Η κρίση της αστικής τάξης και οι παρεμβάσεις Ιερώνυμου-Αμβρόσιου (Α’ μέρος)

Ως «Νέα Σπορά» έχουμε αντιμετωπίσει στη μέχρι τώρα αρθρογραφία μας το ζήτημα του χωρισμού εκκλησίας και κράτους περισσότερο ως αίτημα που προωθεί δημοκρατικές κατακτήσεις και αναδεικνύει τον πρωτοπόρο ρόλο της εργατικής τάξης στην ταξική πάλη ενάντια στην αστική τάξη. Από αυτή τη σκοπιά έχουμε ασκήσει κριτική και στους συγκεκριμένους χειρισμούς της ηγεσίας του ΚΚΕ,  που βρέθηκε εν μέσω διασταυρούμενων πυρών από κυβερνητικούς κύκλους αλλά και την ηγεσία της Ελληνορθόδοξης εκκλησίας στις πρόσφατες αντιπαραθέσεις μεταξύ του Νίκου Φίλη και του Αρχιεπισκόπου Ιερώνυμου.

Επανερχόμαστε στο θέμα για να αναπτύξουμε μια πτυχή, που αν και δεν παραβλέπαμε, ωστόσο μόνο ακροθιγώς την είχαμε επισημάνει και για να είμαστε ακριβείς την είχαμε περισσότερο υπαινιχθεί. Αυτή η πτυχή αφορά στην ένταξη αυτού του καθήκοντος, δηλαδή της διεκδίκησης του πλήρους και ολοκληρωτικού διαχωρισμού της εκκλησίας από το κράτος, στην ταξική πάλη της εργατικής τάξης ενάντια στην αστική τάξη, σε συνθήκες όμως κρίσης του αστικού πολιτικού συστήματος.

Οι τελευταίες παρεμβάσεις του Αρχιεπισκόπου Ιερώνυμου και του Μητροπολίτη Αιγιαλείας και Καλαβρύτων Αμβρόσιου, οι οποίες έγιναν την πρώτη εβδομάδα του Νοέμβρη, από μόνες τους αναδεικνύουν ότι στις παρούσες πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες το πρόβλημα των σχέσεων εκκλησίας και κράτους όσο εγκλωβίζεται σε σχήματα αναχρονισμών ή εκσυγχρονισμών του αστικού κράτους λειτουργεί τουλάχιστον αποπροσανατολιστικά στην πραγματική πάλη της εργατικής τάξης ενάντια στην αστική τάξη και την εξουσία της.

Τόσο η συνέντευξη του Ιερώνυμου στον ΣΚΑΙ και τον Αλέξη Παπαχελά την 1η Νοέμβρη, όσο και η συγχαρητήρια για τον αρχιεπίσκοπο ανάρτηση του Αμβρόσιου στο προσωπικό του ιστολόγιο στις 7 του Νοέμβρη  μπορούν να γίνουν κατανοητές μόνο υπό το βάρος της πολιτικής και ιδεολογικής κρίσης της αστικής τάξης και των κομμάτων της, στο έδαφος της οικονομικής κρίσης και της χρεοκοπίας της αστικής στρατηγικής που έχει προσδέσει τη χώρα μας στο Δυτικό καπιταλισμό.

Η εφ’ όλης της ύλης παρέμβαση των δύο αυτών εκκλησιαστικών παραγόντων της ηγεσίας της Ελληνορθόδοξης εκκλησίας έρχεται ακριβώς σε μια στιγμή κρίσης του πολιτικού συστήματος της αστικής τάξης, εξαιτίας  της οικονομικής κρίσης αλλά και των συνεπειών της εξάρτησης της χώρας μας από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ, τις ΗΠΑ. Εκφράζουμε μάλιστα και την άποψη ότι οι κοινωνικές διεργασίες που συντελούνται διεθνώς στο έδαφος της κρίσης του Δυτικού καπιταλισμού και των αστικών κοινωνιών της Δύσης, όπως δείχνουν οι τελευταίες εξελίξεις με κορυφαία παραδείγματα το Brexit στο Βρετανικό δημοψήφισμα και το αποτέλεσμα των εκλογών στις ΗΠΑ (το Ελληνικό δημοψήφισμα με την επικράτηση του ΟΧΙ είναι μέρος αυτών των διεργασιών) θα εντείνουν την πολιτική και ιδεολογική κρίση της αστικής τάξης και των κομμάτων της στο εσωτερικό της χώρας και θα αποτελέσουν έναν ακόμα παράγοντα διάψευσης της χρεοκοπημένης στρατηγικής σύλληψης του ΣΥΡΙΖΑ, δημιουργώντας παράλληλα σοβαρότατα προβλήματα και στην αστική αντιπολίτευση.

Στις παρεμβάσεις τους ο Ιερώνυμος και ο Αμβρόσιος δείχνουν για λογαριασμό της Ιεραρχίας ότι έχουν πλήρη επίγνωση αυτών των εξελίξεων και αποκαλύπτουν την συνειδητή προσπάθειά τους να στρέψουν και να καθοδηγήσουν τις πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις στη χώρα μας προς άκρως αντιδραστική κατεύθυνση, αξιοποιώντας και την προσχώρηση του ΣΥΡΙΖΑ στην αστική πολιτική. Στο σύνολό τους οι δύο παρεμβάσεις –που τα βασικότερα σημεία τους θα σχολιάσουμε αναλυτικά στη συνέχεια- είναι επί της ουσίας συμπληρωματικές από την άποψη ότι ο Αμβρόσιος «εκλαϊκεύει», είτε κωδικοποιώντας, είτε προεκτείνοντας τα θέματα που άνοιξε με την παρέμβασή του ο Ιερώνυμος.

Διευκρινίζουμε, προς επίρρωση των παραπάνω, ότι ο Μητροπολίτης Αιγιαλείας και Καλαβρύτων –γνωστός για τη στήριξή του στη Χρυσή Αυγή και τον ωμό αντικομμουνισμό του, προϊόν και της θητείας του ως ταγματάρχη της χωροφυλακής επί χούντας απ’ όπου κληρονόμησε και το προσωνύμιο «χωροφύλακας»– έχει την πλήρη πολιτική κάλυψη του Αρχιεπισκόπου. «Ο Αμβρόσιος δεν κάνει λάθος. Αυτό που επισημαίνει δεν είναι λάθος. Είναι ο τρόπος που τα λέει. Αν ψάξουμε τα κείμενα και τα ψηλαφίσουμε δεν κάνει λάθος», δήλωσε για πρώτη φορά σ’ αυτή τη συνέντευξή του ο Ιερώνυμος για να εισπράξει μια εβδομάδα μετά τα «συγχαρητήρια» του Αμβρόσιου επειδή «με τις δηλώσεις του ερέθισε τα πνεύματα όλων των δαινομοκρατούμενων!».

Βεβαίως είναι διαχρονικό φαινόμενο οι πολιτικές παρεμβάσεις της εκκλησίας, όπως επίσης και η εχθρική προς την εργατική τάξη και την εργατική υπόθεση ιδεολογική τοποθέτηση της ηγεσίας της εκκλησίας, ειδικότερα σε περιόδους που απειλούνταν ή ένιωθε ότι απειλούνταν συγκεκριμένα οικονομικά της συμφέροντα. Σε όλες τις κρίσεις που προέκυψαν στις σχέσεις κράτους και εκκλησίας μετά τη μεταπολίτευση, η Ιεραρχία ουδέποτε φρόντισε να αποκρύψει την ταξική της τοποθέτηση. Ωστόσο κάθε φορά η ηγεσία της Εκκλησίας προσαρμοζόταν στις εκάστοτε συνθήκες της ιδεολογικοπολιτικής διαπάλης για να διατηρεί την επαφή της με τις λαϊκές μάζες ή το «ποίμνιο», κατά την θρησκευτική και εκκλησιαστική ορολογία, να τις κινητοποιεί και να τις χρησιμοποιεί για τα συμφέροντά της.

Αν ανατρέξουμε στο παρελθόν θα βρούμε δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα, ένα κατά τη δεκαετία του 1980 και ένα κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1990-αρχές της δεκαετίας του 2000. Στους μεγαλύτερους είναι γνωστές οι καταγγελίες της εκκλησιαστικής ηγεσίας κατά του νόμου Τρίτση το 1987-88 για απόπειρα δημιουργίας «Κολχόζ» λόγω της μεταφοράς των κτημάτων των μοναστηριών στους αγροτικούς συνεταιρισμούς όπως προέβλεπε ένα μέρος των ρυθμίσεων του εν λόγω νόμου, ο οποίος τελικά έμεινε ανεφάρμοστος, παρά το ότι ψηφίστηκε από όλες τις πολιτικές δυνάμεις πλην της Νέας Δημοκρατίας. Είναι η περίοδος ύπαρξης της Σοβιετικής Ένωσης και της κοινότητας των σοσιαλιστικών και λαϊκών δημοκρατιών και η ταξική πάλη διεξάγεται και με τη μορφή της διαπάλης μεταξύ δύο αντίθετων κοινωνικών συστημάτων σε κρατικό επίπεδο. Η Ελληνική εκκλησία για να κινητοποιήσει τις μάζες προασπίζοντας τα οικονομικά της συμφέροντα και το ρόλο της ως «κράτος εν κράτη» εμφανιζόταν να μην είναι αντίθετη στην παραχώρηση των αγροκτημάτων της, αλλά με την προϋπόθεση ότι αυτά δεν θα παραχωρηθούν στους συνεταιρισμούς, αλλά στους ατομικούς ιδιοκτήτες αγρότες.

Το δεύτερο παράδειγμα αφορά τη στάση της εκκλησίας στο θέμα της αναγραφής του θρησκεύματος στις ταυτότητες στο πλαίσιο της συνολικότερης παρουσίας της ηγεσίας Χριστόδουλου στην εκκλησία. Ήταν η εποχή που σφραγίστηκε από την είσοδο της Ελλάδας στην Ευρωζώνη και του «εκσυγχρονισμού» του πολιτικού λόγου και της κοινωνικής παρέμβασης της εκκλησίας με καταγγελίες για την παγκοσμιοποίηση, τη «Νέα τάξη» και με κριτική για επιλογές της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο όνομα της κοινότητας συμφερόντων της Ελληνορθόδοξης Χριστιανικής Εκκλησίας και του Ελληνικού έθνους. Είναι η περίοδος κατά την οποία αρχίζουν να εμφανίζονται για τους προσεκτικούς παρατηρητές των διεθνών εξελίξεων τα αδιέξοδα του δυτικού καπιταλισμού και τα κρισιακά του φαινόμενα σε διάφορα επίπεδα. Ακριβώς τότε ο πολιτικός λόγος της ηγεσίας Χριστόδουλου προέκρινε τα ανοίγματα στη νεολαία με τη φράση ότι «Επαναστάτης σήμερα δεν είναι ο σοσιαλιστής. Επαναστάτης σήμερα είναι ο χριστιανός».

Τα δύο αυτά παραδείγματα από το πρόσφατο ιστορικό παρελθόν είναι ενδεικτικά και αποκαλυπτικά του διαχρονικού ταξικού ενστίκτου και της ταξικής συνείδησης της ηγεσίας της Εκκλησίας με βάση τα οποία τοποθετείται στις εξελίξεις στο πλαίσιο των γενικότερων συνθηκών της ταξικής πάλης και διαπάλης.

Η σοβούσα, στα παρασκήνια, τωρινή κρίση στις σχέσεις εκκλησίας και κυβέρνησης έχει στοιχεία και από τις δύο αυτές προηγούμενες κρίσεις. Αφορά, όπως αποκαλύπτεται από τη συνέντευξη του Ιερώνυμου στο ΣΚΑΙ και την 85σελιδη εισήγησή του στη διαρκή ιερά σύνοδο (Δ.Ι.Σ.) τον Οκτώβρη, στον επαναπροσδιορισμό των οικονομικών σχέσεων της εκκλησίας με το κράτος και σε αντίστοιχες προσαρμογές ως προς τις δικαιοδοτικές αρμοδιότητες και εξουσίες της εκκλησίας ενόψει και της αναθεώρησης του συντάγματος.

Ο παράγοντας που θέτει επί τάπητος το ζήτημα δεν είναι ο προοδευτισμός του ΣΥΡΙΖΑ αλλά η διαχείριση της οικονομικής κρίσης και η αναζήτηση από την αστική τάξη πόρων για το κράτος της μπροστά στο οικονομικό αδιέξοδο από τη μνημονιακή πολιτική. Και τέτοιους πόρους διαθέτει ένας από τους μεγαλύτερους καπιταλιστές στη χώρα μας, η Εκκλησία της Ελλάδας. Άλλωστε διαβουλεύσεις αυτού του είδους γίνονταν από την Εκκλησία και με την κυβέρνηση Σαμαρά. Όπως παραδέχτηκε ο Ιερώνυμος «ολόκληρη η ιστορία είναι ποιος θα πάρει το παγκάρι της Ευαγγελιστρίας, του ναού της Τήνου».

Το ιδιαίτερο στοιχείο που θέτουν οι παρεμβάσεις Ιερώνυμου και Αμβρόσιου είναι η προσαρμογή της ιδεολογικοπολιτικής παρέμβασης της Ορθόδοξης Χριστιανικής Εκκλησίας της Ελλάδας στην τρέχουσα διεθνή και εσωτερική πολιτική συγκυρία εμφανίζοντας την Εκκλησία ως θεματοφύλακα των γενικότερων συμφερόντων της αστικής τάξης και της εξουσίας της. Το πώς το επιχειρούν αυτό θα το αναλύσουμε στο Β’ μέρος του άρθρου σχολιάζοντας αναλυτικά τα θέματα που ανοίγουν οι δύο ιεράρχες.

Ακολουθεί το Β’ μέρος

COMMENTS