Ο 45ος πρόεδρος των ΗΠΑ είναι ο Ντόναλντ Τραμπ. Θα μπορούσε κανείς να το έχει προβλέψει; Μάλλον όχι. Η Χίλαρι Κλίντον είχε όλα τα ατού στα χέρια της. Είχε την υποστήριξη του Αμερικάνικου κατεστημένου. Είχε την ανοιχτή υποστήριξη του Μπέρνι Σάντερς, που ήταν αντίπαλός της κατά τις προκριματικές εκλογές για το ποιος θα αναδειχτεί στο Δημοκρατικό κόμμα υποψήφιος πρόεδρος και ο οποίος δεν τα πήγε καθόλου άσχημα.
Η Χίλαρι Κλίντον είχε ακόμη την αποκλειστική υποστήριξη του Χόλυγουντ. Σχεδόν το σύνολο του καλλιτεχνικού κόσμου τάχτηκε στο πλευρό της Χίλαρι Κλίντον. Αξιοποίησε στο έπακρο το γεγονός ότι θα ήταν η πρώτη γυναίκα, που θα κατακτούσε τον προεδρικό θώκο. Και το πιο αναπάντεχο. Για πρώτη φορά ένα μεγάλο και γνωστό στην Αμερικάνικη κοινωνία στελεχικό δυναμικό των Ρεπουμπλικάνων υποστήριξε τη Χίλαρι Κλίντον, ενώ ο ίδιος ο Μπαράκ Ομπάμα, από προεδρική θέση, ανέλαβε ένα μέρος της προεκλογικής καμπάνιας υπέρ της, παραβιάζοντας το πρωτόκολλο που θέλει τον εν ενεργεία πρόεδρο να μην αναμειγνύεται στην προεκλογική καμπάνια των υποψηφίων για την προεδρία. Παρ’ όλα αυτά η Χίλαρι Κλίντον δε μπόρεσε να κερδίσει ούτε σε Πολιτείες που παραδοσιακά, για δεκαετίες, ψήφιζαν υπέρ των υποψηφίων του Δημοκρατικού κόμματος.
Η νίκη του Ντόναλντ Τραμπ, ο πολιτικός λόγος που επικράτησε κατά την προεκλογική περίοδο ανάμεσα στους δύο υποψήφιους, κατά τη γνώμη μας αναδεικνύουν ένα σοβαρό ζήτημα. Την κρίση του πολιτικού συστήματος στην πιο ισχυρή καπιταλιστική οικονομία στον πλανήτη. Και το ισχυριζόμαστε αυτό, γιατί ο Ντόναλντ Τραμπ κατέβηκε ως υποψήφιος συνεργαζόμενος με το Ρεπουμπλικάνικο κόμμα.
Την ίδια κίνηση έκανε και ο Μπέρνι Σάντερς με το Δημοκρατικό κόμμα. Ήταν και αυτός συνεργαζόμενος και αντιμετώπισε την επίσημη έχθρα από την πλευρά του μηχανισμού του Δημοκρατικού κόμματος. Κατά έναν τρόπο τόσο ο Ντόναλντ Τραμπ όσο και ο Μπέρνι Σάντερς, παρόλο που συνεργάστηκαν με το Ρεπουμπλικάνικο κόμμα και το Δημοκρατικό κόμμα αντίστοιχα δεν ταυτίζονταν με τα κόμματα που συνεργάζονταν.
Η Χίλαρι Κλίντον υπερασπίστηκε τις βασικές πολιτικές που εφαρμόζονται σήμερα στις ΗΠΑ. Και όχι μόνο αυτό. Ειδικά στην εξωτερική πολιτική δεσμεύτηκε ότι θα είναι πολύ πιο δραστήρια απέναντι στους αντιπάλους των ΗΠΑ, βάζοντας στην κορυφή της λίστας τη Ρωσία. Θα ξεπερνούσε ορισμένες επιφυλάξεις, που επέδειξε ο Μπαράκ Ομπάμα απέναντι στη Ρωσία. Καταλαβαίνουμε τι θα σήμαινε μια τέτοια πολιτική για ζητήματα όπως το Ουκρανικό, το Συριακό κ.α.. Άλλωστε ουκ ολίγες φορές κατηγόρησε το Ντόναλντ Τραμπ για συμπάθεια προς το Βλαντιμίρ Πούτιν και για τη θέση του ότι θα προσπαθήσει να συνεννοηθεί μαζί του για την επίλυση των σοβαρών διαφορών μεταξύ των ΗΠΑ και της Ρωσίας.
Ο Ντόναλντ Τραμπ είχε ως βασικό σύνθημα «να κάνουμε την Αμερική ισχυρή ξανά», εννοώντας ότι πριν απ’ όλα αυτό θα σήμαινε την επιστροφή των επιχειρήσεων στις ΗΠΑ, έτσι ώστε να ξαναζωντανέψουν ολόκληρες βιομηχανικές περιοχές, που τώρα έχουν ερημώσει. Ήταν αυτός που απευθυνόταν στην εργατική τάξη με το όνομά της και την καλούσε να τον ψηφίσει, γνωρίζοντας φυσικά ότι η επιστροφή κεφαλαίων στις ΗΠΑ δεν είναι τόσο υπόθεση της χαμηλής φορολογίας, που και γι’ αυτό δεσμεύτηκε, μια και τα κεφάλαια που μετανάστεψαν σε άλλες χώρες χαίρουν καλύτερων φορολογικών συνθηκών απ’ ότι και στις ίδιες τις ΗΠΑ. Ήταν αυτός που δήλωνε ότι θα βάλει 45% δασμούς στα Κινέζικα προϊόντα για να γίνουν πιο ανταγωνιστικά τα Αμερικάνικα προϊόντα μέσα στην ίδια τη χώρα τους.
Ο Ντόναλντ Τραμπ «έπαιξε» επίσης και με τις ανοιχτές «πληγές» των ΗΠΑ. Στράφηκε ευθέως ενάντια στους μετανάστες, μια και οι ΗΠΑ δέχονται πολύ μεγάλο αριθμό μεταναστών, υπερασπίστηκε τη δέσμευσή του για το χτίσιμο του τείχους με το Μεξικό, την απόφασή του για την απέλαση 11 εκατομμυρίων μεταναστών. Στράφηκε επίσης ενάντια στους Μουσουλμάνους ανασκαλεύοντας οδυνηρές μνήμες. Την ίδια στιγμή κατηγορούσε τη Χίλαρι Κλίντον ότι διακινδυνεύει έναν Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο με τη στάση της απέναντι στη Ρωσία. Γενικά ο Τραμπ έδωσε ένα στίγμα «εθνικής αναδίπλωσης» αποδίδοντας έμφαση στην ανασυγκρότηση της οικονομίας των ΗΠΑ.
Εάν θέλουμε να «ξύσουμε» λιγάκι την επιφάνεια των οικονομικών και πολιτικών πραγμάτων των ΗΠΑ, κατά τη γνώμη μας, ο Ντόναλντ Τραμπ εκφράζει μια ισχυρή μερίδα του κεφαλαίου, που ανησυχεί πρωτίστως για την οικονομική πορεία των ΗΠΑ παίρνοντας υπόψη ότι το διεθνές οικονομικό κέντρο βάρους μετατοπίζεται προς την Ανατολή. Η σημερινή πολιτική ελίτ των ΗΠΑ φαίνεται ότι δε μπορεί να αποτρέψει μια τέτοια εξέλιξη.
Η Κίνα αυτήν τη στιγμή συνεισφέρει το 47% στην παγκόσμια ανάπτυξη. Η κύρια προσπάθεια αυτής της μερίδας του κεφαλαίου είναι να σπάσει μια συμμαχία μεταξύ Ρωσίας και Κίνας, που θα μπορούσε να εξελιχτεί σε στρατηγικής σημασίας ζήτημα για τις ΗΠΑ και τη θέση τους στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα. Αυτό είναι το πρόβλημα που θέλει να επιλύσει ο Ντόναλντ Τραμπ και οι δυνάμεις του κεφαλαίου που εκπροσωπεί. Θεωρούν, όμως, ότι αυτή η εξέλιξη δε μπορεί να αποτραπεί εάν, ταυτόχρονα, οι ΗΠΑ δεν ανακτήσουν το οικονομικό έδαφος που έχουν απωλέσει. Εξ ου και η υπόσχεση του Ντόναλντ Τραμπ για την ενίσχυση της εθνικής παραγωγής.
Στην πραγματικότητα, όμως, το πρόβλημα των ΗΠΑ είναι περισσότερο περίπλοκο. Ανάπτυξη της Κίνας, της Ρωσίας, της Ινδίας κ.α. σημαίνει παράλληλα και εκ των πραγμάτων απώλεια της οικονομικής ισχύος των ΗΠΑ και γενικότερα του Δυτικού καπιταλισμού. Και αυτή η τάση δεν είναι εύκολο, αν όχι είναι αδύνατο να αντιστραφεί. Ο δείκτης παραγωγικής αξιοποίησης των ΗΠΑ είναι κάτω από το 80%.
Τι θα σήμαινε μια επιστροφή κεφαλαίων στις ΗΠΑ, δηλαδή μια παραπέρα ανάπτυξη των παραγωγικών της δυνάμεων, χωρίς την παράλληλη ανακατανομή των αγορών υπέρ των ΗΠΑ και σε βάρος των άλλων ανταγωνιστικών δυνάμεων; Θα σήμαινε επιτάχυνση των κρισιακών φαινομένων στην οικονομία των ΗΠΑ. Το βασικό πρόβλημα επομένως για τις ΗΠΑ είναι η ανακατανομή των αγορών.
Και αυτήν την ανακατανομή των αγορών ούτε η Χίλαρι Κλίντον θα μπορούσε να την πραγματοποιήσει εύκολα με τη δική της γεωστρατηγική αντίληψη, που εκφράζει μια άλλη μερίδα των δυνάμεων του κεφαλαίου των ΗΠΑ, ούτε ο Ντόναλντ Τραμπ είναι εύκολο να την επιβάλει. Και νομίζουμε ότι αυτό το γεγονός έχει αρχίσει να γίνεται αντιληπτό, κυρίως στη νεολαία των ΗΠΑ.
Γι’ αυτόν το λόγο θα παρατηρήσαμε ότι, έστω δειλά, άρχισε να διατυπώνεται στις ΗΠΑ, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, ένας άλλος, πιο ριζοσπαστικός λόγος, που αφορούσε την εναντίωση στις δυνάμεις του κεφαλαίου, που έφτανε μέχρι και την ανοιχτή διατύπωση του αιτήματος του σοσιαλισμού. Και αυτός ο πολιτικός λόγος δεν είχε καμία σχέση ούτε με το Ντόναλντ Τραμπ ούτε με τη Χίλαρι Κλίντον.
Ο Μπέρνι Σάντερς π.χ. στηρίχτηκε κυρίως από δυνάμεις της νεολαίας και εργαζομένων, που αρχίζουν να αντιλαμβάνονται τα αδιέξοδα της Αμερικάνικης κοινωνίας, τα κρισιακά της φαινόμενα. Το γεγονός και μόνο ότι ο Μπέρνι Σάντερς αποδοκιμάστηκε από τους οπαδούς του για τη στήριξη που αποφάσισε να δώσει στη Χίλαρι Κλίντον είναι μια ένδειξη απόρριψης του κυρίαρχου πολιτικού συστήματος. Σημασία έχει επίσης το γεγονός, που διατυπώνεται από πολιτικούς αναλυτές, ότι εάν στη θέση της Χίλαρι Κλίντον ήταν ο Μπέρνι Σάντερς αυτήν τη στιγμή, πιθανόν, να ήταν αυτός ο 45ος πρόεδρος των ΗΠΑ.
Θεωρούμε ότι στην Αμερικάνικη κοινωνία διεξάγονται σημαντικές διεργασίες, που κάποια στιγμή θα αναζητήσουν και την πολιτική τους έκφραση. Και αυτό είναι ένα παρήγορο στοιχείο. Αυτό δε σημαίνει, βέβαια, ότι από την πλευρά μας ταυτίζουμε αυτές τις διεργασίες με συγκεκριμένα πρόσωπα του σήμερα, οφείλουμε, όμως, να σημειώσουμε το γεγονός.
COMMENTS