Συνήθως το ερώτημα: γιατί δεν κατακτήθηκε η εξουσία από το ΕΑΜ και το ΚΚΕ ανάγεται, και σωστά, στη στρατηγική και τακτική του Κόμματος εκείνη την περίοδο και γενικεύεται στη στρατηγική και τακτική, που ακολούθησε συνολικά το Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα και ιδιαίτερα η Σοβιετική Ένωση.
Μ’ αυτόν τον τρόπο, και με δεδομένο το χαρακτήρα του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου (Β’Π.Π.), που κατά τη γνώμη μας ήταν ένας ιμπεριαλιστικός πόλεμος από την αρχή μέχρι τη λήξη του, μεταξύ των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, παρουσιάζεται η άποψη ότι το Κομμουνιστικό Κίνημα θα έπρεπε να έχει ως πρώτο καθήκον τη μετατροπή του ιμπεριαλιστικού πολέμου σε εμφύλιο πόλεμο. Πρόκειται για μια Λενινιστική θέση, που διατύπωσε ο Β. Ι. Λένιν στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο (Α’Π.Π.) και που δεν ακολούθησαν τα τότε Σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της Β’ Διεθνούς.
Ο σκοπός μιας τέτοιας Λενινιστικής θέσης ήταν φανερός. Η εργατική τάξη και οι σύμμαχοί της, μέσω της μετατροπής του ιμπεριαλιστικού πολέμου σε εμφύλιο, θα διεκδικούσαν την πολιτική εξουσία, δηλαδή τη μετάβαση από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό, μια και θα στρέφονταν άμεσα και ένοπλα ενάντια στην αστική τάξη των εμπόλεμων χωρών τους.
Από αυτήν την άποψη στο Β’Π.Π. σαφώς δε θα έπρεπε να υπάρξει η αντιφασιστική συμμαχία, η Σοβιετική Ένωση δε θα έπρεπε να απευθυνθεί στις ΗΠΑ και τη Βρετανία για να στραφούν από κοινού ενάντια στον Άξονα. Αντίθετα, η Σοβιετική Ένωση και το Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα θα έπρεπε να σηκώσουν το βάρος του Β’ Π.Π., την υπεράσπιση του σοσιαλισμού σε παγκόσμιο επίπεδο και στην ίδια τη Σοβιετική Ένωση και μιας πιθανής, αν όχι και μιας αναπόφευκτης επίθεσης όλων των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων ενάντια στη Σοβιετική Ένωση, όπου τα εδάφη της θα γίνονταν το αντικείμενο και η λεία ενός μοιράσματος των αγορών.
Και αυτό δεν είναι μια υπόθεση, που στερείται μιας ρεαλιστικής βάσης, ως εκτίμησης για τις εξελίξεις και την τροπή που θα έπαιρνε ο Β’ Π.Π., γιατί η σημερινή πραγματικότητα έρχεται να επιβεβαιώσει αυτήν την υπόθεση, μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και την ανατροπή του σοσιαλισμού. Ο σοσιαλισμός ήταν, είναι και θα είναι ο κύριος στόχος του ιμπεριαλισμού, όσο υπάρχει ο καπιταλισμός.
Επομένως η Λενινιστική θέση για τη μετατροπή του ιμπεριαλιστικού πολέμου σε εμφύλιο πόλεμο θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί στις συγκεκριμένες συνθήκες της τότε ιστορικής περιόδου, που απέρρεαν από την ύπαρξη της Σοβιετικής Ένωσης και την κατάσταση, που επικρατούσε στο Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα με το ξέσπασμα του Β’ Π.Π..
Και ας πάρουμε ως παράδειγμα τη δική μας χώρα. Ήταν προετοιμασμένο το ΚΚΕ να αρχίσει έναν εμφύλιο πόλεμο ενάντια στην ντόπια αστική τάξη με την εκδήλωση της επίθεσης της ιμπεριαλιστικής Ιταλίας στη χώρα μας;
Έχουμε τη γνώμη ότι τέτοια προετοιμασία δεν υπήρξε. Το ίδιο ερώτημα ισχύει και για τα άλλα Κομμουνιστικά Κόμματα, παίρνοντας υπόψη ότι στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης εκείνη την περίοδο είχαν εγκαθιδρυθεί φασιστικά καθεστώτα ή σχεδόν φασιστικά.
Αλλά και εκεί που δεν είχαν εγκαθιδρυθεί, όπως η Βρετανία και οι ΗΠΑ – και οι οποίες είχαν πρωταγωνιστικό ρόλο στο Β’ Π.Π. με την άμεση συμμετοχή τους, πάλι δεν υπήρχε δυνατότητα να εφαρμοστεί.
Αυτό το ερώτημα συστηματικά αποφεύγεται να απαντηθεί. Και όμως. Όσο σημαντικό είναι αυτό το ερώτημα, πολύ σημαντικότερη είναι η απάντηση, η οποία και δε δίνεται. Πρέπει να είναι ξεκάθαρο: στρατηγική και τακτική με στόχο το σοσιαλισμό σε συνθήκες εμπόλεμης κατάστασης και ιμπεριαλιστικού πολέμου σημαίνει αποκλειστικά και μόνο τη μετατροπή του πολέμου σε εμφύλιο πόλεμο. Τίποτα λιγότερο.
Πρέπει δε να σημειώσουμε ότι η κατάσταση, που επικρατούσε στο Κομμουνιστικό Κίνημα πριν το ξέσπασμα του Β’ Π.Π. δεν ήταν ανάλογη με την αντίστοιχη περίοδο πριν ξεσπάσει ο Α’ Π.Π.. Τότε υπήρχαν ισχυρά Σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, που ανήκαν στη Β’ Διεθνή, με σημαντική επιρροή στις λαϊκές μάζες.
Για το γεγονός ότι τα κόμματα αυτά δεν ασπάζονταν τη Λενινιστική θέση για τη μετατροπή του ιμπεριαλιστικού πολέμου σε εμφύλιο πόλεμο ο Β. Ι. Λένιν τους απέδωσε ευθύνες, τα κατηγόρησε για σοσιαλσωβινισμό, και ιδιαίτερα στάθηκε στο Γερμανικό Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, το οποίο ήταν και το πιο ισχυρό στην Ευρώπη, τονίζοντας ότι η στάση του επηρέαζε γενικότερα τη στάση της τότε Σοσιαλδημοκρατίας. Και δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι γύρω από αυτό το θέμα έγινε μια πολύ μεγάλη και σκληρή ιδεολογικοπολιτική διαπάλη, που είχε και σημαντική διάρκεια, πριν το ξέσπασμα του Α’ Π.Π. αλλά και μετά.
Τα Κομμουνιστικά Κόμματα στην Ευρώπη, πριν το ξέσπασμα του Β’ Π.Π. δεν ήταν προετοιμασμένα για να υλοποιήσουν τη Λενινιστική θέση για τη μετατροπή του ιμπεριαλιστικού πολέμου σε εμφύλιο πόλεμο με στόχο την ανατροπή της αστικής τάξης, τόσο από την άποψη των συνθηκών που επικρατούσαν όσο και από την άποψη της δύναμής τους. Σε κάθε περίπτωση, όμως, η τακτική της Γ’ Διεθνούς δεν εμπόδιζε κανένα Κομμουνιστικό Κόμμα να έχει ως στόχο του τη διεκδίκηση της εξουσίας, δηλαδή να ανατρέψει την αστική τάξη.
Το δεύτερο ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί είναι εάν η Σοβιετική Ένωση ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει από μόνη της μια συνδυασμένη επίθεση από το σύνολο των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, γιατί οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις είχαν πάντα τη δυνατότητα της «συνεννόησης» μεταξύ τους, θα μπορούσαν να αμβλύνουν τις αντιθέσεις τους και να αποκτήσουν την πρωτοβουλία της διεξαγωγής ενός ιμπεριαλιστικού πολέμου αποκλειστικά σε βάρος της Σοβιετικής Ένωσης, όπου στο τέλος θα μοίραζαν τα «ιμάτιά» της.
Στην πράξη εκδηλώθηκε μια ανάλογη στάση από την πλευρά των ΗΠΑ και της Βρετανίας με τη συστηματική καθυστέρηση και άρνηση, που έδειχναν απέναντι στις προτάσεις της Σοβιετικής Ένωσης, πριν και μετά το ξέσπασμα του πολέμου, με την ανοχή που κρατούσαν απέναντι στη χιτλερική Γερμανία, θα προσθέταμε και τη βοήθεια, ανοχή η οποία έκρυβε έναν ανομολόγητο αλλά πραγματικό στόχο. Να κατευθυνθεί ο πόλεμος σε βάρος της Σοβιετικής Ένωσης, να την εξασθενίσουν, να χάσει εδάφη, ακόμη και να την υποχρεώσουν σε μια ήττα.
Δυστυχώς και αυτό το ερώτημα δεν απαντιέται. Και δε νομίζουμε ότι δεν απαντιέται τυχαία. Και δεν υπάρχει απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα, γιατί η πραγματική απάντηση είναι αρνητική. Οι συσχετισμοί των δυνάμεων ήταν αρνητικοί για τη Σοβιετική Ένωση. Και πρέπει να γνωρίζουμε ότι το ερώτημα αυτό δεν παρουσιάζεται ιστορικά στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Είχε ήδη παρουσιαστεί από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η νεαρή, τότε Σοβιετική Ρωσία αντιμετώπισε αυτό το ενδεχόμενο. Ο ίδιος ο Β. Ι. Λένιν δεν απέκλειε ένα τέτοιο ενδεχόμενο.
Καταγράφοντας ο Β. Ι. Λένιν τους λόγους, που οδήγησαν στην επιτυχία της Οκτωβριανής Επανάστασης, ανάμεσα στους άλλους λόγους, αναφέρει και δύο, που έπαιξαν σημαντικό ρόλο. Ο ένας ήταν το γεγονός των οξυμένων αντιθέσεων ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, που δεν επέτρεψαν μια κοινή στάση μεταξύ τους, ουσιαστικά την έναρξη ενός νέου πολέμου σε βάρος αποκλειστικά της νεαρής Σοβιετικής Ρωσίας. Και αυτός θα ήταν ένας νέος παγκόσμιος ιμπεριαλιστικός πόλεμος ως συνέχεια του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου, μόνο που θα ήταν ταυτόχρονα και ένας παγκόσμιος κοινωνικός πόλεμος ανάμεσα στο σοσιαλισμό και τον καπιταλισμό.
Και για να έχουμε τις πραγματικές διαστάσεις των στρατιωτικών συνθηκών σε σχέση με τη Σοβιετική Ένωση θα πρέπει να καταθέσουμε τα παρακάτω: Η Σοβιετική Ένωση αντιμετώπισε τη μεγαλύτερη συγκέντρωση στρατευμάτων, πυρός και το μεγαλύτερο μέτωπο σε έκταση που υπήρξε ποτέ στην Ιστορία στο Β’Π.Π.. Και όλα αυτά με την επίθεση που εξαπόλυσε μόνο η Γερμανία εναντίον της σε συνεργασία με τα στρατεύματα ορισμένων μικρότερων χωρών, όπως π.χ. της Ρουμανίας κ.α.. Τα Γερμανικά στρατεύματα προελαύνανε σε όλο το μέτωπο και έφτασαν μέχρι τη Μόσχα.
Τι ακριβώς θα γινόταν εάν όλες οι ιμπεριαλιστικές χώρες, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, με την άμεση ή την έμμεση συμμετοχή τους σε μια επίθεση, που είχε εξαπολύσει η ναζιστική Γερμανία ενάντια στη Σοβιετική Ένωση, ως προς την τύχη της Σοβιετικής Ένωσης και του σοσιαλισμού; Γι’ αυτό το λόγο και η Γ’ Διεθνής έβαλε ως πρώτο και κυρίαρχο στόχο την υπεράσπιση της Σοβιετικής Ένωσης.
Και σ’ αυτό το σημείο πρέπει να υπενθυμίσουμε τις διαφορετικές τοποθετήσεις που έγιναν στη συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής του Μπολσεβίκικου Κόμματος ως προς την υπογραφή της Συνθήκης του Μπρεστ – Λιτόφσκ. Και αυτό το επιχειρούμε με μοναδικό σκοπό για να γίνει απολύτως καθαρό, πως σε πραγματικές συνθήκες ενός παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού πολέμου πρέπει να υπολογίζονται με ακρίβεια οι πραγματικοί συσχετισμοί των δυνάμεων και από αυτήν την άποψη έχει σημασία με ποιο κριτήριο θα εφαρμοστεί η μία ή η άλλη θέση.
Υπενθυμίζουμε, λοιπόν, ότι υπήρχαν τρείς ξεκάθαρες τοποθετήσεις. Η μία ήταν του Β. Ι. Λένιν, που υποστήριζε την υπογραφή της επονείδιστης Συνθήκης με τη Γερμανία και μάλιστα προέτρεπε την Κεντρική Επιτροπή να το κάνει όσο το δυνατό πιο γρήγορα, γιατί αργότερα θα αναγκαζόταν να υπογράψει μια πολύ χειρότερη Συνθήκη. Η δεύτερη ήταν του Νικολάι Μπουχάριν, που υποστήριζε τη συνέχιση του πολέμου μέχρι τελικής πτώσης στο όνομα της υπεράσπισης της Πατρίδας. Η τρίτη ήταν του Λεόν Τρότσκι, που υποστήριζε και αυτός τη συνέχιση του πολέμου με τη Γερμανία, αλλά στο όνομα της προσφοράς στην Παγκόσμια Επανάσταση, έστω και μέσα από μια τελική ήττα.
Ποιο ήταν το κριτήριο του Β. Ι. Λένιν, όταν πρότεινε την υπογραφή της Συνθήκης, που ο ίδιος τη «στολίζει» με τους χειρότερους χαρακτηρισμούς; Το κριτήριο ήταν ότι ακόμη και με παραχώρηση ορισμένων εδαφών έπρεπε να διασωθεί ως πρωταρχικό καθήκον ο σοσιαλισμός.
Αυτό το κριτήριο επανέρχεται στο Β’Π.Π. με διαφορετικούς όρους. Πρωταρχικό καθήκον, που βάζει η Γ’ Διεθνής, είναι η διάσωση της Σοβιετικής Ένωσης και του σοσιαλισμού, γιατί μια ήττα της Σοβιετικής Ένωσης θα σήμαινε ταυτόχρονα μια ήττα και του σοσιαλισμού. Θα σήμαινε στη συνέχεια και πρόσθετες δυσκολίες για το ξέσπασμα σοσιαλιστικών επαναστάσεων, την υποχώρηση του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος. Σήμερα που δεν υπάρχει η Σοβιετική Ένωση μπορούμε αυτό το γεγονός να το κατανοήσουμε πολύ καλύτερα. Πόσο πίσω πήγε η υπόθεση του σοσιαλισμού και του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος.
Από αυτήν την άποψη η μόνη εναλλακτική λύση που υπήρχε και που θα έδινε τις περισσότερες δυνατότητες διάσωσης της Σοβιετικής Ένωσης και του σοσιαλισμού, που θα έδινε τη δυνατότητα να αναπτύξει τη δράση του το Κομμουνιστικό Κίνημα ήταν η αξιοποίηση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, η παραπέρα όξυνσή τους. Η συμμαχία της Σοβιετικής Ένωσης με τις ΗΠΑ και τη Βρετανία δεν ήταν απαγορευτική, ούτε ήταν μια θέση αρχής που απέκλειε μια τέτοια συμμαχία. Και αυτή είναι μια Λενινιστική θέση, που δε μπορεί να αμφισβητήσει κανείς.
Με αυτόν τον τρόπο προκύπτει η αντιφασιστική συμμαχία, που δεν ήταν μια παραχώρηση της Σοβιετικής Ένωσης και του σοσιαλισμού προς τον ιμπεριαλισμό, αλλά ήταν η τακτική που θα κινητοποιούσε τις λαϊκές μάζες ενάντια στο φασισμό, ενάντια στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις του Άξονα, θα ενεργοποιούσε τις λαϊκές μάζες που ήταν εγκλωβισμένες στα Σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, θα προφύλασσε τη Σοβιετική Ένωση από ένα συνολικό πόλεμο των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων σε βάρος της, θα έδινε τη δυνατότητα στα Κομμουνιστικά Κόμματα να αναπτύξουν και να πάρουν την πρωτοβουλία των κινήσεων και παράλληλα να διεκδικήσουν και την εξουσία, θα όξυνε τις αντιθέσεις μεταξύ των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, γιατί κάτω από τη λαϊκή πίεση θα έφερνε τις μεν αντιμέτωπες με τις δε. Γι’ αυτό το να μιλάει κανείς για «δημοκρατικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις», το λιγότερο, αποπροσανατολίζει από την ουσία του προβλήματος, της στάσης, δηλαδή, που θα έπρεπε να κρατήσουν η Σοβιετική Ένωση και το Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα..
Με αυτήν την έννοια ο Β’Π.Π. από την πλευρά της αντιφασιστικής συμμαχίας προσλαμβάνει και αντιφασιστικό χαρακτήρα, ενώ από την πλευρά της Σοβιετικής Ένωσης ήταν ένας πατριωτικός πόλεμος, αντιιμπεριαλιστικός, που σκοπό είχε τη διάσωση της ίδιας της Σοβιετικής Ένωσης και του σοσιαλισμού, την ίδια στιγμή που από την πλευρά των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων εξακολουθεί να είναι ιμπεριαλιστικός, μια και δεν παραιτούνται από το κύριο στόχο του πολέμου, που είναι το μοίρασμα των αγορών, ακόμη και σε βάρος της Σοβιετικής Ένωσης. Αυτή ήταν η συνθετότητα του χαρακτήρα του Β’Π.Π.
Το τέλος του Β’ΠΠ δικαιώνει αυτήν την τακτική. Ο Άξονας ηττήθηκε. Η Σοβιετική Ένωση ανακτά τα χαμένα εδάφη από τον Α’Π.Π., καθιερώνεται ως παγκόσμια δύναμη, που δε μπορεί να την αγνοήσει καμία ιμπεριαλιστική δύναμη, περνάνε νέες χώρες στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού, πραγματοποιείται η Κινέζικη Επανάσταση, το Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα βγαίνει πολύ πιο δυνατό σε σχέση με την προπολεμική περίοδο και η υπόθεση του σοσιαλισμού γίνεται πολύ πιο προσιτή στις λαϊκές μάζες σε παγκόσμιο επίπεδο.
Ακολουθεί το Γ’ Μέρος
COMMENTS