Είναι φανερό ότι οι Ελληνοτουρκικές σχέσεις επιδεινώνονται συνεχώς εξ αιτίας της ανοιχτής πλέον επιθετικότητας της Τουρκίας. Η ηγεσία της Τουρκίας με αλλεπάλληλες δηλώσεις της αμφισβητεί τη Συνθήκη της Λωζάνης και το καθεστώς 18 Ελληνικών νησιών. Αυτή η στάση της Τουρκίας είναι συνέχεια μιας διαχρονικής στάσης, που κρατάει η Τουρκία απέναντι στην Ελλάδα, μόνο που τώρα και μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης έχει πάρει διαφορετικό περιεχόμενο και μορφή.
Από παλιά η Τουρκία αμφισβητούσε το FIR της Ελλάδας. Αμφισβητούσε το εάν τα νησιά στο Αιγαίο διαθέτουν υφαλοκρηπίδα. Αμφισβητούσε και το ίδιο το καθεστώς των νησιών και μίλαγε για γκρίζες ζώνες στο Αιγαίο. Στην εσωτερική πολιτική αντιπαράθεση ανάμεσα στα πολιτικά κόμματα της Τουρκίας πάντα και από πολύ παλιά υπήρχε ανοιχτό θέμα σε σχέση με τη στάση της Τουρκίας απέναντι στην Ελλάδα.
Ήταν αντικείμενο συζήτησης το εάν έπρεπε να «σκληρύνει» τη στάση της η Τουρκία, γεγονός που υποδηλώνει τη συνεχή αναζήτηση της Τουρκίας εξόδου προς το Αιγαίο και αλλαγής του καθεστώτος που ισχύει και βασίζεται στο διεθνές δίκαιο. Γι’ αυτό ακριβώς το λόγο και δεν αναγνώρισε το δικαίωμα της Ελλάδας να επεκτείνει την αιγιαλίτιδα ζώνη στα 12 μίλια και διακήρυξε ότι θα ήταν αιτία πολέμου εάν η Ελλάδα επιχειρούσε να προβεί στην επέκταση από τα 6 στα 12 μίλια, ενώ η ίδια η Τουρκία έχει κάνει χρήση αυτού του διεθνούς δικαιώματος, κατοχυρωμένου από το διεθνές δίκαιο της θάλασσας από τον ΟΗΕ.
Σήμερα, και μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και του σοσιαλιστικού συστήματος, η ηγεσία της Τουρκίας θεωρεί ότι μπορεί να παίξει ένα διαφορετικό γεωστρατηγικό ρόλο στην περιοχή, να απεγκλωβιστεί από τις «υποχρεώσεις», που ήταν και δεσμεύσεις, που απέρρεαν από την αντιπαράθεση του ΝΑΤΟ και του Συμφώνου Βαρσοβίας, το οποίο διαλύθηκε, να «απελευθερωθεί» από ορισμένα όρια, που έπρεπε να κρατάει ως προς τις διεκδικήσεις της απέναντι στην Ελλάδα, μια και οι δύο χώρες συμμετείχαν στο ΝΑΤΟ και είχαν ως κύριο αντίπαλο τη Σοβιετική Ένωση και το σοσιαλιστικό σύστημα, και τώρα να μπορεί να σκέφτεται «με τα σύνορα της καρδιάς της» και όχι τα πραγματικά της σύνορα!
Την ίδια στιγμή, βέβαια, η Τουρκία επιδιώκει να υλοποιηθεί η συμφωνία με την Ευρωπαϊκή Ένωση στην προοπτική ένταξής της σ’ αυτήν, ενώ, ταυτόχρονα, απειλεί να τορπιλίσει τη συμφωνία για το προσφυγικό, να ανοίξει τα σύνορά της για να φύγουν οι πρόσφυγες και να γεμίσει η Ευρώπη με 2-3 εκατομμύρια πρόσφυγες. Παραπέρα προειδοποιεί ότι εάν «δε μας θέλουν στην Ευρώπη υπάρχουν και άλλοι». Παράλληλα ευελπιστεί στην καλυτέρευση των σχέσεών της με τη νέα ηγεσία των ΗΠΑ του Ντόναλντ Τραμπ, καθώς και με τη Ρωσία. Καλλιεργεί τις σχέσεις της με το Σύμφωνο της Σαγκάης. Φυσικά, μέχρι τώρα τουλάχιστον, δεν έχει θέσει θέμα ως προς τη συμμετοχή της στο ΝΑΤΟ και κατά την εκτίμησή μας δεν πρόκειται να προχωρήσει σε μια τέτοια κίνηση αποχώρησης.
Η τακτική της Τουρκίας, βέβαια, είναι μελετημένη και συστηματική στις κινήσεις της και πάντα επιδιώκει να κερδίζει έδαφος στις διεκδικήσεις της με συγκεκριμένα βήματα. Ένα τέτοιο βήμα ήταν και η συμφωνία της Μαδρίτης, με κυβέρνηση του τότε ΠΑΣΟΚ και πρωθυπουργό τον Κώστα Σημίτη, που αναγνώριζε «ζωτικά δικαιώματα» στην Τουρκία στο Αιγαίο και ουσιαστικά νομιμοποιούσε τις γκρίζες ζώνες, όπως ισχυριζόταν η ίδια η Τουρκία ότι υπήρχαν. Γκρίζες ζώνες, όμως, στο Αιγαίο δεν ισοδυναμούσε με τίποτα άλλο, παρά με την αναγνώριση ότι το καθεστώς των νησιών, αυτών που διεκδικεί η Τουρκία είναι αδιευκρίνιστο. Την ίδια τακτική κρατάει και στο Κυπριακό ζήτημα.
Όλα αυτά γίνονταν «κάτω από τη μύτη» των «συμμάχων» μας, που «ένιπταν τα χείρας τους» με τη θέση που έπαιρναν: η θέση τους ήταν «Βρείτε τα». Στην πράξη αυτό σήμαινε ενθάρρυνση της Τουρκίας, την οποία την υπολόγιζαν περισσότερο για τη γεωστρατηγική της θέση. Και εκτός αυτού εισέπρατταν και τα «ευχαριστώ» του Σημίτη. Τόση υποτέλεια!
Σε ό,τι αφορά στη χώρα μας σήμερα. Η γενική εντύπωση που προσπαθούν να καλλιεργήσουν τα αστικά ΜΜΕ είναι ότι όλα αυτά η Τουρκική ηγεσία τα κάνει για εσωτερικούς λόγους. Επικαλούνται ότι η οικονομία της Τουρκίας δεν πάει καλά, η Τουρκική λίρα πέφτει σε σχέση με το δολάριο, ότι ο Ταγίπ Ερντογάν είχε υποσχεθεί την πτώση των επιτοκίων, ενώ οι οικονομικές εξελίξεις τον οδηγούν αναγκαστικά στην άνοδό τους, ότι, ακόμη, σε όλα τα μέτωπα της εξωτερικής πολιτικής έχει αποτύχει και, τέλος, είναι δέσμιος του εθνικιστικού κόμματος των γκρίζων λύκων για να περάσει τις συνταγματικές αλλαγές που επιθυμεί, που θα τον καθιστούν και κυρίαρχο του πολιτικού παιχνιδιού, τον «απόλυτο Σουλτάνο».
Βγαίνει επομένως, το συμπέρασμα, πως όλα αυτά ο Ταγίπ Ερντογάν τα κάνει, γιατί αντιμετωπίζει εσωτερικές δυσκολίες και καταφεύγει στην αμφισβήτηση της Συνθήκης της Λωζάνης για αποκλειστικά εσωτερικούς λόγους. Εμφανίστηκε, βέβαια, και η άποψη ότι η αμφισβήτηση της Συνθήκης της Λωζάνης από τον Ταγίπ Ερντογάν αφορά κυρίως στα Ανατολικά του σύνορα και δεν περιλαμβάνουν κυρίως τα Δυτικά του σύνορα, δηλαδή, τα σύνορα με τη χώρα μας. Κατά τα άλλα τα αστικά ΜΜΕ συνιστούν ψυχραιμία, όχι σπασμωδικές κινήσεις και αποφασιστικότητα, αλλά και εθνική ενότητα από το λαό και πάνω απ’ όλα από τις πολιτικές δυνάμεις. Ταυτόχρονα, όμως, αναφέρουν ότι μπορεί να συμβεί και κάποιο «ατύχημα» ή και «θερμό επεισόδιο» ανεξέλεγκτο ή και ελεγχόμενο από συγκεκριμένες δυνάμεις της Τουρκίας.
Από την άλλη η κυβέρνηση κρατάει μια στάση που ουσιαστικά μεταφράζεται στις παρακάτω κατευθύνσεις: Η Ελλάδα επιθυμεί να έχει φιλικές σχέσεις με την Τουρκία. Δεν πρόκειται να απαντήσει με προκλήσεις, αλλά δε θα ανεχτεί και την αμφισβήτηση των συνόρων της και θα απαντήσει αποφασιστικά. Επιθυμεί, επίσης, να αναπτύξει τις οικονομικές και εμπορικές σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών. Να βρεθεί μια δίκαιη λύση για το Κυπριακό ζήτημα, γι’ αυτό και χαιρέτησε την επανέναρξη των συνομιλιών μεταξύ του Νίκου Αναστασιάδη και του Μουσταφά Ακινζί, την ίδια στιγμή που η Τουρκία υπονομεύει αυτές τις συνομιλίες. Απορρίπτει κατηγορηματικά την όποια αναθεώρηση της Συνθήκης της Λωζάνης. Το καθεστώς των νησιών, που αμφισβητεί η Τουρκία είναι ξεκαθαρισμένο και κατοχυρωμένο από τη Συνθήκη της Λωζάνης. Τα σύνορα της Ελλάδας είναι και Ευρωπαϊκά σύνορα, επομένως εάν η Τουρκία αμφισβητεί τα Ελληνικά σύνορα, ταυτόχρονα, αμφισβητεί και τα σύνορα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Θα ενημερώσει διπλωματικά άλλες χώρες και οργανισμούς, που μπορούν να βοηθήσουν στο να αμβλυνθεί ή και να σταματήσει η Τουρκική επιθετικότητα. Θα απευθυνθεί σε διεθνείς οργανισμούς.
Μέχρι τώρα, όμως, τι βλέπουμε και παρά την ψύχραιμη στάση της κυβέρνησης;
Η κυβέρνηση απευθύνθηκε, με απ’ ευθείας επικοινωνία του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα, στην Άνγκελα Μέρκελ, η οποία με τη σειρά της επικοινώνησε με τον Ταγίπ Ερντογάν, αλλά δε διαπιστώσαμε καμία αλλαγή στη στάση του Τούρκου προέδρου και των ηγετικών στελεχών της Τουρκικής ηγεσίας συμπεριλαμβανομένης και της αντιπολίτευσης, η οποία υπερακοντίζει σε απειλές σε σχέση με τον Ταγίπ Ερντογάν.
Το υπουργείο εξωτερικών της Γερμανίας απέφυγε επιμελώς να σχολιάσει τις δηλώσεις του Ταγίπ Ερντογάν, ξεκαθαρίζοντας ευθέως ότι δεν πρόκειται να σχολιάσει «μεμονωμένες δηλώσεις» του, ενώ κινήθηκε στην κατεύθυνση ότι οι δηλώσεις του Ταγίπ Ερντογάν γίνονται περισσότερο για εσωτερική κατανάλωση, παραπέρα επεσήμανε ότι το θέμα θα συζητηθεί στην επίσκεψη του υπουργού εξωτερικών της Γερμανίας, Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάγερ, στη χώρα μας. Γενικά η στάση της Γερμανίας ήταν καθησυχαστική, κατά τις εκτιμήσεις των αστικών ΜΜΕ.
Μέσα από μια γενικόλογη τοποθέτηση το υπουργείο εξωτερικών της Γερμανίας αποφεύγει να πάρει θέση ότι τα σύνορα ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία είναι καθορισμένα με διεθνείς συνθήκες. Και φυσικά αυτό το γεγονός δεν είναι καθόλου τυχαίο. Έχει να κάνει με τα γεωστρατηγικά σχέδια της Γερμανίας και τις σχέσεις της με την Τουρκία, αλλά και τους Τούρκους μετανάστες στη Γερμανία, που θα ψηφίσουν στις εκλογές του ’17.
Από την πλευρά της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπάρχει μία ανακοίνωση από την Κομισιόν, η οποία τονίζει ότι: «Η ΕΕ υπογραμμίζει ότι η Τουρκία πρέπει να δεσμευθεί απερίφραστα για σχέσεις καλής γειτονίας και την καλεί να αποφύγει κάθε είδους πηγή τριβών, απειλής ή ενέργειας που στρέφεται κατά κράτους μέλους, πλήττει τις σχέσεις καλής γειτονίας και την ειρηνική διευθέτηση των διαφορών» και συμπληρώνει ότι: «Επιπλέον, η ΕΕ τονίζει επίσης την ανάγκη να γίνει σεβαστή η κυριαρχία των κρατών μελών επί των χωρικών τους υδάτων και του εναέριου χώρου τους».
Εάν διαβάσουμε προσεκτικά την ανακοίνωση, πέρα από τη σύσταση της Κομισιόν προς την Τουρκία να αποφεύγει τις τριβές, πέρα από την αναφορά της για να «γίνει σεβαστή η κυριαρχία των κρατών μελών επί των χωρικών τους υδάτων και του εναέριου χώρου τους», επί της ουσίας αναγνωρίζει την ύπαρξη διαφορών και συνιστά «την ειρηνική διευθέτηση».
Ποιες είναι, όμως, αυτές οι διαφορές; Εδώ δε μπαίνει μόνο θέμα παραβίασης του εναέριου χώρου της Ελλάδας, ούτε των χωρικών της υδάτων. Όταν η Κομισιόν δεν αναφέρεται στις διεθνείς συνθήκες που παραβιάζονται τότε, προφανώς, δεν τοποθετείται για την αμφισβήτηση των 18 νησιών, που ορισμένα από αυτά κατοικούνται. Κατά συνέπεια η ειρηνική διευθέτηση νομιμοποιεί την αμφισβήτηση.
Υπάρχει ακόμη το ταξίδι του Πάνου Καμμένου στην έδρα του ΝΑΤΟ. Τα αστικά ΜΜΕ αποκάλυψαν, τονίζοντας ότι οι πληροφορίες τους είναι έγκυρες, ότι ο Πάνος Καμμένος ζήτησε μεγαλύτερη παρουσία του ΝΑΤΟ στο Αιγαίο.
Εάν αυτό το αίτημα αφορά αποκλειστικά το προσφυγικό ζήτημα, που δεν το νομίζουμε, τότε έχουμε να πούμε ότι η παρουσία του ΝΑΤΟ δεν πρόσφερε σε τίποτα στην αντιμετώπιση του προσφυγικού, ακόμη και τώρα που οι ροές προσφύγων είναι μικρές αλλά καθημερινές, άρα και περισσότερο ελέγξιμες.
Η παρουσία του ΝΑΤΟ στο Αιγαίο δικαιολογήθηκε με βάση το γεγονός ότι θα πρόσφερε στην ανάσχεση και στην επαναπροώθηση των προσφύγων στην Τουρκία, πράγμα που δεν βλέπουμε να γίνεται ούτε και τώρα που οι ροές είναι μικρές.
Στην πραγματικότητα, όμως, όλοι γνωρίζουμε ότι το προσφυγικό ήταν το πρόσχημα. Η παρουσία του ΝΑΤΟ στο Αιγαίο είχε ως κύριο αντικείμενο τις εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής και την παρουσία του Ρωσικού στόλου. Και κάτι άλλο. Κανείς δε μπορεί να είναι βέβαιος εάν δε σχετίζεται και με τις εξελίξεις που πρόσφατα υπήρξαν στην Τουρκία.
Πάντως μέχρι αυτήν τη στιγμή το ΝΑΤΟ, κατά την πάγια τακτική του, ουσιαστικά σιωπά και ισχύει πάντα η γενική του θέση ότι δεν ανακατεύεται στις διαφορές μεταξύ συμμάχων – μελών του ΝΑΤΟ, που και αυτό δεν είναι αλήθεια, πράγμα βέβαια που ευνοεί τις προκλήσεις της Τουρκίας.
Από την πλευρά των ΗΠΑ τώρα είναι απολύτως καθαρό ότι στην αρχή παρέπεμψαν, δια του εκπροσώπου του υπουργείου εξωτερικών, στην …Τουρκία και στην …Ελλάδα, όταν ρωτήθηκαν σχετικά με τις Τουρκικές προκλήσεις, συμπληρώνοντας ότι …«μένουμε μέχρι εδώ». Την ίδια στιγμή η πρέσβειρα των ΗΠΑ Καθλίν Ντόχερτι στην Κύπρο διοργάνωνε δεξίωση σε ξενοδοχείο στα κατεχόμενα στην οποία ήταν προσκαλεσμένοι και οι επικεφαλής των Τουρκικών κατοχικών στρατιωτικών δυνάμεων, οι οποίοι παρουσιάστηκαν με τις στρατιωτικές τους στολές. Νομίζουμε ότι είναι αρκετά αυτά στα οποία αναφερθήκαμε, για να καταλάβουμε ποια στάση κρατάνε οι ΗΠΑ απέναντι στην Τουρκία και τις διεκδικήσεις που εγείρει απέναντι στην Ελλάδα και στο Κυπριακό ζήτημα.
Την ίδια στιγμή ο πρωθυπουργός της Αλβανίας κάνει δηλώσεις για την Τσαμουριά σε μια παράλληλη κίνηση με την Τουρκία, ως προς τη Συνθήκη της Λωζάνης και τα 18 νησιά, ενώ δεν πρέπει να ξεχνάμε το επίπεδο των σχέσεων της Αλβανίας με την Τουρκία και τις ΗΠΑ, που λειτουργεί ως προτεκτοράτο πριν απ’ όλα των ΗΠΑ και δέχεται ισχυρή επιρροή από την Τουρκία, για να αντιληφθούμε σε ποια μέγγενη έχει μπει η Ελλάδα σε ό,τι αφορά τα εθνικά της θέματα και τη στάση των «συμμάχων» της.
Παρόλο που θα αναφερθούμε με ειδικό άρθρο μας στο Κυπριακό ζήτημα, είναι τώρα αναγκαίο να σχολιάσουμε τη βιασύνη με την οποία άνοιξαν και πάλι οι συνομιλίες μεταξύ του Νίκου Αναστασιάδη και Μουσταφά Ακινζί, το ρόλο του ειδικού απεσταλμένου του ΟΗΕ, ο οποίος είναι κοντά στις προτάσεις της Τουρκίας, ενώ επιδιώκει να υπάρξει και συνάντηση μεταξύ του Αλέξη Τσίπρα και του Ταγίπ Ερντογάν, που λέγεται ότι θα πραγματοποιηθεί.
Παραπέρα έχει κλείσει και η πενταμερής, που κατ’ ευφημισμό την παρουσιάζουν ως πολυμερή, γεγονός που δείχνει ότι το Κυπριακό ζήτημα πάει να κλείσει, χωρίς να είναι τίποτα γνωστό για το ποιες υποχωρήσεις προτίθεται να κάνει η Τουρκοκυπριακή πλευρά, η οποία ενεργεί σε πλήρη συνεννόηση με την Τουρκία. Φυσικά η λύση που θα δοθεί, και ανεξάρτητα από τις όποιες υποχωρήσεις υπάρξουν, θα είναι στο πλαίσιο της Συνομοσπονδίας και την ύπαρξη δύο συνιστώντων κρατών, δηλαδή, διχοτόμηση στην πράξη.
Όπως βλέπουμε τα εθνικά μας θέματα είναι στη πρώτη γραμμή. Μπορούμε να προβούμε με βάση τις μέχρι τώρα εξελίξεις, παίρνοντας υπόψη και την προηγούμενη πείρα, σ’ ένα βασικό συμπέρασμα. Οι ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ και η Ευρωπαϊκή Ένωση παίζουν ένα ευρύτερο γεωστρατηγικό παιχνίδι στην περιοχή, με επίκεντρο την περικύκλωση της Ρωσίας και στο πλαίσιο αυτό η αστική τάξη της Τουρκίας διεκδικεί το δικό της ρόλο.
Σ’ αυτό το γεωστρατηγικό παιχνίδι η αστική τάξη της χώρας μας προσπαθεί να αναβαθμίσει το δικό της ρόλο, πάντα υπό την αιγίδα των ΗΠΑ, του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης (δηλαδή των ηγετικών χωρών της Ένωσης, διάβαζε Γερμανία), αλλά από τη Μεταπολίτευση και μετά, η Ελλάδα ουδέποτε αντιμετώπισε τέτοια συντονισμένη και οξεία επιθετικότητα από την πλευρά της Τουρκίας εγκλωβισμένη μέσα στα γρανάζια των ΗΠΑ, του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Τα αστικά κόμματα ανήμπορα να αντιδράσουν επικαλούνται ψυχραιμία και αποφασιστικότητα, αλλά, ταυτόχρονα γνωρίζουν πολύ καλά ότι τα κλειδιά για τις εξελίξεις δε βρίσκονται στα δικά τους χέρια. Απόδειξη ότι για το Κυπριακό ζήτημα πριμοδοτούν την επίλυση του Κυπριακού ζητήματος στο πλαίσιο ενός νέου σχεδίου Ανάν και χαιρέτισαν όλα την επανέναρξη των συνομιλιών.
Φυσικά το πως θα εξελιχτεί η Τουρκική επιθετικότητα και το πως θα καταλήξει αυτή απέναντι στην Ελλάδα δε μπορεί κανείς από τώρα να την προβλέψει, γιατί σε πρώτη γραμμή μπαίνουν οι προτεραιότητες των ΗΠΑ, του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής. Τα ενδεχόμενα «φρένα» που μπορούν να υπάρξουν και οι συμβιβασμοί που θα επέλθουν εξαρτώνται κυρίαρχα από τη στάση των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων που αναφέραμε και δευτερευόντως από την Ελλάδα.
Πάντως, για άλλη μια φορά, αποδεικνύεται ότι η παραμονή της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ – με τον πρωταγωνιστικό ρόλο των ΗΠΑ, και την Ευρωπαϊκή Ένωση, που, βέβαια, είναι στρατηγική επιλογή της ντόπιας αστικής τάξης, δεν κατοχυρώνει και δεν προστατεύει τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας μας. Ο εγκλωβισμός αυτός έφτασε μέχρι την αμφισβήτηση επίσημων διεθνών Συνθηκών, όπως τη Συνθήκη της Λωζάνης, πράγμα που φέρνει τη χώρα μας σε ιδιαίτερα δυσχερή θέση. Η αστική τάξη αδυνατεί να υπερασπιστεί τα εθνικά θέματα και αυτό το γεγονός δε μπορεί να αφήνει αδιάφορη την εργατική τάξη και τους συμμάχους της.
Ακολουθεί το Β’ Μέρος.
COMMENTS