Για το συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ

Παρακολουθώντας το «Διάλογο», που έχει ανοίξει στην εφημερίδα «Αυγή», για το προσεχές συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε κανείς να σταθεί σε τέσσερα, κυρίως, σημεία:

Το πρώτο: Απασχολεί ιδιαίτερα η συγκρότηση του ΣΥΡΙΖΑ οργανωτικά, ως κόμμα. Η αλήθεια είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ποτέ δεν είχε μια κανονική λειτουργία. Στην καλύτερη περίπτωση θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για τη λειτουργική του χαλαρότητα. Από την εμφάνισή του λειτουργούσε με διάφορες τάσεις, μεταξύ των οποίων πλειοψηφούσαν πάντα οι λεγόμενοι «προεδρικοί», με τον έναν ή άλλο τρόπο, και επικρατούσαν οι «δημοκρατικές» συνεννοήσεις «κάτω από το τραπέζι».

Μετά μάλιστα τη διάσπαση που υπέστη ο ΣΥΡΙΖΑ, με την αποχώρηση των διαφωνούντων με την πολιτική της κυβέρνησης, που εκφράζονται έκτοτε μέσα από τη ΛΑΕ, του Παναγιώτη Λαφαζάνη, και την Πλεύση Ελευθερίας, το κόμμα της Ζωής Κωνσταντοπούλου, ο ΣΥΡΙΖΑ υπέστη ένα σοβαρό οργανωτικό χτύπημα και πρακτικά οι κομματικές του οργανώσεις σταμάτησαν ουσιαστικά να λειτουργούν.

Το συνέδριο είναι πράγματι μια προσπάθεια επανασυγκρότησης του ΣΥΡΙΖΑ. Τουλάχιστον αυτή είναι η ομολογημένη πρόθεσή του. Το πραγματικά ζητούμενο, όμως, για την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ είναι να αποκαταστήσει μια στοιχειώδη συγκρότηση και λειτουργία του κόμματος για να χρησιμεύσει ως πολιτικός φορέας υποστήριξης της αντιλαϊκής πολιτικής που εφαρμόζει.

Έχουν σπάσει οι δεσμοί, όσοι και όποιοι υπήρχαν, ανάμεσα στο ΣΥΡΙΖΑ και με έναν περίγυρο, που κινούταν κοντά στο ΣΥΡΙΖΑ. Και αυτό είναι έτσι κι αλλιώς όχι μόνο ζήτημα ύπαρξης και λειτουργίας του ΣΥΡΙΖΑ ως πολιτικού κόμματος αλλά και πολιτικό πρόβλημα. Και με την έννοια αυτή προτίθεται να το αντιμετωπίσει.

Το δεύτερο: Το συνέδριο πρέπει να αποκαταστήσει την κομματική λειτουργία, να ορθοποδήσει το κόμμα, γιατί είναι αναγκαίο για να κερδηθεί η πολιτική και ιδεολογική ηγεμονία. Ακόμη και η θεσμική ηγεμονία.

Ο ΣΥΡΙΖΑ διαπιστώνει την ανησυχητική πολιτική και ιδεολογική φθορά που έχει υποστεί από την πολιτική των μνημονίων που εφαρμόζει, και μάλιστα «με συνέπεια», όπως περηφανεύεται. Άλλα είχε υποσχεθεί και άλλα κάνει. Ούτε και αυτό το περιορισμένο πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης δε μπόρεσε να εφαρμόσει. Το απαρνήθηκε.

Για να μπορέσει να «σταθεί» στο πολιτικό σκηνικό έχει ανάγκη να «ιδεολογικοποιήσει» την πολιτική του υποχώρηση. Δεν είναι ιστορικά ο πρώτος ούτε και θα είναι και ο τελευταίος που θα το κάνει. Αυτήν ακριβώς την ιδεολογικοποίηση της υποχώρησης προσπαθεί να της δώσει ιστορικό έρεισμα, με αναφορές ακόμη και στην επαναστατική πολιτική των Μπολσεβίκων, κακοποιώντας την Ιστορία του Εργατικού και Κομμουνιστικού Κινήματος, παραπέρα και τη Λενινιστική τακτική, για να μπορέσει να σταθεί πολιτικά και ιδεολογικά.

Με τον τρόπο αυτό φιλοδοξεί και θα προσπαθήσει να αποκτήσει την ιδεολογική και πολιτική ηγεμονία, ενώ η αναφορά του στη θεσμική ηγεμονία αποκαλύπτει ότι στο επίπεδο του κράτους συναντάει σοβαρές δυσκολίες «εκ των έσω». Έχει σημασία να επισημάνει κανείς και αυτήν την πλευρά, για να γίνει κατανοητός ο ρόλος του κράτους ακόμη και απέναντι στο ΣΥΡΙΖΑ, που έχει προσχωρήσει πλέον ολοκληρωτικά στην αστική πολιτική.

Αυτή η ιδεολογική και πολιτική ηγεμονία δεν έχει καμία σχέση φυσικά με την ιδεολογική και πολιτική ηγεμονία της εργατικής τάξης και της κοσμοθεωρίας της, ούτε, επίσης με την πολιτική και ιδεολογική ηγεμονία του Αντόνιο Γκράμσι. Είναι ένα μείγμα αστικών και μικροαστικών αντιλήψεων, που άνετα «χωράνε» και λειτουργούν στο πλαίσιο της καπιταλιστικής πραγματικότητας. Καλός ο σοσιαλισμός αλλά καλύτερος ο καπιταλισμός! Εκεί καταλήγει αυτή η ιδεολογική και πολιτική ηγεμονία.

Ο ΣΥΡΙΖΑ και η ηγεσία του δεν παίρνουν υπόψη τους το ιστορικό κατάντημα της Σοσιαλδημοκρατίας (και στη χώρα μας). Τουλάχιστον αυτή μπόρεσε να σταθεί για πάνω από έναν αιώνα, στη Δυτική Ευρώπη, με τις ρίζες που διέθετε, αλλά στο τέλος δε μπόρεσε να αποφύγει την ιδεολογική και πολιτική κατάρρευση. Γι’ αυτό και σήμερα παραπαίει.

Ελπίζουν ότι θα μπορέσουν να ξαναστήσουν στα πόδια του ένα νέο σοσιαλδημοκρατικό πρότυπο, ή ακόμη να επαναφέρουν τον περίφημο «δημοκρατικό δρόμο προς το σοσιαλισμό», αλλά πως μπορεί να έχει επιτυχία μια τέτοια προσπάθεια, όταν και η σημερινή Σοσιαλδημοκρατία και μαζί της και ο ΣΥΡΙΖΑ έχουν βυθιστεί στα βαθιά νερά του νεοφιλελευθερισμού, που στρέφεται πλέον άμεσα ενάντια σε στοιχειώδη δικαιώματα των εργαζομένων. Μισός μισθός, μισά μεροκάματα, μισή ζωή.

Το τρίτο: Ο ΣΥΡΙΖΑ, με τη μέχρι τώρα ιδεολογική και πολιτική του πλατφόρμα, καθόριζε ως βασική κοινωνική αντίθεση τη στάση απέναντι προς το νεοφιλελευθερισμό. Από τις παρεμβάσεις, που γίνονται στο «Διάλογο» καταλαβαίνει κανείς ότι θα κινηθεί στην ίδια ρότα.

Η αντιμετώπιση, όμως, του νεοφιλελευθερισμού, ως αστικού ρεύματος, οδηγεί στο αέναο και πλήρως αποτυχημένο στόχο της καλυτέρευσης του καπιταλισμού, του εξανθρωπισμού του, με συνθήματα όπως: «ο άνθρωπος πάνω από τα κέρδη». Μόνο που στον καπιταλισμό ποτέ ο άνθρωπος δε θα βρεθεί πάνω από τα κέρδη των καπιταλιστών, αλλιώς δεν θα είχαν κέρδη οι καπιταλιστές. Και όλα αυτά λέγονται σε μια εποχή, που στον καπιταλισμό κυριαρχεί η πολιτική αντίδραση και ο ιδεολογικός ανορθολογισμός.

Είναι φανερό ότι μια τέτοια αντιμετώπιση των κοινωνικών αντιθέσεων παρακάμπτει τη βασική κοινωνική αντίθεση ανάμεσα στην αστική και την εργατική τάξη. Παρακάμπτει το καθήκον της εργατικής τάξης να κατακτήσει την πολιτική εξουσία για λογαριασμό της, για την κοινωνική της απελευθέρωση μέσα από την οικοδόμηση του σοσιαλισμού.

Οπότε πολύ εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς ότι η αναφορά του ΣΥΡΙΖΑ για το σοσιαλισμό μόνο ως προπέτασμα καπνού μπορεί να χρησιμεύσει, για να παραπλανάει τους εργαζόμενους, να δικαιολογεί την «αριστερή του ταυτότητα», την ώρα που εφαρμόζει αστική πολιτική στην πιο αντιλαϊκή της εκδοχή.

Το τέταρτο: Το αναλλοίωτο και σταθερό στοιχείο στο «Διάλογο» είναι ο λεγόμενος «Ευρωπαϊκός προσανατολισμός», δηλαδή η συμμετοχή της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, που «πρέπει να αλλάξει», γιατί διαφορετικά «θα αντιμετωπίσει πρόβλημα ύπαρξης».

Στην κατεύθυνση αυτή ο ΣΥΡΙΖΑ αναζητάει και τις πολιτικές του συμμαχίες στο εσωτερικό της χώρας όσο και έξω απ’ αυτήν. Στην ίδια κατεύθυνση ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται σε επαφή με Σοσιαλιστικά και Σοσιαλδημοκρατικά κόμματα ή και κόμματα της λεγόμενης Κεντροαριστεράς.

Μόνο που τα κόμματα αυτά εφαρμόζουν την ίδια πολιτική, που επιβάλλει η Ευρωενωσιακή ολιγαρχία, οι πιο ισχυρές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως η Γερμανία, μια πολιτική που καταδικάζει τους εργαζόμενους στην ανέχεια και στην εξαθλίωση. Το ερώτημα που προκύπτει είναι: κάτω από αυτές τις συνθήκες πως θα αλλάξει η Ευρωπαϊκή Ένωση;

Εξ άλλου η Ευρωπαϊκή Ένωση για ποιο λόγο δημιουργήθηκε; Γιατί οι δυνάμεις του κεφαλαίου αισθάνθηκαν την ανάγκη να δημιουργήσουν μια αντιδραστική καπιταλιστική διακρατική συμμαχία;

Το έκαναν για τρείς βασικούς λόγους: Να αντιμετωπίσουν το σοσιαλισμό στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, να αντισταθμίσουν τον ιμπεριαλιστικό ανταγωνισμό των άλλων ιμπεριαλιστικών κέντρων και να αντιμετωπίσουν την εργατική τάξη, ώστε να μη μπορέσει να υλοποιήσει το στρατηγικό της στόχο, να καταλάβει την πολιτική εξουσία και να οικοδομήσει το σοσιαλισμό.

Είναι φανερό ότι και αυτός ο στόχος του ΣΥΡΙΖΑ είναι απραγματοποίητος. Επομένως τι αλλαγή μπορούμε να περιμένουμε για την Ευρωπαϊκή Ένωση προς την πρόοδο; Καμία.

Το συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ δεν πρόκειται να σηματοδοτήσει κάποια διαφορετική πολιτική πορεία του. Θα κινηθεί στα ήδη κακοφτιαγμένα καλούπια της υπάρχουσας πολιτικής που εφαρμόζει. Μπορεί, όμως, να συνεχίσει να παραπλανάει τους εργαζόμενους. Και εδώ χρειάζεται το συστηματικό πολιτικό και ιδεολογικό ξεσκέπασμα του ΣΥΡΙΖΑ, που σε τελική έχει ανάλυση έχει ως στόχο να χειραγωγεί τη συνείδηση των εργαζομένων.

COMMENTS