Το “αφήγημα” της ανάπτυξης

Ποιο είναι το «αφήγημα» της ανάπτυξης που μας πλασάρουν τα αστικά κόμματα, που ψήφισαν τα μνημόνια; Η προσέλκυση των ξένων επενδύσεων. Αυτή είναι η απάντησή τους. Δίπλα σ’ αυτό συμπληρώνουν ότι μ’ αυτόν τον τρόπο θα περάσουν στη φάση της ανάπτυξης, που θα δώσει τη δυνατότητα να βγει η χώρα στις διεθνείς αγορές χρήματος για να δανειστεί!

Προφανώς ξεχνούν ότι μ’ αυτόν τον τρόπο η Ελλάδα απέκτησε ένα δυσθεώρητο χρέος, που στη συνέχεια δεν ήταν σε θέση να το εξυπηρετήσει. Και φυσικά χρεοκόπησε. Τσακώνονται για να βγουν στις αγορές για να δανειστούν και αλληλοκατηγορούνται για τα δανεικά. Οπότε γι’ αυτά ακριβώς τα δανεικά μπήκε η χώρα μας υπό επιτροπεία από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΔΝΤ. Είναι αυτό που με διαφορετικά λόγια λέγεται ελεγχόμενη χρεοκοπία, που πρακτικά σημαίνει ότι μια χώρα, η δική μας εν προκειμένω, πέφτει στο λάκκο των λεόντων, των δανειστών.

Το συνηθισμένο ερώτημα που ακούμε πολύ συχνά από αστικές δυνάμεις και από τα καλοπληρωμένα παπαγαλάκια τους είναι: «Ποιος ξένος επενδυτής θα έρθει να επενδύσει τα λεφτά του με τέτοιο πολιτικό κλίμα που επικρατεί στη χώρα μας»; Δεν υπάρχει πολιτική αξιοπιστία, που να εμπνέει στους επενδυτές εμπιστοσύνη, ώστε να επενδύσουν τα κεφάλαιά τους, γιατί κυριαρχούν οι ιδεοληψίες.

Το οικονομικό πρόβλημα της χώρας μας, της οικονομικής κρίσης και της χρεοκοπίας το μετατρέπουν σε πολιτικό και το προβάλλουν ως πρόβλημα πολιτικής αξιοπιστίας προς τους επενδυτές. Ειδικά από τη Νέα Δημοκρατία κατηγορείται η κυβέρνηση ότι είναι δέσμια των ιδεοληψιών της και του λαϊκισμού της και αυτός είναι ο κύριος λόγος που δεν έρχονται οι επενδυτές, αλλά και χάνει χρόνο στο να κλείσει τη δεύτερη αξιολόγηση, πράγμα που σημαίνει ότι πρέπει να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις των δανειστών της.

Θα πρέπει να πούμε ότι η επιχειρηματολογία αυτή, που παραθέσαμε παραπάνω, από αστική άποψη, δεν είναι αβάσιμη για όποιον αποφασίσει να επενδύσει στη χώρα μας, αλλά και σε κάθε χώρα. Ο κάθε επενδυτής θέλει μια πολιτική εξασφάλιση για να έχει την καλύτερη δυνατή οικονομική επιτυχία στις επενδύσεις του. Τα μεγαλύτερα κέρδη. Και αυτό μεταφράζεται σε εμπιστοσύνη προς την κυβέρνηση. Εάν είναι μια κυβέρνηση που θα εξασφαλίσει τις απαραίτητες συνθήκες της μεγαλύτερης κερδοφορίας αυτό σημαίνει και πολιτική εμπιστοσύνη. Και όταν μιλάμε για επενδυτές κατά την αστική ορολογία, στην πραγματικότητα μιλάμε για πολυεθνικές εταιρείες, για μονοπώλια, κατά τη μαρξιστικολενινιστική ορολογία. Μιλάμε, δηλαδή, για οικονομική εξάρτηση και κατά συνέπεια και για πολιτική εξάρτηση.

Μόνο που στη χώρα μας έχουμε μια κυβέρνηση που εφαρμόζει μια πολιτική που υπακούει, και το εκφράζει κιόλας, πιστά στη συμφωνία του Γ’ Μνημονίου και στα όσα της υπαγορεύονται από τους εταίρους και τους δανειστές της. Το διαπιστώνουμε καθημερινά από τις «διαβουλεύσεις» μεταξύ της κυβέρνησης και τους εταίρους, από την πρόσφατη επίσκεψη Μοσκοβισί και Κερέ, από τη στάση του ΔΝΤ. Επενδύσεις, όμως, δεν έρχονται.

Αυτή η πολιτική αξιοπιστία ουσιαστικά μεταφράζεται σε μια πολιτική, που έχει ως κεντρικό άξονά της το χτύπημα των μισθών και ημερομισθίων, το χτύπημα των συντάξεων και όλων των εργατικών κατακτήσεων, την απελευθέρωση των απολύσεων και τη γενίκευση των ευλύγιστων μορφών στις εργασιακές σχέσεις, το ξεπούλημα του δημόσιου πλούτου και την αφαίρεση συνδικαλιστικών δικαιωμάτων και ελευθεριών, την αύξηση των φόρων.

Το μόνο μέγεθος γύρω από το οποίο περιστρέφεται αυτή η πολιτική είναι η εργατική δύναμη, για το ξεπέρασμα της οικονομικής κρίσης και την επιστροφή στην ανάπτυξη. Γι’ αυτό το λόγο έχουμε και τη συνεχή εξαθλίωση των λαϊκών μαζών, της εργατικής τάξης, γι’ αυτό το λόγο έχουμε και τη μαζική καταστροφή των μικρομεσαίων μικροαστικών στρωμάτων. Ακόμη και αστοί αναλυτές διαφωνούν με τη μονοσήμαντη διάσταση της εφαρμοζόμενης οικονομικής πολιτικής.

Σ’ αυτό το «αφήγημα» δεν υπάρχει καμία πρωτοτυπία για τη χώρα μας. Είναι η πολιτική που εφαρμόζεται σ’ όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση, σ’ όλο το Δυτικό καπιταλιστικό κόσμο. Και όμως. Αυτό που παρατηρούμε είναι ότι το επενδυτικό κλίμα δεν είναι καλό πουθενά. Και αυτό αναγνωρίζεται και από διεθνείς οργανισμούς. Η Ευρωπαϊκή Ένωση π.χ. δε μπορεί να ξεκολλήσει από την οικονομική καχεκτική ανάπτυξη των πολύ χαμηλών δεικτών που παρουσιάζει. Ακόμη και για τη Γερμανική οικονομία αστοί οικονομικοί αναλυτές διατυπώνουν την άποψη ότι «κουράστηκε» και ότι δεν «είναι σε θέση να παίξει το ρόλο της ατμομηχανής για ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση». Επίσης κανείς δε μπορεί να μας διαβεβαιώσει για το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ιδιαίτερα για τη χώρα μας κατάλληλο επενδυτικό κλίμα σημαίνει, κατά πρώτο λόγο, ιδιωτικοποιήσεις, δηλαδή ξεπούλημα της κρατικής περιουσίας και των κρατικών επιχειρήσεων, μια και η κυβέρνηση και όλα τα κόμματα της αστικής αντιπολίτευσης προσδοκούν να εισπράξουν ορισμένα κεφάλαια, που υποτίθεται, ότι θα καλύψουν τις δημοσιονομικές τρύπες και θα αποτελέσουν το έναυσμα για μια γενικότερη προσέλκυση επενδύσεων.

Σημαίνουν παράλληλα και νέα μέτρα σε βάρος των εργαζομένων, που απαιτούνται από την κυβέρνηση, υπό τη μορφή ενός Δ’ Μνημονίου ή ενός Γ’ Μνημονίου plus, όπως αναφέρεται από ορισμένα αστικά ΜΜΕ.

Αυτό, όμως, που πρέπει να γνωρίζουμε είναι ότι η χώρα μας έχει υποστεί τέτοια οικονομική ζημιά, και προπαντός στην υλική της παραγωγή, που ακόμη και αστοί αναλυτές, μπροστά σ’ αυτήν την καταστροφή, ομολογούν πλέον ότι: «η οικονομική στασιμότητα της χώρας μας θα πάρει πολύ χρόνο».

Και προχωρούν και παραπέρα εκστομίζοντας καυτές αλήθειες. Ότι: «και αυτά που λέγονται περί ανάπτυξης είναι λογιστικές αλχημείες, γιατί με λογιστικό χειρισμό των οικονομικών δεικτών μπορεί την ύφεση να τη βγάλεις ανάπτυξη». Μας θυμίζει αυτό την οδηγία του Β. Ι. Λένιν ότι στις αστικές στατιστικές δεν πρέπει να έχει κανείς καμία εμπιστοσύνη και ότι θα πρέπει να τις υποβάλει σε επανεξέταση και επεξεργασία.

Τέλος πρέπει να απομυθοποιηθεί επιτέλους αυτή η περίφημη οικονομική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τα επίσημα στοιχεία που παραδίδουν οι επίσημοι στατιστικοί οργανισμοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης καταδεικνύουν ουσιαστικά την οικονομική στασιμότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Υπάρχουν δε αστοί οικονομικοί αναλυτές οι οποίοι προβάλλουν ανοιχτά την άποψη ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει πάρει την αντίστροφη πορεία από αυτήν που προπαγανδιστικά μας διατυμπανίζουν τα αστικά ΜΜΕ. Την καθοδική πορεία. Και αυτό δεν αφορά μόνο την Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά και τις ΗΠΑ.

Γύρω, λοιπόν, από αυτό το θέμα της ανάπτυξης κρύβεται μια πραγματικότητα που είναι πολύ χειρότερη απ’ ότι φαίνεται. Αλλά, παράλληλα, παίζεται ένα ολόκληρο πολιτικό παιχνίδι μεταξύ της κυβέρνησης και της Νέας Δημοκρατίας, που μπορεί να καταλήξει ακόμη και σε εκλογές, ένα παιχνίδι που αφορά στο ποιος θα φορτωθεί το «μουτζούρη» του Δ’ Μνημονίου, όπως και εάν ονομαστεί.

Το βέβαιο, όμως, είναι ότι οι εργαζόμενοι θα εισπράξουν και πάλι το μουτζούρη της παραπέρα εξαθλίωσης και η χώρα μας θα είναι υπό συνεχή επιτροπεία από τους δανειστές μέχρι το 2060, εάν ισχύουν όσα ακούμε περί συμφωνίας της κυβέρνησης με τους «θεσμούς»! Η «Νέα Σπορά» έχει προειδοποιήσει σε ανύποπτο χρόνο ότι η υπόθεση της αντιμετώπισης του χρέους θα καλύψει τον τρέχοντα αιώνα. Ήδη γίνεται λόγος για το 2060.

Μπροστά, όμως, στις καυτές αλήθειες που ομολογούν πλέον και αστοί οικονομικοί αναλυτές, απολύτως έγκυροι, μια και έχουν υπηρετήσει και σε υψηλά πόστα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, και εξακολουθούν να υπηρετούν την αστική τάξη, οι εργαζόμενοι και τα μικρομεσαία μικροαστικά στρώματα που καταστρέφονται πρέπει να ακολουθήσουν το δικό τους δρόμο.

Να οργανωθούν, να αναπτύξουν τη δράση τους, να παλέψουν για την επίλυση των καυτών προβλημάτων τους, να σφυρηλατήσουν την κοινωνική τους συμμαχία, να διεκδικήσουν την πολιτική εξουσία, να εκδιώξουν την αστική τάξη από την εξουσία και να ανοίξουν το δρόμο για μια νέα ανάπτυξη προς όφελος των εργαζομένων, έξω από την Ευρωπαϊκή Ένωση και όλους τους άλλους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς. Αυτό θα είναι και ένα πραγματικό και μεγάλο βήμα για να ξεφύγουν από την παραπέρα εξαθλίωση που τους περιμένει. Σ’ αυτό το καθήκον πρέπει να ανταποκριθεί και το ΚΚΕ.

COMMENTS