Η «Νέα Σπορά» δε συμμερίζεται τις καθησυχαστικές απόψεις που αναπτύσσουν τα αστικά ΜΜΕ, ούτε, φυσικά τον τρόπο που αντιμετωπίζει η κυβέρνηση (και τα κόμματα της αστικής αντιπολίτευσης) τα εθνικά μας θέματα. Πολύ περισσότερο δε συμμερίζεται τακτικές που χρησιμοποιεί ο υπουργός εξωτερικών της κυβέρνησης, Νίκος Κοτζιάς, που ουσιαστικά απευθύνεται προς τον πρωθυπουργό της Αλβανίας και του υπενθυμίζει ότι πρέπει να «ρίξει τους τόνους», γιατί εκκρεμεί η ένταξη της Αλβανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, την οποία μπορεί να τη ματαιώσει η Ελλάδα με ένα ενδεχόμενο βέτο. Δε μας πείθουν τέτοιες τακτικές ότι έχουν κάποια αποτελεσματικότητα μπροστά στις απαιτήσεις των μεγάλων δυνάμεων. Πάντα βρίσκονται φόρμουλες να παρακαμφθούν.
Γνωρίζουμε ότι αυτό το συνεχές παιχνίδι των προκλήσεων από την Τουρκία (και όχι μόνο) είναι ένα σύνθετο σχέδιο που υπακούει και παρακολουθεί σε ευρύτερες γεωστρατηγικές κινήσεις στην περιοχή, στις οποίες πρωταγωνιστούν οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Σ’ αυτό το ίδιο παιχνίδι θέλει να πλασαριστεί και η αστική τάξη της Ελλάδας εκθέτοντας τη χώρα μας σε πολλούς κινδύνους. Γι’ αυτό και το Α’ Μέρος αυτού του άρθρου το ολοκληρώναμε με τη φράση ότι: «Η αστική τάξη αδυνατεί να υπερασπιστεί τα εθνικά θέματα και αυτό το γεγονός δε μπορεί να αφήνει αδιάφορη την εργατική τάξη και τους συμμάχους της».
Η εκτίμηση αυτή σε πολιτικό επίπεδο σημαίνει ότι το ΚΚΕ, ως η συνειδητή πρωτοπορία της εργατικής τάξης και των συμμάχων της, πρέπει να δώσει την πολιτική διέξοδο και σ’ ό,τι αφορά τα εθνικά μας θέματα. Με τη σειρά του αυτό το καθήκον απαιτεί τον αυστηρό καθορισμό των αντιθέσεων που επικρατούν στη χώρα μας και στην ευρύτερη περιοχή, σε συνάρτηση με το επίπεδο των σχέσεων των τάξεων στις συγκεκριμένες συνθήκες.
Και αναφερόμαστε σ’ αυτό το θέμα, γιατί φανερά τα εθνικά ζητήματα από την πλευρά της ηγεσίας του Κόμματος ήταν υποτιμημένα. Για να μην αναφερθούμε σε δηλώσεις προηγούμενων ετών της ηγεσίας, που κατέληγαν στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει ζήτημα εθνικής ανεξαρτησίας της χώρας μας. Προφανώς τέτοιες δηλώσεις αγνοούσαν ότι τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας μας είναι μέρος της εθνικής ανεξαρτησίας της χώρας, σε ό,τι αφορά δε την ίδια την εθνική ανεξαρτησία αυτή ήταν και είναι μόνο τυπική.
Μ’ αυτή μας τη διαπίστωση δε σημαίνει ότι παραμερίζουμε τις ευθύνες της ντόπιας αστικής τάξης, πολύ περισσότερο δε σημαίνει ότι αναζητούμε κάποια συμμαχία με την αστική τάξη. Μέχρι τώρα η αστική τάξη παρουσιάζεται ενιαία στο ζήτημα της συμμετοχής στην Ευρωπαϊκή Ένωση, κανένα της τμήμα δεν έχει θέσει ανοιχτά ζήτημα εξόδου από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ.
Είναι δεδομένος ο ανταγωνισμός των ΗΠΑ και της Ρωσίας στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής. Και αυτός ο ανταγωνισμός είναι μέρος των γεωπολιτικών αντιθέσεων, που περιλαμβάνουν και την Κίνα, στο πλαίσιο μιας γενικότερης οικονομικής κίνησης, που κατευθύνεται και μεταφέρεται σταθερά προς την Ανατολή – και ενδυναμώνει ως προς την οικονομική της ισχύ, αλλά και στο πλαίσιο δύο αξόνων, που από τη μια μεριά βρίσκεται το ΝΑΤΟ, με επικεφαλής τις ΗΠΑ, και από την άλλη μεριά βρίσκονται Ρωσία και Κίνα. Η συνεργασία Κίνας και Ρωσίας βαθαίνει όλο και περισσότερο σε όλα τα επίπεδα, και το οικονομικό και το στρατιωτικό, τις συμμαχίες τους με άλλες χώρες, κ.α..
Με την έννοια αυτή τα εθνικά μας θέματα, όπως αυτό π.χ. της αμφισβήτησης της Συνθήκης της Λωζάνης εκ μέρους της Τουρκίας και των 18 νησιών, έρχονται να συνδεθούν άμεσα με τα οικονομικά θέματα που αντιμετωπίζει η χώρα μας, γιατί είναι μέλος – κράτος μιας οικονομικής διακρατικής συμμαχίας, η οποία στηρίζεται στρατιωτικά πάνω στο ΝΑΤΟ. Μέχρι τώρα η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχει δείξει μια σημαντική, δικιά της, έξω από το ΝΑΤΟ δραστηριότητα.
Ευρωπαϊκή Ένωση και ΝΑΤΟ αποτελούν τον ένα πόλο αυτής της γεωπολιτικής αντίθεσης ως προς τη Ρωσία και την Κίνα, και εφαρμόζουν μια γενικά ενιαία στάση απέναντι στον άξονα της Ρωσίας – Κίνας, χωρίς βέβαια να λείπουν και οι διαφορετικές τακτικές από τις ξεχωριστές χώρες, κυρίως από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, με τα ξεχωριστά τους συμφέροντα, που τροφοδοτούν και τις επιμέρους ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ. Είναι γνωστές π.χ. οι αντιθέσεις ανάμεσα στις ΗΠΑ και τη Γερμανία.
Ως προς τον ένα πόλο αυτής της γεωστρατηγικής αντίθεσης, με βασικό άξονα τις ΗΠΑ και την Ευρωπαϊκή Ένωση, ο οποίος, βέβαια, περιλαμβάνει και χώρες που δεν ανήκουν σ’ αυτούς τους δύο ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς, όπως είναι η Σαουδική Αραβία, η Ιορδανία, για τη Μέση Ανατολή, η Ιαπωνία στην Άπω Ανατολή, η Αυστραλία στην Ωκεανία, κ.α., με τις όποιες αντιθέσεις αναπτύσσονται στο εσωτερικό του, προκύπτει ότι είναι αυτός που πρωταγωνιστεί στην περικύκλωση της Ρωσίας και της Κίνας, ενώ είναι οι χώρες, όλες καπιταλιστικές, που αναγνώριζαν από παλιά τη γεωστρατηγική πρωτοκαθεδρία στις ΗΠΑ. Αυτός ο άξονας έχει την πρωτοβουλία των γεωστρατηγικών κινήσεων σε μια προληπτική τακτική αποτροπής της περαιτέρω ενδυνάμωσης της Ρωσίας – Κίνας.
Αυτό το χαρακτηριστικό για τη στάση αυτού του πόλου ήταν φανερό από εδώ και πολύ καιρό, και κυρίως από τότε που η Ρωσία αποφάσισε να διεκδικήσει παγκόσμιο ρόλο στη γεωστρατηγική αντιπαράθεση, αλλά και η Κίνα έγινε μια μεγάλη οικονομική δύναμη, που ενίσχυε συνεχώς, και παράλληλα, τη στρατιωτική της ισχύ.
Πρέπει να είναι καθαρό επίσης ότι οι αστικές τάξεις αυτού του πόλου δεν είναι ενιαίες ως προς την αντιμετώπιση της Ρωσίας και της Κίνας, παρόλα τα μέτρα που παίρνουν και πραγματοποιούν, με τη συμμετοχή της χώρας μας, στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ.
Και αυτή η διάσπαση, ως προς τη στάση που πρέπει να κρατήσουν απέναντι στην Κίνα και τη Ρωσία, απορρέει από το γεγονός ότι η παγκόσμια οικονομική ισχύς μεταφέρεται προς την Ανατολή, ενώ φανερά ο Δυτικός καπιταλισμός χάνει οικονομικό έδαφος. Όπως είναι φανερό, επίσης, ότι ο Δυτικός καπιταλισμός δε φαίνεται να είναι σε θέση να εξαπολύσει έναν καινούργιο παγκόσμιο πόλεμο για την ανακατανομή των αγορών, που αυτό είναι και το κυρίως ζητούμενο, γιατί ο Δυτικός καπιταλισμός χάνει αγορές. Αυτό το ζήτημα ενός νέου παγκόσμιου πολέμου είναι ένα πολύ πιο σύνθετο θέμα, που δε θα μας απασχολήσει σ’ αυτό το άρθρο.
Από την άλλη πλευρά, της Ρωσίας και της Κίνας, αναπτύσσεται μια γεωστρατηγική συμμαχία, που ακόμη, όμως, δεν έχει πάρει απολύτως καθαρά χαρακτηριστικά. Και αυτό το ισχυριζόμαστε από την άποψη ότι αντιμετωπίζουν τον ίδιο βασικό αντίπαλο, προσπαθούν να αναπτύξουν ευρύτερες οικονομικές συνεργασίες υπό τη μορφή δημιουργίας νέων οικονομικών οργανισμών, που θα παίζουν παγκόσμιο ρόλο, αναπτύσσουν τη στρατιωτική τους ισχύ και συνεργασία, κάνουν κοινές στρατιωτικές εμφανίσεις σε χώρους, που μέχρι τώρα δεν είχαν εμφανιστεί, αλλά ακόμη δε φαίνεται να υπάρχει και απολύτως στρατιωτικοπολιτική ταύτιση. Είναι μια συμμαχία σε εξέλιξη στην οποία το κύριο οικονομικό βάρος φέρει η Κίνα και το κύριο στρατιωτικό βάρος φέρει η Ρωσία, ως και πυρηνική δύναμη.
Υπάρχουν και άλλα διαφορετικά χαρακτηριστικά, στον άξονα της Ρωσίας και της Κίνας, τα οποία πρέπει να τα λαμβάνει κανείς υπόψη του σε μια ανάλυση γεωστρατηγικού περιεχομένου και που παίζουν σοβαρό ρόλο, όπως είναι π.χ. το γεγονός ότι η Ρωσία είναι μια παλινορθωμένη καπιταλιστική χώρα, όπως, επίσης στην Κίνα η εξουσία ασκείται από το Κομμουνιστικό Κόμμα, που τουλάχιστον στα ντοκουμέντα του δεν έχει παραιτηθεί από το σοσιαλισμό και σύμφωνα με την τελευταία του τοποθέτηση στη Διεθνή Συνάντηση των Κομμουνιστικών και Εργατικών Κομμάτων στο Βιετνάμ προσπαθεί να αντιτάξει στην καπιταλιστική διεθνοποίηση (καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση) μια σοσιαλιστική διεθνοποίηση (σοσιαλιστική παγκοσμιοποίηση).
Στο πλαίσιο αυτών των δύο αξόνων σημειώνονται ανακατατάξεις στη στάση επί μέρους χωρών, η Γερμανία διεκδικεί παγκόσμιο ρόλο και οικοδομεί μεθοδικά προς αυτήν την κατεύθυνση σε όλα τα επίπεδα, εξ ου και οι διαφορές της με τις ΗΠΑ, η Βρετανία αναπροσανατολίζεται σε σχέση με την Ευρωπαϊκή Ένωση, άλλες χώρες προσπαθούν να αναπτύξουν παραπέρα τις σχέσεις τους με τη Ρωσία και την Κίνα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι εγκαταλείπουν τις ΗΠΑ ή άλλες Δυτικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, ενώ αναβιώνουν και επιμέρους γεωστρατηγικές φιλοδοξίες, όπως είναι αυτή της Τουρκίας – που εν προκειμένω ενδιαφέρουν τη χώρα μας, που έχει εγκλωβιστεί σ’ ένα καταστροφικό μέχρι τώρα στόχο αλλαγής των συνόρων, διεκδίκησης νέων εδαφών, χωρίς επιτυχία, στο πλαίσιο της αναδιάταξης των συνόρων, που επιθυμούν να κάνουν οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ, η Ευρωπαϊκή Ένωση, στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής.
Τέτοιου είδους γεωστρατηγικές αναβιώσεις, όπως της Τουρκίας, έτσι κι αλλιώς περιπλέκουν τα πράγματα, δημιουργούν επιμέρους αντιθέσεις, γίνονται αιτίες για επιμέρους ξεσπάσματα πολέμων, δημιουργούν νέα και οξύνουν παλιά προβλήματα με νέες, πιο επικίνδυνες εντάσεις. Αυτή είναι η περίπτωση της χώρας μας απέναντι στις διεκδικήσεις και προκλήσεις της Τουρκίας. Γι’ αυτό το λόγο δε συμμεριζόμαστε τους καθησυχαστικούς τόνους των αστικών ΜΜΕ, γιατί είναι μια πλευρά της εξάρτησης της χώρας μας, που θα αποβεί σε βάρος των εθνικών μας ζητημάτων.
Το πρώτο στοιχείο, λοιπόν, που πρέπει να κρατήσει κανείς για να εξηγήσει τις εξελίξεις ανάμεσα στην Τουρκία και την Ελλάδα είναι ότι αυτή η αντιπαράθεση προέρχεται ως μέρος μια γενικότερης γεωστρατηγικής αντιπαράθεσης, το δεύτερο στοιχείο που πρέπει να κρατήσει είναι ότι αποτελούν το αποτέλεσμα μιας επιδίωξης του ενός πόλου, του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για γεωστρατηγική υπεροχή μπροστά στην άνοδο της Ανατολής και το τρίτο στοιχείο που πρέπει να κρατήσει είναι ότι τα οικονομικά και τα εθνικά ζητήματα, που αντιμετωπίζει αυτήν την περίοδο η χώρα μας έχουν την ίδια πηγή, δηλαδή, την ένταξη της χώρας μας στο ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ένωση και ως εκ τούτου συμπλέκονται σ’ ένα ενιαίο και αδιάσπαστο σύνολο. Απέναντι σ’ αυτό το γεγονός το ζήτημα που πρέπει πρωτίστως να μας ενδιαφέρει είναι το ποια διέξοδο θα δώσει το ΚΚΕ, το Κόμμα μας, και σε πια κατεύθυνση.
Ακολουθεί το Τρίτο και τελευταίο Μέρος.
COMMENTS