Η κρίση της αστικής τάξης και η παρέμβαση Ιερώνυμου-Αμβρόσιου (Γ’ μέρος)

Ο Αρχιεπίσκοπος, αξιοποιώντας την ολοκληρωτική προσχώρηση του ΣΥΡΙΖΑ, από κυβερνητική θέση πλέον, στην αστική πολιτική και την εγκατάλειψη των όποιων ριζοσπαστικών συνθημάτων είχε στο πρόσφατο παρελθόν, δηλώνει με αρκετή δόση χαιρεκακίας ότι «ο λαός ψήφισε τη νέα Αριστερά και θα απολαύσει τα καλά και τα κακά». Εδώ παρατηρούμε μια αντίληψη του σαφώς πολιτικού λόγου του Αρχιεπισκόπου, που έχει εκφραστεί με μορφή εκδικητικότητας (και ειρωνείας ταυτόχρονα), για τις πολιτικές επιλογές του Ελληνικού λαού, κυρίαρχα από τον αστικό τύπο και στελέχη της αστικής αντιπολίτευσης. Ειδικότερα, μάλιστα, ορισμένα στελέχη της Νέας Δημοκρατίας χρησιμοποιούν και εκθέτουν το ΣΥΡΙΖΑ επειδή «εξευτελίζεται η ιδεολογία της Αριστεράς» και μάλιστα αυτό το αναγνωρίζουν ως «προσφορά του ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα».

Από τη μεριά όλων αυτών των κέντρων είναι εμφανής η λαθροχειρία τους, καθώς ο στόχος τους είναι να χρησιμοποιήσουν τις προσλαμβάνουσες των λαϊκών μαζών για την έννοια της Αριστεράς στα μέτρα και στις πολιτικές του ΣΥΡΙΖΑ, προκειμένου να φέρουν τις μάζες σε απολογητική θέση για την αναζήτηση πολιτικών λύσεων έξω από το πλαίσιο των άλλοτε κυρίαρχων αστικών πολιτικών δυνάμεων. Με δυο λόγια επιδιώκουν να εγκλωβιστούν οι μάζες και πάλι στις πολιτικές των αστικών δυνάμεων.

Ακριβώς σ’ αυτό το σημείο είναι αξιοσημείωτη η σύμπτωση και η σύμπλευση της λογικής και της ρητορικής του Αμβρόσιου με τη γραμμή της αστικής αντιπολίτευσης και κυρίως ενός τμήματος της Νέας Δημοκρατίας και της συντριπτικής πλειονότητας των αστικών μέσων μαζικής ενημέρωσης. Στο τρίτο μνημόνιο του ΣΥΡΙΖΑ –το οποίο βέβαια το ψήφισε και σύμπασα η αστική αντιπολίτευση και για την αναγκαιότητα του οποίου υπερθεμάτιζαν όλα αυτά τα ΜΜΕ- επιχειρείται το ξέπλυμα των ευθυνών για τα δύο προηγούμενα μνημόνια και ως εκ τούτου το ξέπλυμα των ευθυνών τους για την οικονομική κρίση και την εξαθλίωση των εργαζομένων, ευρύτερα των λαϊκών μαζών. Και με όλα αυτά μαζί επιχειρούν το ξέπλυμα της στρατηγικής της αστικής τάξης για την παραμονή στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το ευρώ, που είναι η μήτρα της πολιτικής όλων των μνημονίων, αξιοποιώντας τη χρεοκοπία της μικροαστικής εκδοχής της Αριστεράς που εξέφρασε – για ένα πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, σε ιδεολογικοπολιτικό επίπεδο ο ΣΥΡΙΖΑ.

Εδώ διαπιστώνουμε την πλήρη επίγνωση που έχουν οι Ιεράρχες για τα βάθρα πάνω στα οποία στηρίζουν την εξουσία τους και το λόγο που υιοθετούν μια ρητορική ανάλογη με αυτή της αστικής αντιπολίτευσης. Φοβούνται τις απογοητευμένες από το ΣΥΡΙΖΑ μάζες, την παραπέρα ριζοσπαστικοποίησή τους και θέλουν να τις ενοχοποιήσουν.

Σ’ αυτή την κατεύθυνση ο Μητροπολίτης Αμβρόσιος είναι αποκαλυπτικός και αποτελεί ως παρουσία και ως εκφορά πολιτικού λόγου ένα από τα πιο κραυγαλέα φαινόμενα της αστικής πολιτικής αντίδρασης, που υποστηρίζει τη Χρυσή Αυγή, αναπαράγοντας το περιεχόμενο άρθρου της Εστίας με τίτλο «η Αριστερά είναι το όπιο του λαού» (Αντρέας Σταλίδης, Εστία, 18 Οκτώβρη 2016).

Η ηγεσία της Εκκλησίας και η αστική τάξη αντιλαμβάνονται πολύ καλά, ότι, σε συνθήκες κρίσης του πολιτικού τους συστήματος και έλλειψης εμπιστοσύνης των μαζών προς σ’ αυτό, η πολιτική ενοχοποίηση των μαζών γίνεται πιο αποτελεσματικά μέσω του φόβου ενός θεού και μιας θρησκείας κατεξοχήν ενοχοποιητικής της ανθρώπινης υπόστασης που εκφράζεται με την αντίληψη του χριστιανισμού για το «προπατορικό αμάρτημα».

Η ίδια η κατήχηση στους ναούς που γίνεται στα χρόνια της οικονομικής κρίσης είναι αρκετή για να αντιληφθεί κανείς το πώς επιχειρείται από τους «εκπροσώπους του θεού» να ενσταλάξουν στη συνείδηση των πιστών μέσα από ένα θρησκευτικό περιτύλιγμα το «μαζί τα φάγαμε» του Θόδωρου Πάγκαλου, καλλιεργώντας μέσω της θρησκευτικής υποταγής στο θεό την κοινωνική και πολιτική υποταγή στην αστική εξουσία. Η μόνη διαφορά στο κήρυγμα της Ιεραρχίας είναι πως αντί να εγκαλούν τις λαϊκές μάζες πως «ζούσαν καταναλώνοντας περισσότερα απ’ όσα παρήγαγαν» τις νουθετούν να «επιστρέψουν στον δρόμο του θεού», εμφανίζοντας την κρίση ως απόρροια της απομάκρυνσης του ανθρώπου από το θεό και της ανάγκης μιας λιτής ζωής, πέρα και έξω από έναν «έκλυτο βίο»! Προφανώς αυτό το κήρυγμα της Εκκλησίας εν αφορά τους «θεοσεβούμενους» συνομιλητές της, που είναι οι αστικές ελίτ.

Από τη μεριά μας ανοίγουμε μια παρένθεση για να επισημάνουμε απλώς ότι και ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε δεν λέει τίποτα διαφορετικό ως προς την ουσία του πράγματος. Η μόνη διαφορά στην αντίληψη του Γερμανού υπουργού οικονομικών είναι η επιβολή των πολιτικών λιτότητας στο όνομα όχι κάποιου θεού αλλά του οικονομικού κυνισμού που διακρίνει τους πολιτικούς εκπροσώπους των μονοπωλίων και του ιμπεριαλισμού.

Πάντως η Εκκλησία έχει εξελίξει την πρακτική της χρησιμοποιώντας ακόμα και το Μαρξισμό για να μπορεί να γίνεται περισσότερο πειστική! Έχει ενδιαφέρον ότι ακόμα και ο «χωροφύλακας» Αμβρόσιος επιχειρεί να αντιστρέψει τα πράγματα, επικαλούμενος τον Μαρξ χωρίς όμως και να τολμάει να τον κατονομάσει. Κάνει λοιπόν χρήση ενός αποσπάσματος από την «Κριτική της Εγελιανής φιλοσοφίας του Κράτους και του Δικαίου» του 1843 προβαίνοντας και σε μια λαθροχειρία που είναι η τοποθέτηση της εκκλησίας ως θεσμού στη θέση της θρησκείας γενικά, για να ισχυριστεί ότι «πράγματι, λοιπόν, στη σύγχρονη κοινωνία η Εκκλησία “είναι ο αναστεναγμός των καταπιεσμένων, η καρδιά ενός άκαρδου κόσμου και η ψυχή των άψυχων (κοινωνικών) συνθηκών”».

Ακριβώς πάνω σ’ αυτό το πλαίσιο της αντιστροφής των ρόλων, η ηγεσία της Εκκλησίας εμφανίζει τη φιλανθρωπία ως αντίδοτο και απάντηση στην κοινωνική εξαθλίωση και την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο στις «σύγχρονες κοινωνίες» και παρουσιάζει το μαρξισμό ως «όπιο του λαού», που προέρχεται από τις «άψυχες κοινωνικές συνθήκες». Στην συγκεκριμένη περίπτωση η Εκκλησία ως θεσμός (που έχει περιουσία δεκάδων δις ευρώ) επιχειρεί να εμφανιστεί ως απάντηση, που δεν μπόρεσε να δώσει το πολιτικό σύστημα στην αντιμετώπιση των συνεπειών της οικονομικής κρίσης και της εξαθλίωσης των μαζών!

Από όλα αυτά προκύπτει η επίγνωση της ηγεσίας της Εκκλησίας για το γεγονός ότι το θρησκευτικό φαινόμενο έχει κυρίως κοινωνικές ρίζες, ειδικά στις αστικές κοινωνίες και τον κεφαλαιοκρατικό κοινωνικοοικονομικό σχηματισμό. Αυτό υποδεικνύει άλλωστε ο Μαρξ από το 1843 με την εσκεμμένα παρεξηγημένη έκφρασή του ότι «η θρησκεία είναι το όπιο του λαού».

Άλλωστε πριν από το γνωστό απόσπασμα ότι: «η θρησκευτική καχεξία είναι, κατά ένα μέρος, η έκφραση της πραγματικής καχεξίας και, κατά ένα άλλο, η διαμαρτυρία ενάντια στην πραγματική καχεξία. Η θρησκεία είναι ο στεναγμός του καταπιεζόμενου πλάσματος, η θαλπωρή ενός άκαρδου κόσμου, είναι το πνεύμα ενός κόσμου απ’ όπου το πνεύμα έχει λείψει. Η θρησκεία είναι το όπιο του λαού» (Κ. Μαρξ, Κριτική της Εγελιανής φιλοσοφίας του Κράτους και του Δικαίου», 1843, Εισαγωγή, σελ. 2, Εκδόσεις Παπαζήση, μετάφραση Μπάμπη Λυκούδη, 1978), υπάρχει και ένα άλλο απόσπασμα που λέει: «Πάλη λοιπόν ενάντια στη θρησκεία σημαίνει πάλη ενάντια στον κόσμο, που πνευματικό του άρωμα είναι η θρησκεία» (Στο ίδιο, σελ. 2).

Επεκτείνοντας και εκλαϊκεύοντας την άποψη του Μαρξ, ο Λένιν θα γράψει μερικές δεκαετίες αργότερα, στα 1909: «“Ο φόβος δημιούργησε τους θεούς”. Ο φόβος μπροστά στην τυφλή δύναμη του κεφαλαίου, που είναι τυφλή γιατί δεν μπορεί να προβλεφθεί από τις μάζες του λαού, που στο κάθε βήμα της ζωής του προλεταριάτου και του μικρονοικοκύρη η δύναμη αυτή απειλεί να του φέρει και του φέρνει την “ξαφνική”, την “αναπάντεχη”, την “τυχαία” καταστροφή, τον όλεθρο, τη μετατροπή του σε ζητιάνο, σε πάουπερ, σε πόρνη, το θάνατο από την πείνα, να η ρίζα της σύγχρονης θρησκείας που πριν απ’ όλα και πάνω απ’ όλα πρέπει να έχει υπόψη του ο υλιστής, αν δε θέλει να παραμείνει υλιστής του νηπιαγωγείου» (Άπαντα. Β.Ι. Λένιν, Τόμος 17, «Σχετικά με τη στάση του Εργατικού Κόμματος απέναντι στη θρησκεία», Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, σελ. 428).

Αλλά από τα παραπάνω φανερώνεται ότι η ηγεσία της Εκκλησίας έχει επίγνωση και του πραγματικού της αντίπαλου γι’ αυτό και στο πλαίσιο της Ελληνορθόδοξης Χριστιανικής Εκκλησίας και της συνύφανσής της με το αστικό κράτος ο κομμουνισμός αντιμετωπίζεται από κοινού ως «εσωτερικός εχθρός» του «Ελληνοχριστιανικού Έθνους». Γνωρίζουν πολύ καλά οι Ιεράρχες ότι η πάλη των κομμουνιστών «ενάντια στον κόσμο, που πνευματικό του άρωμα είναι η θρησκεία» εξαιτίας «του φόβου των μαζών μπροστά στην τυφλή δύναμη του κεφαλαίου» απειλεί και τα βάθρα της κοσμικής εξουσίας της Εκκλησίας, γιατί, πριν από όλα, ο «φόβος του θανάτου από την πείνα» της αποδίδει δισεκατομμύρια ευρώ στο «παγκάρι της Ευαγγελιστρίας».

Ακολουθεί το Δ’ και τελευταίο μέρος.

COMMENTS