«Η χειραγώγηση της ιστορικής μνήμης οδήγησε πάρα πολλές φορές σε αποτελέσματα δραματικά. Σήμερα στη χώρα μας, που υπάρχει αυτή η βαθιά κρίση, είμαστε εδώ για να ενώσουμε, όχι για να διχάσουμε, και η μνήμη πάνω στα πραγματικά γεγονόταν ενώνει. Πιστεύω ότι από εδώ και πέρα, στα επόμενα χρόνια, όχι μόνο στα μνημεία, τα οποία τώρα θα επισκεφθούμε, ούτε μόνο στους δήμους, αλλά και στα σχολεία πια και παντού, αυτές οι επέτειοι θα πάρουν το πραγματικό τους νόημα, για να υπάρξει μια πραγματική συλλογική κατάφαση και στάση μπροστά στην ιστορία μας που είναι πολύ πλούσια σε αγώνες αλλά απαιτεί και πολλούς ακόμα αγώνες για να ξεπεράσουμε και τα σημερινά μας προβλήματα».
Πρόκειται για μια δήλωση στην οποία προέβη ο Νίκος Βούτσης με την επίσημη ιδιότητά του, ως προέδρου της βουλής, σε εκδήλωση στο Μνημείο της Εθνικής Αντίστασης στη Θεσσαλονίκη, την οποία επισκέφθηκε με την ευκαιρία του εορτασμού της 30ης του Οκτώβρη 1944, ως ημέρας απελευθέρωσης της πόλης από τα ναζιστικά στρατεύματα.
Αργότερα, στην τελετή των αποκαλυπτηρίων της αναθηματικής στήλης στη μνήμη των μαχητών του ΕΛΑΣ, που απελευθέρωσε τη Θεσσαλονίκη από τα ναζιστικά στρατεύματα, ανάμεσα στα άλλα επισήμανε και τα εξής:
«Είναι τιμή μου που εκπροσωπώ τη Βουλή των Ελλήνων σε αυτή τη μεγάλη εκδήλωση, που έχει πραγματικά ιστορική σημασία μετά από τριάντα χρόνια σιωπής. Πέρυσι ξεκίνησαν και στην Αθήνα στις 12 Οκτωβρίου και φέτος επαναλήφθηκαν και έγιναν ακόμα περισσότερες οι εκδηλώσεις μνήμης και απόδοσης τιμής, γιατί τότε απελευθερώθηκε η Αθήνα.
Δεν είναι ουδέτερη η στιγμή, δεν είναι ουδέτερος ο χρόνος που οι Έλληνες, στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη, παντού, τιμάμε την ιστορία μας, την πραγματική μας ιστορία. Διότι σε όλη την Ευρώπη, και λόγω της οικονομικής κρίσης και λόγω του μεγάλου προσφυγικού ζητήματος από ροές εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων που θέλουν να φύγουν από τους πολέμους και να βρουν φιλόξενη γη, σηκώνουν πάλι κεφάλι η ξενοφοβία, ο ρατσισμός, η ακροδεξιά, οι νεοναζιστικές οργανώσεις. Είναι λοιπόν μέρος της αντιπαράθεσης, για να μην πω αυτού του σύγχρονου πολέμου, απέναντι σε αυτές τις δοξασίες και τις ακροδεξιές αντιλήψεις, η προσπάθεια που γίνεται και εδώ και στην Αθήνα και παντού».
Λίγες ημέρες νωρίτερα, την επετειακή ημέρα της 28ης του Οκτώβρη, ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας από κοινού με τον Αρχιεπίσκοπο της Ελληνικής Εκκλησίας Ιερώνυμο επισκέφτηκαν το μικρό νησί (αλλά πολύ φορτωμένο ιστορικά) του Άη Στράτη καταμεσής στο Αιγαίο. Το νησί δεν έχει μόνο ιστορική σημασία, δεν είναι μόνο φορτωμένο από τις ιστορικές μνήμες των εξόριστων κομμουνιστών αλλά αποτελεί, κατά την Τουρκική διεκδίκηση και εκδοχή και το όριο ανάμεσα στην Αιγαιακή θαλάσσια ζώνη που ανήκει στην Ελλάδα και εκείνης της Αιγαιακής θαλάσσιας ζώνης που πρέπει (και διεκδικεί η Τουρκία) να ανήκει στην Τουρκία.
Ο πρωθυπουργός στην ομιλία του και στο πλαίσιο του νοήματος της 28ης του Οκτώβρη φρόντισε να στείλει δύο μηνύματα:
Το πρώτο αφορούσε την Τουρκία. Υπενθύμισε ότι η Ελλάδα θα υπερασπιστεί τα σύνορά της και τα κυριαρχικά της δικαιώματα.
Το δεύτερο είχε άλλους αποδέκτες. Σε μια στιγμή που ένα τμήμα της αστικής τάξης προσπαθεί να αποκαταστήσει τη μνήμη του αρχηγού της φασιστικής δικτατορίας της «4ης Αυγούστου» Ιωάννη Μεταξά ως δήθεν επικεφαλής του «ΟΧΙ» του 1940, ο Αλέξης Τσίπρας επέλεξε να δώσει ένα διαφορετικό περιεχόμενο στη συγκεκριμένη εθνική επέτειο, που «ξεπερνά» τα καθιερωμένα των επίσημων εορτασμών, που έχουμε γνωρίσει ως σήμερα από το αστικό κράτος και τις εκάστοτε κυβερνήσεις.
Ο πρωθυπουργός αναγνώρισε, με το δικό του τρόπο, τον πρωτοπόρο ρόλο, που έπαιξαν οι κομμουνιστές και κατ’ επέκταση διαδραμάτισε το ΚΚΕ στην ιστορική του διαδρομή στη σύγχρονη Ιστορία της χώρας μας. Επέλεξε να αναγνωρίσει ανοιχτά ως εμπνευστή, εκφραστή και καθοδηγητή του Ελληνικού λαού το ΚΚΕ κατά το παρελθόν σημειώνοντας ότι «οι κομμουνιστές μαρτύρησαν για τα δικά τους ιδανικά, τα οποία όμως είναι και τα ιδανικά του λαού μας. Η ελευθερία, η δημοκρατία, η ανεξαρτησία της πατρίδας μας. Και πιστεύω ότι αυτές οι αξίες είναι που όπλισαν και τους πολεμιστές στο αλβανικό έπος, που όπλισαν τους μαχητές και τις μαχήτριες της εθνικής μας αντίστασης, μα και όλους τους Έλληνες και τις Ελληνίδες που άντεξαν, πολέμησαν και τελικά τα κατάφεραν, εκδίωξαν από την πατρίδα μας τον κατακτητή».
Μάλιστα ο πρωθυπουργός το πήγε ακόμη παραπέρα και όχι μόνο δεν προχώρησε να καταδικάσει ευθέως τον «υπαρκτό σοσιαλισμό», αλλά από μια ορισμένη άποψη και σε ένα ορισμένο βαθμό εμφανίστηκε να διαφοροποιείται από την κυρίαρχη πολιτική, που προωθεί συνολικά η Ευρωπαϊκή Ένωση: «Αυτό που επιχειρείται στις μέρες μας από ορισμένους κυρίως έξω από τη χώρα, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, αλλά ορισμένοι το επιχειρούν και στη χώρα, να συμψηφίσουν τα εγκλήματα της ιδεολογίας του μίσους και του φασισμού δηλαδή με την κομμουνιστική ιδεολογία. Όσο κι αν κανείς -και δικαίως- ασκήσει κριτική στα καθεστώτα και στις επιλογές της ηγεσίας του υπαρκτού σοσιαλισμού, πιστεύω ότι δεν έχει το δικαίωμα να εξομοιώνει τους θύτες με τα θύματα. Είναι ύβρις να εξομοιώνουμε τους θύτες με τα θύματα».
Προχωρώντας δε ακόμη παραπέρα, αναφέρθηκε στην ιστορική πείρα και στην ιστορική μνήμη του λαού μας, σε ότι αφορά την αντιπαράθεση φασισμού και σοσιαλισμού, κατά το Β’ παγκόσμιο πόλεμο, και εμμέσως αλλά σαφώς στον καθοριστικό ρόλο που έπαιξε το ΚΚΕ στην Εθνική Αντίσταση για να επιτεθεί στη Χρυσή Αυγή –την ώρα που ο αντιπρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας Άδωνις Γεωργιάδης με τις επαίσχυντες δηλώσεις του έκανε ανοίγματα προς τους νεοναζί:
«Και επίσης θα ήθελα να αναφερθώ και σε μία άλλη ντροπή και σε ένα άλλο στίγμα για την ιστορία και τη δημοκρατική παράδοση του λαού μας. Αυτή η χώρα, λοιπόν, που πολέμησε, αυτή η χώρα που είχε το βαρύτατο φόρο αίματος σε θύματα, κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου ενάντια στον ναζισμό να είναι μια χώρα που αναπτύσσονται ξανά οι ιδέες των ναζί. Η ιδεολογία του μίσους του φασισμού που μάλιστα κρύβονται πίσω από ένα προσωπείο, επικαλούμενοι την αγάπη για την πατρίδα. Ποιά αγάπη για την πατρίδα; Ποιός πατριωτισμός είναι αυτός που τους οδηγεί να υψώνουν τα χέρια τους μπροστά στα κάδρα του Χίτλερ και να ζωγραφίζουν τις σβάστικες, τα σύμβολα δηλαδή αυτών που αιματοκύλισαν τον λαό μας. Κανένας πατριωτισμός και καμιά αγάπη. Μόνο ο φανατισμός και η πίστη τους στην πιο αποκρουστική ιδεολογία που συνάντησε ποτέ η ανθρωπότητα.
Δεν πιστεύω, λοιπόν, ότι θα πρέπει τις μαύρες στιγμές της Ιστορίας μας να τις κρύβουμε κάτω από το χαλί. Πρέπει να τις γνωρίζουμε και να προστατευτούμε στο μέλλον. Και κανείς δεν μπορεί να συσχετίζει και να εξισώνει αυτούς που σε αυτόν τον τόπο, αλλά και αλλού, έδωσαν τη ζωή τους για πανανθρώπινα ιδανικά, για μια λεύτερη πατρίδα, όπως αυτοί που μαρτύρησαν εδώ στον Αη Στράτη, να τους εξισώνει και να τους εξομοιώνει με τους φασίστες κατακτητές που αιματοκύλισαν την πατρίδα μας, αλλά και οδήγησαν την ανθρωπότητα σε θηριωδίες και Ολοκαυτώματα».
Και ποιοι μαρτύρησαν; «Σε αυτό εδώ το κτίριο, τον σκληρό χειμώνα του ’40-’41, τριάντα οκτώ ηρωικοί πατριώτες κομμουνιστές στην πλειοψηφία τους, αγωνιστές, προτίμησαν να πεθάνουν από την πείνα, παρά να υποταχτούν. Προτίμησαν να πεθάνουν από την πείνα, ένας προς ένας, παρά να υπογράψουν. Μαρτύρησαν για τα δικά τους ιδανικά, τα οποία, όμως, είναι και τα ιδανικά του λαού μας. Η ελευθερία, η δημοκρατία, η ανεξαρτησία της πατρίδας μας».
Τι μπορούμε να συμπεράνουμε απ’ αυτές τις αναφορές του προέδρου της βουλής και του πρωθυπουργού που έγιναν στις δύο διαφορετικές επετείους, στις οποίες αναγνωρίζεται επίσημα πια ο ρόλος του ΕΑΜ, του ΕΛΑΣ και του ΚΚΕ;
Είμαστε υποχρεωμένοι και πάλι να υπενθυμίσουμε την προσπάθεια της αστικής τάξης να οικειοποιηθεί μέρος της Εθνικής Αντίστασης ακόμα και να προσδώσει αστικά χαρακτηριστικά στο ΕΑΜ (βλ. Το όψιμο αστικό ενδιαφέρον για το ΕΑΜ), καταλαβαίνοντας πως στις σύγχρονες συνθήκες της κρίσης της, ότι δεν μπορεί να ξεπεράσει τον ιστορικό ρόλο και την προσφορά του ΚΚΕ στον τόπο μας.
Ο Αλέξης Τσίπρας έχοντας πλήρη συναίσθηση και αυτός αυτής της αλήθειας είναι υποχρεωμένος να την αναγνωρίσει και να την υπενθυμίσει επίσημα. Κατά έναν τρόπο, ξεκινώντας από το ΠΑΣΟΚ και προχωρώντας στη Νέα Δημοκρατία, αυτή η «αποκατάσταση» της ιστορικής αλήθειας είχε γίνει, στο όνομα της «εθνικής ενότητας», γι’ αυτό και από την πλευρά τους δινόταν ιδιαίτερη έμφαση στον εορτασμό της επετείου της ανατίναξης της γέφυρας στο Γοργοπόταμο.
Αυτή η επιλογή, ταυτόχρονα, αποσιωπούσε εντέχνως τη στάση της αστικής τάξης και των κομμάτων της τον καιρό της Κατοχής, αλλά και τα όσα επακολούθησαν μετά από αυτήν. Την ίδια στιγμή μείωνε το μέγεθος της ιστορικής προσφοράς του ΚΚΕ επικεντρώνοντας αποκλειστικά και μόνο σε ένα γεγονός. Οι πρόσφατες, όμως, αναφορές του προέδρου της βουλής και του πρωθυπουργού έχουν διαφορετική χροιά.
Από τη μια, ειδικά ο Αλέξης Τσίπρας με την ομιλία του στον Άη Στράτη προσπάθησε να εμφανίσει ένα αριστερό προφίλ, το οποίο βέβαια θα αποτυπωνόταν και στο ΣΥΡΙΖΑ και στην κυβέρνησή του. Είναι φανερό ότι προσπάθησε να αξιοποιήσει το ιστορικό παρελθόν για να μην απωλέσει ο ΣΥΡΙΖΑ τη λαϊκή του βάση, σε μια δύσκολη στιγμή για το ΣΥΡΙΖΑ και την κυβέρνηση, και να μπορεί έτσι να ανταπεξέλθει στην ολομέτωπη επίθεση της Νέας Δημοκρατίας και στη μεταξύ τους αντιπαράθεση.
Είναι μια εξ’ ανάγκης επιλογή αυτή του πρωθυπουργού μετά και την ολοκληρωτική του προσχώρηση στην αστική πολιτική και την εφαρμογή του Γ’ μνημονίου. Και λέμε εξ ανάγκης επιλογή, γιατί δεν έχει άλλο τρόπο να παρουσιαστεί με «αριστερή» ταυτότητα, παρά μόνο χρησιμοποιώντας μια ιστορική αλήθεια, που πρώτα απ’ όλα την έχει αναγνωρίσει ο ίδιος ο Ελληνικός λαός και έχει γίνει κτήμα του αλλά και η Ιστορία, και που έτσι κι αλλιώς είναι αξεπέραστη γι’ αυτόν αλλά και για όλα τα αστικά κόμματα.
Από την άλλη αυτήν την ιστορική αλήθεια την υποτάσσει στο στόχο για μια αλλαγή της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εκεί αποσκοπούν οι αναφορές του σε όσα αυτήν τη στιγμή προωθούνται και λέγονται ως επίσημη ιδεολογία της Ευρωπαϊκής Ένωσης από την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση, που εξισώνει το φασισμό με τον κομμουνισμό.
Από την άποψη αυτή έχουμε κάθε λόγο να αμφισβητούμε την ειλικρίνεια και την αξιοπιστία του πρωθυπουργού για το κατά πόσο ασπάζεται πραγματικά αυτά τα οποία υποχρεώνεται να αναγνωρίσει σε σχέση με το ΚΚΕ και τον υπαρκτό σοσιαλισμό. Και το λέμε αυτό, διότι αν πράγματι ο Αλέξης Τσίπρας τα ασπαζόταν και τα είχε και ως οδηγό του, θα είχε τουλάχιστον μια διαφορετική στάση απέναντι τόσο στην Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και στο ΝΑΤΟ και στα σχέδιά τους στην ευρύτερη περιοχή μας. Άλλωστε έχει συνείδηση του ρόλου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της πολιτικής της αντίδρασης. Ο ίδιος ομολογεί, εμμέσως πλην σαφώς, από τον Άη Στράτη ότι η εξίσωση του φασισμού με τον υπαρκτό σοσιαλισμό είναι η επίσημη ιδεολογία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όταν κάνει λόγο για «συμψηφισμούς» που επιχειρούνται σε «ευρωπαϊκό επίπεδο».
Σ’ αυτή την κατεύθυνση λοιπόν, οι αναφορές αυτές του Αλέξη Τσίπρα μπορούν να γίνουν το άλλοθι και να χρησιμεύσουν στην προσπάθεια της αστικής τάξης για την ενσωμάτωση των λαϊκών μαζών στην αντιλαϊκή πολιτική της, με δεδομένο ότι ο ΣΥΡΙΖΑ και η κυβέρνησή του μετά την εξαρχής υιοθέτηση της στρατηγικής της αστικής τάξης για την Ευρωπαϊκή Ένωση-ευρώ και το ΝΑΤΟ έχει μετατραπεί και στο πολιτικό πλυντήριο της πολιτικής των μνημονίων, έχει γίνει ο απολογητής της πολιτικής αυτής και έχει υποταχθεί πλήρως στις απαιτήσεις των ιμπεριαλιστών.
Από την πλευρά μας δε θα είχαμε καμία αντίρρηση να αξιοποιηθεί η ιστορική παρακαταθήκη της Εθνικής Αντίστασης, με την καταλυτική δράση του ΚΚΕ, του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ, της ΕΠΟΝ, που έχει κληρονομήσει ο Ελληνικός λαός, ως αντιστάθισμα απέναντι στην επίσημη και αντιδραστική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όχι, όμως, για να χρησιμεύσει για ένα ρετουσάρισμα της πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που προωθεί αντιιστορικές και αντιδραστικές εξισώσεις, αλλά για να αποδεσμευτεί η χώρα μας από τα δεσμά της.
Ταυτόχρονα, όμως, έστω και έτσι, θα πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι ο Αλέξης Τσίπρας αναγνωρίζοντας τη μεγάλη προσφορά του ΚΚΕ στους αγώνες του λαού μας και τις αξίες που καλλιέργησε το ΚΚΕ μέσα στην Ελληνική κοινωνία δείχνει και κάτι άλλο. Και ίσως αυτό είναι και το σημαντικότερο όλων. Δείχνει ότι οι λαϊκές μάζες έχουν συναίσθηση του αντιδραστικού χαρακτήρα των αντεπαναστατικών ανατροπών των καθεστώτων των χωρών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης και της Σοβιετικής Ένωσης το 1989-1991. Την υπαρξιακή κρίση στην οποία βρίσκονται οι «δυτικές αξίες» της αστικής κοινωνίας. Άλλωστε από το βήμα της βουλής ο Κυριάκος Μητσοτάκης φροντίζει συνεχώς να υπενθυμίζει ότι η Νέα Δημοκρατία δεν πρόκειται να επιτρέψει άλλο τη φθορά των αστικών αξιών (μόνο που δεν έχει καταλάβει ακόμη ότι η φθορά αυτή είναι και δικό του έργο, και σε τελική ανάλυση δεν εξαρτάται από αυτόν ούτε από την πρωθιέρεια της αντικομμουνιστικής υστερίας, τον Άδωνι Γεωργιάδη).
Είναι μια έμμεση αλλά καθαρή αναγνώριση του ριζοσπαστισμού των μαζών, που εξακολουθεί να υπάρχει, των αγωνιστικών τους διαθέσεων και των σοβαρών διεργασιών στη συνείδησή τους, στην άνοδο της πολιτικής και ταξικής ωρίμανσης του λαϊκού παράγοντα. Το γεγονός αυτό υπαγορεύει συγκεκριμένα καθήκοντα από την πλευρά της ηγεσίας του ΚΚΕ, ως επικεφαλής του Επαναστατικού Κινήματος στη χώρα μας, που είναι η διαφώτιση και η οργάνωση των μαζών ώστε ο ριζοσπαστισμός τους αυτός να αποτελέσει τη βάση μιας πρότασης διεξόδου από την κρίση, που θα στηρίζεται στην εργατική τάξη και τα μικρομεσαία μικροαστικά στρώματα, κόντρα στην αστική τάξη και τη στρατηγική της. Κόντρα στην επίσημη πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ και της αστικής αντιπολίτευσης.
Το χαρακτήρα της προγραμματικής αυτής πρότασης διεξόδου μας τον υποδεικνύει η ίδια η εξέλιξη των οικονομικών και πολιτικών πραγμάτων στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στο ΝΑΤΟ, η ίδια η κυβέρνηση, αλλά και η αστική αντιπολίτευση μέσω του προέδρου και του αντιπροέδρου της Νέας Δημοκρατίας. Είναι ένα αντιιμπεριαλιστικό, αντιμονοπωλιακό, δημοκρατικό πρόγραμμα, που στο επίπεδο της διακυβέρνησης και της εξουσίας αντιστοιχεί στη Λαοκρατική Δημοκρατία στην κατεύθυνση του σοσιαλισμού.
Αυτός είναι και ο μόνος δρόμος για την αντιμετώπιση της ιδεολογικοπολιτικής τρομοκρατίας της Νέας Δημοκρατίας όσο και της ιδεολογικοπολιτικής χειραγώγησης της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ και του πρωθυπουργού, που έχουν κοινό παρονομαστή την τιθάσευση του ριζοσπαστισμού των λαϊκών μαζών και την ενσωμάτωσή τους στην αστική πολιτική, στην αναστήλωση του «Ευρωπαϊκού οράματος», που βρίσκεται σε βαθιά ιδεολογικοπολιτική κρίση.
COMMENTS