Πολύ ενδιαφέρουσες και διδακτικές, κατά την άποψή μας, ήταν οι εξελίξεις γύρω από το ζήτημα της αδειοδότησης των τηλεοπτικών καναλιών και τη σύσταση του ΕΣΡ, πριν και μετά την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ). Με την απόφασή του αυτή το ΣτΕ ακύρωσε ουσιαστικά το πιο θεμελιώδες άρθρο του νόμου, που ψήφισε η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ -ΑΝΕΛ.
Τώρα αναζητούνται συναινέσεις και τρόποι να διευθετηθεί το ραδιοτηλεοπτικό τοπίο και η σύσταση του ΕΣΡ. Ήταν φανερό, ότι η όλη διαπάλη που γινόταν αφορούσε στον έλεγχο και στην κατανομή του ραδιοτηλεοπτικού τοπίου, αλλά επί της ουσίας ήταν και μια πολιτική μάχη.
Η Νέα Δημοκρατία πιάστηκε από τον πρόσφατο νόμο, αφού είχε φροντίσει να μπλοκάρει τη σύσταση του ΕΣΡ, και έχοντας την πλήρη στήριξη των μέχρι τώρα καναλαρχών – και στο όνομα της ελεύθερης ενημέρωσης, εξαπόλυσε μια επίθεση φθοράς ενάντια στην κυβέρνηση, απαιτώντας ταυτόχρονα και εθνικές εκλογές.
Με τη στάση της πίεζε παράλληλα και το ΣτΕ για μια ακυρωτική απόφαση, που θα έβγαζε τον πρόσφατα ψηφισμένο νόμο, με βάση τον οποίο έγινε ο περίφημος διαγωνισμός, ως αντισυνταγματικό. Έτσι όταν το ΣτΕ ακύρωσε το σχετικό άρθρο 2α του νόμου, μη μπαίνοντας στην περαιτέρω συζήτηση, η Νέα Δημοκρατία παρουσιάστηκε «δικαιωμένη», ενώ η κυβέρνηση, αφού έβγαλε τα «εσώψυχά» της ενάντια στο ΣτΕ, τώρα είναι έτοιμη να αναστείλει και το νόμο «γέφυρα», μέχρι την οριστική συγκρότηση του ΕΣΡ.
Η ουσία του ζητήματος ήταν, σε σχέση με το ΣτΕ, ότι η απόφασή του ήταν μια πολιτική απόφαση, δηλωτική και της περίφημης ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης, που έπαιρνε υπόψη της το πως είχαν διαμορφωθεί οι πολιτικές συνθήκες αυτής της περιόδου. Από τη μια μεριά ικανοποιούσε τη Νέα Δημοκρατία, ενώ από την άλλη μεριά έδινε τη δυνατότητα στην κυβέρνηση να ισχυρίζεται ότι δεν χαρακτηρίστηκε ολόκληρος ο νόμος ως αντισυνταγματικός και να καταθέσει τη σχετική τροπολογία για το άρθρο 2α , την οποία βέβαια αρνήθηκε να αποδεχτεί η Νέα Δημοκρατία προτείνοντας η λέξη «αναστέλλεται» στην τροπολογία να αντικατασταθεί με τη λέξη «καταργείται».
Έσπευσε ο πρόεδρος της βουλής να διασαφηνίσει ότι η λέξη «αναστέλλεται» ουσιαστικά συμπεριλαμβάνει και την έννοια του «καταργείται». Έτσι οι επικλήσεις για συναίνεση άρχισαν να πιάνουν τόπο, ενώ μετά την έκδοση της απόφασης του ΣτΕ ο Σταύρος Ψυχάρης από το «Βήμα της Κυριακής» έδινε το «ελεύθερο» γράφοντας άρθρο με το χαρακτηριστικό τίτλο: «Αφήστε τον να κυβερνήσει», ενώ ο Αντώνης Καρακούσης, διευθυντής της εφημερίδας, έδινε με αντίστοιχο άρθρο του το (επιθυμητό;) πολιτικό στίγμα της περιόδου: «Το μοιραίο έρχεται για τον κ. Τσίπρα». Τα παραπάνω βέβαια είναι ενδεικτικά του πολιτικού κλίματος που θέλουν να δημιουργήσουν οι «κομμένοι» καναλάρχες.
Την ίδια στιγμή ορισμένα ΜΜΕ έκαναν την εκτίμηση ότι τα σημάδια συναίνεσης είναι ορατά, ότι αυτά πρέπει να εκφραστούν στην προσεχή διάσκεψη των προέδρων της βουλής και να λήξει το ζήτημα της συγκρότησης του ΕΣΡ, ενώ παρουσίασαν τη Νέα Δημοκρατία ότι κινδυνεύει να απομονωθεί πλέον, εάν το «παρατραβήξει» και συνεχίσει να πιέζει την κυβέρνηση με την ίδια τακτική, ότι παραέγινε κουβέντα για τις ραδιοτηλεοπτικές συχνότητες και τις αδειοδοτήσεις, την ώρα, που άλλα προβλήματα είναι σημαντικά και καθορίζουν την τύχη της χώρας για τα επόμενα χρόνια. Άλλα ΜΜΕ παρουσίασαν ότι ανοίγει ο δρόμος για συνεννόηση για το ΕΣΡ, με μία διαφοροποιημένη εκδοχή, υποστηρίζοντας ότι «κατέρρευσε» η πολιτική της κυβέρνησης.
Η Νέα Δημοκρατία, βέβαια, φέρεται να επιμένει στην τακτική της, καλύτερα στον τακτικισμό της, τουλάχιστον μέχρι αυτήν τη στιγμή, θέτει όρους ως προς το θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας του ΕΣΡ, που πρέπει να γίνουν αποδεκτοί, έχει καταθέσει δικό της σχέδιο νόμου και προτείνει τον Αθανάσιο Κουτρομάνο, πρώην πρόεδρο του Αρείου Πάγου για επικεφαλής του ΕΣΡ. Βασικός της στόχος να οδηγήσει την κυβέρνηση σε μία κατά κράτος υποχώρηση, προκειμένου να εισπράξει τα πολιτικά της κέρδη. Και όχι μόνο αυτή αλλά και οι καναλάρχες, που συμπαρατάχθηκαν μαζί της. Και όλα αυτά στο όνομα της «ελεύθερης ενημέρωσης και της υπεύθυνης λειτουργίας των ανεξάρτητων αρχών»! Την ίδια στιγμή και στο εσωτερικό της ακούγεται από στελέχη της ότι πρέπει και η ίδια να κάνει βήματα στην κατεύθυνση της συναίνεσης.
Είναι φανερό ότι ο διαγωνισμός για τις ραδιοτηλεοπτικές άδειες και το σχετικό νόμο, που ψήφισε η κυβέρνηση, ήταν μια ευκαιρία για την κυβέρνηση και τη Νέα Δημοκρατία και τα άλλα αστικά κόμματα, για να συγκαλύψουν το πραγματικό πολιτικό πρόβλημα μπροστά στο οποίο έχουν βρεθεί και να μετατοπίσουν το πραγματικό πολιτικό επίδικο ζήτημα.
Την απουσία μιας πραγματικής πολιτικής πρότασης για την έξοδο από την οικονομική κρίση, την απόκρυψη των νέων μέτρων, που περιμένουν τους εργαζόμενους σε σχέση με τη δεύτερη αξιολόγηση και ένα πιθανό τέταρτο μνημόνιο, το άνοιγμα του ασφαλιστικού για άλλη μια φορά, την πολιτική κρίση που περνάνε τα αστικά κόμματα στη χώρα μας. Η κοινή στάση των «θεσμών», που εκφράζουν και την κυρίαρχη πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προδιαγράφει και τη νέα καταιγίδα που έρχεται, είτε με την παρούσα κυβέρνηση είτε και με μια κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας. Επομένως όλη αυτή η διαπάλη είχε έντονο και το στοιχείο του αποπροσανατολισμού.
Και εάν «διαβάσουμε» με πιο προσεκτικό μάτι τις μέχρι σήμερα δημοσκοπήσεις, θα παρατηρήσουμε ότι η κυβέρνηση έχει σοβαρές απώλειες στην πολιτική της επιρροή, αλλά, ταυτόχρονα, ενώ η Νέα Δημοκρατία ανακτά δυνάμεις δεν έχει και τον «αέρα» της νίκης. Η αντιπαράθεση, επομένως, πάνω στα όσα έρχονται δεν προσφέρεται ούτε για τη Νέα Δημοκρατία ούτε και για την κυβέρνηση.
Το ΚΚΕ, βέβαια, κατήγγειλε όλη αυτήν τη μεθόδευση, μίλησε για τη διαπάλη για τον έλεγχο του ραδιοτηλεοπτικού τοπίου, ότι τα ΜΜΕ τα κατέχουν ιδιώτες καπιταλιστές, που κάνουν ό,τι θέλουν, παραπέρα μίλησε για τον αποπροσανατολισμό, που επιχειρούσαν η κυβέρνηση και τα άλλα αστικά κόμματα, το ρόλο των λεγόμενων ανεξάρτητων αρχών, την απουσία αντικειμενικής ενημέρωσης, ενώ ταυτόχρονα επισήμανε και τον κίνδυνο οι εργαζόμενοι να χάσουν τη δουλειά τους με το κλείσιμο των καναλιών.
Το ζήτημα είναι: Πράγματι, κυβέρνηση και Νέα Δημοκρατία μετατόπισαν το πεδίο της πολιτικής αντιπαράθεσης, που θα μπορούσε να είναι και πεδίο αντιπαράθεσης διαφορετικών μερίδων της αστικής τάξης, ως προς τη στάση που πρέπει να κρατήσουν απέναντι στη σημερινή κυβέρνηση, και αυτό το πολιτικό παιχνίδι θα έπρεπε να αποκαλυφθεί. Όπως έπρεπε να αποκαλυφθεί και η μέχρι τώρα έλλειψη αντικειμενικής ενημέρωσης αλλά και του περιεχομένου συνολικά των προγραμμάτων των καναλιών, παραπέρα η αναξιοπιστία των ανεξάρτητων αρχών.
Το ερώτημα που προκύπτει τώρα είναι: Αυτό ακριβώς το ζήτημα δεν είναι και ένα πραγματικό πρόβλημα, που απασχολεί τους εργαζόμενους της χώρας και που θα έπρεπε να καλύψει το Κόμμα με μία συγκεκριμένη θέση και να μην τοποθετηθεί κυρίως ως προς την τύχη των εργαζομένων στα κανάλια και να ξεμπερδέψει με ένα «παρόν» στη διάσκεψη των προέδρων της βουλής;
Νομίζουμε ότι το Κόμμα θα έπρεπε να αναπτύξει μια πιο ολοκληρωμένη πρόταση, να εντάξει αυτήν την πρόταση στο πλαίσιο της πολιτικής κρίσης των αστικών κομμάτων, παίρνοντας υπόψη ότι η πολιτική κρίση δεν ταυτίζεται με την επαναστατική κρίση και την επαναστατική κατάσταση, να προσδώσει δυναμική στην πρότασή του στην κατεύθυνση της όξυνσης της πολιτικής κρίσης, να αναφερθεί αλλά και να μην παραμείνει κυρίως στα μέχρι τώρα «κουσούρια» του ραδιοτηλεοπτικού τοπίου και τον έλεγχό του, που επιδίωκε και επιδιώκει η αστική τάξη και τα κόμματά της, που θα εξακολουθήσουν να υπάρχουν (άλλωστε και η πρόταση της Νέας Δημοκρατίας δεν προβλέπει καμία πρόνοια για τους εργαζόμενους, ουσιαστικά διαιωνίζει το προηγούμενο καθεστώς ασυδοσίας με λίγο διαφορετικούς όρους).
Σ’ αυτό το πλαίσιο θα έπρεπε να μιλήσει για μια άλλη πρόταση εξόδου, για μια άλλη λύση, για την ανάγκη μιας άλλης εξουσίας, της εξουσίας της εργατικής τάξης και των μικρομεσαίων μικροαστικών στρωμάτων. Της εξουσίας της Λαοκρατικής Δημοκρατίας.
Να εκλαϊκεύσει το δημοκρατισμό της, να ξεκαθαρίσει ότι δεν πρόκειται κανένας ιδιώτης καπιταλιστής να διαθέτει στα χέρια του ΜΜΕ, ότι θα καταργήσει το σημερινό καθεστώς των καναλαρχών, γιατί κανένας αστός ιδιώτης δεν εξασφαλίζει την αντικειμενική ενημέρωση.
Να στοιχειοθετήσει ότι ο δημοκρατισμός της Λαοκρατικής Δημοκρατίας είναι η μόνη προϋπόθεση της αντικειμενικής ενημέρωσης, γιατί η εξουσία της και ο δημοκρατισμός της θα ταυτίζεται με τα συμφέροντα της πολύ μεγάλης πλειοψηφίας του Ελληνικού λαού και κυρίως των εργαζομένων και των μικρομεσαίων μικροαστικών στρωμάτων, μιας εξουσίας που θα βαθαίνει το δημοκρατισμό της.
Επομένως ο νέος ρόλος των ΜΜΕ θα είναι αίτημα της ίδιας της κοινωνίας, της εργατικής τάξης και των μικρομεσαίων μικροαστικών στρωμάτων και μ’ αυτήν την έννοια οι φορείς, που θα αναλάβουν την ενημέρωση, θα είναι οι εργαζόμενοι στα ΜΜΕ, με τη δικιά τους αυτενέργεια και τις δικές τους εργατικές οργανώσεις, που βέβαια, ταυτόχρονα, θα ελέγχονται και από τους άλλους φορείς εξουσίας της Λαοκρατικής Δημοκρατίας, γιατί οι εργαζόμενοι και οι οργανώσεις τους θα είναι οι πραγματικοί φορείς της εξουσίας της Λαοκρατικής Δημοκρατίας και πρέπει να έχουν λόγο για την αντικειμενικότητα και την ποιότητα της ενημέρωσης, γενικότερα των προγραμμάτων των ΜΜΕ. Και όλα αυτά στο πλαίσιο της ταξικής πάλης, που θα διεξάγεται με κατεύθυνση το σοσιαλισμό.
COMMENTS