Με αφορμή την επέτειο της 28ης του Οκτώβρη – Μέρος Τέταρτο (τελευταίο)

Το πραγματικό δίλημμα που μπήκε μπροστά στη Σοβιετική Ένωση και το Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα, πριν το ξέσπασμα του Β’ΠΠ και μετά από αυτό, ήταν μέσα από ποια τακτική θα υπερασπίσουν τα συμφέροντα της παγκόσμιας σοσιαλιστικής επανάστασης και μάλιστα σε μια χρονική περίοδο, που στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης είχαν εγκαθιδρυθεί αντιδραστικά – φασιστικά καθεστώτα, που περιόριζαν αποφασιστικά τη δράση των επαναστατικών δυνάμεων.

Ο Β’ΠΠ ξεκινάει με πρωτοβουλία της Γερμανίας, φροντίζοντας να δημιουργήσει έναν Άξονα αρχικά μεταξύ Βερολίνου – Ρώμης, τον «Κάθετο Άξονα», που συμπληρώθηκε αυτός με τη συμμετοχή της Ιαπωνίας, μετά από την υπογραφή συμφωνίας μεταξύ Γερμανίας και Ιαπωνίας. Αυτές ήταν οι βασικές δυνάμεις του Άξονα (και ορισμένες άλλες μικρότερες χώρες που τάχτηκαν στο πλευρό τους, όπως: Ουγγαρία, Βουλγαρία, Σλοβακία, Ρουμανία, Κροατία, κ.α.).

Βασικός στόχος της Γερμανίας ήταν να ανατρέψει τα σε βάρος της αποτελέσματα του Α’ΠΠ, που είχαν αποτυπωθεί με τη Συνθήκη των Βερσαλλιών. Η Γερμανία αναζητούσε νέες αγορές, περισσότερο «ζωτικό χώρο», γεγονός που δε μπορούσε να το πραγματοποιήσει εάν δεν ακύρωνε τη συγκεκριμένη Συνθήκη – με τους βαρύτατους οικονομικούς όρους σε βάρος της, η οποία την περιόριζε και σε ό,τι αφορά τον πολεμικό εξοπλισμό της.

Είμαστε υποχρεωμένοι, λόγω της έκτασης των πολιτικών εξελίξεων εκείνης της εποχής και της στάσης χωρών, που έπαιξαν ρόλο στο Β’ΠΠ, να συμπυκνώσουμε κυρίως σε πολιτικές εκτιμήσεις. Με την έννοια αυτή, όταν την 1η του Σεπτέμβρη του 1939 ξεκινάει η επίθεση της Γερμανίας ενάντια στην Πολωνία μέχρι την 22η του Ιούνη του 1941, που ξεκινάει ο πόλεμος της Γερμανίας ενάντια στη Σοβιετική Ένωση υπάρχουν τα παρακάτω βασικά πολιτικά δεδομένα:

  • Η Βρετανία δείχνει μεγάλη ανοχή απέναντι στην επιθετικότητα της Γερμανίας. Κήρυξε τον πόλεμο ενάντια στη Γερμανία, που δεν τον διεξήγαγε ποτέ. Αντίθετα προχωρούσε σε συμφωνίες με τη Γερμανία, όπως η Συμφωνία του Μονάχου, που επί της ουσίας επικύρωνε και κατοχύρωνε την επεκτατικότητα της Γερμανίας. Η ανοχή αυτή δεν ήταν ανεξήγητη. Οφειλόταν στο γεγονός ότι, από τη μια μεριά, ο Άξονας διαπνεόταν από ισχυρότατα αντικομμουνιστικά αισθήματα και αυτό το γεγονός εξυπηρετούσε τη Βρετανία, η οποία αφ’ ενός έστρεφε την κατεύθυνση του πολέμου ενάντια στη Σοβιετική Ένωση, ενώ, από την άλλη μεριά, έτρεφε την ελπίδα ότι μ’ αυτόν τον τρόπο θα διέσωζε τις δικές της αποικίες.
  • Στο ίδιο χρονικό διάστημα η Σοβιετική Ένωση προχωράει σε Σύμφωνα μη επίθεσης (ουδετερότητας) με την Ιαπωνία και τη Γερμανία, ενώ την ίδια στιγμή προσπαθούσε δημιουργήσει κοινή στάση με τη Γαλλία και τη Βρετανία ενάντια στη Γερμανία.
  • Οι αστικές τάξεις της Βρετανίας και της Γαλλίας είναι διασπασμένες και ταλαντεύονται ως προς τη στάση τους απέναντι στην επιθετικότητα της Γερμανίας. Μια απόδειξη γι’ αυτό το γεγονός είναι η Συνθήκη του Μονάχου.
  • Με βάση τις σύγχρονες επεξεργασίες του Κόμματος, που χαρακτηρίζουν τον Ιταλοελληνικό πόλεμο ιμπεριαλιστικό και από τις δύο πλευρές, θα έπρεπε το Κίνημα στην Πολωνία, που δέχεται πρώτη την επίθεση της Γερμανίας, να μετατρέψει τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο σε εμφύλιο πόλεμο, πολύ περισσότερο θα έπρεπε να κρατήσει την ίδια στάση και στη Γερμανία, που εξαπόλυσε τον πόλεμο.

Όπως έχουμε δείξει στις προηγούμενες συνέχειες αυτού του άρθρου το Κομμουνιστικό Κίνημα δεν είχε αυτήν τη δυνατότητα, λόγω της κατάστασης που βρισκόταν εκείνη την περίοδο. Και αυτήν την εκτίμηση την αναφέρουμε ανεξάρτητα από το χαρακτήρα του πολέμου, αλλά και πέρα και έξω από τις επεξεργασίες του Κόμματος που κάνει εκ των υστέρων για το χαρακτήρα του πολέμου. Το ίδιο ισχύει και για τη χώρα μας. Επ’ αυτού του ζητήματος η ηγεσία του Κόμματος σιωπά και δεν τοποθετείται.

Το πνεύμα και η ουσία των βασικών αποφάσεων της Κομμουνιστικής Διεθνούς ήταν να κινητοποιήσει τους λαούς ενάντια στον Άξονα. Και αυτό με διπλό σκοπό: Πρώτο, για να υποχρεώσει τις χώρες, που διατηρούσαν ακόμη την αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία, να στραφούν ενάντια στον Άξονα και επομένως να δημιουργηθούν πρόσθετες δυσκολίες στις χώρες του Άξονα, πράγμα που στην πράξη σήμαινε μεγαλύτερη υποστήριξη στη Σοβιετική Ένωση.

Την κατεύθυνση αυτήν η Κομμουνιστική Διεθνής την επιλέγει έχοντας επίγνωση ότι οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, όπως η Βρετανία, η Γαλλία και οι ΗΠΑ ενδιαφέρονται για τον πόλεμο για να εξασφαλίσουν προς όφελός τους το μοίρασμα των αγορών. Παρ’ όλα αυτά αυτή η κατεύθυνση βοηθάει το Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα να παίξει σημαντικό ρόλο στη διάρκεια του πολέμου, βοηθάει και την υπόθεση της Παγκόσμιας Σοσιαλιστικής Επανάστασης από την άποψη της διάσωσης του σοσιαλισμού, που έχει εμφανιστεί στη Σοβιετική Ένωση.

Με αυτήν την έννοια η Κομμουνιστική Διεθνής απευθύνθηκε κυρίως στη βάση των Σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, ανεξάρτητα από τη στάση των ηγεσιών τους. Σε ό,τι αφορά τις μορφές πάλης δεν απέκλεισε καμία μορφή πάλης. Αυτό ήταν θέμα των συνθηκών που επικρατούσαν στην κάθε χώρα.

Δεύτερο, το Κομμουνιστικό Κίνημα έπαιρνε την πρωτοβουλία των κινήσεων τόσο σε ό,τι αφορά την πάλη ενάντια στο φασισμό και ναζισμό όσο και στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα από την ξενική Κατοχή. Μ’ αυτόν τον τρόπο το Κομμουνιστικό Κίνημα αναδεικνυόταν σε ηγετική δύναμη της κινητοποίησης και οργάνωσης των λαών, γεγονός που το βοηθούσε να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο και στη διάρκεια του πολέμου αλλά και μετά το τέλος του πολέμου για τη διεκδίκηση και κατάκτηση της εξουσίας.

Ένα σαφές ιστορικό παράδειγμα για τη δράση του Κομμουνιστικού Κινήματος, σε σχέση με τις αποφάσεις της Κομμουνιστικής Διεθνούς, είναι αυτό της χώρας μας. Το Κόμμα μας ήταν βαριά τραυματισμένο από τα χτυπήματα της δικτατορίας του Μεταξά και το μεγάλο τμήμα των στελεχών του αλλά και των μελών του βρίσκονταν στις φυλακές και τις εξορίες.

Με την ίδια του τη δράση ενέπνευσε τον Ελληνικό λαό να προσπαθήσει να αποκρούσει την ιμπεριαλιστική επίθεση της Ιταλίας και της Γερμανίας και διεξάγει ένα δίκαιο αμυντικό πόλεμο. Με την Κατοχή της χώρας μας μπαίνει επικεφαλής της Αντίστασης και του Εθνικοαπελευθερωτικού Αγώνα.

Με την ίδρυση του ΕΑΜ του δίνεται η δυνατότητα να συσπειρώσει λαϊκές μάζες, που πριν τον πόλεμο ανήκαν σε άλλα κόμματα. Αστικά κόμματα. Μπόρεσε, επίσης, μπροστά και στη στάση που κράτησαν η αστική τάξη και τα κόμματά της, να προσελκύσει και στελέχη του αστικού στρατού και ευρύτερες προσωπικότητες. Δημιούργησε τον ΕΛΑΣ και τον εφεδρικό ΕΛΑΣ που συσπείρωσαν σημαντικές λαϊκές μάζες.

Ειδικά μετά το 1943 η επιρροή του ΕΑΜ και του ΚΚΕ ήταν συντριπτική, εξ αιτίας και των νικών που σημείωνε ο Κόκκινος Στρατός και το συνεχώς ανερχόμενο κύρος της Σοβιετικής Ένωσης. Δημιούργησε κυβέρνηση και στέριωσε λαϊκούς θεσμούς. Στην πραγματικότητα την εξουσία στη χώρα μας, με την Απελευθέρωση της Αθήνας την είχε στα χέρια του το ΕΑΜ.

Το ερώτημα που προκύπτει τώρα είναι: η έλλειψη ενός προγράμματος που θα οδηγούσε στη σοσιαλιστική επανάσταση ήταν η αιτία που δεν πήρε την εξουσία το ΕΑΜ και το ΚΚΕ;

Θεωρούμε αυτήν την άποψη πολύ απλουστευτική. Και τη θεωρούμε απλουστευτική για δύο κυρίαρχα λόγους: Πρώτο, γιατί το ΕΑΜ και το ΚΚΕ, ακόμη και μετά τις συμφωνίες του Λιβάνου, είχαν τις δυνάμεις, μετά την Απελευθέρωση, την Κυβέρνηση του Βουνού να την καθιερώσουν ως κυβέρνηση της χώρας. Η κυβέρνηση αυτή θα κήρυττε την Ελλάδα ως ανεξάρτητη χώρα, που διέθετε δικιά της κυβέρνηση και επομένως ο στόχος της αντιφασιστικής συμμαχίας για την ήττα του Άξονα, σε ό,τι αφορά την περιοχή μας, θα είχε επιτευχθεί. Με αυτόν τον τρόπο θα αφαιρούσε, τουλάχιστον τυπικά, κάθε επιχείρημα για εξωτερική επέμβαση. Μπορεί αυτήν την κίνηση του ΕΑΜ και του ΚΚΕ να μην την αποδέχονταν ορισμένες δυνάμεις του ΕΑΜ. Αυτές οι δυνάμεις, όμως, δεν ήταν σε θέση να επηρεάσουν ή και να μειώσουν την επιρροή του ΕΑΜ και του ΚΚΕ. Δεύτερο, γιατί η απάντηση που δίνουν το ΕΑΜ και το ΚΚΕ στο πεδίο της μάχης με τα Δεκεμβριανά δείχνουν πλέον ότι το ΕΑΜ και το ΚΚΕ μπορούν να νικήσουν και να αντιμετωπίσουν και την ιμπεριαλιστική επέμβαση της Βρετανίας, με μια διαφορετική ανάπτυξη των στρατιωτικών δυνάμεων του ΕΛΑΣ και πριν εδραιωθούν οι αστικές δυνάμεις και οι Βρετανοί, δηλαδή, και πάλι το ΕΑΜ και το ΚΚΕ θα βρίσκονταν μπροστά στο ίδιο ζήτημα, της ανάληψης της εξουσίας και μάλιστα ωθούμενα από τις ίδιες τις εξελίξεις. Μια νίκη του ΕΑΜ και του ΚΚΕ στα Δεκεμβριανά θα διαφοροποιούσαν εντελώς τις πολιτικές εξελίξεις. Οι αστικές δυνάμεις και οι Βρετανοί θα έχαναν την πρωτεύουσα και θα είχαμε και αλλαγές και στο στρατιωτικό επίπεδο.

Γιατί το ΕΑΜ και το ΚΚΕ εξακολουθούν να βαδίζουν στην ίδια τακτική, να επιμένουν στην κυβέρνηση «Εθνικής Ενότητας», που οδηγεί στο τέλος και στην παράδοση των όπλων; Κατά τη γνώμη μας όχι επειδή έχουν στο μυαλό τους τις αποφάσεις της 6ης Ολομέλειας της ΚΕ του ΚΚΕ του 1934, ούτε επειδή δεν είχαν στο μυαλό τους οι ηγεσίες του ΕΑΜ και του ΚΚΕ το ζήτημα της εξουσίας.

Πιστεύουμε ότι οι λόγοι που επέβαλαν τις εξελίξεις εκείνη την εποχή ήταν οι λόγοι που αναφέραμε στην αρχή στη σειρά αυτών των άρθρων, γι’ αυτό και επανερχόμαστε σ’ αυτούς:

  1. Ότι δεν ήθελαν το ΕΑΜ και το ΚΚΕ να δημιουργήσουν με τη δράση τους, σε καμία περίπτωση, προβλήματα στην αντιφασιστική συμμαχία, ενώ ακόμη ο πόλεμος δεν είχε τελειώσει, και να αποτελέσει αυτό το γεγονός το πρόσχημα για το ξεκίνημα μιας ανοιχτής στροφής της στάσης των άλλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων της αντιφασιστικής συμμαχίας ενάντια στη Σοβιετική Ένωση. Προφανώς αυτή η εκτίμηση είχε πραγματική βάση αλλά οι συνθήκες που είχαν δημιουργηθεί στην Ελλάδα, με συσπειρωμένο το λαό στο ΕΑΜ και το ΚΚΕ, δεν ήταν εύκολο να παρακαμφθούν από τη Βρετανία και τις ΗΠΑ. Αυτό έδειξε και ο τρίχρονος αγώνας του Δημοκρατικού Στρατού.
  2. Ότι η εκτίμηση, που είχαν για το ρόλο της Βρετανίας στην περιοχή, που την έπαιρναν εξ αρχής υπόψη τους , για το ενδεχόμενο μιας ιμπεριαλιστικής επέμβασης στη χώρα μας εκ μέρους της, επιδρούσε και στη στάση του ΕΑΜ και του ΚΚΕ απέναντι στις αστικές δυνάμεις και στις συμφωνίες που υπέγραψαν, οδηγούσε σε μια υπερεκτίμηση των δυνατοτήτων της Βρετανίας και σε μια αντίστοιχη υποτίμηση των δυνατοτήτων του ΕΑΜ και του ΚΚΕ με συσπειρωμένο το λαό δίπλα τους.

Το συμπέρασμα το δικό μας είναι ότι οι κατευθύνσεις της Κομμουνιστικής Διεθνούς δε στάθηκαν εμπόδιο για την κατάκτηση της εξουσίας από το ΕΑΜ και το ΚΚΕ. Δεν κρίθηκε, επίσης, το πρόβλημα της εξουσίας από την έλλειψη σοσιαλιστικού προγράμματος. Τα πράγματα κρίθηκαν κατά κύριο λόγο από την πολιτική που ακολούθησαν το ΕΑΜ και το ΚΚΕ στις συγκεκριμένες συνθήκες.

Και είναι βέβαιο ότι υπήρξαν λάθη στην κατανόηση της αντιφασιστικής συμμαχίας, όπως είναι βέβαιο ότι υπήρξαν λάθη και στην αντιμετώπιση της Βρετανίας και των αστικών κομμάτων. Αλλιώς και δε θα υπήρχαν οι αντίστοιχες συμφωνίες. Μόνο που η ρίζα αυτών των λαθών δε βρίσκεται στα ντοκουμέντα της Κομμουνιστικής Διεθνούς ούτε στην τακτική, που ακολούθησαν η Κομμουνιστική Διεθνής και η Σοβιετική Ένωση. Αυτή η τακτική ήταν μονόδρομος.

Εάν θεωρήσουμε ότι οι ευθύνες βρίσκονται στις κατευθύνσεις της Κομμουνιστικής Διεθνούς, τότε πως θα εξηγήσουμε ότι το ΚΚΕ και το ΕΑΜ από τη στιγμή που πληροφορήθηκαν το περιεχόμενο των συμφωνιών του Λιβάνου αρχικά τις απέρριψαν;

Μη υπογραφή των συμφωνιών του Λιβάνου, που αυτό ήταν το σωστό να γίνει, θα σήμαινε ανοιχτή σύγκρουση με τις αστικές δυνάμεις και τη Βρετανία. Κυρίως με τη Βρετανία και λιγότερο με τις αστικές δυνάμεις, γιατί αυτές στερούνταν αξιόλογου λαϊκού ερείσματος. Αυτό το γεγονός νομίζουμε ότι εξηγεί τα πράγματα.

Απομένουν να εξετάσουμε ακόμη αρκετά ζητήματα γύρω από τη «χαμένη επανάσταση», αλλά θα επανέλθουμε και πάλι με την πρώτη ευκαιρία με μια άλλη σειρά άρθρων.

COMMENTS