Τα πράγματα πια είναι πεντακάθαρα. Η Ελλάδα πρέπει να εφαρμόσει ένα πρόγραμμα, το οποίο προβλέπει πρωτογενή πλεονάσματα για μετά το 2018 3.5% επί του ΑΕΠ. Η κυβέρνηση αρχικά τοποθετήθηκε ότι δεν πρόκειται να αποδεχτεί «παράλογες απαιτήσεις» και τίποτα πέρα από ό,τι έχει συμφωνηθεί τον Αύγουστο του 2015.
Τώρα, βέβαια, αφού η χώρα μας έχει γίνει «μπαλάκι» ανάμεσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΔΝΤ η κυβέρνηση οξύνει από τη μια μεριά τους τόνους και μιλάει ο πρωθυπουργός για «ανόητους τεχνοκράτες», αλλά από την άλλη μεριά ο κύριος διαπραγματευτής με τους «θεσμούς», Ευκλείδης Τσακαλώτος, μιλάει για αναζήτηση ενός «συμβιβασμού».
Ποιος θα είναι αυτός ο συμβιβασμός; Το 3.5% του πλεονάσματος να γίνει 2.5% και η διαφορά του 1% να πάει για την ανάπτυξη. Προσθέτει και το «κυρίως στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις» και νομίζει ότι μπορεί να παραπλανήσει τους εργαζόμενους, γιατί και πάλι το 3.5% μένει το ίδιο και προπαντός θα βγει πάλι από την ίδια τσέπη, την τσέπη του εργαζόμενου λαού.
Είναι φανερό και το έχουμε τονίσει και άλλη φορά. Το «κουστούμι» είναι ήδη κομμένο και δεν πρόκειται να αλλάξει σχεδόν σε τίποτα. Μάλιστα αυτό το 3.5% η Γερμανία και ορισμένες άλλες χώρες – μέλη της Ένωσης και πέριξ της Γερμανίας απαιτούν να διατηρηθεί μέχρι το 2028!
Όσο για τη μεγάλη κόντρα με το ΔΝΤ- με βάση το άρθρο του Πολ Τόμσεν και του Μωρίς Όμπστφελντ, το οποίο αποδίδει την κατηγορία στην Ελληνική κυβέρνηση ότι είναι εκείνη που συμφώνησε στο 3.5% πρωτογενές πλεόνασμα και τη λιτότητα – ακόμη και αστοί οικονομικοί αναλυτές στη χώρα μας εκτιμούν ότι είναι μια «καλή πάσα» προς τη Γερμανία, για να πάνε όλα μαζί πακέτο, και όσα ζητάει η Γερμανία και όσα ζητάει το ΔΝΤ, μια και η Γερμανία απαιτεί οπωσδήποτε τη συμμετοχή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα.
Την ίδια στιγμή η Γερμανία έχει φροντίσει μέσα «από κύκλους της» να διαμηνύσει στην κυβέρνηση να μην καταφύγει στις εκλογές ως διέξοδο από τη σημερινή κατάσταση μέσα στο 2017. Έχουμε μιλήσει πολλές φορές ότι με την ένταξη της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση έχει ενταθεί η οικονομική και πολιτική εξάρτηση. Μόνο με την απόφαση του τελευταίου Eurogroup η κυβέρνηση έχει αποδεχτεί την απαίτηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης για κάθε οικονομικό μέτρο που θα προτίθεται να πάρει ότι αυτό χρειάζεται και τη δική της συμφωνία. Τώρα οι εταίροι μας υποβάλλουν τις απαιτήσεις τους και για το πότε θα γίνονται εκλογές στη χώρα μας.
Δυστυχώς, όμως, ακόμη και μ’ αυτές τις κραυγαλέες καταστάσεις ορισμένοι δε θέλουν να αντικρίσουν την πραγματικότητα κατάματα. Είναι λιγάκι στενάχωρο, για να μην πούμε εντελώς άχαρο, να βγαίνουν αστοί πολιτικοί αναλυτές και να παραδέχονται ότι η Ελλάδα είναι «δεμένη χειροπόδαρα» και στερείται τη δυνατότητα, ως εθνικά ανεξάρτητη χώρα, να παίρνει αποφάσεις, και η ηγεσία του Κόμματος ακόμη να μην παραδέχεται και να μη μιλάει για την εξάρτηση της χώρας από την Ευρωπαϊκή Ένωση!
Το κυρίως ζήτημα, όμως, που προκύπτει είναι ποια απάντηση θα δοθεί στα μνημόνια διαρκείας, τα οποία μας ετοιμάζουν οι εταίροι, γιατί περί μνημονίων διαρκείας πρόκειται. Και αυτά τα μνημόνια διαρκείας θα σφραγίσουν και την παραγωγική βάση της χώρας και το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας , αλλά θα επισημοποιήσουν και τις νέες εργασιακές σχέσεις, την παραπέρα εξαθλίωση των εργαζομένων, την αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης.
Και αυτό το ζήτημα έχει άμεσο χαρακτήρα, δε μπορεί να παραπεμφθεί στο μέλλον. Η ίδια η ζωή σου βάζει τα καθήκοντα μπροστά και αλλοίμονο για το Επαναστατικό Κίνημα εάν δεν τα αντιμετωπίζει. Μια κατάθεση πρότασης στη βουλή για την επαναφορά του 13ου και 14ου μισθού είναι χρήσιμη για τη δράση μας μέσα στο κοινοβούλιο, αλλά δεν αντισταθμίζει συμφωνίες και προγράμματα, που αφορούν και στην παραγωγική βάση της χώρας, και τη δημόσια περιουσία, και, πάνω απ’ όλα τους εργαζόμενους και τα μικροαστικά στρώματα.
Οι εργαζόμενοι διαθέτουν την πείρα της προηγούμενης διαπραγμάτευσης αυτής της κυβέρνησης. Διαθέτουν, επίσης, την πείρα των διαπραγματεύσεων των προηγούμενων κυβερνήσεων από τη σημερινή. Όλες οι διαπραγματεύσεις πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο. Συνεχώς οι εργαζόμενοι ήταν υποχρεωμένοι να φορτωθούν όλο και περισσότερα βάρη στις πλάτες τους. Και στο πολιτικό επίπεδο παιζόταν συνεχώς το γνωστό παιχνίδι των ευθυνών μεταξύ των κομμάτων, που εναλλάσσονταν στη διακυβέρνηση αφήνοντας απ’ έξω πάντα τις ευθύνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Αυτές οι διαπραγματεύσεις ήταν και μοχλός πολιτικών πιέσεων και αλλαγής κυβερνήσεων. Μόλις προχθές ο Γιάννης Βαρουφάκης διαβεβαίωσε ότι ο Σόιμπλε, με δική του ομολογία, δηλαδή ουσιαστικά η Γερμανία, ομολογία που προέκυψε από συνάντηση που είχε μαζί του ως υπουργός οικονομικών, είχε αποφασίσει για το μέλλον της κυβέρνησης Σαμαρά από τον Ιούλη του 2014. Μπορεί να φαίνεται απλοϊκό, πολύ περισσότερο που μια τέτοια κουβέντα λέγεται από το Γιάννη Βαρουφάκη, όπου έχει δεχτεί πάμπολλες επιθέσεις απαξίωσης και έχει δώσει και τις αντίστοιχες αφορμές.
Εμείς, όμως, θα θυμίσουμε απλώς, ότι τον Ιούλη του 2014 έκλεισε η κάνουλα χρηματοδότησης προς την τότε κυβέρνηση Σαμαρά από την πλευρά της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Θα θυμίσουμε, επίσης, πως εάν δεν ολοκληρωθεί η δεύτερη αξιολόγηση, από τη σημερινή κυβέρνηση, που περιλαμβάνει και μια συμφωνία για το μετά το 2018, θα ξανακλείσει η κάνουλα.
Το ζήτημα της συμμετοχής της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι μόνο απολύτως άμεσο. Θα καθορίσει και την πορεία της χώρας μας για τον τρέχοντα αιώνα. Είναι και μακροπρόθεσμο. Σχετίζεται με τη στρατηγική της αστικής τάξης, με τις διεθνείς γεωστρατηγικές κινήσεις. Περί αυτού δε μπορεί να υπάρξει καμία αμφιβολία.
Ο Ελληνικός λαός χρειάζεται μια άμεση πρόταση, που θα αποτελεί και άμεση απάντηση στα όσα δεινά αντιμετωπίζει, αλλά, παράλληλα, θα ανοίγει και το δρόμο για το σοσιαλιστικό μέλλον.
Η «Νέα Σπορά» επισημαίνει για άλλη μια φορά την ανάγκη μιας τέτοιας πρότασης, που τώρα είναι ακόμη πιο επίκαιρη και αναγκαία. Η ηγεσία του Κόμματος και το ίδιο το Κόμμα πρέπει να εξηγήσει πλήρως στους εργαζόμενους την πραγματικότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των άλλων ιμπεριαλιστικών οργανισμών. Την ανάγκη της άμεσης αποδέσμευσης απ’ αυτούς. Γεγονός που καταλήγει και σε συγκεκριμένη προγραμματική πρόταση.
Και η πρόταση αυτή δε μπορεί παρά να ξεκινάει από το αίτημα της άμεσης διακοπής των διαπραγματεύσεων με τους «θεσμούς», της άμεσης μη καταβολής των δόσεων του χρέους, της απαίτησης της παραγραφής του, της επαναφοράς των οικονομικών εργαλείων χάραξης οικονομικής και νομισματικής πολιτικής από την κυβέρνηση της χώρας μας και θα προχωράει στην άμεση κρατικοποίηση του τραπεζικού συστήματος και των πιο βασικών παραγωγικών τομέων της οικονομίας της χώρας μας, θα βάλει μπροστά την ανασυγκρότηση της παραγωγικής βάσης της χώρας μας και θα κατοχυρώσει τις κοινωνικές κατακτήσεις και ελευθερίες των εργαζομένων, μέσα σε μια ανεξάρτητη και κυρίαρχη Ελλάδα.
Και αυτή η κυβέρνηση δε μπορεί να είναι άλλη από μια κυβέρνηση της εργατικής τάξης και των μικρομεσαίων μικροαστικών στρωμάτων, που θα ανατρέψει την αστική τάξη, θα εγκαθιδρύσει το καθεστώς της Λαοκρατικής Δημοκρατίας, με ηγετική κοινωνική δύναμη την εργατική τάξη, που αποτελεί και την πλειοψηφία του Ελληνικού λαού.
Με την ελπίδα ότι η ηγεσία του Κόμματος θα έχει διαπιστώσει την ανάγκη μιας τέτοιας πρότασης, με την ελπίδα ότι θα έχει ενσκύψει πάνω στα αποτελέσματα της πολιτικής που εφάρμοσε μέχρι τώρα, με βάση το 19ο Συνέδριο του Κόμματος, αναμένουμε τη δημοσίευση των Θέσεων της Κεντρικής Επιτροπής του Κόμματος την προσεχή Κυριακή για το 20ο Συνέδριο.
COMMENTS