Με την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στη διακυβέρνηση, με τη συμμετοχή των ΑΝΕΛ, στην πραγματικότητα, πολιτικά, ποιο γεγονός χαρακτηρίζει ξεκάθαρα τη νέα περίοδο που ανοίγει, που αφορά άμεσα και το ΚΚΕ και καταλήγει οριστικά;
Το γεγονός αυτό είναι ότι το ΚΚΕ δε συμμετέχει στην κυβέρνηση, όπως άλλωστε και στο προηγούμενο χρονικό διάστημα. Πρακτικά το ζήτημα αυτό έχει λήξει μετά από τη διάσπαση του ενιαίου Συνασπισμού και από το 15ο Συνέδριο με το Πρόγραμμα, που καθορίζει τη σχέση του Κόμματος με το ενδεχόμενο συμμετοχής του σε κυβέρνηση – και ποια θα είναι αυτή (μια κυβέρνηση που δεν είχε καμία σχέση με αστική κυβέρνηση) και κάτω από ποιες συνθήκες.
Ιδιαίτερα, όμως, επειδή η συζήτηση αυτή πήρε έκταση μετά το 2012, θα πρέπει να πούμε ότι αυτή άλλωστε ήταν και η πολιτική (τη μη συμμετοχής), που υιοθέτησε το 19ο Συνέδριο και αυτήν την πολιτική εφάρμοζε και η ηγεσία του Κόμματος. Δεν έμπαινε, επομένως, ζήτημα συμμετοχής.
Αν υπήρχε μια περίπτωση, τρόπος του λέγειν, για συμμετοχή του ΚΚΕ σε κυβέρνηση αυτή προφανώς θα αφορούσε μια κυβέρνηση που θα ήταν «αριστερή». Για τη συμμετοχή στη κυβέρνηση με το ΣΥΡΙΖΑ, υποθέτουμε, γιατί δε μπορούμε να το γνωρίζουμε, αλλά και με βάση το προσυνεδριακό διάλογο του 19ου Συνεδρίου που ήταν δημόσιος και εκφράστηκαν τα μέλη του Κόμματος, θεωρούμε ότι δεν υπήρξε, έστω κάποιος, που να υποστήριξε τη θέση της συμμετοχής στην κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ.
Τη νέα περίοδο που αναλαμβάνει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ ξεκαθαρίζει εντελώς το πολιτικό τοπίο. Οι πολιτικές δυνάμεις έχουν πάρει θέση. Η προεκλογική αμφισημία του ΣΥΡΙΖΑ, που άφηνε «υπονοούμενα» ακόμη και για το ευρώ, παίρνει τέλος.
Η νέα κυβέρνηση ξεκινάει τη «σκληρή διαπραγμάτευση», όπως αρεσκόταν να την αποκαλεί. Καλλιεργεί εντυπώσεις και αναγκάζεται να δώσει μάκρος στη διαπραγμάτευση, αφού οι λεγόμενοι εταίροι «τραβάνε» τα πράγματα μέχρι να γίνουν αποδεκτοί οι όροι τους. Που τελικά γίνονται. Υπογράφεται το Γ’ Μνημόνιο.
Δε θεωρούμε ότι η πορεία της κυβέρνησης ήταν μια «ευθεία γραμμή», ότι δεν υπήρξαν αντιθέσεις στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ, που εκδηλώθηκαν και δημόσια, ότι οι λαϊκές μάζες, που τον ακολουθούσαν, δεν εκδήλωναν την αντίθεσή τους απέναντι στη στάση των εταίρων και στις πιέσεις που ασκούσαν αλλά και στον τρόπο που χειριζόταν η ίδια η κυβέρνηση τα πολιτικά ζητήματα, που οδηγούσαν τις λαϊκές μάζες στο να εντείνουν τη δυσαρέσκειά τους για την Ευρωπαϊκή Ένωση και την πολιτική των μνημονίων. Πράγμα που εκφράστηκε και στο δημοψήφισμα.
Επομένως γνωρίζαμε ακριβώς τη θέση όλων των πολιτικών δυνάμεων, επί της ουσίας, ακόμη και της Χρυσής Αυγής, η οποία, ενώ παρουσιαζόταν ως αντισυστημική πολιτική δύναμη, στο θέμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ευρώ ξεκαθάρισε ότι δεν είναι ώρα να αποχωρήσει η χώρα από το ευρώ και την Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως γνωρίζαμε και τη στάση των λαϊκών μαζών.
Γνωρίζαμε, επίσης, ότι το αποτέλεσμα της «σκληρής διαπραγμάτευσης» ήταν προκαθορισμένο. Και ήταν προκαθορισμένο, γιατί κόμματα και κυβερνήσεις που έχουν υιοθετήσει την αστική στρατηγική, την παραμονή της χώρας μας στο ευρώ και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στο τέλος, δε γίνεται παρά να ακολουθήσουν τη γενική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που για τη χώρα μας ήταν ήδη γνωστή ως μνημονιακή πολιτική, με όποιες ιδιαίτερες πλευρές περιείχε, σε συνδυασμό με το γεγονός της χρεοκοπίας της χώρας μας και τα δάνεια.
Η στάση, επομένως, του Κόμματος κρίνεται ως πολιτικής δύναμης που βρίσκεται στην αντιπολίτευση. Ως πολιτικής δύναμης που πρέπει να ανασυγκροτήσει το Εργατικό Κίνημα, να διαφωτίζει τους εργαζόμενους με τις θέσεις του, να οργανώνει την πάλη των λαϊκών μαζών ενάντια στην πολιτική της νέας κυβέρνησης, να προωθεί την ωρίμανση της ταξικής και πολιτικής συνείδησης της εργατικής τάξης και των συμμάχων της, να απεγκλωβίζει λαϊκές μάζες από την επιρροή τόσο της κυβέρνησης όσο και της αστικής αντιπολίτευσης, να ενώνει την εργατική τάξη και να προωθεί την κοινωνική συμμαχία.
Η στάση του Κόμματος δεν κρίνεται από το δίλημμα της συμμετοχής ή μη συμμετοχής σε αστική κυβέρνηση, γιατί όλο το επίσημο αστικό πολιτικό σύστημα γνωρίζει ότι το ΚΚΕ δε συμμετέχει σε αστική κυβέρνηση, όπως έχει γίνει κατανοητό αυτό το ζήτημα και από τις λαϊκές μάζες. Είναι γνωστή η θέση του περί μη συμμετοχής σε κυβέρνηση σ’ αυτές. Και η κριτική που ασκείται στο ΚΚΕ δεν αφορά το ζήτημα της συμμετοχής ή όχι σε μια αστική κυβέρνηση. Η κριτική που ασκείται αφορά την πολιτική του.
Δηλαδή, το Κόμμα μας κρίνεται από την αποτελεσματικότητα της δικής του πολιτικής, αυτής της πολιτικής που αποφάσισε στο 19ο Συνέδριο, σε συνδυασμό με τα άλλα ντοκουμέντα, που έχουν ψηφιστεί και αφορούν στις αιτίες της ανατροπής του σοσιαλισμού στις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης και του νέου τόμου της Κομματικής Ιστορίας.
Με βάση τα παραπάνω υπάρχει ένα λογικό ερώτημα: Γιατί συνεχώς επανέρχεται το ζήτημα της συμμετοχής του Κόμματος, από την ίδια την ηγεσία του και τα στελέχη του, σε αστική κυβέρνηση; Δεν είναι απαντημένο αυτό το ζήτημα και μάλιστα από την ίδια την πράξη;
Κατά τη γνώμη μας η συνεχής επαναφορά του ζητήματος αυτού γίνεται, στο πλαίσιο μιας λαθεμένης αντίληψης, για να πεισθεί η εργατική τάξη και οι σύμμαχοί της για την ανάγκη ενίσχυσης του ΚΚΕ, για να γίνει η αλλαγή των τάξεων στην εξουσία και το ΚΚΕ να αναλάβει τις ευθύνες του στη νέα διακυβέρνηση και στη νέα εργατική εξουσία.
Όχι, όμως, μόνο γι’ αυτό. Γίνεται και για να δικαιολογηθεί η έλλειψη χειροπιαστών αποτελεσμάτων που θα έπρεπε να υπάρχουν από την εφαρμογή της πολιτικής του Κόμματος. Το ίδιο το επιχείρημα χρησιμεύει ως τέτοιο. Παίζει διπλό ρόλο εξ αντικειμένου. Χρησιμεύει, παράλληλα, για να αποκρύπτονται οι υποκειμενικές ευθύνες για τον τρόπο σκέψης της ηγεσίας του Κόμματος.
Το σχήμα είναι πολύ καθαρό αλλά και τόσο καθαρά λαθεμένο. «Αφού το ΚΚΕ δεν είναι ισχυρό, τότε, δεν θα έχουμε και τα ανάλογα αποτελέσματα στην πολιτική μας, τότε οι λαϊκές μάζες θα υφίστανται τις συνέπειες της μνημονιακής πολιτικής, τόσο, όσο δε γίνεται κατανοητή και η ανάγκη αλλαγής των τάξεων στην εξουσία». Αυτή είναι περίπου η «λογική» του σχήματος αυτού.
Αυτό το σχήμα υπονοεί ότι η πολιτική του Κόμματος είναι σωστή, αλλά παρεμβαίνουν άλλοι παράγοντες, που αναστέλλουν την αποτελεσματικότητά της, όπως π.χ. η ίδια η δύναμη του ΚΚΕ ή η έλλειψη κατανόησης και εμβάθυνσης της στρατηγικής μας. Και αυτή η έλλειψη κατανόησης αφορά και τις λαϊκές μάζες αλλά και το κομματικό δυναμικό.
Για να γίνουμε πιο κατανοητοί θα προσθέσουμε και κάτι ακόμη: ότι αυτό το σχήμα δε στέκεται εντελώς στον «αέρα». Περιέχει μια σημαντική αλήθεια. Και αυτή δεν είναι άλλη από την ανάγκη αλλαγής των τάξεων στην εξουσία. Φέρνει στην επικαιρότητα την ανάγκη του σοσιαλισμού. Αυτή η αλήθεια πηγάζει από την ίδια την αντικειμενική πραγματικότητα. Και αυτό το γεγονός αυτό, επειδή εκ των πραγμάτων είναι πολύ δύσκολο καθήκον στην υλοποίησή του, περιέχει, ταυτόχρονα, και τη δικαιολογία της έλλειψης αποτελεσμάτων της πολιτικής του Κόμματος. Αυτός είναι ο διπλός του ρόλος.
Παρόλα αυτά. Θα το πούμε όσο πιο απλά μπορούμε: Αυτός ο τρόπος σκέψης δεν αφορά το Μαρξισμό – Λενινισμό, δεν είναι υλισμός, είναι αντιδιαλεκτικός τρόπος σκέψης. Και δυστυχώς διαπερνάει όλη τη στάση του Κόμματος απέναντι στις πολιτικές εξελίξεις.
Όσοι υποστηρίζουν την ανάγκη της αλλαγής των τάξεων στην εξουσία, την ανάγκη και την επικαιρότητα του σοσιαλισμού, δε σημαίνει, επειδή διατυπώνουν μια αλήθεια τόσο σημαντική, ότι η πολιτική τους υπηρετεί και το στόχο τους. Υπάρχει π.χ. ένα ολόκληρο ρεύμα που υποστηρίζει την άποψη ότι η έξοδος από την Ευρωπαϊκή Ένωση απομακρύνει την υπόθεση του σοσιαλισμού, την ίδια στιγμή που υποστηρίζει την αναγκαιότητα και την επικαιρότητα του σοσιαλισμού! Πως μπορεί να συμβιβαστεί, όμως, η Ευρωπαϊκή Ένωση με το σοσιαλισμό;
Στην πολιτική του Κόμματος, πέρα από λαθεμένες επεξεργασίες που έχει κάνει και την εγκατάλειψη Λενινιστικών επεξεργασιών, που το οδηγούν να μη μπορεί να πάρει σωστές θέσεις στις συγκεκριμένες συνθήκες, στην καθημερινή του δράση, το πιο σημαντικό στοιχείο, που το δυσκολεύει να παίξει το ρόλο του ως πρωτοπορίας, είναι ο καθορισμός της σχέσης του με τις λαϊκές μάζες και το βαθμό της ταξικής και πολιτικής τους συνείδησης. Σε τελική ανάλυση είναι η σχέση του και η στάση του απέναντι στο Εργατικό Κίνημα και γενικότερα στο ευρύτερο Λαϊκό Κίνημα.
Εάν δίπλα σ’ αυτό το ζήτημα βάλουμε και τον τρόπο με τον οποίο βλέπει την αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση, το πως τοποθετεί τις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις και τη θέση της χώρας στο διεθνές καπιταλιστικό σύστημα, τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, τότε μπορούμε να εξηγήσουμε το γιατί δίνει τόσο μεγάλη σημασία στη μη συμμετοχή σε αστική κυβέρνηση. Μια συμμετοχή που στο τέλος – τέλος δεν του τη ζήτησε κανένας.
Αλλά το πως επιδρούν αυτές οι θέσεις του Κόμματος στην καθημερινή του σχέση με τις λαϊκές μάζες, ιδιαίτερα με την εργατική τάξη, στην προώθηση της ταξικής και πολιτικής τους συνείδησης, της κοινωνικής συμμαχίας, θα το αντιμετωπίσουμε στο επόμενο σχόλιό μας.
COMMENTS