Για την ανασυγκρότηση του Εργατικού Κινήματος – Γ’ Μέρος

Στην πράξη η αντικαπιταλιστική – αντιμονοπωλιακή κατεύθυνση, ως συστατικού παράγοντα της ανασυγκρότησης του Εργατικού Κινήματος, εφαρμόζεται εδώ και πολλά χρόνια. Πολύ πιο πριν από το 19ο Συνέριο του Κόμματος. Αυτό που μπορούμε να ισχυριστούμε από την πλευρά μας είναι ότι η κατεύθυνση αυτή έχει ήδη αποδώσει τους καρπούς της. Και ο απολογισμός δεν είναι θετικός.

Στην πολύχρονη εφαρμογή της μπορούμε να διαπιστώσουμε και να ξεχωρίσουμε δύο περιόδους. Η πρώτη, κατά την οποία η εργατική πολιτική του Κόμματος, στο πλαίσιο ότι «δουλεύουμε με τη στρατηγική μας», εκφράστηκε με τη σχεδόν πλήρη ταύτιση του Κόμματος με το ΠΑΜΕ.

Οι συνέπειες ήταν σαφείς. Το ΠΑΜΕ στην πράξη έδρασε περίπου ως ένα δεύτερο Κομμουνιστικό Κόμμα μέσα στο Εργατικό Κίνημα. Και αυτό διαπιστώνεται εύκολα εάν κάποιος ρίξει μια ματιά στις ανακοινώσεις του ΠΑΜΕ της πρώτης αυτής περιόδου.

Μπορεί, βέβαια, στην ίδια αυτή αρχική περίοδο, το ΠΑΜΕ να κατοχυρώθηκε ως σημαντική δύναμη μέσα στο Εργατικό Κίνημα, αλλά την ίδια στιγμή αυτή η κατοχύρωση – πέρα από το γεγονός ότι θα μπορούσε να γίνει και με έναν άλλο οργανωτικό τρόπο, συνοδεύτηκε με την προϊούσα αλλοίωση του ρόλου του ΠΑΜΕ, την ταύτιση των δυνάμεων του ΠΑΜΕ με τις Κομματικές δυνάμεις.

Το ΠΑΜΕ δε μπόρεσε να εκπληρώσει το στόχο για τον οποίο δημιουργήθηκε. Ήταν μοιραίο σταδιακά να καταλήξει να ταυτιστεί και να αναγνωρίζεται στα μάτια των πλατύτερων λαϊκών μαζών πλέον ως συνδικαλιστική παράταξη του ΚΚΕ. Γι’ αυτό το λόγο και περιορίστηκε να συσπειρώσει, κατά βάση, τις κομματικές δυνάμεις και εν μέρει την πολιτική επιρροή του Κόμματος.

Η κατάληξη αυτή ήταν ένας αρνητικός περιορισμός στη συσπείρωση γύρω από το ΠΑΜΕ περισσότερων εργατικών δυνάμεων, περισσότερων Σωματείων, Ομοσπονδιών κτλ. Και όταν το ΠΑΜΕ κατόρθωνε να συσπειρώσει περισσότερα Σωματεία (όπως ήταν η περίπτωση με τα πάνω από τα 1100 Σωματεία) δεν υπήρχε καμία συνέχεια, ακριβώς γιατί η συσπείρωση αυτή δεν αντιστοιχούσε στην πολιτική κατεύθυνση. Έσπαγε.

Και έσπαγε και από τις δύο πλευρές. Και από την πλευρά των Σωματείων που συσπειρώνονταν, που δε μπορούσαν να ακολουθήσουν τη γενική κατεύθυνση, και από την πλευρά του ΠΑΜΕ, που πάλι λόγω της κατεύθυνσης δεν έπαιρνε περαιτέρω πρωτοβουλίες, μπροστά στον κίνδυνο να αλλοιωθεί η γενική κατεύθυνση.

Το χειρότερο, όμως, αποτέλεσμα που έφερε η συγκεκριμένη κατεύθυνση ήταν ότι στην προσπάθεια του ΠΑΜΕ να διαχωριστεί από τον κυβερνητικό και εργοδοτικό συνδικαλισμό οδήγησε στον κάθετο διαχωρισμό των εργαζομένων μέσα στο συνδικαλιστικό κίνημα, πράγμα που εκφράστηκε και στα Σωματεία και τις Ομοσπονδίες που ελέγχονταν πλειοψηφικά από τις δυνάμεις του ΠΑΜΕ.

Οι εργαζόμενοι, που δεν εκφράζονταν από τις προτάσεις του ΠΑΜΕ στα Σωματεία που ελέγχονταν από το ΠΑΜΕ, δεν συμμετείχαν στις δραστηριότητες του ΠΑΜΕ. Δεν υπήρχε έκφραση γι’ αυτούς. Το ΠΑΜΕ πρακτικά έγινε συσπείρωση Σωματείων και Ομοσπονδιών, αλλά στο επίπεδο της εργατικής τάξης αφορούσε τις κομματικές δυνάμεις ή και συνεργαζόμενους με το Κόμμα και το ΠΑΜΕ.

Ο αναγκαίος πολιτικός διαχωρισμός του ΠΑΜΕ από τον κυβερνητικό και εργοδοτικό συνδικαλισμό, κατέληξε να μετατραπεί σε κάθετο οργανωτικό διαχωρισμό, σε διάσπαση των εργαζομένων, εκ των πραγμάτων, που έφτασε μέχρι τα πρωτοβάθμια Σωματεία.

Η συνέχεια ήταν καταλυτική. Τα Σωματεία διαχωρίστηκαν, αποδυναμώθηκαν, η δράση τους περιορίστηκε, σταδιακά αδράνησαν, οι εργαζόμενοι έχασαν την εμπιστοσύνη τους σ’ αυτά, άρχισαν να απομακρύνονται από αυτά, και το γεγονός αυτό εκφράστηκε συνολικά στο συνδικαλιστικό κίνημα, πράγμα που φάνηκε και στην πτώση των εκλεγμένων αντιπροσώπων στα τριτοβάθμια όργανα.

Πρέπει να σταθούμε, επίσης, και σε ορισμένους άλλους παράγοντες που οδήγησαν στην απομάκρυνση των εργαζομένων από το συνδικαλιστικό κίνημα. Αυτή η κατεύθυνση, που προωθούσε το Κόμμα μέσα στο Εργατικό Κίνημα δεν ήταν ώριμη να γίνει αποδεκτή από τους εργαζόμενους, γιατί ταυτιζόταν με το στρατηγικό του στόχο. Όλα τα συνθήματα που ακούγονταν στις διάφορες εργατικές εκδηλώσεις και κινητοποιήσεις του Κόμματος και του ΠΑΜΕ αφορούσαν τη βασική αντίθεση της κοινωνίας.

Από τα ίδια τα πράγματα δημιουργούσαν ένα χάσμα ανάμεσα στα άμεσα προβλήματα, που αντιμετώπιζαν οι εργαζόμενοι, και τους στρατηγικούς στόχους του Κόμματος, που πέρναγαν και στο ΠΑΜΕ. Εμφάνιζαν το ΠΑΜΕ ως φορέα μέσα στο Εργατικό Κίνημα, που υποβάθμιζε τα άμεσα προβλήματα των εργαζομένων, γεγονός που επιτεινόταν και από τα αιτήματα που πρόβαλε το ΠΑΜΕ, αλλά και από τα αιτήματα που δεν πρόβαλε. Στην πραγματικότητα αυτό το χάσμα αντικατόπτριζε το ταξικό και πολιτικό χάσμα των εργαζομένων από το στρατηγικό στόχο του Κόμματος.

Δίπλα στα παραπάνω πρέπει να προσθέσουμε και το γεγονός ότι αυτή η πολιτική κατεύθυνση δε βοηθούσε ούτε και στην αντιμετώπιση του κυβερνητικού και εργοδοτικού συνδικαλισμού. Αντίθετα τους διευκόλυνε. Μπορούμε σήμερα, πολύ καθαρά, να το διαπιστώσουμε και από τους συσχετισμούς που επικρατούν στις τριτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις. Δεν είχαμε καμία ανατροπή σ’ αυτούς. Ουσιαστικά δεν έχουν αλλάξει οι συσχετισμοί. Εξακολουθούν να παραμένουν περίπου οι ίδιοι ανάμεσα στο ΠΑΜΕ και στον κυβερνητικό και εργοδοτικό συνδικαλισμό.

Παραπέρα οι προσπάθειες που έγιναν για να δημιουργηθούν κλαδικά Σωματεία, όπως π.χ. στον τραπεζικό τομέα ή στους ιδιωτικούς εκπαιδευτικούς και αλλού δε μπόρεσαν να συσπειρώσουν τους εργαζόμενους, ούτε να παίξουν το ρόλο για τον οποίο δημιουργήθηκαν.

Όλη αυτή η κατάσταση εκφράστηκε και στον αριθμό των εργαζομένων που κινητοποιούνταν. Οι συγκεντρώσεις, οι διαδηλώσεις σταδιακά έχαναν τη δυναμική τους και τη θέση τους έπαιρναν όλο και πιο πολύ οι παραστάσεις διαμαρτυρίας και διάφορες ακτιβίστικες ενέργειες.

Ταυτόχρονα, όμως, έπαιξε σημαντικό ρόλο και ένας άλλος παράγοντας, που αφορούσε το ίδιο το Κόμμα και εκφράστηκε και στη δράση του ΠΑΜΕ μέσα στο Εργατικό Κίνημα.

Αυτός ο χαρακτήρας της αντικαπιταλιστικής – αντιμονοπωλιακής κατεύθυνσης, που αφορούσε στη στρατηγική του Κόμματος, ως γενική κατεύθυνση δράσης των κομματικών δυνάμεων μέσα στους χώρους δουλειάς, απέκοψε στην πράξη τις κομματικές δυνάμεις από τα συγκεκριμένα προβλήματα του χώρου ευθύνης τους. Είχε επίδραση και στη δράση των Σωματείων.

Οι κομματικές δυνάμεις άρχισαν και αυτές με τη σειρά τους να αδρανοποιούνται, οι συζητήσεις για τη στάση των λαϊκών μαζών δεν αφορούσαν την τοποθέτησή τους απέναντι στα ίδια τα προβλήματά τους, όπου εκεί θα διαπιστωνόταν και ο βαθμός των διαθέσεών τους για αγώνες, αλλά τη στάση τους απέναντι στη στρατηγική του Κόμματος. Η κατεύθυνση: «δουλεύουμε με τη στρατηγική μας στους χώρους δουλειάς», η παρότρυνση: «να εμβαθύνουμε στη στρατηγική μας» αφαίρεσαν την άμεση επαφή των κομματικών δυνάμεων με τις λαϊκές μάζες πάνω στη βάση των συγκεκριμένων προβλημάτων, έτσι όπως εκφράζονταν κατά χώρο δουλειάς.

Στο μεταξύ όλες οι αναλύσεις που επιχειρούνταν με τη δημόσια αρθρογραφία για να επιλυθεί το πρόβλημα του πως δουλεύουμε με τη στρατηγική μας, του πως εμβαθύνουμε στη στρατηγική μας και στις σχέσεις των κομματικών δυνάμεων με τις λαϊκές μάζες δεν έδιναν πρακτικές λύσεις. Και από μία άποψη ήταν «λογικό».

Η κινητοποίηση των λαϊκών μαζών και η συνειδητοποίησή τους απέναντι στα ίδια τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν, με βάση την κατεύθυνση: «δουλεύουμε με τη στρατηγική μας», προϋπέθετε να πειστούν οι λαϊκές μάζες ότι στον καπιταλισμό δεν πρόκειται να λυθούν τα προβλήματά τους. Και αυτό εκφράστηκε και στην κομματική φιλολογία με το: «να παρεμποδίσουμε», «να αποτρέψουμε», «να έχουμε έστω και ορισμένες μικρές προσωρινές κατακτήσεις» κτλ..

Με δυο λόγια η κινητοποίηση και η ανάπτυξη της δράσης των λαϊκών μαζών γινόταν κυρίως ιδεολογικό θέμα. Αυτή η ιδεολογικοποίηση της δράσης των λαϊκών μαζών, που είναι κλασσικό και διαχρονικό χαρακτηριστικό των αριστερίστικων οργανώσεων, αντιστρέφει τη σχέση της κινητήριας δύναμης της δράσης των εργαζομένων, που είναι τα ίδια τα προβλήματά τους, με την πολιτική και την ιδεολογία.

Δεν ισχυριζόμαστε ότι πρέπει να πάψει να γίνεται ιδεολογικοπολιτική διαπάλη, γιατί έτσι θα καταργούσαμε την ταξική πάλη στα δύο από τα τρία επίπεδα που πρέπει να διεξάγεται. Θα πέφταμε στον οικονομισμό. Ισχυριζόμαστε, όμως, ότι κατά προτεραιότητα η δράση των λαϊκών μαζών αναπτύσσεται με βάση τα προβλήματά τους, ότι η ανάπτυξη της δράσης των λαϊκών μαζών είναι ο καλύτερος και σημαντικότερος τρόπος για να κατανοήσουν και τα πολιτικά και ιδεολογικά ζητήματα, ώστε η ταξική πάλη να διεξάγεται σε όλα τα επίπεδα και να αναπτύσσεται και η ταξική και πολιτική συνείδηση των εργαζομένων για τον ιστορικό τους ρόλο.

Με την έννοια αυτήν η προτεραιότητα στη στρατηγική, η υποτίμηση της τακτικής ως πολιτικής, κατά τη Λενινιστική ανάλυση, προσέγγισης των λαϊκών μαζών, δε μπορεί να αποτυπώσει και τις πραγματικές διαθέσεις των λαϊκών μαζών, οδηγεί σε λάθος εκτιμήσεις, γιατί, παράλληλα, οδηγεί τους εργαζόμενους στο «δε γίνεται τίποτα», εννοώντας φυσικά ότι δεν υπάρχει διέξοδος στα προβλήματά τους.

Σε τελική ανάλυση, δηλαδή, συσκοτίζεται και η διέξοδος των εργαζομένων, δε μπορεί να γίνει κατανοητή και μαχητή, πράγμα βέβαια που δεν είναι δική τους ευθύνη αλλά ευθύνη της πρωτοπορίας τους. Μπροστά σε μια τέτοια κατάσταση αρχίζουν να εμφανίζονται και τα «επιχειρήματα» για το μέγεθος των δυσκολιών.

Στη γενική εξέλιξη και ανάπτυξη της δράσης των λαϊκών μαζών φυσικά σημαντικό ρόλο παίζουν και το ίδιο το «βάρος» των προβλημάτων, που αντιμετωπίζουν οι εργαζόμενοι, κυρίως οι νέες εργασιακές σχέσεις, που επεκτείνονται με γρήγορους ρυθμούς, οι συνθήκες εργασίας, που επικρατούν στους χώρους δουλειάς, η ανασφάλεια, οι απολύσεις, η αυθαιρεσία και ο αυταρχισμός των εργοδοτών, η στάση του κυβερνητικού και εργοδοτικού συνδικαλισμού. Παράγοντες που δεν πρέπει να υποτιμηθούν. Ταυτόχρονα, όμως, αυτοί οι ίδιοι οι παράγοντες πρέπει να γίνουν και η αιτία της ίδιας της δράσης των λαϊκών μαζών για να ξεπεραστούν και να οξύνουν την ταξική πάλη.

Η δεύτερη περίοδος, η οποία είναι η σχετικά πρόσφατη περίοδος, αφορά στην προσπάθεια τα Σωματεία, οι Ομοσπονδίες να παίρνουν αυτές την πρωτοβουλία της ανάπτυξης των αγώνων της εργατικής τάξης, γενικότερα των λαϊκών μαζών.

Αυτή η περίοδος χαρακτηρίζεται περισσότερο από τη συγκεκριμενοποίηση των άμεσων και καυτών προβλημάτων των εργαζομένων και το γενικό κάλεσμα σε όλα τα Σωματεία και τις Ομοσπονδίες για συζήτηση και κοινή δράση. Συνοδεύεται από ένα γενικό προσκλητήριο τα κύτταρα του συνδικαλιστικού κινήματα, τα Σωματεία, τα Συνδικάτα, να αποκτήσουν ζωή, να μαζικοποιηθούν, να ασχοληθούν με τα προβλήματα του χώρου ευθύνης τους, να αναπτύξουν τη δράση τους.

«Λογικά» σκεφτόμενος κανείς, πρέπει να υποθέσει ότι γίνεται εμμέσως πλην σαφώς παραδεκτό, ότι με την προηγούμενη περίοδο «κάτι δεν πήγαινε καλά». Ότι κάτι αλλάζει. Και για να γίνουμε και οπτικά πιο κατανοητοί θα παραθέσουμε δύο αφίσες:

Σαφώς και εδώ έχουμε ένα βήμα προς μια άλλη κατεύθυνση, θα λέγαμε μια άλλη συνδικαλιστική τακτική, η οποία, όμως, και πάλι κινείται στο πλαίσιο της αντικαπιταλιστικής – αντιμονοπωλιακής κατεύθυνσης.

Ο κίνδυνος στην περίπτωση αυτή είναι να υπάρξει, και τέτοια σημάδια ήδη έχουν φανεί, μια ταλάντευση ανάμεσα στο «συγκεκριμένο» και στο «γενικό». Όσο δηλαδή δεν αποκαθίσταται μια σωστή γενική κατεύθυνση της ανάπτυξης του Εργατικού Κινήματος, η δράση των λαϊκών μαζών να ταλαντεύεται στις επιμέρους μορφές της ταξικής πάλης, με αποτέλεσμα να σπάει η ενότητα της ταξικής πάλης. Σε τελική ανάλυση να σπάει η σχέση ανάμεσα στο «αντικειμενικό» και το «υποκειμενικό», δηλαδή, στους αντικειμενικούς και στους υποκειμενικούς όρους ανάπτυξης του Εργατικού Κινήματος.

Ακολουθεί το Τέταρτο Μέρος.

 

COMMENTS