Το δεύτερο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ ολοκληρώθηκε και όπως μας πληροφορεί το κύριο άρθρο της Αυγής «από το συνέδριο βγήκε και από σήμερα θα εμφανιστεί ένας ΣΥΡΙΖΑ με πλήρη συνείδηση του πού βρίσκεται, πού πάει και αποφασισμένος να δώσει τη μάχη μέχρι τέλους, για τον λαό και την Αριστερά», καθώς σύμφωνα με την εφημερίδα του ΣΥΡΙΖΑ «το στοιχείο που διαφοροποιούσε το τελευταίο από τα προηγούμενα συνέδρια ήταν η αίσθηση της κοινωνικής ευθύνης που διαπερνούσε τις τοποθετήσεις των συνέδρων, αλλά και εκείνη της ιστορικότητας των στιγμών για την ίδια την Αριστερά, που δοκιμάζεται στη διακυβέρνηση μιας ευρωπαϊκής χώρας».
Την ίδια στιγμή μια άλλη εφημερίδα, που πρόσκειται στο ΣΥΡΙΖΑ, η «Εφημερίδα των Συντακτών» έκανε επίσης κύριο άρθρο της το τι μέλλει γενέσθαι «Μετά το συνέδριο…» υποστηρίζοντας ότι υπάρχει «γόρδιος δεσμός», που δεν έλυσε αυτό το συνέδριο. Σύμφωνα με την «ΕΦΣΥΝ», ο ΣΥΡΙΖΑ παραμένει δέσμιος της αντίφασης ανάμεσα στις παραδόσεις της Αριστεράς και στις παραδόσεις του κοινοβουλευτισμού. Εν ολίγοις το νόημα του άρθρου αυτού ήταν ότι εξακολουθεί, χωρίς να δίνεται απάντηση, να υπάρχει η αντίφαση ανάμεσα στο κόμμα και στην κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματος και την κυβέρνηση, γεγονός που δημιουργεί πρόβλημα στην προσπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ να διατηρήσει τους δεσμούς του με τις λαϊκές μάζες που τον στήριξαν.
Στην πραγματικότητα οι δύο αυτές απόψεις είναι συμπληρωματικές. Πράγματι ο ΣΥΡΙΖΑ στο πρώτο συνέδριό του από κυβερνητική θέση βρίσκεται σε δημοσκοπική σοβαρή πτώση και φαντάζει δύσκολη η αντιστροφή της επιδείνωσης των σχέσεών του με τις εργατικές και μικροαστικές μάζες, που τον ακολούθησαν φέρνοντάς τον στην εξουσία. Η αιτία βρίσκεται στην κατάρρευση και την ολοκληρωτική χρεοκοπία της στρατηγικής του σύλληψης. Στην επιμονή του στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το ευρώ, στην πολιτική των μνημονίων που υπηρετεί.
Το δεύτερο συνέδριό του δεν έδωσε και δεν θα μπορούσε άλλωστε να δώσει καμία ουσιαστική απάντηση σ’ αυτό το πρόβλημα και στην υπέρβασή του, διαφορετικά θα έπρεπε ο ΣΥΡΙΖΑ να αρνηθεί την πολιτική του και τη στρατηγική του. Αρκέστηκε να επιβεβαιώσει την πλήρη μεταστροφή του και να επισημοποιήσει την ολοκληρωτική μετάλλαξή του από κόμμα του μικροαστικού σοσιαλισμού σε κόμμα που θέλει να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά για λογαριασμό της αστικής τάξης.
Στην πραγματικότητα ο ΣΥΡΙΖΑ ακολουθεί το δρόμο των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, έχοντας πλήρη συνείδηση της αποστολής του σ’ αυτό το βρώμικο ρόλο. Ταυτόχρονα όμως εξακολουθεί να μιλάει στο όνομα της Αριστεράς και δη της ριζοσπαστικής Αριστεράς! Πρόκειται για μια επιλογή που «ποιεί την ανάγκη φιλοτιμία», καθώς η ηγεσία και τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ έχουν πλήρη συναίσθηση της τύχης των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων και ιδίως της κατάντιας του ΠΑΣΟΚ στην Ελλάδα. Στην πραγματικότητα πρόκειται για μια δημαγωγική τακτική.
Εκεί ακριβώς έγινε και ο συμβιβασμός ανάμεσα στις διάφορες ομάδες στο εσωτερικό του, που ψέλλισαν επιμέρους κριτικές και παρατηρήσεις για την πορεία του ΣΥΡΙΖΑ στη διακυβέρνηση της χώρας και τις επιλογές του μετά το Γενάρη του 2015, χωρίς να αμφισβητούν σε καμία περίπτωση την υπογραφή του τρίτου μνημονίου. Από τη μια λοιπόν ψευδεπίγραφη ριζοσπαστική αριστερή ταυτότητα εντός της Ελλάδας και από την άλλη τα ανοίγματα και η σύσφιξη των σχέσεών του με την Ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, που είναι υπέρμαχη της μνημονιακής πολιτικής!
Αυτό που πρέπει να κρατήσει κανείς είναι η δέσμευση του Αλέξη Τσίπρα ότι το μνημόνιο θα τηρηθεί στο ακέραιο, έστω και εάν βάζει την προϋπόθεση ότι θα πρέπει να ξεκινήσει άμεσα η συζήτηση για την απομείωση του χρέους, ότι οι Ευρωπαίοι εταίροι πρέπει να τηρήσουν τις δεσμεύσεις τους, αφήνοντας να αιωρείται η «απειλή» ότι οι συμφωνίες πρέπει να τηρηθούν και από τα δύο μέρη διαφορετικά είναι «εύθραυστες». Στο ερώτημα, όμως, που τέθηκε στο συνέδριο για το τι θα κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ αν η ρύθμιση για το χρέος σημαίνει και τέταρτο μνημόνιο εκεί δεν υπήρξε απάντηση, επικράτησε για το συγκεκριμένο κόμμα η συνήθης «δημιουργική ασάφεια».
Εκ πείρας, όμως, γνωρίζουμε ότι όταν από τα πριν είναι ομολογημένη η μνημονιακή σαφήνεια καμία «ασάφεια» δεν είναι σε θέση να δώσει απάντηση στο συγκεκριμένο ερώτημα, πολύ περισσότερο που είναι ιδιαίτερα σαφής ο Σόιμπλε. Τα πράγματα παίρνουν το δρόμο τους, κατά τις θελήσεις και τις απαιτήσεις των εταίρων, όπως συνέβη και πέρσι με τη μετάβαση από το δεύτερο στο τρίτο μνημόνιο. Γεγονός είναι πάντως ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δια του Αλέξη Τσίπρα απευθύνθηκε στον ξένο παράγοντα, πρωτίστως στη Γερμανία και ζήτησε να μην του τραβήξουν το χαλί κάτω από τα πόδια με βάση τα όσα είπε για λύση για το χρέος εδώ και τώρα, ενώ την ίδια στιγμή ο Σόιμπλε δηλώνει ξεκάθαρα ότι δεν πρόκειται να ξεκινήσει αυτή η συζήτηση πριν από το 2018.
Το γεγονός αυτό, βέβαια, σε συνδυασμό με τη δύσκολη θέση που βρίσκεται ο ΣΥΡΙΖΑ σε σχέση με τη λαϊκή δυσαρέσκεια, που εισπράττει – και με έντονο τρόπο, τον βάζει μπροστά και σε δεύτερες σκέψεις. Με την έννοια αυτή δε μπορεί να αποκλείσει κανείς ακόμη και το ενδεχόμενο έντονων εξελίξεων το επόμενο χρονικό διάστημα.
Την ίδια στιγμή, η Νέα Δημοκρατία, παρά τη στρατηγική της σύμπτωση με το ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και τη σύγκλισή της σε ό,τι αφορά το θέμα του χρέους, φρόντισε να κόψει ευθύς εξαρχής κάθε γέφυρα συναίνεσης και συνεννόησης με την κυβέρνηση. Μάλιστα από τις ΗΠΑ, τις ίδιες μέρες, ο Κυριάκος Μητσοτάκης αναζήτησε και αυτός τη στήριξη του ξένου παράγοντα, χαρακτηρίζοντας επείγουσα ανάγκη την πολιτική αλλαγή στην Ελλάδα και διεκδικώντας για λογαριασμό του την κυβερνητική εξουσία μέσω πρόωρων εκλογών.
Στο μεταξύ η Νέα Δημοκρατία και ο Κυριάκος Μητσοτάκης κλιμάκωσαν την αντιπολιτευτική τους ρητορική, με αφορμή και τα όσα διακινούνται μέσω Γαλλίας, αναφορικά με το πρώτο εξάμηνο του 2015 περί σχεδίου επιστροφής στη δραχμή, και από Αμερικανικού εδάφους ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας δεν παρέλειψε να υπενθυμίσει την πρότασή του για σύσταση εξεταστικής επιτροπής για την περίοδο που ο Γιάννης Βαρουφάκης βρισκόταν στο τιμόνι του υπουργείου Οικονομικών της Ελλάδας.
Μένει να φανεί πως σχετίζονται με την πορεία του Ελληνικού ζητήματος και τι σκοπιμότητες εξυπηρετούν τα όσα γράφονται για το ρόλο των ΗΠΑ, που παρουσιάζεται ότι το επόμενο χρονικό διάστημα θα είναι αποφασιστικός, από τη στιγμή που και ο Αλέξης Τσίπρας και ο Κυριάκος Μητσοτάκης επιζητούν τη στήριξή τους. Να δούμε τι σκοπιμότητες κρύβονται πίσω απ’ τις αποκαλύψεις μέσω Γαλλίας σε σχέση με τις διαπραγματεύσεις ανάμεσα στην Ελλάδα και τους «θεσμούς» το 2015 πριν την υπογραφή του τρίτου μνημονίου και τα σενάρια για Grexit.
Πάντως αστοί σχολιαστές και δημοσιογράφοι επιμένουν ότι: «ο Νοέμβρης θα είναι πολύ πυκνός σε πολιτικές εξελίξεις», ότι θα υπάρχει μια σαφέστερη εικόνα για τις πολιτικές πρωτοβουλίες της κυβέρνησης και της Νέας Δημοκρατίας για το επόμενο χρονικό διάστημα.
Σε κάθε περίπτωση το βέβαιο είναι ότι το ζήτημα της αναδιάρθρωσης του χρέους, όπως συμφωνήθηκε το 2015 στο τρίτο μνημόνιο (προηγούμενα από την κυβέρνηση Σαμαρά το 2012), είναι ένας ακόμα μοχλός, που μετατρέπει την Ελλάδα σε μπαλάκι του πινγκ πονγκ ανάμεσα στο ΔΝΤ και την Ευρωπαϊκή Ένωση, την κρατάει τόσο οικονομικά όσο και πολιτικά σαν αγκιστρωμένο ψάρι ανάμεσα στις αντιθέσεις των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κυρίαρχα της Γερμανίας, χωρίς επί της ουσίας κάποια στοιχειωδώς τεκμηριωμένη προοπτική ανάκαμψης για την Ελληνική οικονομία.
Και όπως όλα δείχνουν τόσο η κυβέρνηση όσο και η Νέα Δημοκρατία γνωρίζουν ότι τα χειρότερα είναι μπροστά. Καθόλου τυχαίες δεν είναι οι γνωστές απαιτήσεις του ΔΝΤ για τα μέτρα κόλαφο που ζητάει, για περαιτέρω μειώσεις στις συντάξεις και τους μισθούς, για την απελευθέρωση των απολύσεων, για το συνδικαλιστικό νόμο, κτλ., ως αντίτιμο για την απομείωση του χρέους και τη συμμετοχή του σε πρόγραμμα. Απαιτήσεις που είναι συνέχεια σε όσα παλιότερα απαιτούσε ο Πολ Τόμσεν, που ζητούσε να υπάρξει σύγκλιση του επιπέδου των εισοδημάτων, μισθών, συντάξεων, κοινωνικών παροχών και επιδομάτων με το αντίστοιχο επίπεδο των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης και των υπόλοιπων Βαλκανίων.
Σ’ αυτό το πλαίσιο κυβέρνηση και αστική αντιπολίτευση παίρνουν θέση για την επόμενη μέρα. Ο μεν ΣΥΡΙΖΑ απαιτώντας αντάλλαγμα τη ρύθμιση του χρέους, προκειμένου να κρατήσει ζωντανό το αφήγημα της «Αριστεράς για τα δύσκολα», που «έχει συναίσθηση της κοινωνικής ευθύνης και των ιστορικών στιγμών», σύμφωνα με την Αυγή. Η δε Νέα Δημοκρατία παρακαλώντας για το χρίσμα του ξένου παράγοντα και αποφεύγοντας ως τότε να αναλάβει πολιτικό κόστος από την «ιδιοκτησία» των «διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων» των Μνημονίων, που την ίδια στιγμή ο Κυριάκος Μητσοτάκης απαιτεί να προχωρήσουν και δεσμεύεται ως κυβέρνηση ότι θα υλοποιήσει. Διπλός και δημαγωγικός ο ρόλος της.
Πρόκειται για εκατέρωθεν στάση από τα δύο αυτά κόμματα, που υπακούει στους κανόνες διαχείρισης της πολιτικής κρίσης της αστικής τάξης εξαιτίας της ρευστότητας και της κινητικότητας των μαζών, όσο και αν αυτή η τελευταία από πρώτη ματιά δεν γίνεται ορατή και αρκείται να καταγράφεται με μεγάλα ποσοστά υπέρ του «Κανένα» στις δημοσκοπήσεις.
Υποστηρίζουμε τη θέση: Η πολιτική κρίση στη χώρα μας είναι παρούσα, γιατί η οικονομική πορεία της χώρας μας θα είναι ιδιαιτέρως πολύ δύσκολη, γιατί δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι δεν θα υπάρξει τέταρτο μνημόνιο, αλλά και λόγω της γενικότερης κατάστασης που επικρατεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση, παραπέρα, και λόγω της εντεινόμενης οικονομικής και πολιτικής εξάρτησης της χώρας μας. Οι τελευταίες εξελίξεις και η εξάντληση του πολιτικού λόγου της αστικής τάξης όπως αποτυπώνεται στην αντιπαράθεση Νέας Δημοκρατίας και ΣΥΡΙΖΑ κυοφορούν νέα όξυνση.
Η πολιτική κρίση είναι παρούσα, γιατί αυτές οι εξελίξεις καθιστούν περισσότερο σαφές και ωριμάζουν στις μάζες την ανάγκη υπέρβασης της στρατηγικής της αστικής τάξης για την παραμονή στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το ευρώ. Γεγονός που σημαίνει ότι στην πραγματικότητα τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ όσο και τα άλλα κόμματα της αστικής αντιπολίτευσης βρίσκονται μπροστά στις ίδιες δυσκολίες σε σχέση με την εκφρασμένη λαϊκή δυσαρέσκεια.
Από την απάντηση σ’ αυτό το ζήτημα θα κριθεί η πορεία των πολιτικών εξελίξεων. Και σε σχέση με αυτές τις εξελίξεις αποφασιστική σημασία θα έχει η στάση του ΚΚΕ. Η ηγεσία του θα κριθεί από το αν θα κατανοήσει την ουσία της τρέχουσας πολιτικής συγκυρίας και θα ανταποκριθεί στα καθήκοντα που θέτει η ταξική πάλη, τροποποιώντας την τακτική του Κόμματος στην κατεύθυνση της κατάθεσης ενός αντιιμπεριαλιστικού, αντιμονοπωλιακού, δημοκρατικού προγράμματος διακυβέρνησης και εξουσίας, ενός προγράμματος της Λαοκρατικής Δημοκρατίας στην κατεύθυνση του σοσιαλισμού, που θα συσπειρώσει την εργατική τάξη και τα μικρομεσαία μικροαστικά στρώματα, τις κοινωνικές αυτές δυνάμεις που χτυπήθηκαν από την κρίση και αποτελούν το «κοινωνικό έδαφος» για την πολιτική του ΚΚΕ.
COMMENTS