Στο Ριζοσπάστη της 18ης του Οκτώβρη, στη στήλη «Από …μέρα σε …μέρα» υπήρχαν δύο σχόλια, κατά τη γνώμη μας σημαντικά. Είμαστε βέβαιοι ότι οι αναγνώστες μας διαβάζουν το Ριζοσπάστη και τα γνωρίζουν, αλλά για τον καλύτερο και ακριβέστερο σχολιασμό τους θα τα παραθέσουμε.
Σχόλιο πρώτο:
«Το «σχέδιο β’» της κυβέρνησης…
Είχε ή δεν είχε «σχέδιο β’» η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ στην πρώτη θητεία της να βγάλει την Ελλάδα από το ευρώ; Μίλησαν ή δεν μίλησαν στελέχη της στους Ρώσους για τη δυνατότητα να τυπώσουν εθνικό νόμισμα; Το σχέδιο ήταν του Βαρουφάκη και του Λαφαζάνη, ή συντονιζόταν κεντρικά από την κυβέρνηση; Αυτά και άλλα παρόμοια ερωτήματα μονοπωλούν σχεδόν την ειδησεογραφία μετά την κυκλοφορία του βιβλίου με «εκμυστηρεύσεις» του Ολάντ σε Γάλλους δημοσιογράφους. Η ΝΔ ζητάει μέχρι και εξεταστική επιτροπή για να διευκρινιστεί αν η κυβέρνηση σκόπευε να βγάλει την Ελλάδα από το ευρώ και η κυβέρνηση απαντάει ότι ο προσανατολισμός της ήταν πάντα ευρωπαϊκός και ότι ποτέ δεν έθεσε υπό αμφισβήτηση τη συμμετοχή της χώρας στην Ευρωζώνη. Τι κρύβει όλη αυτή η συζήτηση; Ότι η αναμόρφωση της Ευρωζώνης, ως αποτέλεσμα της βαθιάς καπιταλιστικής κρίσης και των ανταγωνισμών ανάμεσα στα κράτη – μέλη της, προέκυψε ως ένα ισχυρό ενδεχόμενο τα προηγούμενα χρόνια και σ’ αυτήν τη βάση συζητιόταν η αποπομπή της Ελλάδας από το ευρώ. Πάνω σ’ αυτό το έδαφος υπήρξαν πολιτικές δυνάμεις στην Ελλάδα, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος εξέφρασε ως ένα βαθμό τις προσδοκίες ή τα σχέδια μερίδων της αστικής τάξης για ένα άλλο μείγμα διαχείρισης της κρίσης, που περιείχε εναλλακτικά και την επιστροφή στο εθνικό νόμισμα. Μέσα εκεί εγκλωβίστηκαν και χιλιάδες λαϊκοί άνθρωποι, οι οποίοι έδωσαν την εκλογική νίκη στον ΣΥΡΙΖΑ το Γενάρη του 2015».
Όλο το «ζουμί» του σχολίου βρίσκεται στις δύο τελευταίες του φράσεις, αν και όπως αναπτύσσεται και το προηγούμενο μέρος του σχολίου έχει τη σημασία του. Τι μας δείχνει αυτό το σχόλιο; Μας δείχνει τον τρόπο που αντιμετωπίζει η ηγεσία του Κόμματος συνολικά το ζήτημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, των διεργασιών που συντελούνται στο εσωτερικό της. Προχωράει και σε μια εκτίμηση: ότι ο ΣΥΡΙΖΑ εξέφραζε μια μερίδα της αστικής τάξης που δεν ήταν αντίθετη στην επιστροφή στο εθνικό νόμισμα.
Πάντως από την πλευρά μας, όσο και να «στίβουμε το μυαλό μας» δε μπορούμε να θυμηθούμε εκτίμηση του Κόμματος, που να αφορά ολόκληρο το ΣΥΡΙΖΑ, ως εκφραστή δυνάμεων της αστικής τάξης, που θα επεδίωκαν σαν εναλλακτική λύση την επιστροφή στο εθνικό νόμισμα. Δε μπορούμε να σκεφτούμε π.χ. το Δημήτρη Παπαδημούλη, και μαζί μ’ αυτόν την πλειοψηφία των ηγετικών στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ, να αποδέχεται την επιστροφή στο εθνικό νόμισμα.
Η αλήθεια είναι ότι μέρος των ηγετικών στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ μιλούσε για επιστροφή στο εθνικό νόμισμα, για έξοδο από την ΟΝΕ και μόνο. Ο ΣΥΡΙΖΑ ως πολιτικό κόμμα ήταν ανέκαθεν υπέρ της συμμετοχής στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στο ευρώ. Ήταν δηλαδή με την αστική στρατηγική.
Πολιτικά για να σταθεί και να μην έρθει σε ρήξη με λαϊκές μάζες, που ήταν αντίθετες με το ευρώ και ορισμένες και με την Ευρωπαϊκή Ένωση είχε, παράλληλα, και το σύνθημα : «όχι θυσία στο ευρώ». Και αυτό έχει τη σημασία του, γιατί όταν προέκυψε το θέμα της εξόδου της Ελλάδας από την Ευρωζώνη και το ευρώ ο ΣΥΡΙΖΑ ένιωθε πολιτικά πίεση από τις λαϊκές μάζες – η «Νέα Σπορά» υποστήριζε σταθερά από την πρώτη στιγμή ότι το GREXIT είναι πάντα πάνω στο τραπέζι (ακόμη και σήμερα) – η κυβέρνηση βρίσκεται μπροστά σ’ ένα ουσιαστικό πρόβλημα και επομένως η στάση του Κόμματος εκείνη τη στιγμή έπαιζε ρόλο. Από το σχόλιο του «Ρ» φαίνεται καθαρά ότι η ηγεσία του Κόμματος άφησε τις εξελίξεις στην πρωτοβουλία όλων των άλλων εκτός της εργατικής τάξης και της πρωτοπορίας της.
Και εδώ αξίζει να θυμηθούμε ότι η «Νέα Σπορά» εκείνη την εποχή είχε προτείνει στο Κόμμα να απαιτήσει την αποχώρηση της Ελληνικής κυβέρνησης από τις διαπραγματεύσεις. Ο στόχος ήταν σαφής. Να αρχίσει να «ξηλώνεται το πουλόβερ». Να βρεθεί η κυβέρνηση κάτω από την πίεση της εργατικής τάξης και της πρωτοπορίας της, των πολιτικών πρωτοβουλιών τους, που θα πρότειναν τη συνολική αποχώρηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση και θα κατέθεταν και εναλλακτική πρόταση για την έξοδο από την κρίση και τη χρεοκοπία, που θα στηριζόταν από την εργατική τάξη και τα μικρομεσαία μικροαστικά στρώματα. Αυτές οι πρωτοβουλίες θα έβρισκαν οπωσδήποτε έδαφος και μέσα στην εκλογική βάση του ΣΥΡΙΖΑ, που από άποψη κοινωνική ενδιαφέρει άμεσα το Κόμμα μας. Η κυβέρνηση θα βρισκόταν κάτω από την πίεση και δικών της δυνάμεων. Άλλωστε δεν είναι τυχαίο ότι η αστική τάξη, τα κόμματά της και τα αστικά ΜΜΕ κρατούσαν ενιαία στάση για να μην καταρρεύσει η στρατηγική της αστικής τάξης, ως προς την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ευρώ.
Σήμερα, μετά την αποχώρηση της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση, με τις διαλυτικές τάσεις που επικρατούν στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με την Ιταλία στα πρόθυρα της αποχώρησης, μπορούμε να κατανοήσουμε πολύ καλύτερα τη θέση της «Νέας Σποράς» και αντίστοιχα τη λαθεμένη στάση της ηγεσίας του Κόμματος.
Γι’ αυτό το λόγο στο δημοψήφισμα η «Νέα Σπορά» πρότεινε στην ηγεσία του Κόμματος να πάρει το Κόμμα το «ΟΧΙ» πάνω του, ως δικιά του θέση, να του δώσει το δικό του περιεχόμενο, βάζοντας και εκλαϊκεύοντας το πραγματικό δίλημμα και ερώτημα, που θα έπρεπε να τοποθετηθούν οι λαϊκές μάζες. Και είναι βέβαιο, το δείχνουν και οι κατοπινές εξελίξεις, ότι θα έβγαινε κερδισμένο, με αυξημένο πολιτικό κύρος και αυξημένη επιρροή, θα πρόβαλε ως ο μοναδικός πολιτικός φορέας, που με τις προτάσεις του θα μπορούσε να βγάλει τη χώρα από την οικονομική κρίση και τη χρεοκοπία.
Το γεγονός ότι η ηγεσία του Κόμματος δεν ακολούθησε καμία από αυτές τις πολιτικές κατευθύνσεις έδωσε τη δυνατότητα στο ΣΥΡΙΖΑ να εγκλωβίσει τις λαϊκές μάζες στη δική του δημαγωγική πολιτική και στάση, κάτι που θα μπορούσε να αποτραπεί εάν η ηγεσία κρατούσε μια διαφορετική στάση.
«Η ζωή είναι πεισματάρα» έλεγε ο Β. Ι. Λένιν και βγάζει στην επιφάνεια όλες εκείνες τις ανεπάρκειες, που «τρέχει» τώρα να «μπαλώσει» η ηγεσία του Κόμματος μέσω των σχολίων στο «Ρ». Αλλά οφείλει να γνωρίζει ότι ο εγκλωβισμός των λαϊκών μαζών στην πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι μια πολιτική διαδικασία στο πλαίσιο του «κοινωνικού αυτοματισμού», όπως επιχειρεί να το παρουσιάσει ο «Ρ», εξ ου και η αοριστολογία του σχολίου στις τελευταίες του γραμμές! «Εγκλωβίστηκαν»… Πως και γιατί;… Τίποτα από αυτά!… Καμία εξήγηση!… Άλλωστε το σχόλιο δεν έγινε για να εξηγήσει το τι συνέβη… Έγινε για να δικαιολογηθεί η στάση της ηγεσίας του Κόμματος εκ των υστέρων, γιατί οι εξελίξεις δεν τη δικαιώνουν… Κάνουμε λάθος;…
Ας περάσουμε τώρα στο δεύτερο σχόλιο.
Σχόλιο δεύτερο:
… και η μεγάλη εικόνα για το λαό
Ολα τα παραπάνω, όμως, σε τίποτα δεν αναιρούν το γεγονός ότι η αναμόρφωση της Ευρωζώνης, ακόμα και με την αποπομπή κρατών, παραμένει ένα σενάριο που γέννησε η κρίση και σε καμιά περίπτωση δεν έχει φύγει από το τραπέζι. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Ιταλία, για την οποία Γερμανοί οικονομολόγοι λένε τώρα ότι είναι μετρημένα τα χρόνια της στην Ευρωζώνη. Λέει ενδεικτικά ο πρώην διευθυντής του Ινστιτούτου Οικονομικών Μελετών (Ifo) του Μονάχου σε γερμανική εφημερίδα: «Η οικονομική κατάσταση της χώρας είναι τόσο απελπιστική, ώστε η έξοδός της από την Ευρωζώνη είναι μόνο θέμα χρόνου. Αναρωτιέμαι πραγματικά πόσο θα αντέξει η Ιταλία ακόμα στο ευρώ». Επομένως, από το να εγκλωβίζονται στα ερωτήματα, που θέτουν τα κόμματα του κεφαλαίου στην πολιτική ατζέντα, οι εργαζόμενοι και τα άλλα λαϊκά στρώματα χρειάζεται να δουν τη «μεγάλη εικόνα», το πλαίσιο μέσα στο οποίο και τότε και τώρα διεξάγεται η συζήτηση για την έξοδο χωρών από το ευρώ ή εναλλακτικά μια άλλη μορφή και λειτουργία της Ευρωζώνης. Και το πλαίσιο αυτό οριοθετείται τόσο από την καπιταλιστική κρίση και τη δυσκολία του κεφαλαίου να ανακτήσει σταθερούς και ασφαλείς ρυθμούς ανάκαμψης, όσο και από τους ανταγωνισμούς και την ανισομετρία που οξύνονται στο εσωτερικό της ΕΕ και της Ευρωζώνης, γι’ αυτόν το λόγο. Σε κάθε περίπτωση, έξοδος από το ευρώ και την ΕΕ χωρίς αλλαγή τάξης στην εξουσία και αλλαγή των σχέσεων ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, σημαίνει συνέχιση του καθεστώτος εκμετάλλευσης και φτώχειας για τους εργαζόμενους και το λαό, είτε μιλάμε για την Ελλάδα, είτε για την Ιταλία, είτε για οποιαδήποτε άλλη καπιταλιστική χώρα του ευρώ και της ΕΕ».
Σ’ αυτό το σχόλιο τα πράγματα χειροτερεύουν επικίνδυνα. Αναγνωρίζεται ότι η οικονομική κρίση όξυνε τις αντιθέσεις και τους ανταγωνισμούς στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Σχολιάζεται ότι η Ιταλία, πιθανά, να «μην αντέξει» την κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει, αλλά δε φαίνεται να κατανοείται το τι επίδραση θα έχει συνολικά στην Ευρωπαϊκή Ένωση μια αποχώρηση της Ιταλίας από το ευρώ, πολύ περισσότερο, που είναι ήδη γνωστές οι οικονομικές επιδράσεις που θα υπάρξουν κυρίως πάνω στη Γαλλία και την Ισπανία με την έκθεση που έχουν στα Ιταλικά ομόλογα που έχουν στα χέρια τους.
Όλες αυτές οι εξελίξεις περιορίζονται στην «αναμόρφωση» της ευρωζώνης και δεν κατανοείται ότι θα υπάρξουν καταλυτικές συνέπειες για το σύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Και τελικά το όλο ζήτημα εγκλωβίζεται στη φράση: «Σε κάθε περίπτωση, έξοδος από το ευρώ και την ΕΕ χωρίς αλλαγή τάξης στην εξουσία και αλλαγή των σχέσεων ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, σημαίνει συνέχιση του καθεστώτος εκμετάλλευσης και φτώχειας για τους εργαζόμενους και το λαό, είτε μιλάμε για την Ελλάδα, είτε για την Ιταλία, είτε για οποιαδήποτε άλλη καπιταλιστική χώρα του ευρώ και της ΕΕ».
Με δυο λόγια συνεχίζει να επανέρχεται η θέση έξοδος από την Ευρωπαϊκή Ένωση με αλλαγή των τάξεων στην εξουσία, δηλαδή με σοσιαλιστική επανάσταση. Μα ποιος έχει αντίρρηση να γίνει η έξοδος της χώρας μας από την Ευρωπαϊκή Ένωση με αλλαγή των τάξεων στην εξουσία, ακόμη και με σοσιαλιστική επανάσταση; Αλλά εκεί βρίσκεται το πρόβλημα;
Το πρόβλημα βρίσκεται στο εάν θα γίνει η έξοδος από την Ευρωπαϊκή Ένωση, με αλλαγή των τάξεων στην εξουσία, αλλά σε συνθήκες που δεν έχει ωριμάσει η σοσιαλιστική επανάσταση. Αν το Επαναστατικό Κίνημα, σε συνθήκες που δεν έχει ωριμάσει η σοσιαλιστική επανάσταση, θα προωθήσει την έξοδο με μια συγκεκριμένη πρόταση, που θα είναι ένα τεράστιο βήμα προς το σοσιαλισμό.
Και αυτό το ζήτημα είναι στην ημερήσια διάταξη και δεν μπορεί να το αγνοεί η ηγεσία του Κόμματος. Και μάλιστα δε μπορεί να το αγνοεί σε συνθήκες, που την κατάσταση, που επικρατεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση, προσπαθούν να την εκμεταλλευτούν η ακροδεξιά και οι φασιστικές δυνάμεις, που φαίνονται να ενισχύονται. Και για το Επαναστατικό Κίνημα αυτό το ζήτημα δεν είναι ήσσονος σημασίας, γιατί υπάρχει το ενδεχόμενο να βρεθεί σε πολύ χειρότερες συνθήκες απ’ ότι και οι σημερινές.
Τελικά από τις ίδιες τις εξελίξεις η θέση της «Νέας Σποράς» είναι σε μόνιμη βάση στην επικαιρότητα. Η ηγεσία του Κόμματος δε μπορεί για πολύ ακόμη να την αγνοεί. Για έναν απλό λόγο. Δε θα έχει ούτε τη δυνατότητα να προβάλει τις δικαιολογίες, που καταθέτει με τα συγκεκριμένα σχόλια.
COMMENTS