Η κρίση της αστικής τάξης και η παρέμβαση Ιερώνυμου-Αμβρόσιου (Δ’ μέρος-τελευταίο)

Το ξεχωριστό στοιχείο στην παρέμβαση της ηγεσίας της Εκκλησίας είναι το γεγονός ότι δεν μένει μόνο στα γενικά κοσμοθεωρητικά σχήματα (για τα οποία μιλήσαμε στο Γ’ μέρος αυτής της σειράς των άρθρων) για να στραφεί κατά του κομμουνισμού. Ο μητροπολίτης Αμβρόσιος κάνει μια βουτιά στο ιστορικό και πολιτικό παρελθόν σημειώνοντας με στόμφο και το γνωστό ύφος και ήθος το οποίο διαθέτει από τη θητεία του, ως ταγματάρχηw της χωροφυλακής, που υπηρέτησε το καθεστώς της χουντικής δικτατορίας: «Τα κατορθώματα των αριστερών τα ζήσαμε κατά τον εμφύλιο Πόλεμο, το γνωστό ανταρτοπόλεμο [1944-1947] (σ.σ. προφανώς εννοεί 1944-1949), όταν δολοφονήθηκαν τόσοι και τόσοι αδελφοί μας, κάηκαν τόσα χωριά, κρεμάστηκαν τόσοι Ιερείς της Ορθοδοξίας, διχάστηκε ο Ελληνικός Λαός και η Ελλάδα μας εγέμισε με ερείπια από την καταστρεπτική δράση των κομμουνιστών! Μισαλλόδοξη ήταν η συμπεριφορά των κομμουνιστών και όχι οι Δηλώσεις του Αρχιεπισκόπου μας, οι οποίες εγέμισαν με υπηρεφάνεια τις καρδιές όλων των γνησίων Ελλήνων και πιστών χριστιανών».

Η σημασία αυτού του αποσπάσματος έγκειται στο γεγονός ότι η ηγεσία της Εκκλησίας συγχρονίζεται με τις ανάλογες ιστορικές βουτιές του Κυριάκου Μητσοτάκη και του αντιπροέδρου του στη Νέα Δημοκρατία του Άδωνι Γεωργιάδη.

Το ερώτημα που προκύπτει είναι γιατί η ηγεσία της Εκκλησίας μαζί με την αστική αντιπολίτευση, κυρίαρχα τη Νέα Δημοκρατία έχουν την ανάγκη να μιλάνε για το παρόν με αναφορές σε ιστορικές στιγμές κατά τις οποίες το Κομμουνιστικό Κίνημα διεκδίκησε την εξουσία;

Η απάντηση από την πλευρά μας είναι η επίγνωση που έχουν για το βάθος της πολιτικής κρίσης, που μαστίζει την αστική τάξη, στο πλαίσιο της οικονομικής κρίσης και κατ’ επέκταση της οικονομικής στασιμότητας που θα πάρει χρόνο, και τα αδιέξοδα της στρατηγικής της. Φοβούνται την κίνηση των μαζών. Θέλουν να τις τρομοκρατήσουν αλλά και να τις ευνουχίσουν. Γι’ αυτό τόσο στις αναφορές του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, όσο και του αντιπροέδρου της Νέας Δημοκρατίας αλλά και του μητροπολίτη Αμβρόσιου καθαγιάζονται οι ανήκουστες βιαιότητες των όπλων του Βρετανικού και Αμερικανικού ιμπεριαλισμού σε βάρος του Λαϊκού και Επαναστατικού Κινήματος της χώρας μας, σε βάρος του ΚΚΕ.

Και ο καθαγιασμός αυτός δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά, παρά μέσω της παράλειψης οποιασδήποτε αναφοράς στους «συμμάχους», που οργάνωσαν και καθοδήγησαν αυτά τα αίσχη, τα οποία με περίσσιο θράσος ο Αμβρόσιος τα αποδίδει στα θύματα που τα υπέστησαν.

Είναι εξηγήσιμη αυτή η στάση της ηγεσίας της Εκκλησίας. Αν έβλεπε με διαφορετικό μάτι το ιστορικό παρελθόν θα έπρεπε να αρνηθεί το ρόλο της, να παραδεχτεί τη συνενοχή της στα ιστορικά της εγκλήματα κατά του λαού μας –θρησκευόμενων ή μη- και της χώρας.

Σε τελευταία ανάλυση αν η ηγεσία της Εκκλησίας παραδεχόταν τα εγκλήματα κατά της χώρας και του λαούς μας από τους τότε ιμπεριαλιστές και τους εγχώριους συνεργάτες τους θα ήταν εξαιρετικά άβολο για το σημερινό Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο να στρογγυλοκάθεται στο ίδιο τραπέζι με τον πρόεδρο των ΗΠΑ Ομπάμα και σύσσωμη την πολιτειακή και πολιτική ηγεσία της χώρας και να δίνει την «ευλογία» του στα νέα ιμπεριαλιστικά δεσμά για το λαό μας προκειμένου να εξυπηρετηθούν τα σύγχρονα σχέδια του Δυτικού καπιταλισμού, των ΗΠΑ , της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ.

Σε αυτό το πλαίσιο υποστηρίξαμε με την προηγούμενη αρθρογραφία μας ότι η ηγεσία του Κόμματος θα έπρεπε να σταθεί αποφασιστικά απέναντι στην ηγεσία της Εκκλησίας, όταν προέκυψε το ζήτημα των αντιπαραθέσεων της τελευταίας με την κυβέρνηση. Όχι γιατί η κυβέρνηση είχε την πρόθεση να συγκρουστεί με την Εκκλησία,. Αλλά για να εντάξει πιο συγκεκριμένα το αίτημα του διαχωρισμού της εκκλησίας από το κράτος στην ταξική πάλη της εργατικής τάξης και να εγκαλέσει την κυβέρνηση για τις παλινωδίες της ακόμα και στα ελάχιστα που εξήγγειλε.

Ο ανασχηματισμός της κυβέρνησης άλλωστε έδειξε καθαρά ότι το ΚΚΕ θα ήταν πολιτικά «από πάνω» στην εξέλιξη των πραγμάτων. Η παραπέρα στάση της ηγεσίας της Ελληνορθόδοξης Εκκλησίας (που μας «υποχρέωσε» στη συγγραφή αυτών άρθρων) απέδειξε έμπρακτα με τη σειρά της ότι το ΚΚΕ εκ των πραγμάτων είναι υποχρεωμένο να ακολουθήσει πιο μαχητική στάση στο συγκεκριμένο θέμα αν θέλει να ανταποκριθεί αποτελεσματικά στις ανάγκες της πολιτικής και ταξικής πάλης.

Δεν παραβλέπουμε ότι πρόκειται για ένα σύνθετο και δύσκολο καθήκον, ειδικά όταν στις μέρες μας λόγω της οικονομικής κρίσης και της εξαθλίωσης των μαζών εμφανίζεται με βάση ορισμένες (γιατί υπάρχουν και διαφορετικά συμπεράσματα σε άλλες) μετρήσεις και στατιστικές, αυξητικές τάσεις των θρησκευόμενων στη χώρας μας.

Η ανάληψη αυτού του καθήκοντος γίνεται ακόμα πιο σύνθετη, όταν η στάση της ηγεσίας του Κόμματος καθορίζεται από γενικότερες λανθασμένες θεωρητικές και πολιτικές επεξεργασίες, όπως είναι η άρνηση της ύπαρξης πολιτικής κρίσης για την αστική τάξη και η άρνηση να αναλάβει την πρωτοβουλία το Εργατικό Κίνημα να διεκδικήσει την άμεση επίλυση αστικοδημοκρατικών, στο χαρακτήρα τους, προβλημάτων (από την επίλυση των οποίων όμως έχει παραιτηθεί η αστική τάξη), που θα δώσουν νέα όξυνση στην ταξική πάλη και που κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις θα βοηθήσουν στο να «τραβηχτεί» η ταξική πάλη μέχρι και την πραγματοποίηση της σοσιαλιστικής επανάστασης, για να ανοίξει ο δρόμος στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού.

Θα μας επιτρέψουν όμως οι αναγνώστες μας να κλείσουμε με έναν κάπως ασυνήθιστο και ίσως παράδοξο τρόπο αφού εμπλακήκαμε, με αφορμή τις πολιτικές παρεμβάσεις της Ιεραρχίας της Εκκλησίας, και με το θρησκευτικό φαινόμενο. Σύμφωνα με τον Λένιν οι ρίζες του θρησκευτικού φαινομένου είναι κοινωνικές και προέρχεται από το «φόβο απέναντι στην τυφλή δύναμη του κεφαλαίου» καθώς αυτός «ο φόβος δημιουργεί τους θεούς». Περί φόβου λοιπόν ο λόγος.

Οφείλουμε να πούμε και να παραδεχτούμε ότι η στάση της ηγεσίας της Εκκλησίας καταδεικνύει πως η αστική τάξη σε συνθήκες πολιτικής της κρίσης «δεν αστειεύεται» και είναι έτοιμη να ρίξει όλα τα όπλα στη μάχη. Ακόμα και το θεό, που λέει ο λόγος, θα επιστρατεύσει για να τρομάξει τους αντιπάλους της και πριν απ’ όλα τις μάζες που το ταξικό τους συμφέρον βρίσκεται με τη μεριά των πολιτικών αντιπάλων της αστικής τάξης. Εξ ου και ο ρόλος της Εκκλησίας.

Γνωρίζει άλλωστε η αστική τάξη έχοντας διδαχτεί από το ιστορικό παρελθόν ότι ο φόβος γίνεται πραγματικός παράγοντας που καθορίζει την πορεία των πολιτικών και κοινωνικών εξελίξεων. Το φόβο ανάληψης ή άρνησης ανάληψης δράσης τον παραδέχεται ως τέτοιον και ο ιστορικός υλισμός. Ιστορικά το φαινόμενο αυτό εμφανίστηκε στην ίδια την ηγεσία των Μπολσεβίκων μπροστά την Οκτωβριανή Επανάσταση. Εκφράστηκε με τις ταλαντεύσεις αλλά και την άρνηση μερίδας στελεχών, μελών της Κεντρικής Επιτροπής του Μπολσεβίκικου Κόμματος για την εξέγερση. Τον νίκησε η αποφασιστικότητα του Λένιν, γιατί διέθετε «θέληση που μετακινεί βουνά». Αυτό το φόβο τον καταγράφει ρητά και απερίφραστα ο ίδιος ο Λένιν στα γραπτά του εκείνης της εποχής ως τον «μοναδικό» παράγοντα για την παραπέρα πορεία της επανάστασης, την επικράτησή της ή την ήττα της.

Σε τελική ανάλυση είναι αυτός ο ίδιος φόβος της σύγκρουσης με τον Βρετανικό ιμπεριαλισμό, που βάρυνε αποφασιστικά – σε συνδυασμό με τις διεθνείς συνθήκες, στη στάση των ηγεσιών του ΕΑΜ και του ΚΚΕ, όταν βρέθηκαν μπροστά στο πρόβλημα της εξουσίας με την απελευθέρωση της Αθήνας, μετά στις 12 Οκτώβρη του 1944. Παρεμπιπτόντως, χρονιά, την οποία ο Αμβρόσιος την ορίζει ως έναρξη του εμφυλίου πολέμου, θεωρώντας προφανώς «γνήσιο Έλληνα» και «πιστό χριστιανό» τον Τσόρτσιλ και το Σκόμπυ.

Από την άποψη αυτή η αποτίμηση του ιστορικού παρελθόντος με όλα τα εργαλεία που μας παρέχει ο ιστορικός και διαλεκτικός υλισμός θα είναι εξαιρετικά διδακτικός και για το Επαναστατικό Κίνημα, ειδικά για τις περιόδους όπου το Κόμμα μας βρέθηκε σε πραγματικές συνθήκες μπροστά στο πρόβλημα της εξουσίας. Άλλωστε η γνώση είναι δύναμη και σε κάθε περίπτωση η ολόπλευρη γνώση οπλίζει με δύναμη, που υπερνικάει το φόβο της τυφλής δύναμης του κεφαλαίου που δημιουργεί τους θεούς.

Και σε τελική ανάλυση. Όταν οι λαϊκές μάζες ξεπεράσουν το φόβο, τότε θα «ξεπεράσουν» και τους θεούς και μάλιστα σε τέτοιο σημείο, που ακόμη και ο κατώτερος κλήρος θα προσεγγίσει το Επαναστατικό Κίνημα, όπως μας έχει δείξει η Ελληνική και Παγκόσμια Ιστορία, κυρίως, όμως, όπως μας έδειξε η Εθνική Αντίσταση, που μεγάλο τμήμα του κατώτερου κλήρου εντάχτηκε στο ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ σε αντίθεση με τη στάση της επίσημης Εκκλησίας.

COMMENTS