20o-1Δημοσιεύτηκαν οι «Θέσεις» της ΚΕ του ΚΚΕ για το 20ο Συνέδριο, που θα διεξαχθεί 30/3 – 2/4 του 2017. Σαφώς η δημοσίευση των «Θέσεων» για το Κομμουνιστικό Κίνημα είναι ένα σημαντικό γεγονός. Για τη «Νέα Σπορά» ιδιαίτερα, παρά τις γνωστές διαφωνίες που εκφράζει με την πολιτική της ηγεσίας του Κόμματος, γιατί με τη δημοσίευση των «Θέσεων» μπορεί κανείς να κρίνει και τη βασιμότητα ή όχι των διαφωνιών της «Νέας Σποράς».

Γι’ αυτό το λόγο και η «Νέα Σπορά» θα τηρήσει ακριβώς την ίδια στάση που τήρησε και για το 19ο Συνέδριο του Κόμματος. Θα θεωρήσει, δηλαδή, ότι από τη στιγμή που η δημοσίευση των «Θέσεων» ανοίγει τον προσυνεδριακό διάλογο τα μέλη του Κόμματος, ο κάθε σύντροφος και συντρόφισσα, γενικότερα οι οπαδοί και ψηφοφόροι του Κόμματος, μπορούν – και πρέπει, να πάρουν μέρος στο προσυνεδριακό διάλογο. Δεν πρόκειται να προβούμε σ’ έναν «αντιδιάλογο». Αυτό δε σημαίνει ότι η «Νέα Σπορά» θα σταματήσει να αρθρογραφεί και να σχολιάζει τις πολιτικές εξελίξεις και φυσικά μέσα σ’ αυτήν τη δραστηριότητά της θα εκφράζει την άποψή της και για την πολιτική του Κόμματος.

Από την πλευρά μας, βέβαια, έχουμε σχολιάσει τους όρους συμμετοχής στο διάλογο, ως όρους που δυσκολεύουν τη συμμετοχή στον προσυνεδριακό δημόσιο διάλογο. Ανεξάρτητα από αυτό το γεγονός, και χωρίς να το υποτιμάμε καθόλου, ενθαρρύνουμε τη μελέτη των «Θέσεων» για το 20ο Συνέδριο και τη συμμετοχή στο δημόσιο διάλογο. Δεν είμαστε από εκείνους που πιστεύουν ότι ο ιστορικός ρόλος του ΚΚΕ έχει εξαντληθεί, παρά τις σαφείς – και νομίζουμε, τεκμηριωμένες και δικαιωμένες διαφωνίες μας με την πολιτική που ακολουθεί η ηγεσία του Κόμματος. Σε διαφορετική περίπτωση θα είχαμε διαχωρίσει τη θέση μας από το ΚΚΕ ολοκληρωτικά - και όχι μόνο σε επίπεδο πολιτικών θέσεων, και η πολιτική μας στράτευση θα είχε διαφορετικούς στόχους.

Θέλουμε να ελπίζουμε – και ίσως φανεί και παράξενη ως θέση, ότι σ’ αυτές τις συγκεκριμένες συνθήκες δε θα υποτιμηθούν ούτε η μελέτη αλλά ούτε και η συμμετοχή στο διάλογο. Και αυτήν την ελπίδα μας την εκφράζουμε για έναν απλό λόγο.

Όλοι μας όσοι έχουμε στρατευτεί με το ΚΚΕ πρέπει να γνωρίζουμε την πολιτική του. Για να μπορούμε να την κρίνουμε, να μπορούμε να συμφωνούμε και ενδεχομένως να διαφωνούμε, όσοι διαφωνούμε. Όπως π.χ. η «Νέα Σπορά». Να γνωρίζουμε την πολιτική του Κόμματος για να μπορούμε να την κρίνουμε στην πράξη. Στη βάση αυτή η συμμετοχή στο δημόσιο διάλογο και η έκφραση της γνώμης του κάθε συντρόφου και συντρόφισσας είναι σημαντική κομματική υποχρέωση, είτε από τη θέση του μέλους του Κόμματος είτε από τη θέση του οπαδού, φίλου και ψηφοφόρου του.

Και κάτι άλλο, εξ ίσου σημαντικό.

Κατά τη γνώμη μας πρέπει να εκφραστούν τα συμπεράσματα της δράσης του Κόμματος, γενικότερα της πολιτικής του και της λειτουργίας του, ιδιαίτερα μετά από ένα χρονικό διάστημα τεσσάρων ετών και στη βάση - της αποτίμησης αυτής της δράσης - του νέου Προγράμματος του Κόμματος, για ένα χρονικό διάστημα που ήταν γεμάτο σε πολιτικές εξελίξεις.

Και αυτό το χρονικό διάστημα, κατά τη γνώμη μας, είναι αρκετό για να δοκιμαστεί η πολιτική του Κόμματος, κατ’ επέκταση και το νέο Πρόγραμμα, να κριθεί για το εάν «τραβάει» ή όχι. Και εδώ η γνώμη του καθενός και της καθεμιάς – συντρόφου και συντρόφισσας – πρέπει να κατατεθεί και μετράει.

Ακριβώς σ’ αυτό το σημείο συγκεντρώνεται η μεγάλη σημασία των «Θέσεων» και του ίδιου του Συνεδρίου. Από τη μια πρέπει να κριθεί ένας απολογισμός, από την άλλη μεριά το ΚΚΕ βρίσκεται μπροστά σε πιο δύσκολες εξελίξεις. Από τη μια μεριά θα κριθεί η μέχρι τώρα πορεία του Κόμματος - και κυρίως με βάση τα ντοκουμέντα του 19ου Συνεδρίου, από την άλλη θα κριθεί η προοπτική του.

Οι «Θέσεις» σε συνάρτηση με τις πολιτικές εξελίξεις που έρχονται θα κριθούν για το εάν τελικά δίνουν διέξοδο στο πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό ζήτημα της χώρας μας. Θα κριθούν για το κατά πόσο βοήθησαν στην κατεύθυνση αυτή. Θα κριθούν ακόμη και με πιο «στενά» κριτήρια. Για το εάν το «διά ταύτα» του 19ου Συνεδρίου έδωσε κάποιο βαθμό ικανοποίησης στους εμπνευστές της πολιτικής που εφαρμόζει το Κόμμα, κάποια λύση σε κάποιο θέμα. Και εμείς από την πλευρά μας δε διαβλέπουμε κάποιο, έστω μικρό αλλά υπολογίσιμο, βαθμό ικανοποίησης.

Τελικά, δηλαδή, οι θέσεις θα κριθούν για το εάν δίνουν διέξοδο για την εργατική τάξη, για τους εργαζόμενους και τους συμμάχους της εργατικής τάξης, διέξοδο από την οικονομική κρίση και τη χρεοκοπία της χώρας μας στην κατεύθυνση αλλαγής των τάξεων στην εξουσία, στην προοπτική του σοσιαλισμού, έστω, όπως κατανοείται αυτή η υπόθεση από την επίσημη πολιτική του Κόμματος, αυτή που εφαρμόζει η ηγεσία του Κόμματος.

Η γενική «απαίτηση», και αυτό είναι λογικό, είναι, όταν δημοσιεύονται οι «Θέσεις» για ένα Συνέδριο, πράγματι να δίνουν διέξοδο στο πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό ζήτημα της χώρας μας. Διαφορετικά ελλοχεύει, αντικειμενικά, ένας σημαντικός κίνδυνος. Αντί να βοηθήσουν στο να ενταθεί η δράση - πρώτα και κύρια, της εργατικής τάξης, όλων των εργαζομένων και των συμμάχων τους, αντίθετα να εντείνουν τα αισθήματα απογοήτευσης. Και στους εργαζόμενους σήμερα υπάρχει αρκετή και συσσωρευμένη απογοήτευση, η οποία δεν αφήνει και ανέπαφο το Κόμμα μας.

Και το γεγονός αυτό θα ήταν ό,τι χειρότερο θα μπορούσε να συμβεί, γιατί ακριβώς θα ματαίωνε τη δυνατότητα στο Κόμμα μας να αναδειχτεί σε εκείνη τη πολιτική δύναμη, που θα έπαιρνε επάνω της τη διέξοδο από την οικονομική κρίση και τη χρεοκοπία. Έχει, επομένως, πολύ μεγάλη σημασία το πως στην πραγματικότητα θα αντιμετωπίσουν οι εργαζόμενοι τις «Θέσεις» που δόθηκαν στη δημοσιότητα, πέρα και έξω από τις εκ των προτέρων βεβαιότητες, από τις οποίες είναι καιρός να ξεφύγει το Κόμμα μας, γιατί η κοινωνική πραγματικότητα είναι αμείλικτη.

Η απογοήτευση, το θέλουμε ή δεν το θέλουμε να το αναγνωρίσουμε, υπάρχει ως γενικό στοιχείο της πολιτικής ζωής του τόπου, υπάρχει, όμως, και για την πολιτική του Κόμματος. Και σε ό,τι αφορά στο Κόμμα μας δεν αγγίζει μόνο τον περίγυρό του, αλλά ακουμπάει και την οργανωμένη βάση του. Αυτή είναι μια αλήθεια, που κανείς δε δικαιούται να την προσπεράσει. Να καμωθεί ότι δεν τη βλέπει.

Το 20ο Συνέδριο, επομένως, οφείλει να τοποθετηθεί με πολύ συγκεκριμένο τρόπο πάνω στα κυρίαρχα ζητήματα της πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής ζωής του τόπου, στο πλαίσιο των γενικότερων εξελίξεων, να δώσει απαντήσεις σε καίρια ζητήματα, να λύσει χρονίζουσες απορίες.

Και τα θέματα που έχει να απαντήσει είναι πολλά και σημαντικά. Ας αναφερθούμε σε μερικά από αυτά:

Ένα πρώτο ζήτημα. Κατά πόσο βοήθησε η πολιτική του Κόμματος στην άνοδο της ταξικής και πολιτικής συνείδησης της εργατικής τάξης για την κατάκτηση της εξουσίας εκ μέρους της; Γιατί αυτό είναι το ζητούμενο με βάση τις αποφάσεις του προηγούμενου Συνεδρίου.

Και μάλιστα εν μέσω μακρόχρονης οικονομικής κρίσης, που από μία άποψη το Κομμουνιστικό Κίνημα δίνει πολύ μεγάλη σημασία για το εάν ο καπιταλισμός βρίσκεται σε φάση ανόδου και σταθεροποίησης ή το ακριβώς αντίθετο, σε φάση παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, που τη θεωρεί, ας μας επιτραπεί ο όρος, «ευλογία».

Πράγμα που σημαίνει στην πράξη και δίνει απάντηση σ’ ένα βασικό ερώτημα: Στο κατά πόσο το Κόμμα μας μέσα στις συνθήκες της κρίσης έχει ή δεν έχει καθορίσει σωστά τη σχέση της στρατηγικής του με την τακτική του; Αυτό το ερώτημα πρέπει να απαντηθεί.

Γιατί στο ζήτημα της στρατηγικής δεν υπάρχουν διαφωνίες, αλλά στο πως η τακτική θα υπηρετεί τη στρατηγική του Κόμματος, της πολιτικής, δηλαδή, προσέγγισης της εργατικής τάξης και των συμμάχων της, της ανόδου της ταξικής πάλης με στόχο την κατάκτηση της εξουσίας, εκεί σημειώνονται οι διαφωνίες (παρακάμπτουμε τις κατασκευασμένες κατηγορίες, ότι όποιος βάζει ζήτημα τακτικής διαφωνεί με τη στρατηγική του Κόμματος, γιατί τέτοιου είδους αλχημείες τις ξέβρασε η ίδια η ζωή).

Ας περάσουμε σ’ ένα δεύτερο ζήτημα. Βοήθησε το Κομμουνιστικό Κίνημα, γενικότερα το Κίνημα, το ίδιο το Κόμμα μας, η θέση του για τον τρόπο αποδέσμευσης από την Ευρωπαϊκή Ένωση;

Μας εντυπωσιάζει το γεγονός ότι ακόμη και πολύ πρόσφατα δημοσιεύματα στα αστικά ΜΜΕ ανησυχούν ανοικτά για τον αντιευρωπαϊκό προσανατολισμό του Ελληνικού λαού.

Είναι ρεφορμισμός το να πετύχεις την αποδέσμευση της χώρας μας από την Ευρωπαϊκή Ένωση κάτω από την πάλη του εργαζόμενου λαού ακόμη και εάν στην προσπάθεια αυτή δε φτάσει η εργατική τάξη να κατακτήσει την εξουσία; Μακάρι να έφτανε.

Η αποδέσμευση βελτιώνει τις συνθήκες πάλης της εργατικής τάξης και των συμμάχων της για την κατάκτηση της εξουσίας ή όχι; Θα θεωρήσουμε καλύτερο το «μέσα» από το «έξω», μέχρι να πραγματοποιηθεί η σοσιαλιστική επανάσταση, δίνοντας άλλοθι και στην καταστροφολογία της αστικής τάξης για την αποδέσμευση;

Ένα τρίτο ζήτημα. Τελικά έχουμε ξεκάθαρο τι εννοούμε με την ανασυγκρότηση του Εργατικού Κινήματος και το ρόλο του ΠΑΜΕ; Μήπως διαπιστώσαμε ότι δεν «τραβάει» άλλο η σημερινή κατάσταση, αλλά δεν ξέρουμε και τι ακριβώς επιδιώκουμε; Έχουμε εξασφαλίσει την ενιαία κατεύθυνση του Κινήματος ή όχι; Και εάν όχι γιατί δεν εξηγείται το γιατί; Η τελευταία Συνδιάσκεψη του ΠΑΜΕ, που κατέληξε και στη συγκεκριμένη λίστα αιτημάτων διεκδίκησης, λύνει το ζήτημα του χαρακτήρα του ΠΑΜΕ;

Ας περάσουμε σ’ ένα άλλο ζήτημα, που είναι και ιδιαίτερα ακανθώδες. Σταθερά αναφερόμαστε στις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις και στον πόλεμο. Και ιδιαίτερα στον κίνδυνο για ένα γενικευμένο πόλεμο. Θα λέγαμε από την πλευρά μας με ένα γενικό και μονότονο τρόπο. Αναρωτηθήκαμε ποτέ πως αυτή η θέση μας εφαρμόζεται στην περίπτωση της Συρίας, που είναι θύμα ενός απροκάλυπτου ιμπεριαλιστικού πολέμου με ευθύνη των ΗΠΑ και των συμμάχων της; Θα είχαμε ένα μέτρο της επαλήθευσης αυτής της θέσης μας. Τι πρέπει να κάνει στη Συρία το Κομμουνιστικό Κίνημα; Γιατί δεν το λέμε; Εννοούμε συγκεκριμένα…

Πολλά ζητήματα θα μπορούσαμε να παραθέσουμε ακόμη. Αναφερθήκαμε ενδεικτικά σε μερικά, για να τονίσουμε τη σημασία του 20ου Συνεδρίου και στις απαντήσεις που πρέπει να δώσει. Και δε μπορεί να μην υπάρξουν απαντήσεις για τα καυτά πολιτικά ζητήματα που αντιμετωπίζει το Κόμμα μας και τα βγάζει στην επιφάνεια η ίδια η εξέλιξη των πολιτικών πραγμάτων.

Σε τι θα απαντήσει και σε τι δε θα απαντήσει το 20ο Συνέδριο θα κριθεί, βέβαια, εκ των υστέρων. Εκείνο, όμως, που δε μπορεί να αμφισβητήσει κανείς είναι ότι η σημασία του θα κριθεί από αυτό ακριβώς το γεγονός. Από το τι απαντήσεις θα δώσει.