το μνημόνιο, στην ουσία για να παραπλανήσει τον Ελληνικό λαό. Κατέφυγε σε εθνικές εκλογές για να «επικυρώσει» ο λαός την πολιτική στροφή της κυβέρνησης. Μας έφερε μνημόνιο, το χειρότερο μέχρι τώρα, εκεί που υποσχόταν ότι θα τελειώσει με τα μνημόνια.
Τώρα, με το κλείσιμο της αξιολόγησης και την «κατ’ αρχήν συμφωνία» στο Eurogroup της 20ης του Φλεβάρη, ρίχνει όλο της το βάρος στην πρώτη εντύπωση, που συγκεντρώνεται σε δύο σκέλη: το πρώτο αφορά στο να πείσει τους εργαζόμενους ότι έγινε το «δικό της» κάτω από την «ανυποχώρητη στάση της» και πέτυχε πολιτική συμφωνία. Πράγμα απολύτως ψευδές.
Το δεύτερο σκέλος αφορά το εάν θα υπάρξουν νέα μέτρα. Η κυβέρνηση δεν αρνείται πλέον ότι δε θα υπάρξουν νέα μέτρα, αλλά έχει εφεύρει το επιχείρημα ότι για κάθε μέτρο που θα παίρνεται, ταυτόχρονα θα υπάρχει και ένα αντισταθμιστικό μέτρο, ώστε το τελικό δημοσιονομικό αποτέλεσμα να είναι μηδέν.
Προκύπτει το ερώτημα: τότε προς τι όλος αυτός ο χαλασμός εάν το τελικό αποτέλεσμα θα είναι μηδέν;
Η κυβέρνηση υποτιμάει πάρα πολύ τη νοημοσύνη των εργαζομένων. Θα υπάρξουν μειώσεις στους μισθούς και στις συντάξεις, θα συνεχίσει η λιτότητα και δεν υπάρχει κανένα τέλος σ’ αυτήν, όπως ισχυρίζεται η κυβέρνηση, θα επιταχυνθεί το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας, που όσα ποσά εξοικονομούνται πάνε αποκλειστικά για το χρέος, με βάση το Γ’ μνημόνιο, θα μπει χέρι στο ασφαλιστικό και στις εργασιακές σχέσεις, και πολλά άλλα…
Όσο και εάν η κυβέρνηση προσπαθεί να χρυσώσει το χάπι για να το καταπιεί ο εργαζόμενος λαός δε θα το πετύχει. Ούτε και η Νέα Δημοκρατία θα μπορέσει να κρύψει την αντιλαϊκή της πολιτική όσο και εάν αξιοποιεί τις «πάσες» της κυβέρνησης και όσο και εάν καταφεύγει στο αίτημα για εκλογές, για να εκμεταλλευτεί τη λαϊκή δυσαρέσκεια.
COMMENTS