Συμπεραίνουμε, με όσα αναφερθήκαμε μέχρι τώρα στο πρώτο μέρος του άρθρου μας, ότι αυτή η συζήτηση για την παγκοσμιοποίηση, στην πραγματικότητα δεν είναι, επί της ουσίας, μια άρνηση της παγκοσμιοποίησης, γιατί οι δυνάμεις του κεφαλαίου, και αυτές που εκπροσωπεί ο Ντόναλντ Τραμπ, από την ίδια τους τη φύση είναι αδύνατον να μη γνωρίζουν την τάση της διεθνοποίησης του κεφαλαίου και της παραγωγής, αφού την πραγματοποιούν στην πράξη.
Η διεθνοποίηση του κεφαλαίου και της παραγωγής είναι μία αντικειμενική τάση, η οποία λειτουργεί ως νομοτελειακή τάση του καπιταλισμού. Και εδώ επιστροφή δε μπορεί να υπάρξει σε προηγούμενα στάδια της καπιταλιστικής εξέλιξης. Ο μονοπωλιακός καπιταλισμός σημαίνει από μόνος του και τη διεθνοποίηση του κεφαλαίου και της παραγωγής. Αλλά…
Και από την άποψη της αυστηρά οικονομικής αντιμετώπισης του ζητήματος του προστατευτισμού, ως οικονομικού εργαλείου στο πλαίσιο της γενικότερης πολιτικής ενός κράτους και ιδιαίτερα ενός κράτους όπως είναι οι ΗΠΑ, γνωρίζουμε ότι ο προστατευτισμός μπορεί να συνυπάρχει με τη διεθνοποίηση του κεφαλαίου και της παραγωγής, με διάφορες μορφές, και με τη μορφή των δασμών.
Τώρα που ξορκίζεται με τόσο μεγάλη έμφαση ο προστατευτισμός, την ίδια στιγμή, εξακολουθεί να υπάρχει, ως προστατευτισμός με άλλες μορφές. Όταν π.χ. τοποθετούνται ορισμένες προδιαγραφές για την κυκλοφορία των εμπορευμάτων, που είναι δύσκολο να τις τηρήσουν ορισμένες ανταγωνίστριες χώρες, αυτή είναι μια μορφή προστατευτισμού. Όταν η Κίνα ήθελε να εξαγοράσει την IBM και η κυβέρνηση των ΗΠΑ δεν το επέτρεψε και αυτή ήταν μια μορφή προστατευτισμού.
Επομένως ο Τραμπ και το μέρος του κεφαλαίου που εκπροσωπεί (και εδώ παίζει ρόλο ποιο τμήμα του κεφαλαίου εκπροσωπεί ο Τραμπ που θίγεται περισσότερο και ποιο τμήμα του κεφαλαίου εκπροσωπεί η Κλίντον και ο Ομπάμα με τις διεθνείς τους προεκτάσεις, που θίγεται από την πολιτική του Τραμπ) δεν είναι ότι αρνούνται ολοκληρωτικά την παγκοσμιοποίηση, δηλαδή τη διεθνοποίηση του κεφαλαίου και της παραγωγής. Αυτό είναι αδύνατον να το κάνουν(Σ.Σ. Αν και διαφωνούμε με τον όρο παγκοσμιοποίηση και προβάλλουμε το Μαρξικό όρο «διεθνοποίηση του κεφαλαίου και της παραγωγής», χρησιμοποιούμε και αυτόν τον όρο μια και έχει επικρατήσει στην καθημερινότητα ως τέτοιος).
Οι ΗΠΑ έγιναν ηγεμονική δύναμη του καπιταλιστικού κόσμου αξιοποιώντας τη διεθνοποίηση του κεφαλαίου και της παραγωγής. Κατά συνέπεια, επειδή ακούγονται και γράφονται διάφορα παράξενα γύρω από την παγκοσμιοποίηση, μέχρι ότι ο Τραμπ βάζει τέλος σ’ αυτήν, αυτό που, κατά τη γνώμη μας, επιδιώκει ο Τραμπ είναι να αλλάξει τους όρους της παγκοσμιοποίησης, που στρέφονται πλέον ενάντια στις ίδιες τις ΗΠΑ.
Η απελευθέρωση της παγκόσμιας αγοράς, που ήταν σαφής και κεντρική κατεύθυνση της πολιτικής των ΗΠΑ, τελικά, δημιούργησε συνθήκες οικονομικού ανταγωνισμού, που ο Τραμπ προσπαθεί να τις ανατρέψει και να αντιστρέψει τη φορά τους. Να τις στρέψει ενάντια στους ανταγωνιστές των ΗΠΑ.
Γι’ αυτό το λόγο καταφεύγει σ’ ένα οικονομικό εργαλείο, το οποίο δεν είναι ασυνήθιστο και το οποίο χρησιμοποιείται σ’ αυτές τις περιπτώσεις. Γι’ αυτόν το λόγο ο Τραμπ απειλεί π.χ. τη BMW ότι θα επιβαρυνθεί με 35% φορολογία για τα αυτοκίνητα που εισάγονται από το Μεξικό.
Η απάντηση του Ζίγκμαρ Γκάμπριελ, αντικαγκελαρίου της Γερμανίας, σε σχετική ερώτηση για τον προστατευτισμό, για το τι θα έπρεπε να κάνουν οι ΗΠΑ σ’ αυτήν την περίπτωση («να παράγουν καλύτερα αυτοκίνητα», απάντησε ο Γκάμπριελ) δεν είναι αρκετή για να δώσει λύση στο υπαρκτό και τεράστιο πρόβλημα, που αντιμετωπίζει η Αμερικάνικη αυτοκινητοβιομηχανία από οικονομική και κοινωνική άποψη (μιλάμε για τις ερειπωμένες περιοχές των ΗΠΑ, που αποτελούσαν τα κέντρα της αυτοκινητοβιομηχανίας τους).
Και αυτό γιατί τόσο η αυτοκινητοβιομηχανία των ΗΠΑ όσο και της Γερμανίας εφαρμόζουν την ίδια πολιτική. Έχουν μεταφέρει εργοστάσιά τους σε άλλες χώρες. Οι δασμοί, λοιπόν, που θα επιβάλει ο Τραμπ στη Γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία δεν είναι, πρωταρχικά, «ζήτημα παραβίασης των κανόνων της ελεύθερης αγοράς».
Είναι ζήτημα οικονομικής δύναμης των δύο χωρών για να αντιστραφούν οι όροι του ανταγωνισμού, όσο ακόμη οι ΗΠΑ είναι ισχυρή οικονομική δύναμη, και όχι ζήτημα λειτουργίας της ελεύθερης αγοράς, που επιτρέπει τις ελεύθερες, αντίστοιχα, εισαγωγές και εξαγωγές ή καλύτερων προϊόντων που εκτοπίζουν τα λιγότερο καλά.
Ο Τραμπ μπορεί να επιβάλει δασμούς (εάν τελικά προχωρήσει στην επιβολή τους ή εάν θα προχωρήσει – χρησιμοποιώντας τους δασμούς ως εκβιασμό – να διαπραγματευτεί νέες εμπορικές συμφωνίες ή άλλες οικονομικές συμφωνίες, όπως θα κάνει με τη Βρετανία, που αποχώρησε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και όπως έχουν κάνει κατά το παρελθόν οι ΗΠΑ), αλλά δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι η απάντηση της Γερμανίας μπορεί να είναι η ίδια ακριβώς, δηλαδή, να αυξήσει τους δασμούς των αμερικάνικων αυτοκινήτων ή άλλων προϊόντων των ΗΠΑ που εισάγονται στη Γερμανία.
Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με την Κίνα. Το εμπορικό ισοζύγιο ανάμεσα στις ΗΠΑ και στην Κίνα είναι σε βάρος των ΗΠΑ. Οι δασμοί που προτίθεται να επιβάλει ο Τραμπ αποσκοπούν στο να δημιουργήσουν σημαντικά προβλήματα στην Κίνα. Στις εξαγωγές της. Η Κίνα, όμως, είναι μια μεγάλη οικονομική δύναμη και δεν είναι τόσο απλό για τις ΗΠΑ να της επιβάλουν την πολιτική τους.
Και επειδή, από μια ορισμένη αρθρογραφία, η άποψη ότι ο Τραμπ επιδιώκει να αλλάξει τους όρους της παγκοσμιοποίησης, να τους στρέψει ενάντια στους ανταγωνιστές των ΗΠΑ, θεωρήθηκε «απλουστευμένη προσέγγιση» του ζητήματος της διεθνοποίησης του κεφαλαίου και της παραγωγής, πάνω σ’ αυτό το ζήτημα θα προσθέταμε τα εξής:
Είναι διαφορετικό πράγμα να θεωρείς ότι μπορεί κάποιος, ένα κράτος π.χ., να αντιστρέψει τη διεθνοποίηση του κεφαλαίου και της παραγωγής γενικά, πισωγύρισμα στη γενική, ιστορική, αντικειμενική και νομοτελειακή τάση του καπιταλισμού είναι αδύνατη, και διαφορετικό πράγμα μια ισχυρή οικονομική δύναμη, όπως οι ΗΠΑ, να θέλουν να επιβάλουν τους δικούς τους όρους ή, καλύτερα, να τροποποιήσουν αυτούς τους όρους για να αποκτήσουν οικονομικό πλεονέκτημα.
Πέραν των δασμών ένα άλλο ζήτημα που αφορά ιδιαίτερα την Κίνα, αλλά και άλλες χώρες, είναι η πρόσκληση που απηύθυνε ο Τραμπ για την επιστροφή των κεφαλαίων στις ΗΠΑ. Μέχρι τώρα σ’ αυτό το κάλεσμα ανταποκρίθηκε μόνο η General Motors, η οποία ανακοίνωσε ότι θα μεταφέρει τα εργοστάσιά της από το Μεξικό στις ΗΠΑ. Και εδώ το ζήτημα της επιστροφής των κεφαλαίων είναι πιο περίπλοκο απ’ ό,τι φαίνεται από πρώτη άποψη. Δεν είναι ένα τόσο απλό ζήτημα η μεταφορά κεφαλαίων.
Είναι, όμως, βέβαιο ότι η φυγή κεφαλαίων από τις άλλες χώρες και η επιστροφή τους στις ΗΠΑ δε θα δημιουργήσουν μόνο πρόβλημα στις χώρες από τις οποίες θα φύγουν αλλά και στις ίδιες τις ΗΠΑ, εφ’ όσον και εάν τα κεφάλαια αυτά επαναπατριστούν, γιατί οι όροι επιστροφής που θα θέσουν πρέπει να τους εξασφαλίσουν μια ανάλογη κερδοφορία.
Το ερώτημα, που έρχεται ως φυσιολογική συνέχεια, είναι το εάν μπορεί ο Τραμπ να εφαρμόσει αυτήν την πολιτική κάτω από τις συγκεκριμένες διεθνείς συνθήκες που επικρατούν ή εάν η κατάσταση που παραλαμβάνει ο Τραμπ δεν είναι τίποτα λιγότερο και τίποτα περισσότερο από ένα στιγμιότυπο της προϊούσας αρνητικής οικονομικής πορείας των ΗΠΑ, που υποδηλώνει και μια γενικότερη πορεία παρακμής τους (που δεν αφορά μόνο και αποκλειστικά τις ΗΠΑ).
Η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα δεν είναι και τόσο προφανής. Το βέβαιο είναι ότι οι ΗΠΑ βρίσκονται σ’ ένα μεταίχμιο, όπου απειλούνται με την απώλεια της ηγετικής τους θέσης. Από τη μια μεριά οι ΗΠΑ εξακολουθούν να είναι μια ισχυρή δύναμη, οικονομική και στρατιωτική, εξακολουθούν να ελέγχουν ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς, μεγάλο ποσοστό της κίνησης των κεφαλαίων και των εμπορευμάτων.
Από την άλλη διαπιστώνουν ότι έχουν αναδειχτεί άλλες παγκόσμιες δυνάμεις, με διαφορετικούς προσανατολισμούς, όπως είναι η Κίνα και η Γερμανία, που είναι και οι αιχμές της πολιτικής του Τραμπ και που παρά τις διαφορές τους, αξιοποιώντας την παγκοσμιοποίηση ενισχύουν τη διεθνή τους θέση, απειλούν την ηγετική θέση των ΗΠΑ από την από κοινού αξιοποίηση της παγκοσμιοποίησης. Είναι και το σύνολο των λεγόμενων αναδυόμενων αγορών.
Και για να μην υπάρξει κάποια παρεξήγηση δε σημαίνει ότι η από κοινού αξιοποίηση της παγκοσμιοποίησης αποτελεί και ταυτότητα συμφερόντων και γεωστρατηγικών στόχων της Κίνας και της Γερμανίας και των αναδυόμενων αγορών. Το «από κοινού» σημαίνει μόνο το άθροισμα των οικονομικών δυνάμεων, που αφαιρούν «από κοινού» οικονομική δύναμη από τις ΗΠΑ. Ειδικά η Κίνα απειλεί από μόνη της τις ΗΠΑ να απωλέσουν την παγκόσμια ηγετική τους θέση.
Υπάρχει και ένα γενικότερο ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί και που είναι: Μπορεί να διαταραχτεί (και όχι να αναιρεθεί πλήρως) αυτή η τάση διεθνοποίησης του κεφαλαίου και της παραγωγής;
Η απάντηση πρέπει να είναι σαφής. Μπορεί να διαταραχτεί αυτή η τάση διεθνοποίησης του κεφαλαίου και της παραγωγής, όταν οι αντιθέσεις των μεγάλων δυνάμεων που κυριαρχούν οικονομικά οξυνθούν τόσο πολύ και ειδικά, όταν αυτή η διεθνοποίηση φτάσει σε τέτοιο επίπεδο, σ’ ένα μεταίχμιο, σε μια μετάβαση, που σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες μπορούν να απειλήσουν την υπάρχουσα ηγεμονία συγκεκριμένων δυνάμεων. Στην περίπτωσή μας τις ΗΠΑ ή γενικότερα στο Δυτικό καπιταλισμό.
Αυτό το ενδεχόμενο γίνεται πιο απτό όταν η όξυνση αυτών των αντιθέσεων μπορεί να οδηγήσει και σε μια γενικότερη πολεμική σύρραξη, ένα νέο παγκόσμιο πόλεμο, γιατί το επίδικο ζήτημα των αντιθέσεων είναι το μοίρασμα των αγορών, το οποίο σε τελική ανάλυση το επιβάλλει ένας παγκόσμιος πόλεμος. Οι ΗΠΑ π.χ. βρίσκονται σ’ αυτήν τη θέση, να θέλουν να αλλάξουν διεθνείς ισορροπίες, γιατί χάνουν μερίδιο από την παγκόσμια αγορά, το οποίο επιθυμούν να ξανακερδίσουν. Ο Α’ και ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος πραγματοποιήθηκαν για το ξαναμοίρασμα των αγορών.
Το ερώτημα είναι θα φτάσουν αυτές οι αντιθέσεις σε τέτοιο επίπεδο, ώστε να οδηγήσουν σε ένα νέο παγκόσμιο πόλεμο;
Και εδώ ανοίγει μια άλλη συζήτηση για το κατά πόσο στις μέρες μας είναι αναπόφευκτος ένας νέος παγκόσμιος πόλεμος ή ακριβώς επειδή οι παγκόσμιοι συσχετισμοί (συνολικά ως οικονομικοί, πολιτικοί, στρατιωτικοί, διπλωματικοί, συμμαχιών, αξόνων) έχουν διαμορφωθεί με τέτοιο τρόπο, αλλά και η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, τα κύματα των επιστημονικοτεχνικών εξελίξεων «επιβάλλουν» τέτοιους όρους στην παγκοσμιοποίηση και στις ίδιες τις μεγάλες οικονομικές δυνάμεις, που την πραγματοποιούν, που δεν καθιστούν ως αυτονόητα αναπόφευκτο ένα νέο παγκόσμιο πόλεμο;
Δηλαδή είναι αυτός ο ίδιος λόγος (το μη αναπόφευκτο ενός παγκοσμίου πολέμου) που επιτείνει τα προβλήματα κυρίαρχα στο Δυτικό καπιταλισμό, με πρώτες τις ΗΠΑ, που διαπιστώνουν ότι γενικά χάνουν έδαφος με τη μεταφορά της οικονομικής κίνησης και ισχύος προς την Ανατολή και αυτή η απώλεια παίρνει τη διάσταση μιας κίνησης, που και κατά το παρελθόν τη γνωρίσαμε. Το παράδειγμα της Βρετανικής αυτοκρατορίας και η ανάδειξη στη θέση της, ως ηγετικής παγκόσμιας δύναμης, των ΗΠΑ, που είναι και το αποτέλεσμα του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, είναι χαρακτηριστικό.
Γι’ αυτό ακριβώς το ζήτημα, τουλάχιστον από την πλευρά μας, υποστηρίζουμε την άποψη ότι ένας νέος παγκόσμιος πόλεμος δεν είναι αναπόφευκτος, χωρίς να σημαίνει αυτή η εκτίμησή μας και κάποια απολυτότητα γύρω από το μη αναπόφευκτο.
Και εδώ δεν πρόκειται για μια κάποια καινούργια έκδοση του πασιφισμού, γιατί γνωρίζουμε και εκτιμούμε ότι οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις οξύνονται, αλλά αυτές οι αντιθέσεις δεν εκφράζονται με τον ίδιο τρόπο, ούτε είναι ακριβώς οι ίδιες – παρόλο που έχουν τον ίδιο στόχο, όπως π.χ. στην περίοδο του Α’ και Β’ Παγκόσμιου πολέμου, όπως γνωρίζουμε πως υπάρχουν πολεμικές προετοιμασίες, όπως γνωρίζουμε, επίσης, ότι υπάρχουν δυνάμεις στις ΗΠΑ, που θα οδηγούσαν τα πράγματα, την έκρηξη των αντιθέσεων, μέχρι και έναν πυρηνικό πόλεμο.
Ακολουθεί το Γ’ Μέρος
COMMENTS