Το 2016 φεύγει και μας κληρονομεί για το 2017 όλα τα μεγάλα προβλήματα που κουβαλούσε μαζί του. Θα λέγαμε, και βάσιμα, πολύ πιο οξυμένα για τους εργαζόμενους και τα μικρομεσαία μικροαστικά στρώματα, που έχουν να επωμιστούν παραπέρα αντιλαϊκά μέτρα, από τις «υποχρεώσεις» του Γ’ Μνημονίου, αλλά και νέα μέτρα, τα οποία θα προκύψουν από την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης και της κατάληξης των ενδεχόμενων συμφωνιών με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Παρά το γεγονός ότι στο 2016 έγιναν αγώνες των εργαζομένων και των αγροτών, που σ’ αυτούς τους τελευταίους ξεχώρισαν πιο καθαρά από κάθε άλλη φορά οι μικρομεσαίοι αγρότες από τους αστούς μεγαλοαγρότες, που εκφράστηκε και στη σύνθεση των μπλόκων, δε μπορούμε να πούμε ότι είμαστε ικανοποιημένοι από την πορεία του Εργατικού Κινήματος και γενικότερα του Λαϊκού Κινήματος.
Τα στοιχεία δείχνουν, πολύ καθαρά, ότι οι συνδικαλισμένοι εργατοϋπάλληλοι μειώνονται συνεχώς, δε συμμετέχουν στις δραστηριότητες των σωματείων τους, ότι μεγάλος αριθμός σωματείων αδρανεί, έστω και εάν αισθάνονται το βάρος της πολιτικής που εφαρμόζεται όλο και περισσότερο, έστω και εάν η δυσαρέσκεια των εργαζομένων αυξάνεται, έστω και εάν τα μικρομεσαία μικροαστικά στρώματα καταστρέφονται.
Απαιτείται αποφασιστική στροφή στη δουλεία της Εργατικής Πρωτοπορίας προς τα σωματεία και το γεγονός αυτό εάν το σημειώνουμε είναι γιατί έχουμε την εκτίμηση ότι στην κατάσταση που έχει περιέλθει το Εργατικό Κίνημα μερίδιο ευθυνών αναλογεί και στο ΚΚΕ, λόγω της γενικής πολιτικής και στάσης που κρατάει. Μια στάση που έχει γεννήσει πολλά ερωτηματικά στους εργαζόμενους και προπαντός πολλές επιφυλάξεις.
Ένα, λοιπόν, βασικό πρόβλημα, πολιτικό πρόβλημα, που μας κληρονομεί το 2016 για το 2017 – ως συνέχεια και των προηγούμενων χρόνων, είναι ότι ακόμη δεν έχει κατασταλάξει στη συνείδηση των εργαζομένων και των μικρομεσαίων μικροαστικών στρωμάτων εκείνη η πολιτική δύναμη (και αντίστοιχα και η πολιτική), που θα την εμπιστευτούν, που θα την ακολουθήσουν, με βάση την προγραμματική της πρόταση, που θα έχει καταθέσει για την έξοδο από την οικονομική κρίση και τη χρεοκοπία της χώρας, που τώρα πλέον όλο και περισσότεροι αστοί οικονομικοί αναλυτές την παραδέχονται και δε μπορούν να μιλήσουν και για λογαριασμό της αστικής τάξης για μια διέξοδο. Μιλάνε με μεγάλη αβεβαιότητα για το μέλλον, όχι μόνο της χώρας μας αλλά γενικότερα.
Πολύ περισσότερο αυτή η πολιτική πρόταση απέχει πολύ από το να έχει γίνει το πρόγραμμα δράσης των λαϊκών μαζών, ο οδηγός τους στους καθημερινούς αγώνες, που θα φέρουν την ενότητα της εργατικής τάξης, τη συσπείρωση και σφυρηλάτηση της κοινωνικής συμμαχίας, που θα καταλήξει στην κατάληψη της εξουσίας και στην αλλαγή των τάξεων στην εξουσία. Δυστυχώς μια τέτοια κατάσταση, που θα επιθυμούσαμε όλοι μας, είναι «εμβρυώδης»!
Αυτό κατά τη γνώμη μας είναι το πιο βασικό πρόβλημα γενικά του Κινήματος και ιδιαίτερα του Κομμουνιστικού Κινήματος – και πολύ πιο ειδικά του ΚΚΕ. Και αυτό που έχουμε να πούμε από την πλευρά μας είναι ότι γι’ αυτήν την κατάσταση οι μόνοι που δε φταίνε είναι οι εργαζόμενοι, γιατί πιστεύουμε ότι οι αγωνιστικές τους διαθέσεις υπάρχουν, χωρίς, σε καμία περίπτωση, και το τονίζουμε, να υποτιμάμε τα προβλήματα, που δημιουργούνται στους εργαζόμενους από την ίδια την οικονομική και πολιτική κρίση, από την κατάσταση που έχουν περιέλθει οι ίδιοι και η χώρα μας, από τις εργασιακές σχέσεις που αρχίζουν να επικρατούν.
Αυτή η κατάσταση είναι μια ανυπόφορη κατάσταση, που σέρνεται ανάμεσα στους εργαζόμενους, που τους καταδικάζει στην αναμονή και στο «περίμενε». Και κάτι πολύ χειρότερο. Πάνω σ’ αυτήν την κατάσταση υπάρχουν οι πολιτικές δυνάμεις, που προσπαθούν να σπεκουλάρουν, να αποπροσανατολίσουν, να στρέψουν τον κόσμο σε ακροδεξιές και φασιστικές κατευθύνσεις. Και αυτό το γεγονός βάζει το Κομμουνιστικό Κίνημα μπροστά σε πιο σύνθετα καθήκοντα. Δε μπορεί και δεν πρέπει να επιτρέψει να πάρουν οι λαϊκές μάζες μια τέτοια κατεύθυνση. Φορτώνεται, επομένως, το Κομμουνιστικό Κίνημα με περισσότερα και πολύ πιο σημαντικά καθήκοντα.
Ποιο μεγάλο πρόβλημα αναδεικνύει αυτό το ζήτημα που μόλις αναφερθήκαμε;
Αναδεικνύει την αδυναμία του Κομμουνιστικού Κινήματος να προσδιορίσει συγκεκριμένα τα καθήκοντά του, να διαμορφώσει ανάλογα την τακτική του στο πλαίσιο της στρατηγικής του, να συνδυάσει τα άμεσα με τα μακροπρόθεσμα καθήκοντα, να κατανοήσει τη διαλεκτική σχέση ενότητας της βασικής αντίθεσης με την κυρίαρχη, να συνδυάσει τα άμεσα και οξύτατα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι εργαζόμενοι και τα μικρομεσαία μικροαστικά στρώματα με την αλλαγή των τάξεων στην εξουσία, να οξύνει την ταξική πάλη σε συνθήκες κρίσης, οικονομικής και πολιτικής, να προωθήσει την ταξική και πολιτική συνείδηση των λαϊκών μαζών σε συνθήκες που παρουσιάζεται μία σαφής «διαφορά» ανάμεσα στις αντικειμενικές και στις υποκειμενικές συνθήκες.
Παρ’ όλα αυτά εμείς από την πλευρά μας θα θεωρήσουμε το 2016 ένα πολύ σημαντικό χρόνο και για την ίδια τη χώρα μας αλλά και διεθνώς. Και δεν πιστεύουμε ότι μια τέτοια εκτίμηση είναι αβάσιμη και αυθαίρετη. Αντίθετα πιστεύουμε ότι απορρέει και στηρίζεται στη «συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης».
Και ας ξεκινήσουμε από τη χώρα μας.
- Γίνεται όλο και περισσότερο κατανοητό σε ευρύτερα λαϊκά στρώματα, στον εργαζόμενο λαό, ότι η σημερινή πολιτική που εφαρμόζεται είναι αδιέξοδη. ΟΙ δημοσκοπήσεις που πραγματοποιούνται δε μπορούν να αποκρύψουν το εμφανές συμπέρασμα ότι η μεγάλη πλειοψηφία του λαού μας απορρίπτει τη σημερινή πολιτική, δεν έχει εμπιστοσύνη στις αστικές πολιτικές δυνάμεις και δε βλέπει να καλυτερεύει το μέλλον του. Αυτή είναι μια βάση που πάνω της μπορεί να επενδύσει το ΚΚΕ, γιατί ήδη περιγράφει μια σχέση με «τους πάνω».
- Δυναμώνουν τα αντιευρωπαϊκά αισθήματα του Ελληνικού λαού. Η συνεχής εφαρμογή της μνημονιακής πολιτικής, η στάση των κυρίαρχων δυνάμεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης απέναντι στη χώρα μας, έχουν ως αποτέλεσμα να σκοτεινιάσει το λεγόμενο Ευρωπαϊκό Όραμα στις συνειδήσεις των εργαζομένων. Και αυτό το χαρακτηριστικό διαπερνάει τους ψηφοφόρους όλων των κομμάτων, και των αστικών, και αποτελεί πολύ βασικό πολιτικό κριτήριο για την παραπέρα πορεία και στάση τους. Εδώ υπάρχει ένα ιστορικό πλεονέκτημα για το ΚΚΕ και την πολιτική του, που από τον προηγούμενο αιώνα είχε καθορίσει τη στάση του απέναντι στην ΕΟΚ με μεγάλη σαφήνεια.
- Το γεγονός αυτό έχει φέρει πολύ μεγάλα προβλήματα στην πολιτική ρητορική των αστικών κομμάτων. Οι λαϊκές μάζες αυτό που διαβλέπουν και συνειδητοποιούν είναι ότι έχει ενταθεί η εξάρτηση της χώρας μας, πολιτική και οικονομική, από τις κυρίαρχες δυνάμεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ότι η χώρα μας έχει γίνει «μπαλάκι» ανάμεσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το Διεθνές Νομισματικό Γραφείο, δηλαδή τις ΗΠΑ, διαισθάνονται ότι θα υπάρχει οικονομική στασιμότητα για μακρό χρονικό διάστημα, ότι η χώρα μας θα βρίσκεται υπό συνεχή εποπτεία, ότι η εξαθλίωσή τους θα ενταθεί.
Έτσι φτάσαμε έννοιες, όπως η παραμονή της χώρας στο ευρώ και την Ευρωπαϊκή Ένωση να αμφισβητούνται, όπως η υποτέλεια, η εξάρτηση, έννοιες καθιερωμένες από το Κομμουνιστικό Κίνημα, από το ΚΚΕ, να βρίσκονται καθημερινά στη δημόσια πολιτική συζήτηση, και όχι μόνο αυτό αλλά και να χρησιμοποιούνται από αστικά κόμματα ενάντια στην κυβέρνηση. Η Νέα Δημοκρατία π.χ. κατηγόρησε, με αφορμή την επιστολή του Ευκλείδη Τσακαλώτου, για «εξευτελιστική στάση» και «υποτέλεια» την κυβέρνηση, ενώ στη γενική της τακτική αποφεύγει συστηματικά να ανοίγει μέτωπα ενάντια στο ΚΚΕ, να χρησιμοποιεί πολιτικό λεξιλόγιο που «ενοχλεί» έναν πλατύτατο κόσμο, που έχει γαλουχηθεί μ’ αυτές τις έννοιες. Βέβαια οι λαϊκές μάζες δε ξεχνούν μια αντίστοιχη επιστολή του Αντώνη Σαμαρά και του Ευάγγελου Βενιζέλου ότι θα τηρήσουν κατά γράμμα τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη μνημονιακή πολιτική.
Αυτό το χαρακτηριστικό, της οικειοποίησης εννοιών και συνθημάτων του ΚΚΕ, μπορούμε να το γενικεύσουμε και να το πάμε πίσω στο χρόνο, όταν το ΠΑΣΟΚ και ο Ανδρέας Παπανδρέου χρησιμοποιούσαν ένα πολιτικό λεξιλόγιο ξένο προς την πολιτική τους καταγωγή. Είχαν ταχτεί ενάντια στην ΕΟΚ και το ΝΑΤΟ. Ακόμη και ο ΣΥΡΙΖΑ με την υποτελή και ευρωλιγούρικη στάση του, προκειμένου να ανέλθει στη διακυβέρνηση, αναγκάστηκε να αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο αποχώρησης από το ευρώ με το σύνθημα «δε θα γίνουμε θυσία για το ευρώ»!
- Με αυτήν την αναφορά που κάναμε, θέλουμε να δείξουμε πόσο βαθιά έχουν διαποτίσει τον Ελληνικό λαό έννοιες, που έσπειρε και καλλιέργησε το ΚΚΕ, γεγονός που ανάγκασε τις αστικές πολιτικές δυνάμεις να προσπαθούν να κρύψουν το πραγματικό τους πρόσωπο. Δεν αποτελεί έκπληξη για μας το γεγονός ότι ορισμένοι «ακραιφνείς» της Δεξιάς, όπως ο Φαήλος Κρανιδιώτης αλλά και η Χρυσή Αυγή, κατηγορούν την Αριστερά, το ΚΚΕ δηλαδή, για ιδεολογική ηγεμονία και τρομοκρατία σε βάρος της Δεξιάς και την ίδια στιγμή κατηγορούν τη Δεξιά, τη Νέα Δημοκρατία, ότι κρύβει το πρόσωπό της, ότι ντρέπεται να πει δημόσια ότι είναι ένα Δεξιό κόμμα. Παράλληλα και σ’ αυτές τις δυνάμεις παρατηρείται το ίδιο φαινόμενο. Προσπαθούν να αποδώσουν έννοιες, όπως η υποτέλεια και η εξάρτηση, με το δικό τους περιεχόμενο ποντάροντας στην ιστορική συνείδηση των λαϊκών μαζών και ελπίζοντας σε μια άμεση μετατόπιση των λαϊκών στρωμάτων, της εργατικής τάξης, με το μέρος τους.
- Το παράδοξο που συμβαίνει είναι με το ΚΚΕ, με την ηγεσία του. Τουλάχιστον την τελευταία δεκαετία έχει εγκαταλείψει αυτές τις έννοιες δίνοντας τη δυνατότητα να τις αξιοποιούν τα αστικά κόμματα κατά το δοκούν. Και όχι μόνο αυτό. Στην πολιτική του αντιπαράθεση με την κυβέρνηση δεν αποφεύγει αρκετές φορές να είναι η ηγεσία του ΚΚΕ που χρησιμοποιεί πολιτικό λεξιλόγιο, που δε διαχωρίζεται με σαφήνεια και επαρκώς από το πολιτικό λεξιλόγιο των πολιτικών καβγάδων των αστικών κομμάτων. «Ο ΣΥΡΙΖΑ λέει ψέματα». Φυσικά και λέει ψέματα, κοροϊδεύει, παραπλανάει. Ό,τι κάνει και η Νέα Δημοκρατία. Το γεγονός αυτό έχει γίνει συνείδηση στις λαϊκές μάζες. Αλλά αυτή η σωστή καταγγελία δεν προσδιορίζει και συγκεκριμένη πολιτική στάση απέναντι στην κυβέρνηση και τα αστικά κόμματα της αντιπολίτευσης από μόνη της.
Κατά τη γνώμη μας αυτό το γεγονός αντανακλά ένα βαθύτερο ιδεολογικοπολιτικό πρόβλημα του Κόμματος. Προέρχεται κατ’ αρχάς, από την εγκατάλειψη βασικών Λενινιστικών επεξεργασιών. Κατά δεύτερο, από τη λαθεμένη αντίληψη ότι οι έννοιες της υποτέλειας και της εξάρτησης, το άμεσο αίτημα για αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση, οδηγούν σε πολιτικές συμμαχίες με τμήματα της αστικής τάξης. Εδώ φαίνεται καθαρά ότι μαζί με τα απόνερα πετάξαμε και το παιδί. Ή να το πούμε αλλιώς «καήκαμε στο χυλό φυσάμε και το γιαούρτι». Κατά τρίτο, όλα τα παραπάνω προσδιορίζουν την αδυναμία της ηγεσίας του Κόμματος να καθορίσει την πολιτική της στάση απέναντι στην κυβέρνηση και στα άλλα αστικά κόμματα, και το πιο σοβαρό, τη στάση της εργατικής τάξης απέναντι στα μικρομεσαία μικροαστικά στρώματα.
- Κατά τη γνώμη μας η στάση των λαϊκών μαζών δείχνει μια πολιτική ωριμότητα, παρά την κατάσταση που επικρατεί στο Εργατικό Κίνημα. Παρά τη σχετική καθυστέρηση του πολιτικού υποκειμένου. Αυτό ακριβώς το γεγονός δεν το «συλλαμβάνει» η ηγεσία του Κόμματος και ορισμένες εκτιμήσεις έρχεται να τις διατυπώσει εκ των υστέρων, ενώ θα μπορούσε να είχε διαμορφώσει πολιτικές συνθήκες περαιτέρω ωρίμανσης των λαϊκών μαζών «εκ των προτέρων».
Κλασσικό παράδειγμα η στάση του Κόμματος στο δημοψήφισμα, που αρνήθηκε να κάνει μία κίνηση, που όπως αποδείχτηκε από τις ίδιες τις εξελίξεις, θα το καθιστούσε ηγέτη των λαϊκών μαζών, με ενισχυμένες τις σχέσεις του και τους δεσμούς του με τους εργαζόμενους. Εδώ πλέον προβάλλει επιτακτικά η ανάγκη να ξεκόψει το Κόμμα από μια γενικολογία και ένα βερμπαλισμό, που σκοτώνει τη ζωντανή κίνηση των λαϊκών μαζών, να προσδιορίσει συγκεκριμένα τα καθήκοντά του, να αναδειχτεί στο πολιτικό υποκείμενο, αυτό που αναζητούν οι λαϊκές μάζες, που θα έχει τακτική, θα καθορίζει με ακρίβεια όλες τις υπάρχουσες κοινωνικές αντιθέσεις και θα τις αξιοποιεί για να «κλείσει η ψαλίδα» ανάμεσα στις αντικειμενικές και υποκειμενικές συνθήκες.
- Θα σταθούμε τέλος και στην όξυνση που παρουσιάζουν τα εθνικά μας θέματα, που κατά τη γνώμη μας οδηγούν σε μεγαλύτερη κατανόηση του αντιιμπεριαλιστικού αγώνα από την πλευρά των λαϊκών μαζών και δε μπορεί παρά να είναι μέρος της πολιτικής δράσης του Κόμματος.
Ας περάσουμε τώρα στη διεθνή κατάσταση.
- Το πρώτο που έχουμε να σημειώσουμε είναι ότι σταθεροποιείται η κίνηση μεταφοράς της παγκόσμιας οικονομικής δραστηριότητας προς την Ανατολή. Από την πλευρά μας θεωρούμε θετική αυτήν την κίνηση, γιατί φέρνει τεράστιες δυσκολίες στο Δυτικό καπιταλισμό, στην αναπαραγωγή του. Εκτός, όμως, από αυτό, οδηγεί τις λαϊκές μάζες στη Δύση στην ανάγκη να «ξαναανακαλύψουν» το σοσιαλισμό. Να τον φέρουν στο προσκήνιο. Πολύ περισσότερο, που μετά από ένα τέταρτο του αιώνα η σοσιαλιστική μνήμη στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες παραμένει ζωντανή, που έχει καταρρεύσει εντελώς η Δυτική επιχειρηματολογία για τις συνθήκες ζωής των λαών αυτών των χωρών. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το κύριο πεδίο της αντιπαράθεσης ανάμεσα στον καπιταλισμό και το σοσιαλισμό διεξήχθη στο έδαφος της Ευρώπης, όπου αναπτύχθηκε το σοσιαλιστικό σύστημα. Οι λαοί αυτοί, μαζί και των ΗΠΑ, διαπιστώνουν τώρα ότι η ανωτερότητα του καπιταλισμού για τις πραγματικές συνθήκες ζωής τους είναι ένας μύθος. Ότι η ανατροπή του σοσιαλισμού στην Ευρώπη χειροτέρεψε τις συνθήκες εργασίας και διαβίωσης των εργαζομένων. Αυτό καταγράφεται στη συνείδηση των εργαζομένων.
- Το δεύτερο που έχουμε να τονίσουμε, που είναι σημαντικό και για τη χώρα μας, είναι η κατάσταση στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Και από τους πιο φανατικούς υποστηρικτές της κανείς δεν είναι σε θέση να μιλήσει με βεβαιότητα για το μέλλον της. Το γεγονός αυτό έρχεται να επιβεβαιώσει την εκτίμηση της «Νέας Σποράς» ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι μόνο μια αντιδραστική Ένωση καπιταλιστικών χωρών, μια διακρατική καπιταλιστική συμμαχία, αλλά έχει μπει στη σφαίρα του «απραγματοποίητου». Και με βάση αυτό το κριτήριο πρέπει κανείς να καθορίζει τη στάση του απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτό το κριτήριο είναι και μια απάντηση σε όσους κάνουν λόγο και για τις «οικονομικές ολοκληρώσεις».
- Το τρίτο που πρέπει να αναφερθούμε είναι οι γεωστρατηγικές αλλαγές που σημειώνονται και που με βάση αυτές πρέπει να καθορίσει και τη στάση του το Κομμουνιστικό Κίνημα. Έχουμε τη θέση ότι, παρόλο που αυτές οι γεωστρατηγικές αλλαγές έχουν ως αναπόφευκτο στοιχείο την παραπέρα όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, το ξέσπασμα ιμπεριαλιστικών πολέμων, βοηθάνε, με την αξιοποίησή τους, την ανάπτυξη του Κομμουνιστικού Κινήματος και του αντιιμπεριαλιστικού αγώνα. Επομένως ο αντιιμπεριαλιστικός αγώνας είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με την πάλη της εργατικής τάξης για το σοσιαλισμό.
- Εδώ είναι καιρός να αποφεύγονται επικίνδυνες και βιαστικές αφαιρέσεις, αναλύσεις που δεν παίρνουν υπόψη τους με συγκεκριμένο τρόπο την κατάσταση που επικρατεί σε χώρες που βρίσκονται στην εξουσία Κομμουνιστικά Κόμματα. Πολύ περισσότερο αυτό ισχύει για χώρες που παίζουν παγκόσμιο ρόλο. Δε σημαίνει ότι επειδή η ηγεσία του ΚΚΕ έχει απορρίψει Λενινιστικές επεξεργασίες, όπως αυτή περί του κρατικού καπιταλισμού, της ΝΕΠ, ότι αυτές οι θεωρητικές επεξεργασίες δεν εξακολουθούν να είναι επίκαιρες. Ίσως να είναι πιο επίκαιρες από την ιστορική στιγμή που τις επεξεργάστηκε ο Β. Ι. Λένιν. Πως θα εξηγήσουμε ότι η Κίνα, όπως άλλωστε παραδέχονται και οι δημοσιευμένες «Θέσεις» για το 20ο Συνέδριο, κάλυψε σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα την τεράστια διαφορά με τις ΗΠΑ; Γιατί ο κρατικός καπιταλισμός της Κίνας σε συνδυασμό με την κρατική της οικονομία, που αποτελεί και το μεγαλύτερο τμήμα της οικονομίας της, αποδίδει το 47% στο ποσοστό της παγκόσμιας ανάπτυξης;
Βάζουμε αυτά τα ερωτήματα, γιατί σε κρίσιμες καμπές της παγκόσμιας πραγματικότητας δε χωράνε οι απλοποιήσεις. Είναι καιρός να ανοίξει η συζήτηση για το πως παρεμβαίνει μία χώρα με το Κομμουνιστικό Κόμμα στην εξουσία στην παγκόσμια οικονομία με υψηλό βαθμό διεθνοποίησης. Τη συζήτηση αυτήν την άνοιξε πρώτος ο Β. Ι. Λένιν.
- Οι ολοένα και πιο πολύ οξυνόμενες ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις δημιουργούν το έδαφος για το ξέσπασμα ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων σε διάφορες περιοχές του πλανήτη για την παγκόσμια κυριαρχία, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι, ταυτόχρονα, ματαιώνουν τη διεθνοποίηση της παραγωγής και του κεφαλαίου και «επιβάλλουν» την επιστροφή σε εθνοκεντρικές αντιλήψεις καπιταλιστικής ανάπτυξης και οικονομικές αντιλήψεις περί προστατευτισμού. Ο προστατευτισμός μπορεί να συνυπάρχει με τη διεθνοποίηση της παραγωγής και του κεφαλαίου. Να εντάσσεται στον πόλεμο της παγκόσμιας κυριαρχίας και του μοιράσματος των αγορών. Μπορεί, όμως, τα πιο αντιδραστικά τμήματα του κεφαλαίου να επιδιώκουν μέσα από τέτοιες είδους κινήσεις ένα γενικότερο πολεμικό ξέσπασμα, το οποίο δε πρέπει να θεωρείται και αναπόφευκτο στις σημερινές συνθήκες.
Αυτό σημαίνει, επίσης, ότι όταν μιλάμε για την επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας αυτό δεν παύει να είναι μια γενικότητα, που στην πραγματικότητα αντανακλά τις δυσκολίες αναπαραγωγής του καπιταλισμού, συγκεκριμένα και ειδικότερα του Δυτικού καπιταλισμού. Η παγκόσμια οικονομία αναπτύσσεται. Η οικονομία της Κίνας δε σταμάτησε να αναπτύσσεται ούτε τον καιρό της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης. Ασφαλώς και επηρεάστηκε. Το ζήτημα είναι πως διαφοροποιείται η ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας στο εσωτερικό της. Η διαφορική οικονομική ανάπτυξη των διαφορετικών χωρών και η αλλαγή της θέσης τους, ιδιαίτερα των μεγάλων οικονομιών, που παίζουν παγκόσμιο ρόλο, αυτό είναι που μετράει στις γεωστρατηγικές αλλαγές. Και το βέβαιο είναι ότι βρισκόμαστε σε μια περίοδο που έχουμε και οικονομική διαφορική ανάπτυξη και γεωστρατηγικές αλλαγές και ανταγωνισμό για το ποιος θα κυριαρχήσει στην παγκόσμια αγορά. Θεωρούμε ότι η μείωση του ρόλου στην παγκόσμια οικονομία των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα φέρει κοινωνικές και πολιτικές ανακατατάξεις και στο εσωτερικό τους. Ήδη η Ευρωπαϊκή Ένωση αναδεικνύεται στον πιο αδύνατο κρίκο του ιμπεριαλισμού.
Παίρνοντας υπόψη όλα τα παραπάνω από την πλευρά μας θεωρούμε ότι το 2016 δεν ήταν ένας «κενός» χρόνος, παρά την κατάσταση που βρίσκεται το Εργατικό Κίνημα και το Κομμουνιστικό Κίνημα. Αναδεικνύει τόσο για τη χώρα μας όσο και διεθνώς σημαντικές δυνατότητες για το Κομμουνιστικό Κίνημα. Για την ανάπτυξη της πάλης της εργατικής τάξης και των συμμάχων της. Μέσα στην περιπλοκότητα της παγκόσμιας οικονομίας – της οικονομικής κατάστασης της χώρας μας – και την πολιτική συνθετότητα αρχίζουμε να περνάμε σε ένα πιο καθαρό τοπίο σε σχέση με την καπιταλιστική βαρβαρότητα. Γεγονός που γίνεται όλο και πιο κατανοητό από πλατιές λαϊκές μάζες αρκεί το Κομμουνιστικό Κίνημα να μπορέσει να παίξει τον πρωτοπόρο ρόλο του και να ξεπεράσει τις εμφανείς αδυναμίες του. Μ’ αυτήν την έννοια το 2017 μπορεί να είναι μια ελπιδοφόρα χρονιά με νέους αγώνες τόσο για τη χώρα μας όσο και για όλο τον κόσμο.
COMMENTS